"ΚΑΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ" - ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ (Αποσπάσματα)


Μ. Ι Άλλο δ' έμβρόντητον καί πεπλανημένον ύπ' αύτού ΄ρηθέν ίδωμεν σόφισμα έν ώ φησίν' Ήμείς οί ζώντες οί περιλειπόμενοι ού μή φθάσωμεν τούς κοιμηθέντας είς τήν παρουσίαν τού κυρίου ότι αύτός ό κύριος έν κελεύσματι έν φωνή άρχαγγέλου καί έν σάλπιγγι θεού καταβήσεται άπ' ούρανού καί οί νεκροί οί έν Χριστώ άναστήσονται πρώτον' έπειτα ήμείς οί ζώντες άμα σύν αύτοίς άρπαγησόμεθα έν νεφέλη είς άπάντησιν τού κυρίου είς άέρα' καί ούτω πάντοτε σύν κυρίω έσόμεθα. Τούτ' ούρανόμηκες όντως καί μετεωρότερον τού πράγματος ύπέρογκον τό ψεύσμα καί άνώτερον' τούτο καί τοίς άλόγοις έπαδόμενον ζώοις άναγκάζει βληχάσθαι καί κρώζειν έν ύποκρίσει τόν έξηχον πάταγον έπάν γνώ ένσάρκους άνθρώπους ώς τά πετεινά πετομένους έν άέρι ή βασταζομένους έπί νεφέλης. Πολύς γάρ ούτος τής άλαζονείας ό κόμπος ζώα τώ φόρτω πεπιλημένα τών σωματικών όγκων φύσιν άναλαβείν πτερωτών όρνέων καί διαπεράν ώσπερ τι πέλαγος τόν πολύν άέρα όχήματι νεφέλης άποχρησάμενα. Εί γάρ καί δυνατόν άλλά τερατώδες καί τής άκολουθίας έστίν άλλότριον. Ή γάρ δημιουργός άνωθεν φύσις τόπους άρμόζοντας τοίς γινομένοις συναπεκλήρωσε καί κατάλληλον ένομοθέτησεν έχειν έναύλισμα ένύδροις θάλασσαν χερσαίοις ήπειρον πτηνοίς άέρα φωστήρσιν αίθέρα. Έν γούν έκ τούτων έκ τής οίκείας άν μετάρη μονής άφανισθήσεται είς ξένην μετελθόν δίαιταν καί μονήν' οίον εί τό ένυδρον βουληθείης λαβείν κάπί τής ξηράς διάγειν βιάση φθείρεται ΄ράον έξαπολλύμενον' εί δέ χερσαίον αύθις καί αύχμηρόν είς τό ύδωρ βάλλης άποπνιγήσεται' κάν τού άέρος χωρίσης πτηνόν ούχ ύπομενεί. Κάν άστέριον έξ αίθερίου σώματος μεταβιβάσης ούχ ύποστήσεται. Άλλ' ούδ' ό θείος καί δραστήριος τού θείου λόγος τούτ' έποίησεν ή πράξει ποτέ καίπερ δυνάμενος τών γινομένων τάς μοίρας άλλάττειν' ού γάρ καθ' ό δύναται πράττει τι καί θέλει άλλά καθ' ό τήν άκολουθίαν σώζει τά πράγματα τόν τής εύταξίας φυλάττει νόμον. Ούδέ γούν τήν γήν εί γε καί δύναται ναυτίλλεσθαι ποιεί ούδ' άρούσθαι πάλιν καί γεωργείσθαι ποιεί τήν θάλασσαν ούδέ τήν άρετήν καθ' ό δύναται ποιεί κακίαν ούδέ τήν κακίαν αύθις άρετήν ούδέ τόν άνθρωπον παρασκευάσει πτηνόν γενέσθαι ούδέ τά άστρα κάτω καί τήν γήν άνω. Όθεν εύλόγως μεστόν έξηχίας τό λέγειν άνθρώπους άρπαγήσεσθαι είς άέρα ποτέ' άρίδηλον δέ τό ψεύδος τού Παύλου έν τώ λέγειν' Ήμείς οί ζώντες' έτη γάρ έξ ού λέγει (τ) τριάκοντα καί ούδέν ούδαμού ούδ' αύτός ό Παύλος μετά καί άλλων ήρπάγη σωμάτων. Καί τούτο μέν ώδε σιγήν έχέτω τό κεκλονημένον ΄ρήμα τού Παύλου. 

Μ. Ι Ίδωμεν δ' έκείνο τό ΄ρηθέν τώ Παύλω' Είπε δέ δι' όράματος ό κύριος έν νυκτί τώ Παύλω' μή φοβού άλλά λάλει ότι μετά σού είμί καί ούδείς έπιθήσεταί σοι τού κακώσαί σε. Καί όσον ούδέπω έν ΄Ρώμη κρατηθείς τής κεφαλής άποτέμνεται ούτος ό κομψός ό λέγων ότι Άγγέλους κρινούμεν ού μήν άλλά καί Πέτρος λαβών έξουσίαν βόσκειν τά άρνία τώ σταυρώ προσηλωθείς άνασκολοπίζεται' καί άλλοι δέ μύριοι τούτοις όμόδοξοι οί μέν έκαύθησαν οί δ' άλλοι τιμωρίαν ή λώβην δεξάμενοι διεφθάρησαν' τούτο δ' ούκ άξιον θεού γνώμης άλλ' ούδ' άνδρός εύσεβούς είς έαυτού χάριν καί πίστιν πλήθος άνδρών άπανθρώπως κολάζεσθαι τής προσδοκωμένης άναστάσεως καί έλεύσεως ούσης άδήλου. 

Τ γ. . . Ιι Τοίς προφήταις άκριβώς έντυχών ό Πορφύριος (μάλα γάρ αύτοίς ένδιέτριψε) τήν καθ' ήμών τυρεύων (τορεύων) γραφήν άλλότριον εύσεβείας καί αύτός άποφαίνει τό θύειν ... Τά θεία λόγια κεκλοφώς καί ένίων τήν διάνοιαν τοίς συγγράμμασιν έντεθεικώς τοίς οίκείοις. 

