Λευκίππη και Κλειτοφών - Αχιλλέας Τάτιος


Ό άρρην ούν τού θήλεος έρά' κάν ό θήλυς άπωκισμένος ή τή τής φυτείας στάσει ό έραστής ό άρρην αύαίνεται. Συνίησιν ούν ό γεωργός τήν λύπην τού φυτού καί είς τήν τού χωρίου περιωπήν άνελθών έφορά πού νένευκε' κλίνεται γάρ είς τό έρώμενον. Καί μαθών θεραπεύει τού φυτού τήν νόσον' πτόρθον γάρ τού θήλεος φοίνικος λαβών είς τήν τού άρρενος καρδίαν έντίθησι. Καί άνέψυξε μέν ή ψυχή τού φυτού τό δέ σώμα άποθνήσκον πάλιν άνεζωπύρησε καί έξανέστη χαίρον έπί τή τής έρωμένης συμπλοκή. Καί τούτό έστι γάμος φυτών. 

Γίνεται δέ καί γάμος άλλος ύδάτων διαπόντιος. Καί έστιν ό μέν έραστής ποταμός Ήλείοσ ή δέ έρωμένη κρήνη Σικελική. Διά γάρ τής θαλάσσης ό ποταμός ώς διά πεδίου τρέχει. 

Ή δέ ούκ άφανίζει γλυκύν έραστήν άλμυρώ κύματι σχίζεται δέ αύτώ ΄ρέοντι καί τό σχίσμα τής θαλάσσης χαράδρα τώ ποταμώ γίνεται' καί έπί τήν Άρέθουσαν ούτω τόν Άλφειόν νυμφοστολεί. Όταν ούν ή (ή) τών Όλυμπίων έορτή πολλοί μέν είς τάς δίνας τού ποταμού καθιάσιν άλλος άλλα δώρα' ό δέ εύθύς πρός τήν έρωμένην κομίζει καί ταύτά έστιν έδνα ποταμού. 

Γίνεται δέ καί έν τοίς έρπετοίς άλλο έρωτος μυστήριον ού τοίς όμογενέσι μόνον πρός άλληλα άλλά καί τοίς άλλοφύλοις. Ό έχις ό τής γής όφις είς τήν σμύραιναν οίστρεί' ή δέ σμύραινά έστιν άλλος όφις θαλάσσιοσ είς μέν τήν μορφήν όφισ είς δέ τήν χρήσιν ίχθύς. 

Όταν ούν είς τόν γάμον έθέλωσιν άλλήλοις συνελθείν ό μέν είς τόν αίγιαλόν έλθών συρίζει πρός τήν θάλασσαν τή σμυραίνη σύμβολον ή δέ γνωρίζει τό σύνθημα καί έκ τών κυμάτων άναδύεται. Άλλ' ούκ εύθέως πρός τόν νυμφίον έξέρχεται (οίδε γάρ ότι θάνατον έν τοίς όδούσι φέρει) άλλ' άνεισιν είς τήν πέτραν καί περιμένει τόν νυμφίον καθάραι τό στόμα. 

Έστάσιν ούν άμφότεροι πρός άλλήλους βλέποντεσ ό μέν ήπειρώτης έραστήσ ή δέ έρωμένη νησιώτις. Όταν ούν ό έραστής έξεμέση τής νύμφης τόν φόβον ή δέ έρριμμένον ίδη τόν θάνατον χαμαί τότε καταβαίνει τής πέτρας καί είς τήν ήπειρον έξέρχεται καί τόν έραστήν περιπτύσσεται καί ούκέτι φοβείται τά φιλήματα. 

Ταύτα λέγων έβλεπον άμα τήν κόρην πώς έχει πρός τήν άκρόασιν τήν έρωτικήν' ή δέ ύπεσήμαινεν ούκ άηδώς άκούειν. Τό δέ κάλλος άστράπτον τού ταώ ήττον έδόκει μοι τού Λευκίππης είναι προσώπου. Τό γάρ τού σώματος κάλλος αύτής πρός τά τού λειμώνος ήριζεν άνθη. Ναρκίσσου μέν τό πρόσωπον έστιλβε χροιάν ΄ρόδον δέ άνέτελλεν έκ τής παρειάς ίον δέ ή τών όφθαλμών έμάρμαιρεν αύγή αί δέ κόμαι βοστρυχούμεναι μάλλον είλίττοντο κιττού' 

τοιούτος ήν Λευκίππης έπί τών προσώπων ό λειμών. Ή μέν ούν μετά μικρόν άπιούσα ώχετο' τής γάρ κιθάρας αύτήν ό καιρός έκάλει. Έμοί δέ έδόκει παρείναι' άπελθούσα γάρ τήν μορφήν έπαφήκέ μου τοίς όφθαλμοίς. 

Έαυτούς ούν έπηνούμεν έγώ τε καί ό Σάτυρος έγώ μέν έμαυτόν τής μυθολογίας ό δέ ότι μοι τάς άφορμάς παρέσχεν. (Καί μετά μικρόν τού δείπνου καιρός ήν καί πάλιν όμοίως συνεπίνομεν.) 

Άμα δέ έαυτούς έπαινούντες έπί τό δωμάτιον έβαδίζομεν τής κόρης άκροασόμενοι δήθεν τών κιθαρισμάτων' ού γάρ έδυνάμην έμαυτού κάν έπ' όλίγον κρατείν τού μή όράν τήν κόρην. Ή δέ πρώτον μέν ήσεν Όμήρου τήν πρός τόν λέοντα τού συός μάχην. Έπειτά τι καί τής άπαλής μούσης έλίγαινε' ΄ρόδον γάρ έπήνει τό άσμα. 

Εί τις τάς καμπάς τής ώδής περιελών ψιλόν έλεγεν άρμονίας τόν λόγον ούτως άν είχεν ό λόγος' Εί τοίς άνθεσιν ήθελεν ό Ζεύς έπιθείναι βασιλέα τό ΄ρόδον άν τών άνθέων έβασίλευε. Γής έστι κόσμος φυτών άγλάισμα όφθαλμός άνθέων λειμώνος έρύθημα κάλλος άστράπτον' έρωτος πνέει Άφροδίτην προξενεί εύώδεσι φύλλοις κομά εύκινήτοις πετάλοις τρυφά τό πέταλον τώ Ζεφύρω γελά. Ή μέν ταύτα ήδεν' έγώ δέ έδόκουν τό ΄ρόδον έπί τών χειλέων αύτής (όράν) ώς εί τις τής κάλυκος τό περιφερές είς τήν τού στόματος έκλεισε μορφήν. 

