Λευκίππη και Κλειτοφών - Αχιλλέας Τάτιος |
|
Συνείς ούν ό Σάτυρος τό ύπουλον αύτού τών λόγων ήρέμα μειδιών Άκουσον κάμού τινα λόγον είπεν άπό κώνωπος καί λέοντοσ όν άκήκοά τινος τών φιλοσόφων' χαρίζομαι δέ σοι τού μύθου τόν έλέφαντα. Λέγει τοίνυν κώνωψ άλαζών ποτε πρός τόν λέοντα' Είτα κάμού βασιλεύειν νομίζεις ώς καί τών άλλων θηρίων; άλλ' ούτε μου καλλίων ούτε άλκιμώτερος έφυς ούτε μείζων. Έπεί τί σοι πρώτόν έστιν άλκή; άμύσσεις τοίς όνυξι καί δάκνεις τοίς όδούσι. Ταύτα γάρ ού ποιεί μαχομένη γυνή; ποίον δέ μέγεθος ή κάλλος σε κοσμεί; στέρνον πλατύ ώμοι παχείς καί πολλή περί τόν αύχένα κόμη. Τήν κατόπιν ούν αίσχύνην ούχ όράς; έμοί δέ μέγεθος μέν ό άήρ όλος όσον μου καταλαμβάνει τό πτερόν κάλλος δέ αί τών λειμώνων κόμαι' αί μέν γάρ είσιν ώσπερ έσθήτες άς όταν θέλω παύσαι τήν πτήσιν ένδύομαι. Τήν δέ άνδρείαν μου μή καί γελοίον ή καταλέγειν' όργανον γάρ όλος είμί πολέμου. Μετά μέν σάλπιγγος παρατάττομαι σάλπιγξ δέ μοι καί βέλος τό στόμα' ώστε είμί καί αύλητής καί τοξότης. Έμαυτού δέ όιστός καί τόξον γίνομαι' τοξεύει γάρ με διαέριον τό πτερόν έμπεσών δέ ώς άπό βέλους ποιώ τό τραύμα' ό δέ παταχθείς έξαίφνης βοά καί τόν τετρωκότα ζητεί. Έγώ δέ παρών ού πάρειμι. Όμού δέ καί φεύγω καί μένω καί περιιππεύω τόν άνθρωπον τώ πτερώ γελώ δέ αύτόν βλέπων περί τοίς τραύμασιν όρχούμενον. Άλλά τί δεί λόγων; άρχώμεθα μάχης. Άμα λέγων έμπίπτει τώ λέοντι καί είς τούς όφθαλμούς έμπηδά καί εί τι άλλο άτριχον τών προσώπων περιιπτάμενος άμα καί τώ βόμβω καταυλών. Ό δέ λέων ήγριαίνετο καί μετεστρέφετο πάντη καί τόν άέρα περιέχασκεν' ό δέ κώνωψ ταύτη πλέον τήν όργήν έτίθετο παιδιάν καί έπ' αύτοίς έτίτρωσκε τοίς χείλεσιν. Καί ό μέν έκλινεν είς τό λυπούν μέρος άνακάμπτων ένθα τού τραύματος ή πληγή ό δέ ώσπερ παλαιστής τό σώμα σκευάζων είς τήν συμπλοκήν άπέρρει τών τού λέοντος όδόντων αύτήν μέσην διαπτάς κλειομένην τήν γένυν. Οί δέ όδόντες κενοί τής θήρας περί έαυτούς έκροτάλιζον. Ήδη τοίνυν ό λέων έκεκμήκει σκιαμαχών πρός τόν άέρα τοίς όδούσι καί είστήκει παρειμένος όργή. Ό δέ κώνωψ περιιπτάμενος αύτού τήν κόμην έπηύλει μέλος έπινίκιον. Μακρότερον δέ ποιούμενος τής πτήσεως τόν κύκλον ύπό περιττής άπειροκαλίας άράχνης λανθάνει νήμασιν έμπλακείς καί τήν άράχνην ούκ έλαθεν έμπεσών. Ώς δέ ούκέτι είχε φυγείν άδημονών είπεν' Ώ τής άνοίας' προύκαλούμην γάρ έγώ λέοντα όλίγος δέ με ήγρευσεν άράχνης χιτών. Ταύτα είπών Ώρα τοίνυν έφη καί σέ τάς άράχνας φοβείσθαι. Καί άμα έγέλασεν. Καί όλίγας διαλιπών ήμέρας είδώς αύτόν γαστρός ήττώμενον φάρμακον πριάμενος ύπνου βαθέος έφ' έστίασιν αύτόν