Ε. . . Ι . Τί δεί ταύτα λέγειν ότε καί ό καθ' ήμάς έν Σικελία καταστάς Πορφύριος συγγράμματα καθ' ήμών ένστησάμενος καί δι' αύτών τάς θείας γραφάς διαβάλλειν πεπειραμένος τών τε είς αύτάς έξηγησαμένων μνημονεύσας μηδέν μηδαμώς φαύλον έγκλημα τοίς δόγμασιν έπικαλείν δυνηθείς άπορία λόγων έπί τό λοιδορείν τρέπεται καί τούς έξηγητάς ένδιαβάλλειν ών μάλιστα τόν Ώριγένην' όν κατά τήν νέαν ήλικίαν έγνωκέναι φήσας διαβάλλειν μέν πειράται συνιστών δέ άρα τόν άνδρα έλάνθανεν τά μέν έπαληθεύων έν οίς ούδ' έτέρως αύτώ λέγειν ήν δυνατόν τά δέ καί ψευδόμενος έν οίς λήσεσθαι ένόμιζεν καί τοτέ μέν ώς Χριστιανού κατηγορών τοτέ δέ τήν περί τά φιλόσοφα μαθήματα έπίδοσιν αύτού διαγράφων' άκουε δ' ούν ά φησιν κατά λέξιν' 

Τής δή μοχθηρίας τών Ίουδαικών γραφών ούκ άπόστασιν λύσιν δέ τινες εύρείν προθυμηθέντες έπ' έξηγήσεις έτράποντο άσυγκλώστους καί άναρμόστους τοίς γεγραμμένοις ούκ άπολογίαν μάλλον ύπέρ τών όθνείων παραδοχήν δέ καί έπαινον τοίς οίκείοις φερούσας. Αίνίγματα γάρ τά φανερώς παρά Μωυσεί λεγόμενα είναι κομπάσαντες καί έπιθειάσαντες ώς θεσπίσματα πλήρη κρυφίων μυστηρίων διά τε τού τύφου τό κριτικόν τής ψυχής καταγοητεύσαντες έπάγουσιν έξηγήσεις. 

Είτα μεθ' έτερά φησιν' 

Ό δέ τρόπος τής άτοπίας έξ άνδρός ώ κάγώ κομιδή νέος ών έτι έντετύχηκα σφόδρα εύδοκιμήσαντος καί έτι δι' ών καταλέλοιπεν συγγραμμάτων εύδοκιμούντος παρειλήφθω Ώριγένους ού κλέος παρά τοίς διδασκάλοις τούτων τών λόγων μέγα διαδέδοται. Άκροατής γάρ ούτος Άμμωνίου τού πλείστην έν τοίς καθ' ήμάς χρόνοις έπίδοσιν έν φιλοσοφία έσχηκότος γεγονώς είς μέν τήν τών λόγων έμπειρίαν πολλήν παρά τού διδασκάλου τήν ώφέλειαν έκτήσατο είς δέ τήν όρθήν τού βίου προαίρεσιν τήν έναντίαν έκείνω πορείαν έποιήσατο. Άμμώνιος μέν γάρ Χριστιανός έν Χριστιανοίς άνατραφείς τοίς γονεύσιν ότε τού φρονείν καί τής φιλοσοφίας ήψατο εύθύς πρός τήν κατά νόμους πολιτείαν μετεβάλετο Ώριγένης δέ Έλλην έν Έλλησιν παιδευθείς λόγοις πρός τό βάρβαρον έξώκειλεν τόλμημα' ώ δή φέρων αύτόν τε καί τήν έν τοίς λόγοις έξιν έκαπήλευσεν κατά μέν τόν βίον Χριστιανώς ζών καί παρανόμως κατά δέ τάς περί τών πραγμάτων καί τού θείου δόξας Έλληνίζων τε καί τά Έλλήνων τοίς όθνείοις ύποβαλλόμενος μύθοις. Συνήν τε γάρ άεί τώ Πλάτωνι τοίς τε Νουμηνίου καί Κρονίου Άπολλοφάνους τε καί Λογγίνου καί Μοδεράτου Νικομάχου τε καί τών έν Πυθαγορείοις έλλογίμων άνδρών ώμίλει συγγράμμασιν έχρήτο δέ καί Χαιρήμονος τού Στωικού Κορνούτου τε ταίς βίβλοις παρ' ών τόν μεταληπτικόν τών παρ' Έλλησιν μυστηρίων γνούς τρόπον ταίς Ίουδαικαίς προσήψεν γραφαίς. 

Ταύτα τώ Πορφυρίω κατά τό γ σύγγραμμα τών γραφέντων αύτώ κατά Χριστιανών είρηται έπαληθεύσαντι μέν περί τής τάνδρός άσκήσεως καί πολυμαθείας ψευσαμένω δέ σαφώστί γάρ ούκ έμελλεν ό κατά Χριστιανών; έν οίς αύτόν μέν φησιν έξ Έλλήνων μετατεθείσθαι τόν δ' Άμμώνιον έκ βίου τού κατά θεοσέβειαν έπί τόν έθνικόν τρόπον έκπεσείν. Ταύτα μέν ούν είς παράστασιν έκκείσθω τής τού ψευδηγόρου συκοφαντίας. (Σ Έλληνικών δέ φιλοσόφων όστις ποτέ ήν έκείνος άνήρ ό τήν καθ' ήμών συσκευήν προβεβλημένος έν τή δ τής είς μάτην αύτώ πονηθείσης καθ' ήμών ύποθέσεως πρό τών Σεμιράμεως χρόνων τόν Μωυσέα γενέσθαι φησί' βασιλεύει δέ Άσσυρίων ή Σεμίραμις πρόσθεν έτεσι ν πρός τοίς ρ' ώστε είναι κατά τούτον τών Τρωικών Μωυσέα πρεσβύτερον ν καί ω έτεσιν). 

