Λευκίππη και Κλειτοφών - Αχιλλέας Τάτιος


Ώς δέ ήμεν άπό τού δείπνου παίς έρχεται κιθάραν άρμοσάμενος τού πατρός οίκέτης καί ψιλαίς τό πρώτον διατινάξας ταίς χερσί τάς χορδάς έκρουε' καί τι κρουμάτιον ύπολιγήνας ύποψιθυρίζουσι τοίς δακτύλοις μετά τούτο ήδη τώ πλήκτρω τάς χορδάς έκρουε καί όλίγον όσον κιθαρίσας συνήδε τοίς κρούμασι. 

Τό δέ άσμα ήν Άπόλλων μεμφόμενος τήν Δάφνην φεύγουσαν καί διώκων άμα καί μέλλων καταλαμβάνειν καί γινομένη φυτόν ή κόρη καί Άπόλλων τό φυτόν στεφανούμενος. Τούτό μοι μάλλον άσθέν τήν ψυχήν έξέκαυσεν' 

ύπέκκαυμα γάρ έπιθυμίας λόγος έρωτικός. Κάν είς σωφροσύνην τις έαυτόν νουθετή τώ παραδείγματι πρός τήν μίμησιν έρεθίζεται μάλιστα όταν έκ τού κρείττονος ή τό παράδειγμα' ή γάρ ών άμαρτάνει τις αίδώς τώ τού βελτίονος άξιώματι παρρησία γίνεται. 

Καί ταύτα πρός έμαυτόν έλεγον' Ίδού καί Άπόλλων έρά κάκείνος παρθένου καί έρών ούκ αίσχύνεται άλλά διώκει τήν παρθένον' σύ δέ όκνείς καί αίδή καί άκαίρως σωφρονείς' μή κρείττων εί τού θεού; 

Ώς δέ ήν έσπέρα πρότεραι μέν πρός ύπνον έτράπησαν αί γυναίκες μικρόν δέ ύστερον καί ήμείς' οί μέν δή άλλοι τή γαστρί μετρήσαντες τήν ήδονήν έγώ δέ τήν εύωχίαν έν τοίς όφθαλμοίς φέρων τών τε τής κόρης προσώπων γεμισθείς καί άκράτω θεάματι καί μέχρι κόρου προελθών άπήλθον μεθύων έρωτι. 

Ώς δέ είς τό δωμάτιον παρήλθον ένθα μοι καθεύδειν έθος ήν ούδέ ύπνου τυχείν ήδυνάμην. Έστι μέν γάρ φύσει καί τά άλλα νοσήματα καί τά τού σώματος τραύματα (έν) νυκτί χαλεπώτερα καί έπανίσταται μάλλον ήμίν ήσυχάζουσι καί έρεθίζει τάς άλγηδόνας' 

όταν γάρ άναπαύηται τό σώμα τότε σχολάζει τό έλκος νοσείν' τά δέ τής ψυχής τραύματα μή κινουμένου τού σώματος πολύ μάλλον όδυνά. Έν ήμέρα μέν γάρ όφθαλμοί καί ώτα πολλής γεμιζόμενα περιεργίας έπικουφίζει τής νόσου τήν άκμήν άντιπεριάγοντα τήν ψυχήν τής είς τό πονείν σχολής' άν δέ ήσυχία τό σώμα πεδηθή καθ' έαυτήν ή ψυχή γενομένη τώ κακώ κυμαίνεται. 

Πάντα γάρ έξεγείρεται τότε τά τέως κοιμώμενα' τοίς πενθούσιν αί λύπαι τοίς μεριμνώσιν αί φροντίδες τοίς κινδυνεύουσιν οί φόβοι τοίς έρώσι τό πύρ. Περί δέ τήν έω μόλις έλεήσας μέ τις ύπνος άνέπαυσεν όλίγον. 

Άλλ' ούδέ τότε μου τής ψυχής άπελθείν ήθελεν ή κόρη' πάντα γάρ ήν μοι Λευκίππη τά ένύπνια' διελεγόμην αύτή συνέπαιζον συνεδείπνουν ήπτόμην πλείονα είχον άγαθά τής ήμέρας' καί γάρ κατεφίλησα καί ήν τό φίλημα άληθινόν' ώστε έπειδή με ήγειρεν ό οίκέτης έλοιδορούμην αύτώ τής άκαιρίας άπολέσας όνειρον ούτω γλυκύν. 

Άναστάς ούν έβάδιζον έξεπίτηδες είσω τής οίκίας κατά πρόσωπον τής κόρης βιβλίον άμα κρατών καί έγκεκυφώς άνεγίνωσκον' τόν δέ όφθαλμόν εί κατά τάς θύρας γενοίμην ύπείλιττον κάτωθεν καί τινας έμπεριπατήσας διαύλους καί έποχετευσάμενος έκ τής θέας έρωτα σαφώς άπήειν έχων τήν ψυχήν κακώς. Καί ταύτά μοι τριών ήμερών έπυρσεύετο. 

Ήν δέ μοι Κλεινίας άνεψιός όρφανός καί νέος δύο άναβεβηκώς έτη τής ήλικίας τής έμής έρωτι τετελεσμένος' μειρακίου δέ ό έρως ήν. Ούτω δέ είχε φιλοτιμίας πρός αύτό ώστε καί ίππον πριάμενος έπεί θεασάμενον τό μειράκιον έπήνεσεν εύθύς έχαρίσατο φέρων αύτώ τόν ίππον. 

Έσκωπτον ούν αύτόν άεί τής άμεριμνίας ότι σχολάζει φιλείν καί δούλός έστιν έρωτικής ήδονής. Ό δέ μοι μειδιών καί τήν κεφαλήν έπισείων έλεγεν' Έση καί σύ μοι ποτέ δούλος. 

Ταχύ πρός τούτον άπιών καί άσπασάμενος καί παρακαθισάμενος Έδωκα έφην Κλεινία σοι δίκην τών σκωμμάτων. Δούλος γέγονα κάγώ. άνακροτήσας ούν τάς χείρας έξεγέ λασε καί άναστάς κατεφίλησέ μου τό πρόσωπον έμφαίνον έρωτικήν άγρυπνίαν' καί Έράσ είπεν έράς άληθώς' οί όφθαλμοί σου λέγουσιν. άρτι δέ λέγοντος αύτού Χαρικλής είστρέχει (τούτο γάρ ήν όνομα τώ μειρακίω) τεθορυβημένος Οίχομαί σοι λέγων Κλεινία. 

Καί συνεστέναξεν ό Κλεινίας ώσπερ έκ τής έκείνου ψυχής κρεμάμενος' καί τή φωνή τρέμων Άποκτενείσ είπε σιωπών' τί σε λυπεί; τίνι δεί μάχεσθαι; καί ό Χαρικλής Γάμον είπεν ό πατήρ μοι προξενεί καί γάμον άμόρφου κόρησ ίνα διπλώ συνοικώ τώ κακώ. Πονηρόν μέν γάρ γυνή κάν εύμορφος ή' έάν δέ καί άμορφίαν δυστυχή τό κακόν διπλούν. 

Άλλά πρός τόν πλούτον ό πατήρ άποβλέπων σπουδάζει τό κήδος. Έκδίδομαι ό δυστυχής τοίς έκείνης χρήμασιν ίνα γήμω πωλούμενος. 

Ώς ούν ταύτα ήκουσεν ό Κλεινίας ώχρίασεν. Έπιπαρώξυνεν ούν τό μειράκιον άποθέσθαι τόν γάμον τό τών γυναικών γένος λοιδορών. Γάμον είπεν ήδη σοι δίδωσιν ό πατήρ; τί γάρ ήδίκησας ίνα καί πεδηθής; 

ούκ άκούεις τού Διός λέγοντος 

Τοίς δ' έγώ άντί πυρός δώσω κακόν ώ κεν άπαντες 

τέρπωνται κατά θυμόν έόν κακόν άμφαγαπώντεσ; αύτη γυναικών ήδονή καί έοικε τή τών Σειρήνων φύσει' κάκείναι γάρ ήδονή φονεύουσιν ώδής. 

Έστι δέ σοι συνιέναι τό μέγεθος τού κακού καί άπ' αύτής τής τού γάμου παρασκευής' βόμβος αύλών δικλίδων κτύπος πυρσών δαδουχία. Έρεί τις ίδών τοσούτον κυδοιμόν' Άτυχής ό μέλλων γαμείν' έπί πόλεμον δοκώ μοι πέμπεται. Άλλ' εί μέν ίδιώτης ήσθα μουσικής ήγνόεις άν τά τών γυναικών δράματα' νύν δέ κάν άλλοις λέγοις όσων ένέπλησαν μύθων γυναίκες τήν σκηνήν' (ό) όρμος Έριφύλης Φιλομήλας ή τράπεζα Σθενεβοίας ή διαβολή Άερόπης ή κλοπή Πρόκνης ή σφαγή. 