Καί άρτι πέπαυτο τών κιθαρισμάτων καί πάλιν δείπνου καιρός ήν. Ήν γάρ έορτή προτρυγαίου Διονύσου τότε. Τόν γάρ Διόνυσον Τύριοι νομίζουσιν έαυτών έπεί καί τόν Κάδμου μύθον άδουσι. 

Καί τής έορτής διηγούνται πατέρα μύθον οίνον ούκ είναί ποτε παρ' άνθρώποις όπου μήπω παρ' αύτοίς ού τόν μέλανα τόν άνθοσμίαν ού τόν τής βιβλίας άμπέλου ού τόν Μάρωνος τόν Θράκιον ού Χίον έκ Λακαίνης ού τόν Ίκάρου τόν νησιώτην άλλά τούτους μέν άπαντας άποίκους είναι Τυρίων οίνων τήν δέ πρώτην παρ' αύτοίς φύναι τών οίνων μητέρα. 

Είναι γάρ έκεί τινα φιλόξενον ποιμένα οίον Άθηναίοι τόν Ίκάριον λέγουσι καί τούτον ένταύθα τού μύθου γενέσθαι πατέρα όσον Άττικόν είναι δοκείν. Έπί τούτον ήκεν ό Διόνυσος τόν βουκόλον' ό δέ αύτώ παρατίθησιν όσα γή τρέφει καί μαζοί βοών. Ποτόν δέ ήν παρ' αύτοίς οίον καί ό βούς έπινεν' ούπω γάρ τό άμπέλινον ήν. 

(Καί) ό Διόνυσος έπαινεί τής φιλοφροσύνης τόν ποιμένα καί αύτώ προτείνει κύλικα φιλοτησίαν. Τό δέ ποτόν οίνος ήν. Ό δέ πιών ύφ' ήδονής βακχεύεται καί λέγει πρός τόν θεόν' Πόθεν ώ ξένε σοί τό ύδωρ τούτο τό πορφυρούν; πόθεν ούτως εύρες αίμα γλυκύ; ού γάρ έστιν έκείνο τό χαμαί ΄ρέον. 

Τό μέν γάρ ές τά στέρνα καταβαίνει καί λεπτήν έχει τήν ήδονήν τούτο δέ καί πρό τού στόματος τάς ΄ρίνας εύφραίνει καί θιγόντι μέν ψυχρόν έστιν είς τήν γαστέρα δέ καταθορόν άναπνεί κάτωθεν ήδονής πύρ. Καί ό Διόνυσος έφη' Τούτό έστιν όπώρας ύδωρ τούτό έστιν αίμα βότρυος. 

Άγει πρός τήν άμπελον ό θεός τόν βουκόλον καί τών βοτρύων λαβών άμα καί θλίβων καί δεικνύς τήν άμπελον Τούτο μέν έστιν έφη τό ύδωρ τούτο δέ ή πηγή. ό μέν ούν οίνος ούτως ές άνθρώπους παρήλθεν ώς ό Τυρίων λόγος. 

Έορτήν δέ άγουσιν έκείνην τήν ήμέραν έκείνω τώ θεώ. Φιλοφρονούμενος ούν ό πατήρ τά τε άλλα παρασκευάσας ές τό δείπνον έτυχε πολυτελέστερα καί κρατήρα παρεθήκατο ίερόν τού θεού πολυτελή μετά τόν Γλαύκου τού Χίου δεύτερον. Υέλου μέν τό πάν έργον όρωρυγμένης' 

κύκλω δέ αύτόν άμπελοι περιέστεφον άπ' αύτού τού κρατήρος πεφυτευμέναι. Οί δέ βότρυες πάντη περικρεμάμενοι' όμφαξ μέν αύτών έκαστος (έφ') όσον έστίν κενός ό κρατήρ' έάν δέ έγχέης οίνου κατά μικρόν ό βότρυς ύποπερκάζεται καί σταφυλήν τόν όμφακα ποιεί. Διόνυσος δέ έντετύπωται τών βοτρύων πλησίον ίνα τήν άμπελον οίνω γεωργή. 

Τού δέ πότου προιόντος ήδη καί άναισχύντως ές αύτήν έώρων. Έρως δέ καί Διόνυσος δύο βίαιοι θεοί ψυχήν κατασχόντες έκμαίνουσιν είς άναισχυντίαν ό μέν καίων αύτήν τώ συνήθει πυρί ό δέ τόν οίνον ύπέκκαυμα φέρων' οίνος γάρ έρωτος τροφή. Ήδη δέ καί αύτή περιεργότερον είς έμέ βλέπειν έθρασύνετο. Καί ταύτα μέν ήμίν ήμερών έπράττετο δέκα' καί πλέον τών όμμάτων έκερδαίνομεν ή έτολμώμεν ούδέν. 

Κοινούμαι δή τώ Σατύρω τό πάν καί συμπράττειν ήξίουν' ό δέ έλεγε καί αύτός μέν έγνωκέναι πρίν παρ' έμού μαθείν όκνείν δέ έλέγχειν βουλόμενον λανθάνειν. Ό γάρ μετά κλοπής έρών άν έλεγχθή πρός τινος ώς όνειδίζοντα τόν έλέγξαντα μισεί. 

Ήδη δέ έφη καί τό αύτόματον ήμών προύνόησεν. Ή γάρ τόν θάλαμον αύτής πεπιστευμένη Κλειώ κεκοινώνηκέ μοι καί έχει πρός με ώς έραστήν. Ταύτην παρασκευάσω κατά μικρόν πρός ήμάς ούτως έχειν ώς καί συναίρεσθαι πρός τό έργον. 

Δεί δέ σε καί τήν κόρην μή μέχρι τών όφθαλμών πειράν άλλά καί ΄ρήμα δριμύτερον είπείν. Τότε δέ πρόσαγε τήν δευτέραν μηχανήν. 