έκάλεσεν. Ό δέ ύπώπτευε μέν τινα μηχανήν καί ώκνει τό πρώτον. Ώς δέ ή βελτίστη γαστήρ κατηνάγκασε πείθεται. Έπεί δέ ήκε πρός τόν Σάτυρον είτα δειπνήσας έμελλεν άπιέναι έγχεί τού φαρμάκου κατά τής τελευταίας κύλικος ό Σάτυρος αύτώ' καί ό μέν έπιε καί μικρόν διαλιπών όσον είς τό δωμάτιον αύτού φθάσαι καταπεσών έκειτο τόν ύπνον καθεύδων τού φαρμάκου. Ό δέ Σάτυρος είστρέχει πρός με καί λέγει' Κείταί σοι καθεύδων ό Κύκλωψ' σύ δέ όπως Όδυσσεύς άγαθός γένη. Άμα έλεγε καί ήκομεν έπί τάς θύρας τής έρωμένης. Καί ό μέν ύπελείπετο έγώ δέ είσήειν ύποδεχομένης με τής Κλειούς άψοφητί τρέμων τρόμον διπλούν χαράς άμα καί φόβου. Ό μέν γάρ τού κινδύνου φόβος έθορύβει τάς τής ψυχής έλπίδας ή δέ έλπίς τού τυχείν έπεκάλυπτεν ήδονή τόν φόβον' ούτω καί τό έλπίζον έφοβείτό μου καί έχαιρε τό λυπούμενον. Άρτι δέ μου προσελθόντος είσω τού θαλάμου τής παιδός γίνεταί τι τοιούτον περί τήν τής κόρης μητέρα' έτυχεν όνειρος αύτήν ταράξας. Έδόκει τινά ληστήν μάχαιραν έχοντα γυμνήν άγειν άρπασάμενον αύτής τήν θυγατέρα καί καταθέμενον ύπτίαν μέσην άνατεμείν τή μαχαίρα τήν γαστέρα κάτωθεν άρξάμενον άπό τής αίδούς. Ταραχθείσα ούν ύπό δείματος ώς είχεν άναπηδά καί έπί τόν τής θυγατρός θάλαμον τρέχει (έγγύς γάρ ήν) άρτι μου κατακλιθέντος. Έγώ μέν δή τόν ψόφον άκούσας άνοιγομένων τών θυρών εύθύς άνεπήδησα' ή δέ έπί τήν κλίνην παρήν. Συνείς ούν τό κακόν έξάλλομαι καί διά τών θυρών ίεμαι δρόμω καί ό Σάτυρος ύποδέχεται τρέμοντα καί τεταραγμένον. Είτα έφεύγομεν διά τού σκότους καί έπί τό δωμάτιον έαυτών ήλθομεν. Ή δέ πρώτον μέν ύπό ίλίγγου κατέπεσεν είτα άνενεγκούσα τήν Κλειώ κατά κόρρης ώς είχε ΄ραπίζει καί έπιλαβομένη τών τριχών άμα πρός τήν θυγατέρα άνώμωξεν Άπώλεσάς μου λέγουσα Λευκίππη τάς έλπίδας. Οίμοι Σώστρατε' σύ μέν έν βυζαντίω πολεμείς ύπέρ άλλοτρίων γάμων έν Τύρω δέ καταπεπολέμησαι καί τής θυγατρός σού τις τούς γάμους σεσύληκεν. Οίμοι δειλαία τοιούτους σοι γάμους όψεσθαι ού προσεδόκων. Όφελον έμεινας έν βυζαντίω' όφελον έπαθες πολέμου νόμω τήν ύβριν' όφελόν σε κάν Θράξ νικήσας ύβρισεν' ούκ είχεν ή συμφορά διά τήν άνάγκην όνειδος. Νύν δέ κακόδαιμον άδοξείς έν οίς δυστυχείς. Έπλάνα δέ με καί τά τών ένυπνίων φαντάσματα τόν δέ άληθέστερον όνειρον ούκ έθεασάμην. Νύν άθλιώτερον άνετμήθης τήν γαστέρα' αύτη δυστυχεστέρα τής μαχαίρας τομή' ούδέ είδον τόν ύβρίσαντά σε ούδέ οίδά μου τής συμφοράς τήν τύχην. Οίμοι τών κακών' μή καί δούλος ήν; Έθάρσησεν ούν ή παρθένος ώς άν έμού διαπεφευγότος καί λέγει' Μή λοιδόρει μου μήτερ τήν παρθενίαν' ούδέν έργον μοι πέπρακται τοιούτων ΄ρημάτων (άξιον) ούδέ οίδα τούτον όστις ήν είτε δαίμων είτε ήρως είτε ληστής. Έκείμην δέ πεφοβημένη μηδέ άνακραγείν διά τόν φόβον δυναμένη. Φόβος γάρ γλώττης έστί δεσμός. Έν οίδα μόνον ούδείς μου τήν παρθενίαν κατήσχυνε. Καταπεσούσα ούν ή Πάνθεια πάλιν έστενεν. Ήμείς δέ έσκοπούμεν καθ' έαυτούς γενόμενοι τί ποιητέον είη καί έδόκει κράτιστον είναι φεύγειν πρίν ήώς γένηται καί τό πάν ή Κλειώ βασανιζομένη κατείπη. Δόξαν ούν ούτως είχόμεθα έργου σκηψάμενοι πρός τόν θυρωρόν άπιέναι πρός έρωμένην καί έπί τήν οίκίαν έρχόμεθα τήν Κλεινίου. Ήσαν δέ λοιπόν μέσαι νύκτες ώστε μόλις ό θυρωρός άνέωξεν ήμίν. Καί ό Κλεινίας έν ύπερώω γάρ τόν θάλαμον είχε διαλεγομένων ήμών άκούσας κατατρέχει τεταραγμένος. Καί έν τούτω τήν Κλειώ κατόπιν όρώμεν σπουδή θέουσαν' ήν γάρ δρασμόν βεβουλευμένη. Άμα τε ούν ό Κλεινίας ήκουσεν ήμών ά πεπόνθαμεν καί τής Κλειούς ήμείς όπως φύγοι καί πάλιν ήμών ή Κλειώ τί ποιείν μέλλομεν. Παρελθόντες ούν είσω τών θυρών τώ Κλεινία διηγούμεθα τά γεγονότα καί ότι φεύγειν διεγνώκαμεν. Λέγει ή Κλειώ' Κάγώ σύν ύμίν' ήν γάρ περιμείνω τήν έω θάνατός μοι πρόκειται τών βασάνων γλυκύτερος. Ό ούν Κλεινίας τής χειρός μου λαβόμενος άγει τής Κλειούς μακράν καί λέγει' Δοκώ μοι καλλίστην γνώμην εύρηκέναι ταύτην μέν ύπεξαγαγείν ήμάς δέ όλίγας ήμέρας έπισχείν κάν ούτω δοκή συσκευασαμένους άπελθείν. Ούδέ γάρ νύν οίδε τής κόρης ή μήτηρ τίνα κατέλαβεν ώς ύμείς φατε ό τε καταμηνύσων ούκ έσται τής Κλειούς έκ μέσου γενομένης' τάχα δέ καί τήν κόρην συμφυγείν πείσετε. Έλεγε δέ καί αύτός ότι κοινωνός γενήσεται τής άποδημίας. Ταύτα έδοξε. Καί τήν μέν Κλειώ τών οίκετών αύτού τινι παραδίδωσι κελεύσας έμβαλέσθαι σκάφει ήμείς δέ αύτού καταμείναντες έφροντίζομεν περί τών έσομένων' καί τέλος έδοξεν άποπειραθήναι τής κόρης καί εί μέν θελήσει συμφυγείν ούτω πράττειν εί δέ μή μένειν αύτού παραδόντας έαυτούς τή τύχη. Κοιμηθέντες ούν όλίγον τής νυκτός όσον τό λοιπόν περί τήν έω πάλιν έπί τήν οίκίαν έπανήλθομεν. Ή ούν Πάνθεια άναστάσα περί τάς βασάνους τής Κλειούς ηύτρεπίζετο καί καλείν αύτήν έκέλευεν. Ώς δ' ήν άφανής πάλιν έπί τήν θυγατέρα ίεται καί Ούκ έρείσ έφη τήν συσκευήν τού δράματος; ίδού καί ή Κλειώ πέφευγεν. ή δέ έτι μάλλον έθάρσησε καί λέγει' Τί πλέον είπω σοι τίνα δέ άλλην προσαγάγω πίστιν τής άληθείας μείζονα; εί παρθενίας έστι τις δοκιμασία δοκίμασον. Έτι καί τούτο έφη ή Πάνθεια λείπεται ίνα καί μετά μαρτύρων δυστυχώμεν. Ταύτα άμα λέγουσα άνεπήδησεν έξω. Ή δέ Λευκίππη καθ' έαυτήν γενομένη καί τών τής μητρός γεμισθείσα ΄ρημάτων παντοδαπή τις ήν' ήχθετο ήσχύνετο ώργίζετο. Ήχθετο μέν πεφωραμένη