Άν τό Χρυσηίδος κάλλος Άγαμέμνων ποθή λοιμόν τοίς Έλλησι ποιεί' άν τό βρισηίδος κάλλος Άχιλλεύς ποθή πένθος αύτώ προξενεί' έάν έχη γυναίκα Κανδαύλης καλήν φονεύει Κανδαύλην ή γυνή. 

Τό μέν γάρ Έλένης τών γάμων πύρ άνήψε κατά τής Τροίας άλλο πύρ' ό δέ Πηνελόπης γάμος τής σώφρονος πόσους νυμφίους άπώλεσεν; άπέκτεινεν Ίππόλυτον φιλούσα Φαίδρα Κλυταιμήστρα δέ Άγαμέμνονα μή φιλούσα. Ώ πάντα τολμώσαι γυναίκες' κάν φιλώσι φονεύουσι' κάν μή φιλώσι φονεύουσιν. Άγαμέμνονα έδει φονευθήναι τόν καλόν ού κάλλος ούράνιον ήν 

όμματα καί κεφαλήν ίκελος Διί τερπικεραύνω' καί ταύτην άπέκοψεν ώ Ζεύ τήν κεφαλήν γυνή. 

Καί ταύτα μέν έπί τών εύμόρφων τις άν είποι γυναικών ένθα καί μέτριον τό άτύχημα. Τό γάρ κάλλος έχει τινά παρηγορίαν τών κακών καί τούτό έστιν έν άτυχήμασιν εύτυχείν' εί δέ μηδέ εύμορφος ώς φής ή συμφορά διπλή. Καί πώς άν τις άνάσχοιτο καί ταύτα μειράκιον ούτω καλόν; 

μή πρός θεών Χαρίκλεις μήπω μοι δούλος γένη μηδέ τό άνθος πρό καιρού τής ήβης άπολέσης' πρός γάρ τοίς άλλοις καί τούτό έστι τού γάμου τό άτύχημα' μαραίνει τήν άκμήν. Μή δέομαι Χαρίκλεις μήπω μοι μαρανθής' μή παραδώς εύμορφον τρυγήσαι ΄ρόδον άμόρφω γεωργώ. 

Καί ό Χαρικλής Ταύτα μέν έφη καί θεοίς καί έμοί μελήσει' καί γάρ είς τήν προθεσμίαν τών γάμων χρόνος έστίν ήμερών πολλά δ' άν γένοιτο καί έν νυκτί μιά' καί κατά σχολήν ζητήσομεν. 

Τό δέ νύν έχον έφ' ίππασίαν άπειμι. Έξ ού γάρ μοι τόν ίππον έχαρίσω τόν καλόν ούπω σου τών δώρων άπήλαυσα. Έπικουφιεί δέ μοι τό γυμνάσιον τής ψυχής τό λυπούμενον. Ό μέν ούν άπήει τήν τελευταίαν όδόν ύστατα καί πρώτα μελλήσων ίππάζεσθαι. 

Έγώ δέ πρός τόν Κλεινίαν καταλέγω μου τό δράμα πώς έγένετο πώς πάθοιμι πώς ίδοιμι τήν καταγωγήν τό δείπνον τό κάλλος τής κόρης. Τελευτών δέ τώ λόγω συνίειν άσχημονών Ού φέρω λέγων Κλεινία τήν άνίαν' όλος γάρ μοι προσέπεσεν ό Έρως καί αύτόν μου διώκει τόν ύπνον τών όμμάτων' πάντοτε Λευκίππην φαντάζομαι. 

Ού γέγονεν άλλω τινί τοιούτον άτύχημα' τό γάρ κακόν μοι καί συνοικεί. καί ό Κλεινίας Ληρείσ είπεν ούτως είς έρωτα εύτυχών. Ού γάρ έπ' άλλοτρίας θύρας έλθείν σε δεί ούδέ διάκονον παρακαλείν' αύτήν σοι δέδωκε τήν έρωμένην ή τύχη καί φέρουσα ένδον ίδρυσεν. 