Θίγε χειρός θλίψον δάκτυλον θλίβων στέναξον. Ήν δέ ταύτά σου ποιούντος καρτερή καί προσίηται σόν έργον ήδη δέσποινάν τε καλείν καί φιλήσαι τράχηλον. Πιθανώς μέν έφην νή τήν Άθηνάν ές τό έργον παιδοτριβείς' δέδοικα δέ μή άτολμος ών καί δειλός έρωτος άθλητής γένωμαι. 

Έρως ώ γενναίε έφη δειλίας ούκ άνέχεται. Όράς αύτού τό σχήμα ώς έστι στρατιωτικόν' τόξα καί φαρέτρα καί βέλη καί πύρ άνδρεία πάντα καί τόλμης γέμοντα. Τοιούτον ούν έν σεαυτώ θεόν έχων δειλός εί καί φοβή; όρα μή καταψεύδη τού θεού. 

Άρχήν δέ έγώ σοι παρέξω. Τήν Κλειώ γάρ άπάξω μάλιστα όταν έπιτήδειον ίδω καιρόν τού σε τή παρθένω δύνασθαι καθ' αύτόν συνείναι μόνη. 

Ταύτα είπών έχώρησεν έξω τών θυρών. Έγώ δέ κατ' έμαυτόν γενόμενος καί ύπό τού Σατύρου παροξυνθείς ήσκουν έμαυτόν είς εύτολμίαν έπί τήν παρθένον' Μέχρι τίνος άνανδρε σιγάς; τί δέ δειλός εί στρατιώτης άνδρείου θεού; τήν κόρην προσελθείν σοί περιμένεις; 

είτα προσετίθην' Τί γάρ ώ κακόδαιμον ού σωφρονείς; τί δέ ούκ έράς ών σε δεί; παρθένον ένδον έχεις άλλην καλήν' ταύτης έρα ταύτην βλέπε ταύτην έξεστί σοι γαμείν. Έδόκουν πεπείσθαι' κάτωθεν δέ ώσπερ έκ τής καρδίας ό Έρως άντεφθέγγετο' Ναί τολμηρέ κατ' έμού στρατεύη καί άντιπαρατάττη; ίπταμαι καί τοξεύω καί φλέγω' πώς δυνήση φυγείν; άν φυλάξη μου τό τόξον ούκ έχεις φυλάξασθαι τό πύρ. Άν δέ καί ταύτην κατασβέσης σωφροσύνη τήν φλόγα αύτώ σε καταλήψομαι τώ πτερώ. 

Ταύτα διαλεγόμενος έλαθον έπιστάς άπροοράτως τή κόρη καί ώχρίασά τε ίδών έξαίφνης είτ' έφοινίχθην. Μόνη δ' ήν καί ούδέ ή Κλειώ συμπαρήν. Όμως ούν ώς άν τεθορυβημένος ούκ έχων τί είπω Χαίρε έφην δέσποινα. 

Ή δέ μειδιάσασα γλυκύ καί έμφανίσασα διά τού γέλωτος ότι συνήκε πώς είπον τό Χαίρε δέσποινα είπεν' Έγώ σή; μή τούτο είπης. Καί μήν πέπρακέ μέ τίς σοι θεών ώσπερ τόν Ήρακλέα τή Όμφάλη. 

Τόν Έρμήν λέγεις; τούτω τήν πράσιν έκέλευσεν ό Ζεύς καί άμα έγέλασε. Ποίον Έρμήν; τί ληρείς είπον είδυία σαφώς ό λέγω; ώς δέ περιέπλεκον λόγους έκ λόγων τό αύτόματόν μοι συνήργησεν. 

Έτυχε τή προτεραία ταύτης ήμέρα περί μεσημβρίαν ή παίς ψάλλουσα κιθάρα έπιπαρήν δέ αύτή καί ή Κλειώ καί παρεκάθητο διεβάδιζον δέ έγώ' καί τις έξαίφνης μέλιττά ποθεν ίπτάσα τής Κλειούς έπάταξε τήν χείρα. 

Καί ή μέν άνέκραγεν ή δέ παίς άναθορούσα καί καταθεμένη τήν κιθάραν κατενόει τήν πληγήν καί άμα παρήνει λέγουσα μηδέν άχθεσθαι' παύσειν γάρ αύτήν τής άλγηδόνος δύο έπάσασαν ΄ρήματα' διδαχθήναι γάρ αύτήν ύπό τινος Αίγυπτίας είς πληγάς σφηκών καί μελιττών. 

Καί άμα έπήδε' καί έλεγεν ή Κλειώ μετά μικρόν ΄ράων γεγονέναι. Τότε ούν κατά τύχην μέλιττά τις ή σφήξ περιβομβήσασα κύκλω μου τό πρόσωπον παρέπτη' κάγώ λαμβάνω τό ένθύμιον καί τήν χείρα έπιβαλών τοίς προσώποις προσεποιούμην πεπλήχθαι καί άλγείν. 

Ή δέ παίς προσελθούσα είλκε τήν χείρα καί έπυνθάνετο ποί παταχθείην. Κάγώ Κατά τού χείλουσ έφην. Άλλά τί ούκ έπάδεις φιλτάτη; ή δέ προσήλθέ τε καί ένέθηκεν ώς έπάσουσα τό στόμα καί τι έψιθύριζεν έπιπολής ψαύουσά μου τών χειλέων. 

Κάγώ κατεφίλουν σιωπή κλέπτων τών φιλημάτων τόν ψόφον ή δέ άνοίγουσα καί κλείουσα τών χειλέων τήν συμβολήν τώ τής έπωδής ψιθυρίσματι φιλήματα έποίει τήν έπωδήν. Κάγώ τότε ήδη περιβαλών φανερώς κατεφίλουν' ή δέ διασχούσα Τί ποιείς; έφη. Καί σύ κατεπάδεις; Τήν έπωδόν είπον φιλώ ότι μου τήν όδύνην ίάσω. 