Ε. π. . Ι Μέμνηται τούτων ό καθ' ήμάς τήν καθ' ήμών πεποιημένος συσκευήν έν δ τής πρός ήμάς ύποθέσεως ώδε τώ άνδρί μαρτυρών πρός λέξιν' 

Ίστορεί δέ τά περί Ίουδαίων άληθέστατα ότι καί τοίς τόποις καί τοίς όνόμασιν αύτών τά συμφωνότατα Σαγχουνιάθων ό βηρύτιος είληφώς τά ύπομνήματα παρά Ίερομβάλου τού ίερέως θεού τού Ίευώ' ός Άβιβάλω (Άβελβαλώ) τώ βασιλεί βηρυτίων τήν ίστορίαν άναθείς ύπ' έκείνου καί τών κατ' αύτόν έξεταστών τής άληθείας παρεδέχθη. Οί δέ τούτων χρόνοι καί πρό τών Τρωικών πίπτουσι χρόνων καί σχεδόν τοίς Μωσέως πλησιάζουσιν ώς αί τών Φοινίκης βασιλέων μηνύουσι διαδοχαί. Σαγχουνιάθων δέ (ό) κατά τήν Φοινίκων διάλεκτον φιλαλήθως πάσαν τήν παλαιάν ίστορίαν έκ τών κατά πόλιν ύπομνημάτων καί τών έν τοίς ίεροίς άναγραφών συναγαγών δή καί συγγράψας έπί Σεμιράμεως γέγονε τής Άσσυρίων βασιλί δος ή πρό τών Ίλιακών ή κατ' αύτούς γε τούς χρόνους γενέσθαι άναγέγραπται. Τά δέ τού Σαγχουνιάθωνος είς Έλλάδα γλώσσαν ήρμήνευσε Φίλων ό βύβλιος. Τ γ. . . Ιι . . ρ. Πορφύριος γούν ύμίν μάρτυς άξιόχρεως έστω ός τής άσεβείας γενόμενος πρόμαχος κατά τού θεού τών όλων τήν άκόλαστον έκίνησε γλώτταν' άκούσατε ούν αύτού ταύτα λέγοντος έν οίς καθ' ήμών συγγέγραφεν. 

Σ γ. . Ι (μ τ. . ) Λέγουσι πολλοί καί μάλιστα οί τώ θεοστυγεί Πορφυρίω άκουλουθήσαντες τώ κατά Χριστιανών συγγράψαντι καί τού θείου δόγματος πολλούς άποστήσαντι' λέγουσι τοίνυν' Διά τί ό θεός άπηγόρευσε τήν γνώσιν τού καλού καί πονηρού; έστιν τό πονηρόν άπηγόρευσε' διά τί καί τό καλόν; είπών γάρ' Άπό τού ξύλου τού είδέναι καλόν καί πονηρόν μή φάγητε κωλύει φησίν αύτόν τού είδέναι τό κακόν' διά τί καί τό άγαθόν; (άεί ή κακία καθ' έαυτής τεχνάζεται καί τάς λαβάς καθ' έαυτής δίδωσιν). 

Ε. δ. Ι Εί δέ λέγοι τις κατά Άντίοχον τόν Έπιφανή ταύτα πεπληρώσθαι σκεψάσθω εί οίος τέ έστιν άποδιδόναι καί τά ήμιόλιοι καί έπίτριτοι καί όλως έπιμόριοι καί οί τοιούτοι' τό τε διάφορον είλήφασιν έκ τής διαφόρου ύπεροχής θατέρου όρου τού λοιπού. Φέρε γάρ έστω ό ύπερέχων όρος ό ιβ' ούτος δίς μέν τινα έχων καί ίσω τού ύπερεχομένου ύπερέχων έν λόγω γίνεται τώ διπλασίω οίον ό ιβ πρός τόν ' ύπερέχων δέ τώ ήμίσει τού ύπερεχομένου οίον τώ η έν λόγω θεωρείται τώ ήμιολίω' τώ δέ τρίτω ύπερέχων τού ύπερεχομένου οίον τώ θ έν λόγω θεωρείται τώ έπιτρίτω' ώστ' έκ τού ποσού τής ύπεροχής ή διαφορά τών λόγων ύφίσταται. 

Παραβολήν δέ λέγουσιν οί περί τά μαθήματα τήν πρός άλλήλας σχέσιν τών όμοιογενών. Έν ούν τοίς πρός άλλήλους παραβαλλομένοις φθόγγοις καί σχέσιν τινά πρός άλλήλους κεκτημένοις καί λόγον τό έμμελές ήδη καταφαίνεται καί τό έκμελές. Τό γάρ έκμελές ή έμμελές ούκ άσχετον άλλ' έν τή πρός έτερον φθόγγον φθόγγου σχέσει θεωρείται. Τό μέν ούν έκμελές ότι άλλοτριότητα καί τό άναπτον καί άσυνάρμοστον σημαίνει πρόδηλον τίνες δ' οί έκμελείς ΄ρηθήσεται ύστερον. Τό δ' έμμελές ότι σύναψιν καί συνάρμοσιν σημαίνειν βούλεται καί τούτο γνώριμον. Τίνα δ' έχει διαφοράν τό έμμελές πρός τό σύμφωνον όταν τίνες οί έμμελείς καί τίνες οί σύμφωνοι φθόγγοι φανεροί γένωνται έσται σαφές. Διακρίνειν γάρ βούλεται τούτους ό Πτολεμαίος καί μή πάντως τούς έμμελείς είναι καί συμφώνους εί καί πάντως οί σύμφωνοι καί έμμελείς. Συντόμως δέ καί αύτός τά νύν έκδιδάσκει περί τούτων έπάγων. 

{<Είσί δ' έμμελείς έως τού μή ούτως έχοντας.>} 

Προελθών άκριβέστερον περί τούτων διαλήψεται προστιθείς τοίς έμμελέσι καί συμφώνοις καί όμοφώνους' νύν δέ διά τήν φερομένην διάταξιν έμμελείς μέν άποδέδωκε τούς εύφόρους άλλήλοις συναπτομένους συμφώνους δέ τούς τήν όμοίαν άντίληψιν έμποιούντας ταίς άκοαίς. Έστι δ' ή διαφορά ότι οί μέν ούκ έναντιούνται μόνον πρός τήν άλλήλων συναφήν οί δέ καί έναντιούνται καί όμοίως ταίς άκοαίς προσπίπτουσιν. Έστι γάρ συμφωνία δυείν φθόγγων όξύτητι καί βαρύτητι διαφερόντων κατά τό αύτό πτώσις καί κράσις. Δεί γάρ τούς φθόγγους συγκρουσθέντας έν τι είδος άποτελείν φθόγγου τή άκοή ούτε τής όξύτητος ύπερβαλλούσης καί αύτήν παρεμφαινούσης ούτε τής βαρύτητος άλλ' οίονεί κράσεως τοιαύτης γενομένης ώς τών κεκραμένων μή έπικρατείν θατέρου θάτερον μηδέ τήν αύτού δύναμιν έμφαίνειν ή ύπερβάλλουσαν τής θατέρου ή έλλείπουσαν. Έάν γάρ ή άκοή τού βαρέος μάλλον έν τή συγκρούσει ποιήται τήν άντίληψιν ή πάλιν τού όξέος άσύμφωνόν έστι τό τοιούτον. Τούς ούν τοιούτους φθόγγους κεκλήκασι συμφώνους παρά τόν κάλλιστόν φησιν ήδη τών ψόφων τήν φωνήν όνοματοποιήσαντες. Τώ μέν γάρ γένει ψόφος καί ή φωνή έπεί δέ τών αίσθητών τό ζώον τού μή ζώου κρείττον καί τόν ύπό ζώου ή ζώων προιέμενον ψόφον όπερ έστίν ή φωνή κρείττονα τών μή ούτως άποτελουμένων έτίθεντο ψόφον. Καί γάρ πως καί οί δοκούντες είναι άπό τών μουσικών όργάνων κλητήν τήν φωνήν ή μιμείσθαι σπουδάζουσι καί όμως τού κατ' αύτήν διηρθρωμένου ού κατά πάν τυγχάνειν δύνανται. 