Άλλω μέν γάρ έραστή καί βλέμμα μόνον ήρκεσε τηρουμένης παρθένου καί μέγιστον τούτο άγαθόν νενόμικεν έραστής έάν καί μέχρι τών όμμάτων εύτυχή οί δέ εύδαιμονέστεροι τών έραστών άν τύχωσι κάν ΄ρήματος μόνου. Σύ δέ βλέπεις άεί καί άκούεις άεί καί συνδειπνείς καί συμπίνεις' 

καί ταύτα εύτυχών έγκαλείς' άχάριστος εί πρός έρωτος δωρεάν. Ούκ οίδας οίόν έστιν έρωμένη βλεπομένη' μείζονα τών έργων έχει τήν ήδονήν. Όφθαλμοί γάρ άλλήλοις άντανακλώμενοι άπομάττουσιν ώς έν κατόπτρω τών σωμάτων τά είδωλα' ή δέ τού κάλλους άπορροή δι' αύτών είς τήν ψυχήν καταρρέουσα έχει τινά μίξιν έν άποστάσει' 

καί όλίγον έστί τής τών σωμάτων μίξεως' καινή γάρ έστι σωμάτων συμπλοκή. Έγώ δέ σοι καί τό έργον έσεσθαι ταχύ μαντεύομαι. Μέγιστον γάρ έστιν έφόδιον είς πειθώ συνεχής πρός έρωμένην όμιλία. Όφθαλμός γάρ φιλίας πρόξενος καί τό σύνηθες τής κοινωνίας είς χάριν άνυσιμώτερον. 

Εί γάρ τά άγρια τών θηρίων συνηθεία τιθασεύεται πολύ μάλλον ταύτη μαλαχθείη καί γυνή. Έχει δέ τι πρός παρθένον έπαγωγόν ήλικιώτης έρών' τό δέ έν ώρα τής άκμής έπείγον είς τήν φύσιν καί τό συνειδός τού φιλείσθαι τίκτει πολλάκις άντέρωτα. Θέλει γάρ έκάστη τών παρθένων είναι καλή καί φιλουμένη χαίρει καί έπαινεί τής μαρτυρίας τόν φιλούντα' κάν μή φιλήση τις αύτήν ούπω πεπίστευκεν είναι καλή. 

Έν ούν σοι παραινώ μόνον' έράσθαι πιστευσάτω καί ταχέως σε μιμήσεται. Πώς ούν άν είπον γένοιτο τούτο τό μάντευμα; δός μοι τάς άφορμάς' σύ γάρ άρχαιότερος μύστης έμού καί συνηθέστερος ήδη τή τελετή τού θεού. Τί λέγω; τί ποιώ; πώς άν τύχοιμι τής έρωμένης; ούκ οίδα γάρ έγώ τάς όδούς. 

Μηδέν είπεν ό Κλεινίασ πρός ταύτα ζήτει παρ' άλλου μαθείν' αύτοδίδακτος γάρ έστιν ό θεός σοφιστής. Ώσπερ γάρ τά άρτίτοκα τών βρεφών ούδείς διδάσκει τήν τροφήν αύτόματα δέ έκμανθάνει καί οίδεν έν τοίς μαζοίς ούσαν αύτοίς τήν τράπεζαν ούτω καί νεανίσκος έρωτος πρωτοκύμων ού δείται διδασκαλίας πρός τόν τοκετόν. 

Έάν γάρ ή ώδίς παραγένηται καί ένστή τής άνάγκης ή προθεσμία μηδέν πλανηθείς κάν πρωτοκύμων ής εύρήσεις τεκείν ύπ' αύτού μαιωθείς τού θεού. Όσα δέ έστι κοινά καί μή τής εύκαίρου τύχης δεόμενα ταύτα άκούσας μάθε. Σύ μηδέν μέν είπης πρός τήν παρθένον Άφροδίσιον τό δέ έργον ζήτει πώς γένηται σιωπή. 

Παίς γάρ καί παρθένος όμοιοι μέν είσιν είς αίδώ' πρός δέ τήν τής Άφροδίτης χάριν κάν γνώμης έχωσιν ά πάσχουσιν άκούειν ού θέλουσι' τήν γάρ αίσχύνην κείσθαι νομίζουσιν έν τοίς ΄ρήμασι. 

Γυναίκας μέν γάρ εύφραίνει καί τά ΄ρήματα' παρθένος δέ τούς μέν έξωθεν άκροβολισμούς τών έραστών είς πείραν φέρει καί άφνω συντίθεται τοίς νεύμασιν' έάν δέ αίτήσης τό έργον προσελθών έκπλήξεις αύτής τά ώτα τή φωνή καί έρυθριά καί μισεί τό ΄ρήμα καί λοιδορείσθαι δοκεί' κάν ύποσχέσθαι θέλη τήν χάριν αίσχύνεται. Τότε γάρ πάσχειν νομίζει τό έργον ότε μάλλον τήν πείραν έκ τής τών λόγων ήδονής άκούει. 