Ώς δέ συνήκεν ό λέγω καί έμειδίασε θαρσήσας είπον' Οίμοι φιλτάτη πάλιν τέτρωμαι χαλεπώτερον' έπί γάρ τήν καρδίαν κατέρρευσε τό τραύμα καί ζητεί σου τήν έπωδήν. Ή που καί σύ μέλιτταν έπί τού στόματος φέρεις' καί γάρ μέλιτος γέμεις καί τιτρώσκει σου τά φιλήματα. 

Άλλά δέομαι κατέπασον αύθις καί μή ταχύ τήν έπωδήν παραδράμης καί πάλιν άγριάνης τό τραύμα. Καί άμα λέγων τήν χείρα βιαιότερον περιέβαλλον καί έφίλουν έλευθερώτερον' ή δέ ήνείχετο κωλύουσα δήθεν. 

Έν τούτω πόρρωθεν ίδόντες προσιούσαν τήν θεράπαιναν διελύθημεν έγώ μέν άκων καί λυπούμενος ή δέ ούκ οίδ' όπως είχεν. ΄Ράων ούν έγεγόνειν καί μεστός έλπίδων' ήσθόμην δέ έπικαθημένου μοι τού φιλήματος ώσπερ σώματος καί έφύλαττον άκριβώς ώς θησαυρόν τό φίλημα τηρών ήδονής ό πρώτόν έστι γλυκύ. 

Καί γάρ άπό τού καλλίστου τών τού σώματος όργάνων τίκτεται' στόμα γάρ φωνής όργανον' φωνή δέ ψυχής σκιά. Αί γάρ τών στομάτων συμβολαί κιρνάμεναι καί έκπέμπουσαι κάτω τήν ήδονήν έλκουσι τάς ψυχάς άνω πρός τά φιλήματα. 

Ούκ οίδα δέ ούτω πρότερον ήσθείσης τής καρδίας' καί τότε πρώτον έμαθον ότι μηδέν έρίζει πρός ήδονήν φιλήματι έρωτικώ. 

Έπειδή δέ τού δείπνου καιρός ήν πάλιν όμοίως συνεπίνομεν. Ώνοχόει δέ ό Σάτυρος ήμίν καί τι ποιεί πράγμα έρωτικόν. Έναλλάσσει τά έκπώματα καί τό μέν έμόν τή κόρη προτίθησι τό δέ έκείνης έμοί καί έγχέων άμφοτέροις καί κερασάμενος ώρεγεν. 

Έγώ δέ έπιτηρήσας τό μέρος τού έκπώματος ένθα τό χείλος ή κόρη πίνουσα προσέθηκεν έναρμοσάμενος τό έμόν έπινον άποστολιμαίον τούτο φίλημα ποιών καί άμα κατεφίλουν τό έκπωμα. 

Ή δέ ώς είδεν συνήκεν ότι τού χείλους αύτής καταφιλώ καί τήν σκιάν. Άλλ' ό γε Σάτυρος συμφορήσας πάλιν τά έκπώματα ένήλλαξεν ήμίν. Τότε ήδη καί τήν κόρην είδον τά έμά μιμουμένην καί τά αύτά πίνουσαν καί έχαιρον ήδη πλέον. Καί τρίτον έγένετο τούτο καί τέταρτον καί τό λοιπόν τής ήμέρας ούτως άλλήλοις προεπίνομεν τά φιλήματα. 

Μετά δέ τό δείπνον ό Σάτυρός μοι προσελθών έφη' Νύν μέν άνδρίζεσθαι καιρός. Ή γάρ μήτηρ τής κόρης ώς οίσθα μαλακίζεται καί καθ' έαυτήν άναπαύεται' μόνη δέ ή παίς βαδιείται κατά τά είθισμένα τής Κλειούς έπομένης πρίν έπί τόν ύπνον τραπήναι. Έγώ δέ σοι καί ταύτην άπάξω διαλεγόμενος. Ταύτα είπών τή Κλειοί μέν αύτός έγώ δέ τή παιδί διαλαχόντες έφηδρεύομεν. Καί ούτως έγένετο. Άπεσπάτο μέν ή Κλειώ ή δέ παρθένος έν τώ περιπάτω κατελέλειπτο. 

Έπιτηρήσας ούν ότε τό πολύ τής αύγής έμαραίνετο πρόσειμι θρασύτερος γενόμενος πρός αύτήν έκ τής πρώτης προσβολής ώσπερ στρατιώτης ήδη νενικηκώς καί τού πολέμου καταπεφρονηκώς' πολλά γάρ ήν τά τότε όπλίζοντά με θαρρείν' οίνος έρως έλπίς έρημία. Καί ούδέν είπών άλλ' ώς έπί συγκείμενον έργον ώς είχον περιχυθείς τήν κόρην κατεφίλουν. 

Ώς δέ καί έπεχείρουν τι προύργου ποιείν ψόφος τις ήμών κατόπιν γίνεται' καί ταραχθέντες άνεπηδήσαμεν. Καί ή μέν έπέκεινα τρέπεται τήν έπί τό δωμάτιον αύτής έγώ δέ έπί θάτερα σφόδρα άνιώμενος έργον ούτω καλόν άπολέσας καί τόν ψόφον λοιδορών. 

Έν τούτω δέ καί ό Σάτυρος ύπαντιάζει με φαιδρώ τώ προσώπω' καθοράν γάρ μοι έδόκει όσα έπράττομεν ύπό τινι τών δένδρων λοχών μή τις ήμίν έπέλθη' καί αύτός ήν ό ποιήσας τόν ψόφον προσιόντα θεασάμενός τινα. 

Όλίγων δέ ήμερών διελθουσών ό πατήρ μοι τούς γάμους συνεκρότει θάττον ή διεγνώκει. Ένύπνια γάρ αύτόν διετάραττε πολλά. Έδοξεν άγειν ήμών τούς γάμους ήδη δέ άψαντος αύτού τάς δάδας άποσβεσθήναι τό πύρ' ή καί μάλλον ήπείγετο συναγαγείν ήμάς. Τούτο δέ είς τήν ύστεραίαν παρεσκευάζετο. Έώνητο δέ τή κόρη τά πρός τόν γάμον' περιδέραιον μέν λίθων ποικίλων έσθήτα δέ τό πάν μέν πορφυράν ένθα δέ ταίς άλλαις έσθήσιν ή χώρα τής πορφύρας έκεί χρυσός ήν. Ήριζον δέ πρός άλλήλους οί λίθοι. 