ήσχύνετο δέ όνειδιζομένη ώργίζετο δέ άπιστουμένη. Αίδώς δέ καί λύπη καί όργή τρία τής ψυχής κύματα' ή μέν γάρ αίδώς διά τών όμμάτων είσρέουσα τήν τών όφθαλμών έλευθερίαν καθαιρεί' ή λύπη δέ περί τά στέρνα διανεμομένη κατατήκει τής ψυχής τό ζωπυρούν' ή δέ όργή περιυλακτούσα τήν καρδίαν έπικλύζει τόν λογισμόν τώ τής μανίας άφρώ. Λόγος δέ τούτων άπάντων πατήρ καί έοικεν έπί σκοπώ τόξον βάλλειν καί έπιτυγχάνειν καί έπί τήν ψυχήν πέμπειν τά βλήματα καί ποικίλα τοξεύματα. Τό μέν έστιν αύτώ λοιδορίας βέλος καί γίνεται τό έλκος όργή' τό δέ έστιν έλεγχος άτυχημάτων' έκ τούτου τού βέλους λύπη γίνεται' τό δέ όνειδος άμαρτημάτων καί καλούσιν αίδώ τό τραύμα. Ίδιον δέ τούτων άπάντων τών βελών βαθέα μέν τά βλήματα άναιμα δέ τά τοξεύματα. Έν δέ τούτων άπάντων φάρμακον άμύνασθαι τόν βαλόντα τοίς αύτοίς βλήμασι' λόγος γάρ γλώσσης βέλος άλλης γλώσσης βέλει θεραπεύεται' καί γάρ τής καρδίας έπαυσε τό θυμούμενον καί τής ψυχής έμάρανε τό λυπούμενον. Άν δέ τις άνάγκη τού κρείττονος σιγήση τήν άμυναν άλγεινότερα γίνεται τά έλκη τή σιωπή' αί γάρ ώδίνες τών έκ τού λόγου κυμάτων ούκ άποπτύσασαι τόν άφρόν οίδούσι περί έαυτάς πεφυσημέναι. Τοσούτων ούν ή Λευκίππη γεμισθείσα συμφορών ούκ έφερε τήν προσβολήν. Έν τούτω δέ έτυχον πέμψαι τόν Σάτυρον πρός τήν κόρην άποπειρασόμενον τής φυγής. Ή δέ πρίν άκούσαι πρός τόν Σάτυρον Δέομαι έφη πρός θεών ξένων καί έγχωρίων έξαρπάσατέ με τών τής μητρός όφθαλμών όποι βούλεσθε. Εί δέ με άπελθόντες καταλίποιτε βρόχον πλεξαμένη τήν ψυχήν μου ούτως άφήσω. Έγώ δέ ώς ταύτα ήκουσα τό πολύ τής φροντίδος άπερριψάμην. Δύο δέ ήμέρας διαλιπόντες ότε καί άποδημών έτυχεν ό πατήρ παρεσκευαζόμεθα πρός τήν φυγήν. Είχε δέ ό Σάτυρος τού φαρμάκου λείψανον ώ τόν Κώνωπα ήν κατακοιμίσας' τούτου διακονούμενος ήμίν έγχεί λαθών κατά τής κύλικος τής τελευταίας ήν τή Πανθεία προσέφερεν' ή δέ άναστάσα ώχετο είς τόν θάλαμον αύτής καί εύθύς έκάθευδεν. Είχε δέ έτέραν ή Λευκίππη θαλαμηπόλον ήν τώ αύτώ φαρμάκω καταβαπτίσας ό Σάτυρος (προσεπεποίητο γάρ καί αύτής έξ ού τώ θαλάμω προσεληλύθει έράν) έπί τήν τρίτην θήραν έρχεται έπί τόν θυρωρόν. Κάκείνον βεβλήκει τώ αύτώ πόματι. Όχημα δέ εύτρεπές ήμάς πρό τών πυλών έξεδέχετο όπερ ό Κλεινίας παρεσκεύασε καί έφθασεν ήμάς έπ' αύτού περιμένων αύτός. Έπεί δέ πάντες έκάθευδον περί πρώτας νυκτός φυλακάς προήειμεν άψοφητί Λευκίππην τού Σατύρου χειραγωγούντος. Καί γάρ ό Κώνωψ όσπερ ήμίν έφήδρευε κατά τύχην έκείνην άπεδήμει τήν ήμέραν τή δεσποίνη διακονησόμενος. Άνοίγει δή τάς θύρας ό Σάτυρος καί προήλθομεν' ώς δέ παρήμεν έπί τάς πύλας έπέβημεν