Έάν δέ τήν πείραν προσάγων τήν άλλην καί εύάγωγον αύτήν κατασκευάσας ήδέως ήδη προσέρχη σιώπα μέν ούν τά πολλά ώς έν μυστηρίοις φίλησον δέ προσελθών ήρέμα' τό γάρ έραστού φίλημα πρός έρωμένην θέλουσαν μέν παρέχειν αίτησίς έστι σιωπή πρός άπειθούσαν δέ ίκετηρία. 

Κάν μέν προσή τις συνθήκη τής πράξεως πολλάκις δέ καί έκούσαι πρός τό έργον έρχόμεναι θέλουσι βιάζεσθαι δοκείν ίνα τή δόξη τής άνάγκης άποτρέπωνται τής αίσχύνης τό έκούσιον. Μή τοίνυν όκνήσης έάν άνθισταμένην αύτήν ίδης άλλ' έπιτήρει πώς άνθίσταται' σοφίας γάρ κάνταύθα δεί. 

Κάν μέν προσκαρτερή έπίσχες τήν βίαν' ούπω γάρ πείθεται' έάν δέ μαλθακώτερον ήδη θέλη χορήγησον τήν ύπόκρισιν μή άπολέσης σου τό δράμα. 

Κάγώ δέ Μεγάλα μέν έφην έφόδιά μοι δέδωκας καί εύχομαι τυχείν Κλεινία. Φοβούμαι δ' όμως μή κακών μοι γένηται τό εύτύχημα μειζόνων άρχή καί έπιτρίψη με πρός έρωτα πλείονα. Άν ούν αύξηθή μοι τό δεινόν τί δράσω; 

γαμείν μέν ούκ άν δυναίμην. Άλλη γάρ δέδομαι παρθένω. Έπίκειται δέ μοι πρός τούτον τόν γάμον ό πατήρ δίκαια αίτών ού ξένην ούδέ αίσχράν γήμαι κόρην ούδ' ώς Χαρικλέα πλούτω με πωλεί άλλ' αύτού μοι δίδωσι θυγατέρα καλήν μέν ώ θεοί πρίν Λευκίππην ίδείν' νύν δέ καί πρός τό κάλλος αύτής τυφλώττω καί πρός Λευκίππην μόνην τούς όφθαλμούς έχω. Έν μεθορίω κείμαι δύο έναντίων' Έρως άνταγωνίζεται καί πατήρ. Ό μέν έστηκεν αίδοί κρατών ό δέ κάθηται πυρπολών. Πώς κρίνω τήν δίκην; άνάγκη μάχεται καί φύσις. Καί θέλω μέν σοί δικάσαι πάτερ άλλ' άντίδικον έχω χαλεπώτερον. βασανίζει τόν δικαστήν έστηκε μετά βελών κρίνεται μετά πυρός. Άν άπειθήσω πάτερ αύτώ καίομαι τώ πυρί. 

Ήμείς μέν ούν ταύτα έφιλοσοφούμεν περί τού θεού' έξαίφνης δέ παίς είστρέχει τών τού Χαρικλέους οίκετών έχων έπί τού προσώπου τήν άγγελίαν τού κακού ώς καί τόν Κλεινίαν εύθύς άνακραγείν θεασάμενον' Κακόν τι γέγονε Χαρικλεί. Άμα δέ αύτώ λέγοντι συνεξεφώνησεν ό οίκέτης' Τέθνηκε Χαρικλής. 

Τόν μέν δή Κλεινίαν πρός τήν άγγελίαν άφήκεν ή φωνή καί έμενεν άκίνητος ώσπερ τυφώνι βεβλημένος τώ λόγω. Ό δέ οίκέτης διηγείται' Έπί τόν ίππον τόν σόν έκάθισεν ώ Κλεινία ός τά πρώτα μέν ήλαυνεν ήρέμα δύο δέ περιελθών ή τρείς δρόμους τήν ίππασίαν έπέσχε καί τόν ίππον ίδρούντα κατέψα καθήμενος τού ΄ρυτήρος άμελήσας. Άπομάττοντος δέ τής έδρας τούς ίδρώτας ψόφος κατόπιν γίνεται καί ό ίππος έκταραχθείς πηδά όρθιος άρθείς καί άλογίστως έφέρετο. Τόν γάρ χαλινόν δακών καί τόν αύχένα σιμώσας φρίξας τε τήν κόμην οίστρηθείς τώ φόβω διαέριος ίπτατο. Τών δέ ποδών οί μέν έμπροσθεν ήλλοντο οί δέ όπισθεν τούς πρόσθεν έπειγόμενοι φθάσαι τόν δρόμον έπέσπευδον διώκοντες τόν ίππον. 