Υάκινθος μέν ΄ρόδον ήν έν λίθω άμέθυσος δέ έπορφύρετο τού χρυσού πλησίον. Έν μέσω δέ τρείς ήσαν λίθοι τήν χροιάν έπάλληλοι' συγκείμενοι δέ ήσαν οί τρείς' μέλαινα μέν ή κρηπίς τού λίθου τό δέ μέσον σώμα λευκόν τώ μέλανι συνυφαίνετο έξής δέ τώ λευκώ τό λοιπόν έπυρρία κορυφούμενον' ό λίθος δέ τώ χρυσώ στεφανούμενος όφθαλμόν έμιμείτο χρυσούν. 

Τής δέ έσθήτος ού πάρεργον είχεν ή πορφύρα τήν βαφήν άλλ' οίαν μυθολογούσι Τύριοι τού ποιμένος εύρείν τόν κύνα ή καί μέχρι τούτου βάπτουσιν Άφροδίτης τόν πέπλον. Ήν γάρ χρόνος ότε τής πορφύρας ό κόσμος άνθρώποις άπόρρητος ήν' μικρός δέ αύτήν έκάλυπτε κόχλος έν κοίλω μυχώ. 

Άλιεύς άγρεύει τήν άγραν ταύτην. Καί ό μέν ίχθύν προσεδόκησεν ώς δέ είδε τού κόχλου τήν τραχύτητα έλοιδόρει τήν άγραν καί έρριψεν ώς θαλάσσης σκύβαλον. Εύρίσκει δέ κύων τό έρμαιον καί καταθραύει τοίς όδούσι καί τώ στόματι τού κυνός περιρρέει τού άνθους τό αίμα καί βάπτει τό αίμα τήν γένυν καί ύφαίνει τοίς χείλεσι τήν πορφύραν. 

Ό ποιμήν όρά τά χείλη τού κυνός ήμαγμένα καί τραύμα νομίσας τήν βαφήν προσήει καί άπέπλυνε τή θαλάσση καί τό αίμα λαμπρότερον έπορφύρετο' ώς δέ καί ταίς χερσίν έθιγε τήν πορφύραν είχεν ή χείρ. 

Συνήκεν ούν τού κόχλου τήν φύσιν ό ποιμήν ότι φάρμακον έχει κάλλους πεφυτευμένον' καί λαβών μαλλόν έρίου καθήκεν είς τόν χηραμόν αύτού τό έριον ζητών τού κόχλου τά μυστήρια' τό δέ κατά τήν γένυν τού κυνός ήμάσσετο' καί τότε τήν είκόνα τής πορφύρας έδιδάσκετο. 

Λαβών δή τινας λίθους περιθραύει τό τείχος τού φαρ μάκου καί τό άδυτον άνοίγει τής πορφύρας καί θησαυρόν εύρίσκει βαφής. 

Έθυεν ούν τότε ό πατήρ προτέλεια τών γάμων. Ώς δέ ήκουσα άπωλώλειν καί έζήτουν μηχανήν δι' ής δυναίμην άναβαλέσθαι τόν γάμον. Σκοπούντος δέ μου θόρυβος έξαίφνης γίνεται κατά τόν άνδρώνα τής οίκίας. Έγεγόνει δέ τι τοιούτον' 

έπειδή θυσάμενος ό πατήρ έτυχε καί τά θύματα έπέκειτο τοίς βωμοίς άετός άνωθεν καταπτάς άρπάζει τό ίερείον' σοβούντων δέ πλέον ούδέν ήν' ό γάρ όρνις ώχετο φέρων τήν άγραν. Έδόκει τοίνυν ούκ άγαθόν είναι' καί δή έπέσχον έκείνην τήν ήμέραν τούς γάμους. Καλεσάμενος δέ μάντεις ό πατήρ καί τερατοσκόπους τόν οίωνόν διηγείται. 

Οί δέ έφασαν δείν καλλιερήσαι Ξενίω Διί νυκτός μεσούσης έπί θάλατταν ήκοντας' ό γάρ όρνις έτυχεν ίπτάμενος έκεί. Τό δέ έργον εύθύς άπέβη' τόν γάρ άετόν άναπτάντα έπί τήν θάλασσαν συνέβη φανήναι μηκέτι. Έγώ δέ ταύτα ώς έγένετο τόν άετόν ύπερεπήνουν καί δικαίως έλεγον άπάντων όρνίθων είναι βασιλέα. Ούκ είς μακράν δέ άπέβη τού τέρατος τό έργον. 

Νεανίσκος ήν βυζάντιος όνομα Καλλισθένης όρφανός καί πλούσιος άσωτος δέ καί πολυτελής. Ούτος άκούων τήν Σωστράτου θυγατέρα είναι καλήν ίδών δέ ούδέποτε ήθελεν αύτώ ταύτην γενέσθαι γυναίκα. Καί ήν έξ άκοής έραστής' τοσαύτη γάρ τοίς άκολάστοις ύβρις ώς καί τοίς ώσίν είς έρωτα τρυφάν καί ταύτα πάσχειν άπό ΄ρημάτων ά τή ψυχή τρωθέντες διακονούσιν όφθαλμοί. 

Προσελθών ούν τώ Σωστράτω πρίν ή τόν πόλεμον τοίς βυζαντίοις έπιπεσείν ήτείτο τήν κόρην' ό δέ βδελυττόμενος τού βίου τήν άκολασίαν ήρνήσατο. Θυμός ίσχει τόν Καλλισθένην καί ήτιμάσθαι νομίσαντα ύπό τού Σωστράτου καί άλλως έρώντα' άναπλάττων γάρ έαυτώ τής παιδός τό κάλλος καί φανταζόμενος τά άόρατα έλαθε σφόδρα κακώς διακείμενος. 