Έμβάς τοίνυν είς τόν περί τών συμφώνων λόγον τάς τών <Πυθαγορείων> περί αύτών διατάξεις δοκιμάζει πρότερον είθ' ούτω τά αύτώ άρέσκοντα τίθησιν ών άπ' άλλης άρχής τήν έξήγησιν ποιησόμεθα. 

{Ε.} 

Χρή γινώσκειν ότι τής άρμονικής πάντες οί φθόγγοι γίνονται πληγής τινος γενομένης' πληγήν δ' άμήχανον γίνεσθαι μή ούχί κινήσεως πρότερον γινομένης. Τών δέ κινήσεων αί μέν είσι πυκνότεραι αί δ' άραιότεραι καί αί μέν πυκνότεραι όξυλευθερούν αίσίως τινάς δέ τοίς φόβοις περιβάλλειν άλόγως τούτο ού κατόρθωμα άλλά κακουργία δικαίως άν κληθείη. Ού μήν άλλά καί τώ πολεμίων λαμβάνειν άξίωσιν έπί χώραν έτέραν οίκείν καί κατανέμεσθαι όμοιον πράττει βασιλεί φθείροντι τό ύπήκοον όστις άδυνατών έκ πάσης χώρας έλάσαι τόν βάρβαρον είς τόπον έκ τόπου τούτον έκπέμπει μένειν χώραν έκ τού κακού μίαν έξαιρούμενος καί μίαν έκδοτον τώ κακώ δωρούμενος. Εί γούν καί ό Χριστός όμοίως άδυνατών τότε τής ένορίου έλάσαι τόν δαίμονα είς άγέλην αύτόν τών χοίρων έξέπεμπε τερατώδες μέν όντως τούτο καί χράναι τήν άκοήν (ποιεί) δυνάμενον μεστόν δέ φαύλης ύπονοίας έργάζεται. Εύθύς γάρ ταύτ' άκούσας (εί) εύ φρονών έκρινεν αύτόθεν δικάσας τήν άφήγησιν καί ψήφον άνάλογον έπήγε τώ πράγματι λέγων' εί μή πάσαν τήν ύφήλιον τής βλάβης έλευθεροί άλλ' είς διαφόρους χώρας φυγαδεύει τά βλάπτοντα καί τινων φροντίζει καί τινων ού κήδεται ούκ άσφαλές τούτω προσφεύγειν καί σώζεσθαι' ό γάρ σωθείς τού μή σωθέντος λυπεί τήν διάθεσιν καί ό μή σωθείς τού σωθέντος ύπάρχει κατήγορος. Όθεν ώς έγώ κρίνω πλάσμα τής ίστορίας ταύτης ή άφήγησις. Εί δ' ού πλάσμα τυγχάνει τής δ' άληθείας συγγενές γέλως όντως ίκανός τών χασμωμένων έστί. Φέρε γάρ ώδε τουτί σαφώς έξετάσωμεν πώς έν Ίουδαία γή τοσούτο πλήθος τότε χοίρων ένέμετο τών μάλιστα ΄ρυπαρών καί μισουμένων τοίς Ίουδαίοις βοσκημάτων άνωθεν πώς δέ καί πάντες οί χοίροι έκείνοι συνεπνίγησαν λίμνης ού θαλάσσης βαθείας ύπαρχούσης. Καί ταύτα μέν νηπίοις κρίνειν παραχωρήσωμεν τούτους πάντας ή σωτήριος διέτεμε μάχαιρα έν ένί καθάπερ οίκω άτραυματίστως διχάσασα' τέμνει γάρ αύτη γνώμας καί μώλωπας ού ποιεί .... Ού σώματα διχάζει. 

Μ. Ι Εί γε δεί κάκείνην τήν πεύσιν μηρυκήσασθαι ώς Ίησούς λέγει' Έξομολογούμαί σοι πάτερ κύριε τού ούρανού καί τής γής ότι άπέκρυψας ταύτα άπό σοφών καί συνετών καί άπεκάλυψας αύτά νηπίοις καί έν τώ Δευτερονομίω δέ γέγραπται' Τά κρυπτά κυρίω τώ θεώ ήμών καί τά φανερά ήμίν. Σαφέστερα ούν δεί είναι καί ούκ αίνιγματώδη τά τοίς νηπίοις καί άσυνέτοις γραφόμενα' εί γάρ άπό τών σοφών κέκρυπται τά μυστήρια νηπίοις δέ καί θηλαζομένοις άλόγως έκκέχυται βέλτιον τήν άλογίαν ζηλούν καί τήν άμαθίαν' καί τούτο τής σοφίας τού έπιδημήσαντος τό μέγα κατόρθωμα κρύψαι μέν τών σοφών τήν άκτίνα τής γνώσεως άφροσι δέ ταύτην έκκαλύψαι καί βρέφεσιν. 

Μ. Ι Άλλο δέ μυθωδέστερον τούτου καθάπερ έν νυκτί δόγμα ψηλαφήσωμεν έν τώ' Όμοία έστίν ή βασιλεία τών ούρανών κόκκω σινάπεως καί πάλιν' Όμοία έστίν ή βασιλεία τών ούρανών ζύμη καί αύθις' Όμοία έστίν άνθρώπω έμπόρω ζητούντι καλούς μαργαρίτας; ταύτα γάρ ούκ άνδρών άλλ' ούδ' όνειροπολούντων γυναίων τά μυθάρια' όταν γάρ τις περί μεγάλων ή θείων άπαγγέλη κοινοίς μέν όφείλει καί άνθρωπίνοις χρήσθαι παραδείγμασι σαφηνείας ένεκεν ού μήν ούτω χυδαίοις καί άσυνέτοις. Ταύτα τά ΄ρήματα μετά τού ταπεινά είναι καί μή πρέποντα τηλικούτοις πράγμασιν ούδεμίαν έχει έν έαυτοίς έννοιαν συνετήν ούδέ σαφήνειαν' καίτοι σφόδρα προσήκεν αύτά είναι σαφή διά τό μή σοφοίς μηδέ συνετοίς άλλά νηπίοις γεγράφθαι. 