Ό δέ ίππος τή τών ποδών κυρτούμενος άμίλλη άνω τε καί κάτω πηδών πρός τήν έκατέρων σπουδήν δίκην νεώς χειμαζομένης τοίς νώτοις έκυμαίνετο. Ό δέ κακοδαίμων Χαρικλής ύπό τού τής ίππείας ταλαντούμενος κύματος έκ τής έδρας έσφαιρίζετο ποτέ μέν έπ' ούράν κατολισθαίνων ποτέ δέ έπί τράχηλον κυβιστών' ό δέ τού κλύδωνος έπίεζεν αύτόν χειμών. Τών δέ ΄ρυτήρων ούκέτι κρατείν δυνάμενος δούς δέ έαυτόν όλως τώ τού δρόμου πνεύματι τής τύχης ήν. Ό δέ ίππος ΄ρύμη θέων έκτρέπεται τής λεωφόρου καί ές ύλην έπήδησε καί εύθύς τόν άθλιον Χαρικλέα περιρρήγνυσι δένδρω. Ό δέ ώς άπό μηχανής προσαραχθείς έκκρούεται μέν τής έδρας ύπό δέ τών τού δένδρου κλάδων τό πρόσωπον αίσχύνεται καί τοσούτοις περιδρύπτεται τραύμασιν όσαι τών κλάδων ήσαν αί αίχμαί. 

Οί δέ ΄ρυτήρες αύτώ περιδεθέντες ούκ ήθελον άφείναι τό σώμα άλλ' άνθείλκον αύτόν περισύροντες θανάτου τρίβον. Ό δέ ίππος έτι μάλλον έκταραχθείς τώ πτώματι καί έμποδιζόμενος είς τόν δρόμον τώ σώματι κατεπάτει τόν άθλιον έκλακτίζων τόν δεσμόν τής φυγής' ώστε ούκ άν αύτόν τις ίδών ούδέ γνωρίσειεν. 

Ταύτα μέν ούν άκούων ό Κλεινίας έσίγα τινά χρόνον ύπό έκπλήξεως' μεταξύ δέ νήψας έκ τού κακού διωλύγιον έκώκυσε καί έκδραμείν έπί τό σώμα μέν ήπείγετο' έπηκολούθουν δέ κάγώ παρηγορών ώς ήδυνάμην. 

Καί έν τούτω φοράδην Χαρικλής έκομίζετο θέαμα οίκτιστον καί έλεεινόν' όλος γάρ τραύμα ήν ώστε μηδένα τών παρόντων κατασχείν τά δάκρυα. Έξήρχε δέ τού θρήνου ό πατήρ πολυτάρακτον βοών' Οίος άπ' έμού προελθών οίος έπανέρχη μοι τέκνον' ώ πονηρών ίππασμάτων. Ούδέ κοινώ μοι θανάτω τέθνηκας' ούδέ εύσχήμων φαίνη νεκρός. 

Τοίς μέν γάρ άλλοις τών άποθανόντων κάν ίχνος τών γνωρισμάτων διασώζεται' κάν τό άνθος τις τών προσώπων άπολέση τηρεί τό είδωλον καί παρηγορεί τό λυπούμενον καθεύδοντα μιμούμενος' τήν μέν γάρ ψυχήν έξείλεν ό θάνατος έν δέ τώ σώματι τηρεί τόν άνθρωπον. 

Σού δέ όμού καί ταύτα διέφθειρεν ή τύχη καί μοι τέθνηκας θάνατον διπλούν ψυχή καί σώματι. Ούτως σου τέθνηκε καί τής είκόνος ή σκιά' ή μέν γάρ ψυχή σου πέφευγεν ούχ εύρίσκω δέ σε ούδέ έν τώ σώματι. Πότε μοι τέκνον γαμείς; πότε σου θύσω τούς γάμους ίππεύ καί νυμφίε; νυμφίε μέν άτελές ίππεύ δέ δυστυχές. Τάφος μέν σοι τέκνον ό θάλαμος γάμος δέ ό θάνατος θρήνος δέ ό ύμέναιος ό δέ κωκυτός ούτος τών γάμων ώδαί. 

