Λευκίππη και Κλειτοφών - Αχιλλέας Τάτιος |
|
Σιδών έπί θαλάττη πόλις' Συρίων ή θάλασσα' μήτηρ Φοινίκων ή πόλις' Θηβαίων ό δήμος πατήρ. Δίδυμος λιμήν έν κόλπω πλατύς ήρέμα κλείων τό πέλαγος' ή γάρ ό κόλπος κατά πλευράν έπί δεξιά κοιλαίνεται στόμα δεύτερον όρώρυκται καί τό ύδωρ αύθις είσρεί καί γίνεται τού λιμένος άλλος λιμήν ώς χειμάζειν μέν ταύτη τάς όλκάδας έν γαλήνη θερίζειν δέ τού λιμένος είς τό προκόλπιον. Ένταύθα ήκων έκ πολλού χειμώνος σώστρα έθυον έμαυτού τή τών Φοινίκων θεά' Άστάρτην αύτήν καλούσιν οί Σιδώνιοι. Περιιών ούν καί τήν άλλην πόλιν καί περισκοπών τά άναθήματα όρώ γραφήν άνακειμένην γής άμα καί θαλάττης. Εύρώπης ή γραφή' Φοινίκων ή θάλασσα' Σιδώνος ή γή. Έν τή γή λειμών καί χορός παρθένων. Έν τή θαλάττη ταύρος έπενήχετο καί τοίς νώτοις καλή παρθένος έπεκάθητο έπί Κρήτην τώ ταύρω πλέουσα. Έκόμα πολλοίς άνθεσιν ό λειμών' δένδρων αύτοίς άνεμέμικτο φάλαγξ καί φυτών. Συνεχή τά δένδρα' συνηρεφή τά πέταλα' συνήπτον οί πτόρθοι τά φύλλα καί έγίνετο τοίς άνθεσιν όροφος ή τών φύλλων συμπλοκή. Έγραψεν ό τεχνίτης ύπό τά πέταλα καί τήν σκιάν καί ό ήλιος ήρέμα τού λειμώνος κάτω σποράδην διέρρει όσον τό συνηρεφές τής τών φύλλων κόμης άνέωξεν ό γραφεύς. Όλον έτείχιζε τόν λειμώνα περιβολή' είσω δέ τού τών όρόφων στεφανώματος ό λειμών έκάθητο. Αί δέ πρασιαί τών άνθέων ύπό τά πέταλα τών φυτών στιχηδόν έπεφύκεσαν νάρκισσος καί ΄ρόδα καί μυρρίναι. Υδωρ κατά μέσον έρρει τού λειμώνος τής γραφής τό μέν άναβλύζον κάτωθεν άπό τής γής τό δέ τοίς άνθεσι καί τοίς φυτοίς περιχεόμενον. Όχετηγός τις έγέγραπτο δίκελλαν κατέχων καί περί μίαν άμάραν κεκυφώς καί άνοίγων τήν όδόν τώ ΄ρεύματι. Έν δέ τώ τού λειμώνος τέλει πρός ταίς έπί θάλατταν τής γής έκβολαίς τάς παρθένους έταξεν ό τεχνίτης. Τό σχήμα ταίς παρθένοις καί χαράς καί φόβου. Στέφανοι περί τοίς μετώποις δεδεμένοι' κόμαι κατά τών ώμων λελυμέναι' τό σκέλος άπαν γεγυμνωμέναι τό μέν άνω τού χιτώνος τό δέ κάτω τού πεδίλου' τό γάρ ζώσμα μέχρι γόνατος άνείλκε τόν χιτώνα. Τό πρόσωπον ώχραί' σεσηρυίαι τάς παρειάς' τούς όφθαλμούς άνοίξασαι πρός τήν θάλασσαν' μικρόν ύποκεχηνυίαι τό στόμα ώσπερ άφήσειν ύπό φόβου μέλλουσαι καί βοήν' τάς χείρας ώς έπί τόν βούν ώρεγον. Έπέβαινον