Μ. Ιιι Φέρε δέ σοι κάκείνην έκ τού εύαγγελίου τήν ΄ρήσιν άναπτύξωμεν τήν γελοίως μέν ώδε γραφείσαν άπιθάνως γελοιωδέστερον δέ έχουσαν τό διήγημα όπηνίκα τούς μαθητάς άπό δείπνου προπέμψας ό Ίησούς διαπλεύσαι τήν θάλασσαν αύτός έπέστη τή τετάρτη τής νυκτός αύτοίς φυλακή δεινώς ύπό τής ζάλης τετρυχωμένοις τού χειμώνος άτε παννύχιον μοχλεύουσιν (αύτοίσ) τή βία τών κυμάτων' τετάρτη γάρ τής νυκτός φυλακή έστιν ή δεκάτη τής νυκτός ώρα μεθ' ήν ύπολείπονται τρείς ύστεραίοι ώραι. Οί γούν τήν άλήθειαν τών τόπων άφηγούμενοί φασι θάλασσαν μέν έκεί μή είναι λίμνην δέ μικράν έκ ποταμού συνεστώσαν ύπό τό όρος κατά τήν Γαλιλαίαν χώραν παρά πόλιν Τιβεριάδα ήν καί μονοξύλοις μικροίς διαπλεύσαι ΄ράδιον έν ώραις ού πλείον δύο μήτε δέ κύμα μήτε χειμώνα χωρήσαι δυναμένην. Έξω τοίνυν τής άληθείας πολύ βαίνων ό Μάρκος σφόδρα γελοίως τούτο συγγράφει τό μύθευμα τό διανυθεισών ώρών έννέα τή δεκάτη τόν Ίησούν έπιβάντατουτέστι τή τετάρτη τής νυκτός φυλακήεύρείν έπιπλέοντας τώ λάκκω τούς μαθητάς' είτα θάλατταν λέγει καί ούχ άπλώς θάλατταν άλλά καί χειμαζομένην καί δεινώς άγριαίνουσαν καί τή τών κυμάτων ταραχή φοβερόν σφαδάζουσαν ίν' έκ τούτων ώς μέγα τι τόν Χριστόν ένεργήσαντα σημείον είσαγάγη χειμώνά τε πολύν παύσαντα καί έξαίσιον κάκ βυθού καί πελάγους σεσωκότα τούς μαθητάς μικρού κινδυνεύοντας. Έκ τοιούτων παιδικών ίστοριών έγνώκαμεν σκηνήν σεσοφισμένην είναι τό εύαγγέλιον. Έξ ών έκαστα ζητούμεν λεπτότερον. 

Μ. Ιι Τί πράγμα είχον οί πολλοί ταύτης άκούειν τής φωνής (ώ γενεά άπιστος έως ποτέ έσομαι μεθ' ύμών;) ένός άξιούντος ή καί σφαλλομένου περί τήν άξίωσιν (ού γάρ σελήνη τούτον άλλά δαίμων έκόλαζε); τίνος δέ ένεκεν έλεεινώς τού πατρός διά τόν υίόν γονυπετούντος έπιτιμητικώς ούκ αύτώ μόνω άλλά καί τοίς όχλοις άπαντήσας έφθέγξατο; ού γάρ έχρήν μάλλον άσμενίσαι τήν έντευξιν άτε περί κακουμένου συμπαθώς γιγνομένην; άλλά τούναντίον άποσκορακίζει τών ίκετών τήν δέησιν' δοκεί γάρ ό Χριστός άλόγως έκ τού προφανούς ένυβρίζειν τόν δήμον. 

Μ. Ιιι Άλλην δέ τούτων άσαφεστέραν λέξιν έξετάσωμεν ένθα φησίν' Εύκοπώτερόν έστι κάμηλον διά ΄ραφίδος είσελθείν ή πλούσιον είς τήν βασιλείαν τών ούρανών. Εί γε ούν τις πλούσιος τών έν τώ βίω πλημμελημάτων άφέμενος φόνου κλοπής μοιχείας φαρμακείας άνοσίου όρκου τυμβωρυχίας ίεροσύλου κακίας είς τήν λεγομένην βασιλείαν ούρανών ούκ είσάγεται τί τού δικαιοπραγείν τοίς δικαίοις όφελος εί τυγχάνουσι πλούσιοι; τί δέ τοίς πένησι βλαβερόν πράττειν τών κακών πάν άνοσιούργημα; ού γάρ άρετή τόν άνθρωπον είς ούρανούς άνάγει άλλά πενία καί πραγμάτων ένδεια. Εί γάρ τόν πλούσιον ό πλούτος άποκλείει τών ούρανών έξ άντιφάσεως ή πενία τούς πένητας είσάγει' καί θέμις τούτο μαθόντα τινά τό μάθημα άρετής μέν ούδαμώς ποιείσθαι λόγον πενίας δέ μόνης καί τών αίσχίστων άκωλύτως έχεσθαι άτε πενίας οίας τε σώζειν τόν πενόμενον καί πλούτου τόν πλούσιον άποκλείοντος τής άκηράτου μονής. Όθεν δοκεί μοι ταύτα μέν τού Χριστού μή τυγχάνειν τά ΄ρήματα είγε τόν τής άληθείασ παρεδίδου κανόνα άλλά πενήτων τινών τάς τών πλουτούντων ούσίας έκ τοιαύτης κενοφωνίας άφαιρείσθαι θελόντων. Άμέλει γούν χθές ού πάλαι γυναιξίν εύσχήμοσι ταύτ' έπαναγινώσκοντες' Πώλησόν σου τά ύπάρχοντα καί δός πτωχοίς καί έξεις θησαυρόν έν ούρανοίς έπεισαν πάσαν ούσίαν ήν είχον καί ύπαρξιν διανείμαι πένησι καί αύτάς είς ένδειαν έλθούσας έρανίζεσθαι έξ έλευθερίας είς άσεμνον άπαίτησιν έλθούσας έλεεινόν έξ εύδαιμονίας έπελθούσας πρόσωπον καί τέλος άναγκασθείσας έπί τάς έχόντων οίκίας άπιέναι' όπερ έστί τής πρώτης μάλλον δ' έσχάτης ύβρεώς τε καί συμφοράς τών οίκείων έκπεσείν εύσεβείας προσχήματι καί τών άλλοτρίων έράν άνάγκη τής ένδείας. Έξ ών δοκεί μοι ταύτα γυναικός είναι καμνούσης τά ΄ρήματα. 