Έπιβουλεύει δ' ούν καί τόν Σώστρατον άμύνασθαι τής ύβρεως καί αύτώ τήν έπιθυμίαν τελέσαι. Νόμου γάρ όντος βυζαντίοις εί τις άρπάσας παρθένον φθάσας ποιήσειε γυναίκα γάμον έχειν τήν ζημίαν προσείχε τούτω τώ νόμω. Καί ό μέν έζήτει καιρόν πρός τό έργον. 

Έν τούτω δέ τού πολέμου περιστάντος καί τής παιδός είς ήμάς έκκειμένης μεμαθήκει μέν έκαστα τούτων ούδέν δέ ήττον τής έπιβουλής είχετο. Καί τοιούτό τι αύτώ συνήργησε. Χρησμόν ίσχουσιν οί βυζάντιοι τοιόνδε' 

Νήσός τις πόλις έστί φυτώνυμον αίμα λαχούσα 

ίσθμόν όμού καί πορθμόν έπ' ήπείροιο φέρουσα 

ένθ' Ήφαιστος έχων χαίρει γλαυκώπιν Άθήνην' 

κείθι θυηπολίην σε φέρειν κέλομαι Ήρακλεί. Άπορούντων δέ αύτών τί λέγει τό μάντευμα Σώστρατος (τού πολέμου γάρ ώς έφην στρατηγός ήν ούτοσ) Ώρα πέμπειν ήμάς θυσίαν είς Τύρον είπεν Ήρακλεί' τά μέν γάρ τού χρησμού έστι πάντα ένταύθα. Φυτώνυμον γάρ ό θεός είπεν αύτήν έπεί Φοινίκων ή νήσος' ό δέ φοίνιξ φυτόν. Έρίζει δέ περί ταύτης γή καί θάλασσα. Έλκει (μέν ή θάλασσα έλκει) δέ ή γή ή δέ είς άμφότερα αύτήν ήρμοσε. 

Καί γάρ έν θαλάσση κάθηται καί ούκ άφήκε τήν γήν' συνδεί γάρ αύτήν πρός τήν ήπειρον στενός αύχήν καί έστιν ώσπερ τής νήσου τράχηλος. 

Ούκ έρρίζωται δέ κατά τής θαλάσσησ άλλά τό ύδωρ ύπορρεί κάτωθεν. Υπόκειται δέ πορθμός κάτωθεν ίσθμώ' καί γίνεται τό θέαμα καινόν πόλις έν θαλάσση καί νήσος έν γή. 

Άθηνάν δέ Ήφαιστον έχειν' είς τήν έλαίαν ήνίξατο καί τό πύρ ά παρ' ήμίν άλλήλοις συνοικεί. Τό δέ χωρίον ίερόν έν περιβόλω' έλαία μέν άναθάλλει φαιδροίς τοίς κλάδοισ πεφύτευται δέ σύν αύτή τό πύρ καί άνάπτει περί τούς πτόρθους πολλήν τήν φλόγα' ή δέ τού πυρός αίθάλη τό φυτόν γεωργεί. 

Αύτη πυρός φιλία καί φυτού' ούτως ού φεύγει τόν Ήφαιστον Άθηνά. καί ό Χαιρεφών συστράτηγος ών τού Σωστράτου μείζων έπεί πατρόθεν ήν Τύριος έκθειάζων αύτόν Πάντα μέν τόν χρησμόν είπεν έξηγήσω καλώς' μή μέντοι θαύμαζε τήν τού πυρός μόνον άλλά καί τήν τού ύδατος φύσιν. Έθεασάμην γάρ έγώ τοιαύτα μυστήρια. Τό γούν τής Σικελικής πηγής ύδωρ κεκερασμένον έχει πύρ' καί φλόγα μέν όψει κάτωθεν άπ' αύτής άλλομένην άνω' θιγόντι δέ σοι τό ύδωρ ψυχρόν έστιν οίόνπερ χιών καί ούτε τό πύρ ύπό τού ύδατος κατασβέννυται ούτε τό ύδωρ ύπό τού πυρός φλέγεται άλλ' ύδατός είσιν έν τή κρήνη καί πυρός σπονδαί. 

Έπεί καί ποταμός Ίβηρικός εί μέν ίδοις αύτόν εύθύς ούδέν άλλου κρείττων έστί ποταμού' ήν δέ άκούσαι θέλης τού ύδατος λαλούντος μικρόν άνάμεινον έκπετάσας τά ώτα. Έάν γάρ όλίγος άνεμος είς τάς δίνας έμπέση τό μέν ύδωρ ώς χορδή κρούεται τό δέ πνεύμα τού ύδατος πλήκτρον γίνεται τό ΄ρεύμα δέ ώς κιθάρα λαλεί. 

Άλλά καί λίμνη Λιβυκή μιμείται γήν Ίνδικήν καί ίσασιν αύτής τό άπόρρητον αί Λιβύων παρθένοι ότι τό ύδωρ έχει πλούσιον. Ό δέ πλούτος ταύτη κάτω τεταμίευται τή τών ύδάτων ίλύι δεδεμένος καί έστιν έκεί χρυσού πηγή. Κοντόν ούν είς τό ύδωρ βαπτίζουσι πίσση πεφαρμαγμένον άνοίγουσί τε τού ποταμού τά κλείθρα. 

Ό δέ κοντός πρός τόν χρυσόν οίον πρός ίχθύν άγκιστρον γίνεται άγρεύει γάρ αύτόν' ή δέ πίσσα δέλεαρ γίνεται τής άγρας' ό τι γάρ άν είς αύτήν έμπέση τής τού χρυσού γονής τό μέν προσήψατο μόνον ή πίσσα δέ είς τήν ήπειρον ήρπασε τήν άγραν. Ούτως έκ ποταμού Λιβυκού χρυσός άλιεύεται. 

Ταύτα είπών τήν θυσίαν έπί τήν Τύρον έπεμπε καί τή πόλει συνδοκούν. Ό ούν Καλλισθένης διαπράττεται τών θεωρών είς γενέσθαι' καί ταχύ καταπλεύσας είς τήν Τύρον καί έκμαθών τήν τού πατρός οίκίαν έφήδρευε ταίς γυναιξίν. Αί δέ όψόμεναι τήν θυσίαν έξήεσαν' καί γάρ ήν πολυτελής. 

