ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ - Ο ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ


Β’ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Και μια μέρα, που ο αγώνας

Ο αιματερός σα να ξεχάστη, κι όλα,

Γη κι ουρανός και πέλαγα και γύρω

Τα βουνά σαν τ’ αγριόκρινα γαλάζια,

Ανασαίναν στον όρθρο αναπαμένα-

Και Συ είχες τραβηχτεί στη μυστική Σου

Σπηλιά, τους καθαρμούς για να οργιάσεις

Των θεών και της ψυχής Σου-ανταμωμένοι

Κρυφά, βαδίσαμε μαζί, ως βαδίζουν

Στα νύχια αλαφροκυνηγοί στο δάσο

Το σύθαμπο, μονάχο να Σε βρούμε

Και δολερά, με μιας, σαν οι Τιτάνες,

Που, με πηλό τα πρόσωπα αλειμμένοι,

Να σπαράξουνε ωρμήσαν το Ζαγρέα,

Για να λυθούν τα μάγια του, που δέναν

Και τα θεριά στο θώρι του, παρόμοια

Να Σε σπαράξουμε και μεις, να πέσουν

Τα δεσμά της γητειάς Σου και να μείνει

Στα χέρια μας η δύναμη, που ακέρια

Με το Χορό, τη Λύρα και το Λόγο

Απ’ τους λαούς μας έκλεβες.

Και ξάφνου,

Εκεί που ψάχναμε μ’ αυτί ασκημένο,

Αφουκραστήκαμε αναπνιάν ανθρώπου,

Που του ανεβοκατέβαζε τα στέρνα

Ύπνος πρωινός. Κι αργά σιμώσαμε όλοι.

Και να, εκοιμώσουν ήσυχα, ως κοιμάται

Μπρος στη σπηλιά του ένα ξανθό λιοντάρι.

Κι ίδια ως αυτό ξαρμάτωτος κοιτόσουν

Με μοναχά τη χαίτη Σου, και μόνο

Τον πλούτο του άγιου ανασασμού. Και μήτε

Δόρυ στο πλάι Σου μηδ’ η Λύρα μόνο,

Στο χέρι Σου είδαμε κατάπληχτοι όλοι,

Πιθωμένο στο στήθος Σου, να σφίγγεις

Ένα εκατόφυλλο μεγάλο ρόδο,

Που, ως ανάπνεες, ανάπνεε, λες, μαζί Σου.

 

Κύριε, λιγάκι να σταθώ. Τι κοίτα,

Το ήπιο δάκρυ ανάβρυσε στα μάτια

Των αδερφών μου η μνήμη τους ζεστάθη

Και του πρώτου τα χείλη σιγοτρέμουν

Να πάρουνε το λόγο απ’ τα δικά μου.

Σωστό είναι, Κύριε, να μιλήσει πάλι.

 

ΟΡΦΕΑΣ

Μια είν’ η ψυχή και μια η καρδιά, ας μιλήσει.

 

Α’ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Κύριε, είν’ αλήθεια, πως μου τρέμει τώρα

Το χείλη κι η καρδιά μου μέσα τρέμει

Γιατί, το ξαίρεις κι όμως θα μιλήσω

Έτσι λοιπόν, σκυμμένοι βλέπαμε όλοι

Τον ύπνο Σου, κι αυτό το μέγα Ρόδο,

Όπου ανεβοκατέβαινε στην πνοή Σου

Και κάποιος από μας, χωρίς καθόλου

Να φυλαχτεί μήπως ξυπνήσεις, είπε:

«Ανάξιο γι’ άντρες είναι να ριχτούμε

Σ’ ένα παιδί ως ετούτο, μεσ’ στον ύπνο

Ας πιάσουμε καλύτερα τ’ αλάφι

Ζωντανό». Και γυρνώντας προς εμένα,

«Κέντα τον», μούπε, «λίγο με το δόρυ

Για να ξυπνήσει, γιατί αλήθεια μοιάζει

Ο ύπνος του αδέρφι νάναι του θανάτου

Κέντα τον λίγο». Κι έτσι, όπως επήρα

Τυφλά τη διαταγή, μεσ’ στο πλευρό Σου

Το δόρυ μου έσπρωξα αλαφρά, κι αμέσως

Λίγο πορφύρισε ο χιτώνας. Τότε

Τα μάτια ανύποπτα άνοιξες μεγάλα,

Κι μ’ αλαφρό αναστέναγμα σηκώθης

Στην κοίτη καθιστός, κι όπως μας είδες

«Τι», είπες, «είναι παιδιά; Πόσο κοιμώμουν

Βαθιά μεσ’ του Διονύσου την αγκάλη!

Και τι ήταν ξάφνου ετούτος στο πλευρό μου

Ο γλυκός πόνος, που με πήγε ακόμα

Σιμότερα, θαρρώ, προς την ψυχή μου,

Για να ξυπνήσω βλέποντάς τη; Τι είναι;»

 

Έτσ’ είπες κι ως κατάλαβες το γαίμα,

Που λιγοστόν εγλίστραε στο πλευρό Σου,

«Παιδιά, γιατί», μας ρώτησες, «ετούτο»;

Κι όπως κράταες το ρόδο, στο πλευρό Σου

Το πίθωσες σφιχτά και με το νέμα

Τριγύρα Σου μας κάλεσες «ελάτε»,

Σα νάλεες, «μη δειλιάζετε, καθήστε».

Κι εμείς στο νέμα αυτό καθήσαμε όλοι

Τριγύρα Σου κι ουδ’ ένας μας το στόμα

Για να μιλήσει εσάλεψε μα πλέρια

Σιγή ακολούθησε πολλιώρα, ωσότου

Απ’ του Παγγαίου την κορυφήν αιφνίδια

Εφάνη ο Ήλιος και, το ματωμένο

Ρόδο ανασκώνοντας μπροστά του, άρχισες έτσι:

«Δικό Σου το αίμα είν’, Ήλιε, και δικό Σου

Είναι το Ρόδο και δικός Σου είμαι όλος

Και δικοί Σου είναι τούτοι, τη ζωή μου

Που αν ήρταν για να πάρουνε, τους σμίγει

Τις καρδιές τους σε μια η ανατολή Σου

Με τη δική μου από την ώρα τούτη.

Ο τέλειος πια χρησμός είναι μπροστά Σου,

Απόλλων!

Των θεών η Μάνα, η Νύχτα

Με το χέρι μου στο στέλνει,

Κορφή του ανασασμού, το τέλειο Ρόδο.

Για να το υψώσω ομπρός στα βλέφαρά Σου,

Αγνάντια απ’ τη χρυσήν ειδή Σου, κάτου

Απ’ τα δροσανοιγμένα Σου ρουθούνια,

Πόσο επόνεσα μ’ όλους μου τους πόνους!

Η λεύκα ή ο κυπάρισσος, κλεισμένα

Σε φαράγγι, ζητώντας να Σε ιδούνε,

Δεν πήγαν σε τόσο ύψος,

Όσο εγώ για τούτο,

Που, ωσά δροσοκομμένος βόστυχός Σου,

Μοιάζει χυμένο στο ίδιο Σου χρυσάφι.

Μόνο, τ’ άγιο Μυστήριο δος μου τώρα

Να φανερώσω και σε τούτους, όπως

Μου το φανέρωσες βαθιά και μένα

Στον ύπνο και στον ξύπνο μου, στη μάχη

Και στην ειρήνη, στη φιλιά ή στην έχτρα,

Στη ζωή και στο θάνατο, αυτό δός μου».

Επιστροφή στα περιεχόμενα   -  |  -   Συνέχεια