Μ. Ι Ένι καί έτερον έκ τού φανερού λαβείν άμφίβολον ώδε ΄ρημάτιον ένθα φησίν ό Χριστός' βλέπετε μή τις ύμάς πλανήση' πολλοί γάρ έλεύσονται έπί τώ όνόματί μου λέγοντες' έγώ είμι ό Χριστός καί πολλούς πλανήσουσι. Καί ίδού .... Ή καί περαιτέρω διίππευσεν έτη καί ούδείς ούδαμού τοιούτος έπέστη' μή τί γε Άπολλώνιον τόν Τυανέα φήσετε άνδρα φιλοσοφία πάση κεκοσμημένον; έτερον δ' ούκ άν εύροιτε' άλλ' ού περί ένός άλλά περί πολλών λέγει' έγερθήσονται. 

Μ. Ιιι Αύτίκα γούν έτερον λεξίδιον εύρόντες άνακόλουθον ύπό τού Χριστού τοίς μαθηταίς είρημένον ούδ' έκείνο σιγήσαι διέγνωμεν όπου λέγει' Τούς πτωχούς πάντοτε έμέ δέ ού πάντοτε έχετε. Ή δέ αίτία τής ύποθέσεώς έστιν αύτη' γυνή τις άλάβαστρον μύρου κομίσασα κατέχεε κατά τής κεφαλής αύτού' τών δέ θεασαμένων καί τού γενομένου τήν άκαιρίαν θρυλούντων είπε' Τί κόπους παρέχετε τή γυναικί; έργον καλόν είργάσατο είς έμέ' τούς πτωχούς γάρ πάντοτε έχετε μεθ' έαυτών έμέ δέ ού πάντοτε έχετε. Ήσαν γάρ ού μικρώς γογγύσαντες έπειδή μή μάλλον έπράθη πολλής τιμής τό μύρον καί τοίς πτωχοίς έδόθη πεινώσιν είς άνάλωμα. Διά ταύτην ώσπερ τήν άκαιροφωνίαν τό φλυαρώδες τούτο ΄ρήμα διεφθέγξατο φάς μή πάντοτε είναι μετ' αύτών ό διαβεβαιούμενος άλλαχού καί λέγων αύτοίς' Έσομαι μεθ' ύμών έως τής συντελείας τού αίώνος. Ώς δ' έπί τώ μύρω λυπηθείς είναι πάντοτε μετ' αύτών ήρνήσατο. 

Μ. Ιιι Ού μήν άλλά κάκείνο μεστόν άσαφείας μεστόν δ' άπαιδευσίας τό ΄ρήμα καθέστηκε τό ύπό Ίησού τοίς μαθηταίς λεγόμενον' Μή φοβηθήτε φάσκον τούς άποκτείνοντας τό σώμα καί αύτός άγωνιών καί τή προσδοκία τών δεινών έπαγρυπνών καί δι' εύχής παρακαλών τό πάθος αύτόν παρελθείν (καί) λέγων τοίς γνωρίμοις' Γρηγορείτε καί προσεύχεσθε ίνα παρέλθη ήμάς ό πειρασμός. Ταύτα γάρ ούκ άξια παιδός θεού τά ΄ρήματα άλλ' ούδ' άνθρώπου σοφού θανάτου καταφρονούντος. 

Μ. Ιιι Τίνος ένεκεν ό Χριστός ούτε τώ άρχιερεί προσαχθείς ούτε τώ ήγεμόνι άξιόν τι σοφού καί θείου άνδρός έφθέγξατο δυνάμενον καί τόν κριτήν καί τούς παρεστώτας παιδεύσαι καί βελτίους έργάσασθαι άλλ' ήνέσχετο καλάμω τύπτεσθαι καί περιπτύεσθαι καί στεφανούσθαι άκάνθαις καί μή καθάπερ Άπολλώνιος μετά παρρησίας τώ αύτοκράτορι λαλήσας Δομετιανώ τής βασιλικής αύλής άφανής έγένετο καί μεθ' ώρας ού πολλάς έν πόλει Δικαιαρχεία νύν δέ Ποτιόλοις καλουμένη ώφθη έπιφανέστατος; ό δέ γε Χριστός εί καί παθείν είχε κατ' έντολάς τού θεού έχρήν μέν ύπομείναι τήν τιμωρίαν ού μήν (δ') άνευ παρρησίας ύποστήναι τό πάθος άλλά σπουδαίά τινα καί σοφά διαφθέγξασθαι πρός Πιλάτον τόν δικαστήν καί μή ώς είς τών έκ τριόδου χυδαίων ύβρισθήναι. 

Μ. Ιι Έστι καί έτερος λόγος δυνάμενος σαθράν ταύτην έλέγξαι τήν δόξαν ό περί τής άναστάσεως αύτού τής πανταχού θρυλουμένης' τίνος χάριν ό Ίησούς μετά τό παθείν αύτόν ώς φατε καί άναστήναι ούκ έμφανίζεται Πιλάτω τώ κολάσαντι αύτόν καί λέγοντι μηδέν άξιον πεπραχέναι θανάτου ή Ήρώδη τώ τών Ίουδαίων βασιλεί ή τώ άρχιερεί τής Ίουδαικής φρατρίας ή πολλοίς άμα καί άξιοπίστοις καί μάλιστα ΄Ρωμαίων τή τε βουλή καί τώ δήμω ίνα τά κατ' αύτόν θαυμάσαντες μή δόγματι κοινώ καταψηφίσωνται θάνατον ώς άσεβών τών πειθομένων αύτώ; άλλ' έμφανίζει τή Μαγδαληνή Μαρία γυναικί χυδαία καί άπό κωμυδρίου λυπροτάτου τινός όρμωμένη καί ύπό έπτά δαιμόνων κατασχεθείση ποτέ μετ' έκείνης δέ καί άλλη Μαρία άφανεστάτω καί αύτώ γυναίω κωμητικώ καί άλλοις όλίγοις ού σφόδρα έπισήμοις καίτοι φάσκοντος Ματθαίου τώ άρχιερεί τών Ίουδαίων προείρηκε άπάρτι λέγων όψεσθε τόν υίόν τού άνθρώπου καθήμενον έν δεξιά τής δυνάμεως καί έρχόμενον μετά τών νεφελών. Εί γάρ ήν έμφανίσας άνδράσιν έπισήμοις δι' αύτών πάντες άν έπίστευον καί ούδείς άν τών δικαστών ώς μύθους άλλοκότους (αύτούσ) άναπλάττοντας έκόλαζεν' ούδέ γάρ θεώ δήπουθεν άρεστόν άλλ' ούδέ άνθρώπω συνετώ πολλούς δι' αύτόν ταίς άνωτάτω τιμωρίαις ύποβληθήναι. 