άκρας τής θαλάσσης όσον ύπεράνω μικρόν τών ταρσών ύπερέχειν τό κύμα' έώκεσαν δέ βούλεσθαι μέν ώς έπί τόν ταύρον δραμείν φοβείσθαι δέ τή θαλάττη προσελθείν. Τής δέ θαλάσσης ή χροιά διπλή' τό μέν γάρ πρός τήν γήν ύπέρυθρον κυάνεον δέ τό πρός τό πέλαγος. Άφρός έπεποίητο καί πέτραι καί κύματα' αί πέτραι τής γής ύπερβεβλημέναι ό άφρός περιλευκαίνων τάς πέτρας τό κύμα κορυφούμενον καί περί τάς πέτρας λυόμενον είς τούς άφρούς. Ταύρος έν μέση τή θαλάσση έγέγραπτο τοίς κύμασιν έποχούμενος ώς όρους άναβαίνοντος τού κύματος ένθα καμπτόμενον τού βοός κυρτούται τό σκέλος. Ή παρθένος μέσοις έπεκάθητο τοίς νώτοις τού βοός ού περιβάδην άλλά κατά πλευράν έπί δεξιά συμβάσα τώ πόδε τή λαιά τού κέρως έχομένη ώσπερ ήνίοχος χαλινού' καί γάρ ό βούς έπέστραπτο ταύτη μάλλον πρός τό τής χειρός έλκον ήνιοχούμενος. Χιτών άμφί τά στέρνα τής παρθένου μέχρις αίδούς' τούντεύθεν έπεκάλυπτε χλαίνα τά κάτω τού σώματος. Λευκός ό χιτών' ή χλαίνα πορφυρά' τό δέ σώμα διά τής έσθήτος ύπεφαίνετο. βαθύς όμφαλός' γαστήρ τεταμένη' λαπάρα στενή' τό στενόν είς ίξύν καταβαίνον ηύρύνετο. Μαζοί τών στέρνων ήρέμα προκύπτοντες' ή συνάγουσα ζώνη τόν χιτώνα καί τούς μαζούς έκλειε καί έγίνετο τού σώματος κάτοπτρον ό χιτών. Αί χείρες άμφω διετέταντο ή μέν έπί κέρας ή δέ έπ' ούράν' ήρτητο δέ άμφοίν έκατέρωθεν ύπέρ τήν κεφαλήν ή καλύπτρα κύκλω τών νώτων έμπεπετασμένη' ό δέ κόλπος τού πέπλου πάντοθεν έτέτατο κυρτούμενος' καί ήν ούτος άνεμος τού ζωγράφου. Ή δέ δίκην έπεκάθητο τώ ταύρω πλεούσης νηός ώσπερ ίστίω τώ πέπλω χρωμένη. Περί δέ τόν βούν ώρχούντο δελφίνες έπαιζον Έρωτες' είπες άν αύτών έγγεγράφθαι καί τά κινήματα. Έρως είλκε τόν βούν' Έρως μικρόν παιδίον ήπλώκει τό πτερόν ήρτητο φαρέτραν έκράτει τό πύρ' μετέστραπτο δέ ώς έπί τόν Δία καί ύπεμειδία ώσπερ αύτού καταγελών ότι δι' αύτόν γέγονε βούς. Έγώ δέ καί τά άλλα μέν έπήνουν τής γραφής άτε δέ ών έρωτικός περιεργότερον έβλεπον τόν άγοντα τόν βούν Έρωτα' καί Οίον είπον άρχει βρέφος ούρανού καί γής καί θαλάσσης. Ταύτά μου λέγοντος νεανίσκος καί αύτός παρεστώς Έγώ ταύτα άν είδείην έφη τοσαύτας ύβρεις έξ έρωτος παθών. Καί τί πέπονθας είπον ώ άγαθέ; καί γάρ όρώ σου τήν όψιν ού μακράν τής τού θεού