ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ - Ο ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ


Έτσι ύμνησες, και μεις ολόγυρά Σου,

Στα δόρατα ακουμπώντας και στον Ήλιο

Μπροστά σκυμμένοι, ακούαμε, κι η καρδιά μας

Στον ύμνο εχόρευε όλη ακούγοντάς Σε

Και πια δεν εθυμούμαστε το λόγο,

Που για να Σ’ εύρουμε ήρταμε, αλλά, μ’ όλη

Την ακοήν ορθάνοιχτη, η ψυχή μας

Το μυστήριο του Ρόδου καρτερούσε

Να της ξηγήσεις, κι είχαμε έναν κύκλο

Γύρα Σου κάμει ασάλευτο, ως την ώρα,

Που κοιτώντας μας άνοιξες το στόμα.

 

ΟΡΦΕΑΣ

Και τώρα πάλι εγώ θα να τ’ ανοίξω,

Τι άλλος κανείς, το ξαίρετε, δεν πρέπει

Του Μυστηρίου τα λόγια να τ’ αγγίξει

Στα χείλη του, όσο ζω. Εγώ και πάλι

Στερνή φορά βαθιά Σας θα ξυπνήσω,

Πριν χωριστώ από Σας, την τέλεια Μνήμη.

Ήλιε, από Σένα εγύρεψα βοήθεια –

Έτσι ξανάρχισα -, όμως πίσωθέ Σου,

Κι αν τήνε σκέπει ακέρια για τους άλλους

Το φως Σου, εγώ τη Μάνα Σου τη βλέπω

Να Σ’ αγκαλιάζει Εσέ, την άγια Νύχτα

Και πως ποτέ μπορεί κανείς να ξαίρει

Το γιο, αν τη μάνα πρώτα δε γνωρίσει;

Τι κι εγώ γιός της είμαι, κι από βρέφος

Ορφανός κι εγώ πιάστηκα στη ρω΄γα

Της συμπονιάς της, κάτου από το μαύρο

Τον πέπλο της που μ’ έκλειε, κι ως κρατούσα

Το άγιο βυζί, σκιρτούσα ως το κατσίκι

Στο θείο σκοτάδι κι εγώ γιός της είμαι.

Ήλιε, από σένα εγύρεψα βοήθεια,

Τι είσαι αδερφός μου κι είμαι εγώ δικός Σου,

Τι πρώτα Συ γεννήθης από μένα,

Μα ανθρωπομίμητοι είναι, όσο και νάναι,

Μεγάλοι οι δρόμοι Σου, τρανέ αδερφέ μου

Μα πως ποτέ μπορεί κανείς να ξαίρει

Το γιο, αν τη Μάνα πρώτα δε γνωρίσει;

Ω Μάνα Νύχτα, ω μυστική, ω μεγάλη,

Κι αν τώρα είσαι κρυμμένη από τη λάμψη

Του γιούΣου, σα μια χήρα που τη φτάνει

Ν’ ακούει τους άθλους του παιδιού της, κι είναι

Μακρά απ’ αυτό στα πένθη της ντυμένη,

Μα ευφρόσυνο είν’ το πένθος της, γιατί όλη

Κρυφά αγρυπνάει στους άθλους του, ω  Μητέρα

Νύχτα, που μέσα κι απ’ το φως Σε βλέπω

Πιο καθαρά, ω θεμέλιο του Προφήτη,

Που δεν ποιμαίνει διόλου με τα μάτια

Τους στοχασμούς του, αλλά με την καρδιά του,

Σάμπως λάγιο σγουρόμαλλο κοπάδι,

Που τις πηγές του βρίσκει στα σκοτάδια

Και πίνει αχόρταγα απ’ το ρέμα, ω Μάνα,

Δος μου και Συ τη δύναμη να μπάσω

Σε τούτων τις ψυχές, που δε Σε ξαίρουν,

Το Μυστήριο του Ρόδου, φέρνοντάς τους

Σκαλί-σκαλί απ΄τη βάση του ως την άγια

Κορφή, που πια και Συ δε φαίνεσαι ίδια,

Σκοτεινή, θλιβερή, μαυροντυμένη,

Παρά χλωμή, βουβή και λευκοφόρα,

Τι απ’ του βυθού του πατρικού τα μαύρα

Κι αξεδιάλυτα πλούτη βλέπεις πάντα

Εκεί πάνω, χορεύοντας αγάλι-

Αγάλι πάνω απ’ της μουγγής αβύσσου

Τα πλάτη, σάμπως γλάρος να προβαίνει

Ο Αρματωμένος Έρωτας, και πάντα

Τον καρτερείς. Και φτάνει του φτερού του

Το διάβα απάνωθέ Σου, για ν’ ανθίσουν

Καινούργιοι κόσμοι μέσα Σου, καινούργια!