Μ. Ιιι Έτι δέ πολλής μοι γέμον τής άβελτηρίας φαίνεται τό λεχθέν' Εί έπιστεύετε Μωσεί έπιστεύετε άν έμοί' περί γάρ έμού έκείνος έγραψεν. Όμως δέ Μωσέως ούδέν άποσώζεται' συγγράμματα γάρ πάντα συνεμπεπρήσθαι τώ ναώ λέγεται' όσα δ' έπ' όνόματι Μωσέως έγράφη μετά ταύτα μετά χίλια καί έκατόν καί όγδοήκοντα έτη τής Μωσέως τελευτής ύπό Έσδρα καί τών άμφ' αύτόν (ούκ άκριβώσ) συνεγράφη. Εί δέ καί Μωσέως δοίη τις είναι τό γράμμα ού δυνατόν δειχθήναι ώς θεόν που λελέχθαι ή θεόν λόγον τόν Χριστόν ή δημιουργόν. Όλως (δέ) Χριστόν σταυρούσθαι τίς είρηκεν; 

μ. Ιιι Πολυθρύλητον έκείνο τό ΄ρήμα τού διδασκάλου έστίν ό λέγει' Έάν μή φάγητέ μου τήν σάρκα καί πίητέ μου τό αίμα ούκ έχετε ζωήν έν έαυτοίς. Τούτο γάρ ού θηριώδες όντως ούδ' άτοπον άλλ' άτοπήματος παντός άτοπώτερον καί παντός θηριώδους τρόπου θηριωδέστερον άνθρωπον άνθρωπίνων σαρκών άπογεύεσθαι καί πίνειν όμοφύλων αίμα καί όμογενών καί τούτο πράττοντα ζωήν έχειν αίώνιον. Ποίαν γάρ είπέ μοι τούτο ποιούντες ύπερβολήν ώμότητος είς τόν βίον είσάξετε; ποίαν τούτου τού μύσους έναγεστέραν κακίαν άλλην καινοτομήσετε; ού φέρουσιν άκοαίού λέγω τήν πράξιν άλλ' ούδέ τό λεγόμενον νεώτερον τούτο καί ξένον άνοσιούργημα ούδέ τών Έριννύων αί φαντασίαι ποτέ τοίς έκτόπως ζώσι τούτο κατεμήνυσαν ούδέ Ποτιδαιάται εί μή λιμός άπάνθρωπος αύτούς κατελέπτυνε τούτο κατεδέξαντο' Θυέστειόν ποτε δείπνον έξ άδελφικής λύπης τοιούτο έγένετο' Τηρεύς ό Θράξ άκων τοιούτων ένεφορήθη σιτίων' Άρπαγος ύπ' Άστυάγους άπατηθείς τάς τού φιλτάτου σάρκας έθοινήσατο' καί πάντες ούτοι άκουσίως τοιαύτην ύπέμενον βδελυρίαν. Ού μήν τις έν είρήνη ζών τοιαύτην ήρτυσεν έν τή ζωή τράπεζαν' ούδείς παρά διδασκάλου τοιούτο μυσαρόν έδιδάχθη μάθημα. Κάν Σκυθίαν ταίς ίστορίαις παρέλθης κάν τούς Μακροβίους διέλθης Αίθίοπας κάν τήν ώκεάνιον ζώνην έν κύκλω διιππεύσης Φθειροφάγους μέν καί ΄Ριζοφάγους εύρήσεις Έρπετοσίτας καί Μυοτρώκτας άκούσεις σαρκών δ' άνθρωπείων πάμπαν άπεχομένους. Τίς ούν ό λόγος ούτος; κάν γάρ άλληγορικώς έχη τι μυστικώτερον καί λυσιτελέστερον άλλ' ή όσμή τής λέξεως διά τής άκοής είσω που παρελθούσα αύτήν έκάκωσε τήν ψυχήν τή άηδία ταράξασα καί τών άποκρύφων τόν λόγον έσίνωσεν όλον παρασκευάσας σκοτοδινιάσαι τή συμφορά τόν άνθρωπον. Ούδέ τών άλόγων ή φύσις κάν άπαραίτητον ίδη λιμόν καί άφόρητον ύπομενεί τούτό ποτε ούδέ κύων κυνός ούδέ άλλο τι τών όμογενών γεύσεταί ποτε σαρκών. Άλλοι πολλοί τών διδασκόντων καινοτομούσι ξένα' τούτου δέ καινότερον ούδείς τών διδασκόντων έξεύρε τραγώδημα ούχ ίστοριογράφος ού φιλόσοφος άνήρ ού βαρβάρων ούχ Έλλήνων τών άνω. βλέπετε γούν τί παθόντες συμπείθεσθαι τούς εύχερείς άλόγως προτρέπεσθε βλέπετε ποίον ού μόνον ταίς άγροικίαις άλλά καί ταίς πόλεσιν έπικεκώ μακε κακόν όθεν δοκεί μοι μήτε Μάρκον μήτε Λουκάν μήτ' αύτόν τούτο γεγραφηκέναι Ματθαίον άτε δοκιμάσαντας ούκ άστείον τό ΄ρήμα άλλά ξένον καί άπάδον καί τής ήμέρου ζωής μακράν άπωκισμένον. 