τελετής. Σμήνος άνεγείρεις είπε λόγων' τά γάρ έμά μύθοις έοικε. Μή κατοκνήσης ώ βέλτιστε έφην πρός τού Διός καί τού Έρωτος αύτού ταύτη μάλλον ήσειν εί καί μύθοις έοικε. Καί ταύτα δή λέγων δεξιούμαί τε αύτόν καί έπί τινος άλσους άγω γείτονος ένθα πλάτανοι μέν έπεφύκεσαν πολλαί καί πυκναί παρέρρει δέ ύδωρ ψυχρόν τε καί διαυγές οίον άπό χιόνος άρτι λυθείσης έρχεται. Καθίσας ούν αύτόν έπί τινος θώκου χαμαιζήλου καί αύτός παρακαθισάμενος Ώρα σοι έφην τής τών λόγων άκροάσεως' πάντως δέ ό τοιούτος τόπος ήδύς καί μύθων άξιος έρωτικών. Ό δέ άρχεται τού λέγειν ώδε' Έμοί Φοινίκη γένος Τύρος ή πατρίς όνομα Κλειτοφών πατήρ Ίππίας άδελφός πατρός Σώστρατος ού πάντα δέ άδελφός άλλ' όσον άμφοίν είς πατήρ' αί γάρ μητέρες τώ μέν ήν βυζαντία τώ δέ έμώ πατρί Τυρία. Ό μέν ούν τόν πάντα χρόνον είχεν έν βυζαντίω' πολύς γάρ ό τής μητρός κλήρος ήν αύτώ' ό δέ έμός πατήρ έν Τύρω κατώκει. Τήν δέ μητέρα ούκ οίδα τήν έμήν' έπί νηπίω γάρ μοι τέθνηκεν. Έδέησεν ούν τώ πατρί γυναικός έτέρας έξ ής άδελφή μοι Καλλιγόνη γίνεται. Καί έδόκει μέν τώ πατρί συνάψαι μάλλον ήμάς γάμω' αί δέ Μοίραι τών άνθρώπων κρείττονες άλλην έτήρουν μοι γυναίκα. Φιλεί δέ τό δαι μόνιον πολλάκις άνθρώποις τό μέλλον νύκτωρ λαλείν ούχ ίνα φυλάξωνται μή παθείν (ού γάρ είμαρμένης δύνανται κρατείν) άλλ' ίνα κουφότερον πάσχοντες φέρωσι. Τό μέν γάρ έξαίφνης άθρόον καί άπροσδόκητον έκπλήσσει τήν ψυχήν άφνω προσπεσόν καί κατεβάπτισε τό δέ πρό τού παθείν προσδοκώμενον προκατηνάλωσε κατά μικρόν μελετώμενον τού πάθους τήν άκμήν. Έπεί γάρ είχον ένατον έτος έπί τοίς δέκα καί παρεσκεύαζεν ό πατήρ είς νέωτα ποιήσων τούς γάμους ήρχετο τού δράματος ή Τύχη. Όναρ έδόκουν συμφύναι τή παρθένω τά κάτω μέρη μέχρις όμφαλού δύο δέ έντεύθεν τά άνω σώματα. Έφίσταται δή μοι γυνή φοβερά καί μεγάλη τό πρόσωπον άγρία' όφθαλμός έν αίματι βλοσυραί παρειαί όφεις αί κόμαι. Άρπην έκράτει τή δεξιά δάδα τή λαιά. Έπιπεσούσα ούν μοι θυμώ καί άνατείνασα τήν άρπην καταφέρει τής ίξύος ένθα τών δύο σωμάτων ήσαν αί συμβολαί καί άποκόπτει μου τήν παρθένον. Περιδεής ούν άναθορών έκ τού δείματος φράζω μέν πρός ούδένα κατ' έμαυτόν δέ πονηρά έσκεπτόμην. Έν δέ τούτω συμβαίνει τοιάδε. Ήν άδελφός ώς έφην τού πατρός