Άλλο σοι τέκνον προσεδόκων πύρ άνάψαι' άλλά τούτο μέν έσβεσεν ή φθονερά τύχη μετά σού' άνάπτει δέ σοι δάδας κακών. Ώ πονηράς ταύτης δαδουχίας' ή νυμφική σοι δαδουχία ταφή γίνεται. 

Ταύτα μέν ούν ούτως έκώκυεν ό πατήρ έτέρωθεν δέ καθ' αύτόν ό Κλεινίας (καί ήν θρήνων άμιλλα έραστού καί πατρόσ)' Έγώ μου τόν δεσπότην άπολώλεκα. Τί γάρ αύτώ τοιούτον δώρον έχαριζόμην; φιάλη γάρ ούκ ήν χρυσή ίν' έσπένδετο πίνων καί έχρήτό μου τώ δώρω τρυφών; 

έγώ δέ ό κακοδαίμων έχαριζόμην θηρίον μειρακίω καλώ έκαλλώπιζον δέ καί τό πονηρόν θηρίον προστερνιδίοις προμετωπιδίοις φαλάροις άργυροίς χρυσαίς ήνίαις. Οίμοι Χαρίκλεις' έκόσμησά σου τόν φονέα χρυσώ. Ίππε πάντων θηρίων άγριώτατε πονηρέ καί άχάριστε καί άναίσθητε κάλλους' 

ό μέν κατέψα σου τούς ίδρώτας καί τροφάς έπηγγέλλετο πλείονας καί έπήνει τόν δρόμον σύ δέ άπέκτεινας έπαινούμενος. Ούχ ήδου προσαπτομένου σου τοιούτου σώματος ούκ ήν σοι τοιούτος ίππεύς τρυφή άλλ' έρριψας άστοργε τό κάλλος χαμαί. Οίμοι δυστυχής' έγώ δέ σου τόν φονέα τόν άνδροφόνον έωνησάμην. 

Μετά δέ τήν ταφήν εύθύς έσπευδον έπί τήν κόρην' ή δέ ήν έν τώ παραδείσω τής οίκίας. Ό δέ παράδεισος άλσος ήν μέγα τι χρήμα πρός όφθαλμών ήδονήν' καί περί τό άλσος τειχίον ήν αύταρκες είς ύψος καί έκάστη πλευρά τειχίου (τέσσαρες δέ ήσαν πλευραί) κατάστεγος ύπό χορώ κιόνων' ύπό δέ τοίς κίοσιν ένδον ήν ή τών δένδρων πανήγυρις. 

Έθαλλον οί κλάδοι συνέπιπτον άλλήλοις άλλος έπ' άλλον' γείτονες αί τών πετάλων περιπλοκαί τών φύλλων περιβολαί τών καρπών συμπλοκαί. Τοσαύτη τις ήν όμιλία τών φυτών. Ένίοις δέ τών δένδρων τών άδροτέρων κιττός καί σμίλαξ παρεπεφύκει' ή μέν έξηρτημένη πλατάνου καί περιπυκάζουσα ΄ραδινή τή κόμη' ό δέ κιττός περί πεύκην έλιχθείς ώκειούτο τό δένδρον ταίς περιπλοκαίς καί έγίνετο τώ κιττώ όχημα τό φυτόν στέφανος δέ ό κιττός τού φυτού. 

Άμπελοι δέ έκατέρωθεν τού δένδρου καλάμοις έποχούμεναι τοίς φύλλοις έθαλλον καί ό καρπός ώραίαν είχε τήν άνθην καί διά τής όπής τών καλάμων έξεκρέματο καί ήν βόστρυχος τού φυτού' τών δέ φύλλων άνωθεν αίωρουμένων ύφ' ήλίω πρός άνεμον συμμιγεί ώχράν έμάρμαιρεν ή γή τήν σκιάν. 

Τά δέ άνθη ποικίλην έχοντα τήν χροιάν έν μέρει συνεξέφαινε τό κάλλος καί ήν τούτο τής γής πορφύρα (ίον) καί νάρκισσος καί ΄ρόδον. Μία μέν τώ ΄ρόδω καί τώ ναρκίσσω ή κάλυξ όσον είς περιγραφήν καί ήν φιάλη τού φυτού. Ή χροιά δέ τών περί τήν κάλυκα φύλλων έσχισμένων τώ ΄ρόδω μέν αίματος τό άνω καί γάλακτος τό κάτω τού φύλλου καί ό νάρκισσος ήν τό πάν όμοιος τώ κάτω τού ΄ρόδου. 