Μ. Ιι Φέρε δή κάκείνης τής έπισκηνίου λέξεως άκούσωμεν τής πρός τούς Ίουδαίους ώδε γεγενημένης' ού δύνασθε φησίν άκούειν τόν λόγον τόν έμόν ότι έκ τού πατρός τού διαβόλου έστέ καί τάς έπιθυμίας τού πατρός ύμών θέλετε ποιείν. Τίς ούν ό διάβολος ό τών Ίουδαίων πατήρ ήμίν διασάφησον' οί γάρ τάς έπιθυμίας τού πατρός έκτελούντες πρεπόντως τούτο ποιούσι γνώμη πατρός είκοντες καί τούτον τιμώμενοι' εί δέ κακός ό πατήρ ού τοίς τέκνοις τό έγκλημα τού κακού προσαπτέον. Τίς ούν έκείνος ό πατήρ ού τάς έπιθυμίας ποιούντες ούκ ήκουον τού Χριστού; λεγόντων γάρ τών Ίουδαίων ώς ένα πατέρα έχομεν τόν θεόν άκυροί τούτον τόν λόγον έν τώ φάσκειν' ύμείς έκ τού πατρός τού διαβόλου έστέ τουτέστιν έκ τού διαβόλου έστέ. Τίς ούν ό διάβολος έκείνος καί πού τυγχάνει καί τίνα διαβαλών τήν έπωνυμίαν ταύτην έκληρώσατο; δοκεί γάρ ού κύριον άλλ' έκ τού συμβεβηκότος τούτ' έχειν τό όνομα' όπερ άν μάθωμεν δεόντως είσόμεθα' έκ διαβολής γάρ εί καλείται διάβολος τίνων μεταξύ φανείς τήν άπηγορευμένην πράξιν άπετέλεσεν; όφθήσεται γάρ κάν τούτω ό τήν διαβολήν δεχόμενος εύχερής μάλιστ(α δ') άδικούμενος ό διαβαλλόμενος' όφθήσεται δέ καί αύτός μηδέν ήδικηκώς ό διάβολος άλλ' ό τής διαβολής ύποδείξας τήν πρόφασιν. Ώς γάρ ό θείς έν όδώ νύκτωρ τόν σκόλοπα ούχ ό περιπατών καί πταίων ύπεύθυνος άλλ' ό καταπήξας λαμβάνει τό έγκλημα ούτως ό διαβολής ένθέμενος άφορμήν αύτός πλέον ούχ ό κατέχων ούδ' ό λαβών άδικεί. Λέγε δέ κάκείνο' ό διαβάλλων παθητός ή άπαθής; εί μέν γάρ άπαθής ούκ άν ποτε διέβαλεν' εί δ' έμπαθής όφείλει συγγνώμης τυχείν' ούδείς γάρ νοσήμασι φυσικοίς ένοχλούμενος ώς άδικών κρίνεται άλλ' ώς καταπονούμενος πρός πάντων οίκτείρεται. 

Μ. Ιι Εί δέ τις κάκείνην τήν γεγραμμένην έν τώ εύαγγελίω τερθρείαν άναγνώη σφόδρα είσεται τερατολογίαν είναι τά είρημένα ένθα φησί' νύν κρίσις έστί τού κόσμου νύν ό άρχων τού κόσμου τούτου βληθήσεται έξω. Είπέ γάρ μοι πρός θεού τίς ή κρίσις ή τότε γινομένη καί τίς ό άρχων τού κόσμου ό βληθείς έξω; εί μέν γάρ έρείτε' τόν αύτοκράτορα άλλ' ούκ έστι μόνος άρχων άλλ' ούδ' έβλήθη κάτω' πολλοί γάρ άρχουσι τού κόσμου' εί δέ νοητόν τινα καί άσώματον ού δυνατόν βληθήναι έξω' πού γάρ βληθή άρχων τυγχάνων τού κόσμου; εί μέν γάρ άλλον λέξετέ που κόσμον ύφεστάναι είς όν (ό) άρχων βληθήσεται έκ πιθανής ήμίν ίστορίας τούτο είπατε' εί δ' ούκ έστιν άλλος έπεί μηδέ δυνατόν κόσμους ύφεστάναι δύο πού βληθή ό άρχων εί μήτι γε έν αύτώ έν ώ τυγχάνων έστίν; καί πώς έν ώ τις έστιν έν αύτώ καταβάλλεται; εί μήτι κατά τό κεραμεούν άγγος ό συντριβέν καί τό έν αύτώ έξω βληθήναι ποιείόμως ούκ είς κενόν άλλ' είς έτερον σώμα άέρος ή γής εί τύχοι ή άλλου τινός. Εί γούν όμοίως όπερ άδύνατον συντριβέντος τού κόσμου ό έν αύτώ βληθήσεται έξω καί ποίος έξω χώρος είς όν έκβληθήσεται; τί δέ καί τό ίδιον έν έκείνω τώ χώρω πόσον ή ποίον ύψος ή βάθος ή μήκος ή πλάτος; εί γάρ ταύτ' έν αύτώ κόσμος έσται ταύτ' έχων. Τίς δέ (ή) αίτία (τού) βληθήναι τόν άρχοντα έξω ώς ξένον τού κόσμου; καί πώς ξένος ών ήρξε; πώς δ' έκβάλλεται; έκών ή άκων; άκων δηλονότι' άπό γάρ τής λέξεως φανερόν τό λεγόμενον' τό γάρ έκβαλλόμενον άκουσίως έκβάλλεται' άλλ' ό βιαζόμενος ούχ ό τήν βίαν ύπομένων άδικεί. Καί τήν μέν τοσαύτην τών εύαγγελίων άσάφειαν γυναίοις ούκ άνδράσι παραχωρείν δίκαιον' εί γάρ θέλοιμεν τά τοιαύτα ζητείν άκριβέστερον εύρήσομεν μυρίας άσαφείς διηγήσεις λόγου μηδέν κατεχούσας (έρμαιον). 

Ε. δ. Ι Ούδέν ήμάς δύνασθαί φασι οί συκοφάνται δι' άποδείξεως παρέχειν πίστει δέ μόνη προσέχειν άξιούν τούς ήμίν προσιόντας τούτους δέ καί πείθειν ούδέν πλέον ή σφάς αύτούς θρεμμάτων άλόγων δίκην μύσαντας εύ καί άνδρείως έπεσθαι δείν άνεξετάστως άπασι τοίς παρ' ήμών λεγομένοις παρ' ό καί Πιστούς χρηματίζειν τής άλόγου χάριν πίστεως. . Π. . Ι συκοφάντας προαποδείκνυμεν τούς μηδέν έχειν ήμάς δι' άποδείξεως παριστάναι άλόγω δέ πίστει (. Ι προσέχειν άποφηναμένους.
Επιστροφή στα περιεχόμενα   -  |  -   Συνέχεια