Πολλή μέν ή τών θυμιαμάτων πομπή ποικίλη δέ ή τών άνθέων συμπλοκή. Τά θυμιάματα κασσία καί λιβανωτός καί κρόκος' τά άνθη νάρκισσος καί ΄ρόδα καί μυρρίναι' ή δέ τών άνθέων άναπνοή πρός τήν τών θυμιαμάτων ήριζεν όδμήν. Τό δέ πνεύμα άναπεμπόμενον είς τόν άέρα τήν όδμήν έκεράννυε καί ήν άνεμος ήδονής. 

Τά δέ ίερεία πολλά μέν ήν καί ποικίλα διέπρεπον δέ έν αύτοίς οί τού Νείλου βόες. βούς γάρ Αίγύπτιος ού τό μέγεθος μόνον άλλά καί τήν χροιάν εύτυχεί' τό μέν γάρ μέγεθος πάνυ μέγας τόν αύχένα παχύς τόν νώτον πλατύς τήν γαστέρα πολύς τό κέρας ούχ ώς ό Σικελικός εύτελής ούδ' ώς ό Κύπριος δυσειδής άλλ' έκ τών κροτάφων όρθιον άναβαίνον κατά μικρόν έκατέρωθεν κυρτούμενον τάς κορυφάς συνάγει τοσούτον όσον αί τών κεράτων διεστάσιν άρχαί' καί τό θέαμα κυκλουμένης σελήνης έστίν είκών. Ή χροιά δέ οίαν Όμηρος τούς τού Θρακός ίππους έπαινεί. 

βαδίζει δέ ταύρος ύψαυχενών καί ώσπερ έπιδεικνύμενος ότι τών άλλων βοών έστι βασιλεύς. Εί δέ ό μύθος Εύρώπης άληθής Αίγύπτιον βούν ό Ζεύς έμιμήσατο. 

Έτυχεν ούν ή μέν έμή μήτηρ τότε μαλακώς έχουσα' σκηψαμένη δέ καί ή Λευκίππη νοσείν ένδον ύπέμεινε (συνέκειτο γάρ ήμίν είς ταύτόν έλθείν ώς άν τών πολλών έξιόντων) ώστε συνέβη τήν άδελφήν τήν έμήν μετά τής Λευκίππης μητρός προελθείν. 

Ό δέ Καλλισθένης τήν μέν Λευκίππην ούχ έωρακώς ποτε τήν δέ Καλλιγόνην ίδών τήν άδελφήν τήν έμήν νομίσας Λευκίππην είναι (έγνώρισε γάρ τού Σωστράτου τήν γυναίκα) πυθόμενος ούδέν (ήν γάρ έαλωκώς έκ τής θέασ) δείκνυσιν ένί τών οίκετών τήν κόρην ός ήν αύτώ πιστότατος καί κελεύει ληστάς έπ' αύτήν συγκροτήσαι καταλέξας τόν τρόπον τής άρπαγής. Πανήγυρις δέ έπέκειτο καθ' ήν ήκηκόει πάσας τάς παρθένους άπαντάν έπί θάλατταν. Ό μέν ούν ταύτα είπών καί τήν θεωρίαν άφωσιωμένος άπήλθεν. 

Ναύν δέ είχεν ίδίαν τούτο προκατασκευάσας οίκοθεν εί τύχοι τής έπιχειρήσεως. Οί μέν δή άλλοι θεωροί άπέπλευσαν αύτός δέ μικρόν άπεσάλευε τής γής άμα μέν ώς δοκοίη τοίς πολίταις έπεσθαι άμα δέ ίνα μή πλησίον τής Τύρου τού σκάφους όντος κατάφωρος γένοιτο μετά τήν άρπαγήν. 

Έπεί δέ έγένετο κατά Σάραπτα κώμην Τυρίων έπί θαλάττη κειμένην ένταύθα προσπορίζεται λέμβον δίδωσι δέ τώ Ζήνωνι' τούτο γάρ ήν όνομα τώ οίκέτη όν έπί τήν άρπαγήν παρεσκευάκει. 

Ό δέ (ήν γάρ καί άλλως εύρωστος τό σώμα καί φύσει πειρατικόσ) ταχύ μέν έξεύρε ληστάς άλιείς άπό τής κώμης έκείνης καί δήτα άπέπλευσεν έπί τήν Τύρον. Έστι δέ μικρόν έπίνειον Τυρίων νησίδιον άπέχον όλίγον τής Τύρου (΄Ροδόπης αύτό τάφον οί Τύριοι λέγουσιν) ένθα ό λέμβος έφήδρευεν. 

Πρό δέ τής πανηγύρεως ήν ό Καλλισθένης προσεδόκα γίνεται δή τά τού άετού καί τών μάντεων' καί είς τήν ύστεραίαν παρεσκευαζόμεθα νύκτωρ ώς θυσόμενοι τώ θεώ. Τούτων δέ τόν Ζήνωνα έλάνθανεν ούδέν' άλλ' έπειδή καιρός ήν βαθείας έσπέρας ήμείς μέν προήλθομεν ό δέ είπετο. 

Άρτι δέ γενομένων ήμών έπί τώ χείλει τής θαλάσσης ό μέν τό συγκείμενον άνέτεινε σημείον ό δέ λέμβος έξαίφνης προσέπλει καί έπεί πλησίον έγένετο ήσαν έν αύτώ νεανίσκοι δέκα. 

Όκτώ δέ έτέρους έπί τής γής είχον προλοχίσαντες οί γυναικείας μέν είχον έσθήτας καί τών γενείων έψίλωντο τάς τρίχας' έφερον δέ έκαστος ύπό κόλπω ξίφος έκόμιζον δέ καί αύτοί θυσίαν ώς άν ήκιστα ύποπτευθείεν' ήμείς δέ ώόμεθα γυναίκας είναι 

Έπεί δέ συνετίθεμεν τήν πυράν έξαίφνης βοώντες συντρέχουσι καί τάς μέν δάδας ήμών άποσβεννύουσι φευγόντων δέ άτάκτως ύπό τής έκπλήξεως τά ξίφη γυμνώσαντες άρπάζουσι τήν άδελφήν τήν έμήν καί ένθέμενοι τώ σκάφει έμβάντες εύθύς όρνιθος δίκην άφίπτανται. 