Σώστρατος. Παρά τούτου τις έρχεται κομίζων έπιστολήν άπό βυζαντίου καί ήν τά γεγραμμένα τοιάδε' Ίππία τώ άδελφώ χαίρειν Σώστρατος. Ήκουσι πρός σέ θυγάτηρ έμή Λευκίππη καί Πάνθεια γυνή' πόλεμος γάρ περιελαύνει βυζαντίους Θρακικός. Σώζε δέ μοι τά φίλτατα τού γένους μέχρι τής τού πολέμου τύχης. Ταύτα ό πατήρ άναγνούς άναπηδά καί έπί τήν θάλασσαν έκτρέχει καί μικρόν ύστερον αύθις έπανήκεν. Είπετο δέ αύτώ κατόπιν πολύ πλήθος οίκετών καί θεραπαινίδων άς συνεκπέμψας ό Σώστρατος έτυχε ταίς γυναιξίν. Έν μέσοις δέ ήν γυνή μεγάλη καί πλουσία τή στολή. Ώς δέ ένέτεινα τούς όφθαλμούς κατ' αύτήν έν άριστερά παρθένος έκφαίνεταί μοι καί καταστράπτει μου τούς όφθαλμούς τώ προσώπω. Τοιαύτην είδον έγώ ποτε έπί ταύρω γεγραμμένην Σελήνην' όμμα γοργόν έν ήδονή' κόμη ξανθή τό ξανθόν ούλον' όφρύς μέλαινα τό μέλαν άκρατον' λευκή παρειά τό λευκόν είς μέσον έφοινίσσετο καί έμιμείτο πορφύραν είς οίαν τόν έλέφαντα Λυδία βάπτει γυνή' τό στόμα ΄ρόδων άνθος ήν όταν άρχηται τό ΄ρόδον άνοίγειν τών φύλλων τά χείλη. Ώς δέ είδον εύθύς άπωλώλειν' κάλλος γάρ όξύτερον τιτρώσκει βέλους καί διά τών όφθαλμών είς τήν ψυχήν καταρρεί' όφθαλμός γάρ όδός έρωτικώ τραύματι. Πάντα δέ με είχεν όμού έπαινος έκπληξις τρόμος αίδώς άναίδεια. Έπήνουν τό μέγεθος έκπεπλήγμην τό κάλλος έτρεμον τήν καρδίαν έβλεπον άναιδώς ήδούμην άλώναι. Τούς δέ όφθαλμούς άφέλκειν μέν άπό τής κόρης έβιαζόμην' οί δέ ούκ ήθελον άλλ' άνθείλκον έαυτούς έκεί τώ τού κάλλους έλκόμενοι πείσματι καί τέλος ένίκησαν. Αί μέν δή κατήγοντο πρός ήμάς καί αύταίς ό πατήρ μέρος τι τής οίκίας άποτεμόμενος εύτρεπίζει δείπνον. Καί έπεί καιρός ήν συνεπίνομεν κατά δύο τάς κλίνας διαλαχόντες (ούτω γάρ έταξεν ό πατήρ) αύτός κάγώ τήν μέσην αί μητέρες αί δύο τήν έν άριστερά' τήν δεξιάν είχον αί παρθένοι. Έγώ δέ ώς ταύτην ήκουσα τήν εύταξίαν μικρού προσελθών τόν πατέρα κατεφίλησα ότι μου κατ' όφθαλμούς άνέκλινε τήν παρθένον. Τί μέν ούν έφαγον μά τούς θεούς έγωγε ούκ ήδειν' έώκειν γάρ τοίς έν όνείροις έσθίουσιν. Έρείσας δέ κατά τής στρωμνής τόν άγκώνα καί έγκλίνας έμαυτόν όλοις έβλεπον τήν κόρην τοίς προσώποις κλέπτων άμα τήν θέαν' τούτο γάρ μου ήν τό δείπνον. |
Επιστροφή στα περιεχόμενα - | - Συνέχεια |