τού όχήματος. Ήμεν δέ οί πάντες έξ ύμείς καί ό Κλεινίας καί δύο θεράποντες αύτού. Έπελαύνομεν ούν τήν έπί Σιδώνα καί περί μοίρας τής νυκτός δύο παρήμεν έπί τήν πόλιν καί εύθύς έπί βηρυτόν τόν δρόμον έποιούμεθα νομίζοντες εύρήσειν έκεί ναύν έφορμούσαν. Καί ούκ ήτυχήσαμεν' ώς γάρ έπί τού βηρυτίων λιμένος ήλθομεν άναγόμενον σκάφος εύρομεν άρτι τά πρυμνήσια μέλλον άπολύειν. Μηδέν ούν έρωτήσαντες πού πλεί μετεσκευαζόμεθα έπί τήν θάλασσαν έκ τής γής καί ήν ό καιρός μικρόν άνω τής έω. Έπλει δέ τό πλοίον είς Άλεξάνδρειαν τήν μεγάλην τού Νείλου πόλιν. Έχαιρον δέ τό πρώτον όρών τήν θάλασσαν ούπω πελαγίζοντος τού σκάφους άλλ' έπί τοίς λιμέσιν έποχουμένου. Ώς δέ έδοξεν ούριον είναι πρός άναγωγήν τό πνεύμα θόρυβος ήν πολύς κατά τό σκάφος τών ναυτών διαθεόντων τού κυβερνήτου κελεύοντος έλκομένων τών κάλων' ή κεραία περιήγετο τό ίστίον καθίετο ή ναύς άπεσαλεύετο τάς άγκύρας άνέσπων ό λιμήν κατελείπετο' τήν γήν έωρώμεν άπό τής νηός κατά μικρόν άναχωρούσαν ώς αύτήν πλέουσαν' παιανισμός ήν καί πολλή τις εύχή θεούς σωτήρας καλούντες εύφημούντες αίσιον τόν πλούν γενέσθαι' τό πνεύμα ήρετο σφοδρότερον τό ίστίον έκυρτούτο καί είλκε τήν ναύν. Έτυχε δέ τις ήμίν νεανίσκος παρασκηνών ός έπεί καιρός ήν άρίστου φιλοφρονούμενος ήμάς συναριστάν ήξίου. Καί ήμίν δέ ό Σάτυρος παρέφερεν' ώστε είς μέσον καταθέμενοι ά είχομεν τό άρι στον έκοινωνούμεν ήδη δέ καί λόγον. Λέγω δή πρώτος' Πόθεν ώ νεανίσκε καί τίνα σε δεί καλείν; Έγώ Μενέλαος είπεν τό δέ γένος Αίγύπτιος. Τά δέ ύμέτερα τίνα; Έγώ Κλειτοφών ούτος Κλεινίας Φοίνικες άμφω. Τίς ούν ή πρόφασις ύμίν τής άποδημίας; Ήν σύ πρώτος ήμίν φράσης καί τά παρ' ήμών άκούση. Λέγει ούν ό Μενέλαος' Τό μέν κεφάλαιον τής έμής άποδημίας έρως βάσκανος καί θήρα δυστυχής. Ήρων μειρακίου καλού' τό δέ μειράκιον φιλόθηρον ήν. Έπείχον τά πολλά κρατείν ούκ ήδυνάμην. Ώς δέ ούκ έπειθον είπόμην κάγώ έπί τάς άγρας. Έθηρώμεν ούν ίππεύοντες άμφω καί τά πρώτα ηύτυχούμεν τά λεπτά διώκοντες τών θηρίων. Έξαίφνης δέ σύς τής ύλης προπηδά καί τό μειράκιον έδίωκε' καί ό σύς έπιστρέφει τήν γένυν καί άντιπρόσωπος έχώρει δρόμω καί τό μειράκιον ούκ έξετρέπετο βοώντος έμού καί κεκραγότος' Έλκε τόν ίππον μετένεγκε τάς ήνίας' πονηρόν τό θηρίον. Άνάξας δέ ό σύς σπουδή έτρεχεν ώς έπ' αύτόν' καί οί μέν συνέπιπτον άλλήλοις έμέ δέ τρόμος ώς είδον λαμβάνει' καί φοβούμενος μή φθάση τό θηρίον καί πατάξη τόν ίππον έναγκυλωσάμενος τό άκόντιον πρίν άκριβώς καταστοχάσασθαι τού σκοπού πέμπω τό βέλος' τό δέ μειράκιον παραθέον άρπάζει τήν βολήν. |
Επιστροφή στα περιεχόμενα - | - Συνέχεια |