Ήμών δέ οί μέν έφευγον ούδέν ούτε είδότες ούτε έωρακότες οί δέ άμα τε είδον καί έβόων' Λησταί Καλλιγόνην έχουσι. Τό δέ πλοίον ήδη μέσην έπέραινε τήν θάλασσαν. Ώς δέ τοίς Σαράπτοις προσέσχον πόρρωθεν ό Καλλισθένης τό σημείον ίδών ύπήντησεν έπιπλεύσας καί δέχεται μέν τήν κόρην πλεί δέ εύθύς πελάγιος. 

Έγώ δέ άνέπνευσα μέν ούτω διαλυθέντων μοι παραδόξως τών γάμων ήχθόμην δέ όμως ύπέρ άδελφής περιπεσούσης τοιαύτη συμφορά. 

Όλίγας δέ ήμέρας διαλιπών πρός τήν Λευκίππην διελεγόμην' Μέχρι τίνος έπί τών φιλημάτων ίστάμεθα φιλτάτη; καλά τά προοίμια' προσθώμεν ήδη τι καί έρωτικόν. Φέρε άνάγκην άλλήλοις έπιθώμεν πίστεως. Άν γάρ ήμάς Άφροδίτη μυσταγωγήση ού μή τις άλλος κρείττων γένηται τής θεού. 

Ταύτα πολλάκις κατεπάδων έπεπείκειν τήν κόρην ύποδέξασθαί με τώ θαλάμω νυκτός τής Κλειούς συνεργούσης ήτις ήν αύτή θαλαμηπόλος. Είχε δέ ό θάλαμος αύτής ούτως' 

χωρίον ήν μέγα τέτταρα οίκήματα έχον δύο μέν έπί δεξιά δύο δέ έπί θάτερα' μέσος δέ διείργε στενωπός τά οίκήματα' θύρα δέ έν άρχή τού στενωπού μία έκλείετο' 

ταύτην είχον τήν καταγωγήν αί γυναίκες. Καί τά μέν ένδοτέρω τών οίκημάτων ή τε παρθένος καί ή μήτηρ αύτής διειλήφεσαν έκάτερα τά άντικρύ τά δέ έξω δύο τά πρός τήν είσοδον τό μέν ή Κλειώ τό κατά τήν παρθένον τό δέ ταμείον ήν. 

Κατακοιμίζουσα δέ άεί τήν Λευκίππην ή μήτηρ έκλειεν ένδοθεν τήν έπί τού στενωπού θύραν' έξωθεν δέ τις έτερος έπέκλειε καί τάς κλείς έβαλλε διά τής όπής' ή δέ λαβούσα έφύλαττε καί περί τήν έω καλέσασα τόν είς τούτο έπιτεταγμένον διέβαλλε πάλιν τάς κλείς όπως άνοίξειε. 

Ταύταις ούν ίσας μηχανησάμενος ό Σάτυρος γενέσθαι τήν άνοιξιν πειράται καί ώς εύρε δυνατήν τήν Κλειώ έπεπείκει καί τής κόρης συνειδυίας μηδέν άντιπράξαι τή τέχνη. Ταύτα ήν τά συγκείμενα. 

Ήν δέ τις αύτών οίκέτης πολυπράγμων καί λάλος καί λίχνος καί πάν ό τι άν είποι τις όνομα Κώνωψ. Ούτός μοι έδόκει πόρρωθεν έπιτηρείν τά πραττόμενα ήμίν' μάλιστα δέ όπερ ήν ύποπτεύσας μή τι νύκτωρ ήμίν πραχθή διενυκτέρευε μέχρι πόρρω τής έσπέρας άναπετάσας τού δωματίου τάς θύρας ώστε έργον ήν αύτόν λαθείν. Ό ούν Σάτυρος βουλόμενος αύτόν είς φιλίαν άγαγείν προσέπαιζε πολλάκις καί κώνωπα έκάλει καί έσκωπτε τούνομα σύν γέλωτι. Καί ούτος είδώς τού Σατύρου τήν τέχνην προσεποιείτο μέν άντιπαίζειν καί αύτός ένετίθει δέ τή παιδιά τής γνώμης τό άσπονδον. Λέγει δή πρός αύτόν' Έπειδή καταμωκά μου καί τούνομα φέρε σοι μύθον άπό κώνωπος είπω. 

Ό λέων κατεμέμφετο τόν Προμηθέα πολλάκις ότι μέγαν μέν αύτόν έπλασε καί καλόν καί τήν μέν γένυν ώπλισε τοίς όδούσι τούς δέ πόδας έκράτυνε τοίς όνυξιν έποίησέ τε τών άλλων θηρίων δυνατώτερον. Ό δέ τοιούτος έφασκε άλεκτρυόνα φοβούμαι. Καί ό Προμηθεύς έπιστάς έφη' Τί με μάτην αίτιά; τά μέν γάρ έμά πάντα έχεις όσα πλάττειν ήδυνάμην ή δέ σή ψυχή πρός τούτο μόνον μαλακίζεται. Έκλαιεν ούν έαυτόν ό λέων καί τής δειλίας κατεμέμφετο καί τέλος άποθανείν ήθελεν. 

Ούτω δέ γνώμης έχων έλέφαντι περιτυγχάνει καί προσαγορεύσας είστήκει διαλεγόμενος. Καί όρών διά παντός τά ώτα κινούντα Τί πάσχεις; έφη' καί τί δή ποτε ούδέ μικρόν άτρεμεί σου τό ούς; 

καί ό έλέφας κατά τύχην παραπτάντος αύτώ κώνωπος Όράσ έφη τούτο τό βραχύ τό βομβούν; ήν είσδύη μου τή τής άκοής όδώ τέθνηκα. καί ό λέων Τί ούν έτι άποθνήσκειν έφη δεί τοσούτον όντα καί έλέφαντος εύτυχέστερον όσον κρείττων κώνωπος άλεκτρυών; όράς όσον ίσχύος ό κώνωψ έχει ώς καί έλέφαντα φοβείν.
Επιστροφή στα περιεχόμενα   -  |  -   Συνέχεια