Μα εμείς, εδώ ‘μαστε στη γη κι, ω Μάνα,

Πολλά ‘ναι τα σκαλιά ως που ν’ ανεβούμε

Στην άγια κορυφή, που όλα τα σμίγει

Σε μια πνοή. Κι αρχίζει από τον Άδη

Το πρώτο το σκαλί και το πιο πάνω

Η άγια το χτίζει Δήμητρα. Γιατί όπως

Όλοι στον Άδη εμπρός οι άνθρωποι είν’ όμοιοι,

Όμοια είν’ ίδιοι κι αγνάντια από το Στάχι

Το Μυστικό, που η Ελευσίνα υψώνει,

Και σ’ όλους πλάι η Περσεφόνη, το ίδιο

Ξάγρυπνη για όλους, την ψυχή χωρίζει,

Σαν το μωρό απ’ τη μήτρα, απ’ το κορμί τους.

Μα ποιός αυτός, που δίπλα από την Κόρη,

Πριν κι απ’ το θάνατο κι ολοένα απάνω

Κι από το θάνατο, βοηθάει το σώμα

Και την ψυχή βοηθάει, ανταμωμένα,

Μέσα απ’ τον πόνο, πέρα από τον πόνο,

Ν’ ανεβαίνουν χορεύοντας τα πλάγια

Του βουνού, τα πολλά που γίνονται Ένα;

Ποιός απ’ τα βάθη του Άδη με την πνοή του

Χορεύει τις ψυχές, σα μύρια φύλλα

Γύρα από δρυ ξερό, να σαρκωθούνε

Σε νέες γενιές,  και ποιός σε τούτες μπάζει

Την άγια ορμή τ’ ανήφορου; Ποιός άλλος,

Πλούτωνα-Διόνυσε, από  Σε, απ’ τα βάθη

Τα σκοτεινά της γης σαν ανεβάζεις,

Θεία μαρτυρία της δύναμής Σου, το Άγιο

Το Κλήμα, που, ως βυζαίνει τα σκοτάδια

Της γης και πίνει απ’ τα ουράνια δρόσο,

Συνταιριάζει στις φλέβες του το σκότος

Με το φως σ’ αίμα πύρινο, δοσμένο

Την άγια Μέθη να κερνά απ’ το χέρι

Των θείων Μουσών, που η καθεμιά της στέκει

Κάθε σκαλί, για ν’ ανεβεί μαζί Σου

Στην κορυφή, κι αλλάζει τ’ όνομά της

Καθώς αλλάζει το δικό Σου; Κι έτσι,

Από μέθη σε μέθη, ο λογισμός μας

Κι οι αιστήσεις και το θάρρος μας κι η πνοή μας,

Κι από τον ένα Διόνυσο στον άλλο,

Ξάφνου ανεβαίνουμε, ως που πια δε φτάνει

Τ’ άγιο Κρασί, τι ανοίγεται στο νου μας

Η ανάπνια, που όλα πια τα σμίγει σ’ Ένα,

Ψυχή και σώμα, αίμα και πνέμα, εχθρότη

Κι αγάπη, λαούς με λαούς, τόπους με τόπους,

Με τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες

Με τους αιώνες. Κι είναι τούτη η ώρα

Του Ρόδου του εκατόφυλλου βαθιά μας,

Που, αίμα και πνέμα και ψυχή και σάρκα

Και λυτρωμός απέραντος, μας μπάζει

Στον κύκλο, όπου κι η πίστη περισσεύει,

Γιατί είναι πίστη η ίδια ζωή στη μέση

Της καρδιάς μας για πάντα αναστημένη!

Έτσι είπα και βοηθούσεν ο παλμός μου

Και της ψυχής το σκίρτημα το λόγο.

Επιστροφή στα περιεχόμενα   -  |  -   Συνέχεια