ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ - Ο ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ


ΟΡΦΕΑΣ

Είπα, κανείς μη, μ’ ακλουθήσει, μόνος

Θα πάω, κι αν θα γυρίσω, πάλι μόνος.

Μ’ αν δεν ξανάρθω πίσω, τ’ όνομά μου

Σας δίνω κι Ορφανούς Σας λέω, για ναστε

Στη μοναξιά, που θάρτει, ανταμωμένοι,

Σαν τα παιδιά που εχάσανε πατέρα

Φτωχό, κι ωσά βραδιάσει, σμίγουν όλα

Τριγύρα απ’ τη φωτιά βουβά, κι ο νους τους,

Καρφωμένος ακόμα στην αχνάδα

Του νεκρού τους, κοιτάει και μεγαλώνει

Βαθιά του ό,τι τους άφηκε: εν’ αλέτρι,

Λίγες φούχτες σταριού, δυο ξύλα ακόμα

Για τη γωνιά. Κι ο πόνος, αγάλι-

Αγάλι. Ξάφνου υψώνεται μπροστά τους,

Πιάνει τ’ αλέτρι σα ζευγάς, το στάρι

Σάμπως σποριάς το συντηρνάει, και λέει:

Όλη τη γη μ’ αυτά να οργώσω θέλω

Να σπείρω όλο τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη,

Να φάει με μας φτωχολογιά, ποτέ της

Που δε γνώρισε μάνα ουδέ πατέρα,

Φτάνει η φωτιά να κάψει λίγο ακόμα

Στο σπίτι, κι ο νεκρός μας να μη λήψει

Ποτέ απ’ ανάμεσό μας.

                                  Και τα πλούτη

Του κόσμου, τα όπλα, οι δόξες, τα χρυσά του

Παλάτια, όλα τους φαίνονται παιχνίδι

Μπρος στ’ άλετρι, το στάρι και τη φλόγα,

Του άγιου νεκρού κληρονομιά, που να ίσως

Ψωμί δε φτάνουν σήμερα να δώσουν

Στα ορφανά του, στου πόνου τους τα μάτια

Γιγαντώνονται, κι αύριο, λες, θα θρέψουν

Την πείνα ενός λαού.

                                             Όμοια θα νάναι

Λίγον καιρό κι η ορφάνια Σας, αν φύγω.

Μα η μυστική κληρονομιά, που αφήνω

Σε σας, είν’ άλλη, κι άλλη στράτα ο νους Σας

Θα πάρει σύντομα απ’ αυτή μ’ ακούτε;

 

Α’ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Κύριε, Σ’ ακούμε. Εσύ μας τώπες πάντα:

Το μάτι μεγαλώνει στο σκοτάδι,

Κι η ακοή στη σιωπή. Και Συ το ξαίρεις,

Πως άρχισε στα φρένα μας να φέγγει

Ο πατρικός βυθός και πως στ’ αυτί μας

Επρωτομπήκε ο λόγος Σου. Το ξαίρεις,

Κύριε, Σ’ ακούμε κι η τραχειά ψυχή μας,

Που τη φροντίζεις χρόνια, ως ο τοξότης

Του τόξου τη νευρή, σαν τη αλείβει

Βράδι και αυγή με λάδι, για να ρίχνει

Μακρά το βέλος κι ως το χελιδόνι

Ν’ αντιλαλεί από τ’ άγγιγμα, δονείται

Συθέμελα, τα χείλη Σου ως ανοίξεις.

Μα τι είναι τούτο, που μας λες, πως μόνος

Θα πας, κι αν θα γυρίσεις πάλι μόνος,

Και πως μπορεί να μην ξανάρθεις τι είναι;

Ποιός ειν’ εδώ από μας, που τη ζωή του

Χωρίς Εσέ τη θέλει; Δε θαρθούμε

Μαζί Σου, Κύριε, πάλι, ανηφορώντας

Τ’ άγιου βουνού τα πλάγια όλη τη νύχτα,

Καθώς τότε, που Εσύ μας πρωτοπήρες

Κι αλαφρός ανηφόριζες προς τα ύψη,

Ενώ εμείς την καρδιά μας μεσ’ στα στήθη

Σα βακχεμένο τύμπανο να δένει

Τη νιώθαμε κρυφά τη γη με τάστρα;

Γύρα Σου πια δε θάμαστε ολοένα,

Καθώς στις μύριες μάχες, που η πνοή Σου,

Σηκώνοντας ενάντια στους τυράννους,

Με το ρυθμό τις εξετύλιγε όλες

Σ’ άγιους πυρρίχιους, ενώ Συ μονάχος,

Δίχως άρματα, μόνο με το βλέμμα

Ή με το χέρι έδειχνες που είν’ το δίκιο

Και που είν’ η νίκη, Κύριε; Και πως έτσι

Να μας αφήσεις συλλογιέσαι τώρα;

 

ΟΡΦΕΑΣ

Ποιός μίλησ’ έτσι; Κι είναι δικά σου

Τα λόγια, απ’ την καρδιά, που σώχω πλάσει;

Έλα, Σιωπή, που φανερώνεις όλη

Τη δύναμη του νου και ξεσκεπάζεις

Τα πιο κρυφά μυστήρια στην καρδιά μας!