Τώ (δ') ίω κάλυξ μέν ούδαμού χροιά δέ οίαν ή τής θαλάσσης άστράπτει γαλήνη. Έν μέσοις δέ τοίς άνθεσι πηγή άνέβλυζε καί περιεγέγραπτο τετράγωνος χαράδρα χειροποίητος τώ ΄ρεύματι. Τό δέ ύδωρ τών άνθέων ήν κάτοπτρον ώς δοκείν τό άλσος είναι διπλούν τό μέν τής άληθείας τό δέ τής σκιάς. 

Όρνιθες δέ οί μέν χειροήθεις περί τό άλσος ένέμοντο ούς έκολάκευον αί τών άνθρώπων τροφαί οί δέ έλεύθερον έχοντες τό πτερόν περί τάς τών δένδρων κορυφάς έπαιζον' οί μέν άδοντες τά όρνίθων άσματα οί δέ τή τών πτερών άγλαιζόμενοι στολή. 

Οί ώδοί δέ τέττιγες καί χελιδόνες' οί μέν τήν Ήούς άδοντες εύνήν αί δέ τήν Τηρέως τράπεζαν. Οί δέ χειροήθεις ταώς καί κύκνος καί ψιττακός' ό κύκνος περί τάς τών ύδάτων πίδακας νεμόμενος ό ψιττακός έν οίκίσκω περί δένδρον κρεμάμενος ό ταώς τοίς άνθεσι περισύρων τό πτερόν. Άντέλαμπε δέ ή τών άνθέων θέα τή τών όρνίθων χροιά καί ήν άνθη πτερών. 

βουλόμενος ούν έγώ εύάγωγον τήν κόρην είς έρωτα παρασκευάσαι λόγων πρός τόν Σάτυρον ήρχόμην άπό τού όρνιθος λαβών τήν εύκαιρίαν. Διαβαδίζουσα γάρ έτυχεν άμα τή Κλειοί καί έπιστάσα τώ ταώ καταντίον. 

Έτυχε γάρ τύχη τινί συμβάν τότε τόν όρνιν άναπτερώσαι τό κάλλος καί τό θέατρον έπιδεικνύναι τών πτερών. Τούτο μέντοι ούκ άνευ τέχνης ό όρνις έφην ποιεί' άλλ' έστι γάρ έρωτικός. Όταν ούν έπαγαγέσθαι θέλη τήν έρωμένην τότε ούτως καλλωπίζεται. 

Όράς έκείνην τήν τής πλατάνου πλησίον; (δείξας θήλειαν ταώνα)' ταύτη νύν ούτος τό κάλλος έπιδείκνυται λειμώνα πτερών. Ό δέ τού ταώ λειμών εύανθέστερος' πεφύτευται γάρ αύτώ καί χρυσός έν τοίς πτεροίς κύκλω δέ τό άλουργές τόν χρυσόν περιθέει τόν ίσον κύκλον καί έστιν όφθαλμός έν τώ πτερώ. 

Καί ό Σάτυρος συνείς τού λόγου μου τήν ύπόθεσιν ίνα μοι μάλλον είη περί τούτου λέγειν Ή γάρ ό Έρωσ έφη τοσαύτην έχει τήν ίσχύν ώς καί μέχρις όρνίθων πέμπειν τό πύρ; Ού μέχρις όρνίθων έφην τούτο γάρ ού θαυμαστόν έπεί καί αύτός έχει πτερόν άλλά καί έρπετών καί φυτών έγώ δέ δοκώ μοι καί λίθων. 

Έρά γούν ή Μαγνησία λίθος τού σιδήρου' κάν μόνον ίδη καί θίγη πρός αύτήν είλκυσεν ώσπερ έρωτικόν ένδον έχουσα πύρ. Καί μή τι τούτό έστιν έρώσης λίθου καί έρωμένου σιδήρου φίλημα; 

περί δέ φυτών λέγουσι παίδες σοφών' καί μύθον έλεγον (άν) τόν λόγον είναι εί μή καί παίδες έλεγον γεωργών. Ό δέ λόγος' άλλο μέν άλλου φυτόν έράν τώ δέ φοίνικι τόν έρωτα μάλλον ένοχλείν. Λέγουσι δέ τόν μέν άρρενα τών φοινίκων τόν δέ θήλυν.
Επιστροφή στα περιεχόμενα   -  |  -   Συνέχεια