Δώρο του Ελέους, που βρίσκεται σε κάθε

Τραχιό και πλέριο αγώνα, που μαρτύρους

Δε λαχταρεί, κατέβα και σε τούτον!

Και Συ, αγριοπερίστερο του θάρρους

Του μυστικού, φανερωμένο μόνο

Στην τέλεια πράξη, χτύπα το φτερό Σου

Στο μέτωπο του μια στιγμή, όπως τόσες

Φορές του τώχεις άξαφνα δροσίσει!

Έτσι λοιπόν, γιατί Σας είπα μόνο,

Πως ορφανοί θα μείνετε, η καρδιά Σας

Ταράχτηκε και ξέχασε ό,τι χρόνια

Τη νουθετώ;  «Του χωρισμού όποιος σκίσει

Τα σκοτεινά πελάγη, έχοντας πάντα

Στο νου, αβασίλευτο άστρο, την Αγάπη,

Δε θα να σμίξει μόνο αυτός μ’ εκείνους

Οπώχει χάσει, μα, ιερό γιοφύρι,

Κι άλλους θα σμίξει ανάμεσό τους, τόπους

Με τόπους, λαούς με λαούς, οχτρούς με φίλους,

Με τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες

Με τους αιώνες». Και συ, μόλις που είπες,

Πως μεσ’ στα φρένα σου φώτα ολοένα

Ο πατρικός βυθός, δειλιάζεις τώρα

Στο χωρισμό;

 

Α’ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Κύριε, το ξαίρω, σφάλλω.

Τι το πιστό σκυλί καλά γνωρίζει

Ν’ αγρυπνήσει του κυρίου του τον τάφο.

Κι όλα αν τα χάσω, ετούτο δεν το χάνω.

Μα πως να χάσω, Κύριε, τη φωνή Σου,

Που, ως την ακούω, λέω, πως τότε μόνο

Το παραπέτασμα του ναού τραβιέται,

Στ’ άδυτα νάμπω των αδύτων; Πες μου,

Όλα αν τα χάσω, αυτό πως να το χάσω;

 

ΟΡΦΕΑΣ

Αληθινά συρμένη είναι μπροστά σου

Βαρειά κατάχνια, μήτε που η φωνή μου

Μπορεί με μιας να τη διαλύσει. Ελάτε

Σιμότερα, όχι τη φωνή μου μόνο

Ν’ ακούστε, μα το χτύπο της καρδιάς μου!

Ελάτε ακόμα πιο σιμά.

Κοιτάχτε

Στα βάθη Σας και πέστε μου: Θυμάστε,

Πως Σας εδιάλεξα μαζί, κι ένα-ένα;

 

 

Μύριοι μ’ ακλούθααν το γιατί, δεν ξαίραν

Κι οι ίδιοι, ουδέ το ξαίρουν. Αλλ’ ως, όταν

Αρχίσει ξάφνου ο ήλιος ν’ αναλιώνει

Τα χιόνια στα βουνά και στα ποτάμια

Τους πάγους, τα νερά λευτερωμένα

Κατρακυλάνε καταρράχτες, όμοια,

Μόλις ακούστη η λύρα κι η φωνή μου

Μεσ’ στους λαούς, ωρμήσαν πίσωθέ μου

Πλήθη πολλα ως ποτάμια κι ως ετούτα,

Στη θάλασσα αν ορμήσουν, δε μπορούνε

Να ξαναστρέψουν πίσω ή να σταθούνε,

Όμοια κι αυτά ακλουθούσαν.

Μα ήταν κάποιοι

Στα πλήθη μέσα, που κανείς δε μπόρει

Γιατί ερχόνταν να πει. Τι μεσ’ στο ρέμα

Των άλλων εφαντάζαν, σαν οι βράχοι,

Που τ’ αντισκόβουν κι ήταν μόνοι απ’ όλους,

Σιωπηλοί, σκοτεινοί, συλλογισμένοι,

Σα να ρωτιώνταν: Τι γυρεύει ετούτος

Να κάμει; Είν’ άνθρωπος ή θεός; Δαίμονας είναι;

Κι απ’ όλους εφαινόντανε σα νάταν

Στη συμπονιά πρωτόμαθοι, στη γνώμη

Την καλή σαν κρυφά ν’ αντιστεκόνταν

Με τράχηλα σταλόν, ενώ στο Νόμο,

Που προβοδούσε η Λύρα κι ο Χορός μου,

Μύριες θερίζονταν ζωές. Και τούτοι,

Σα να μεθούσαν από το αίμα μόνο,

Που πλημμύραε παντού, πως πλημμυρίζει

Την άνοιξη τη γην η παπαρούνα,

Στη μάχη πρώτοι εχύνονταν, να νοιώσουν

Τη μυρουδιά του, πλούσια που σκορπιώταν

Τριγύρα τους, κι αλόγιαστα να πάρουν

Απ’ τον αγώνα μια πληγή σα δώρο,

Να ξαλαφρώνει το δικό τους.

Τάχα

Για ποιούς μιλώ;  

Β’ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Κύριε, για μας. Κι αν είναι

Η θελησή Σου, άφησ’ εμένα τώρα

Να ξακολουθήσω.  

ΟΡΦΕΑΣ

Λέγε, είν’ η ψυχή σου

Ψυχή μου.

Επιστροφή στα περιεχόμενα   -  |  -   Συνέχεια