'Εγκαλούμεν ούν 'Ιουδαίοις τούτον μή νομίσασι θεόν, υπό
τών προφητών πολλαχού μεμαρτυρημένον ως μεγάλην όντα
δύναμιν καί θεόν κατά τόν τών όλων θεόν καί πατέρα.
Τούτω γάρ φαμεν εν τή κατά Μωϋσέα κοσμοποιΐα προστάτ-
τοντα τόν πατέρα ειρηκέναι τό: «Γενηθήτω φώς» καί
«Γενηθήτω στερέωμα» καί τά λοιπά, όσα προσέταξεν ο
θεός γενέσθαι, καί τούτω ειρηκέναι τό: «Ποιήσωμεν
άνθρωπον κατ' εικόνα καί ομοίωσιν ημετέραν»: προς-
ταχθέντα δέ τόν λόγον πεποιηκέναι πάντα, όσα ο πατήρ
αυτώ ενετείλατο. Καί ταύτα λέγομεν ουκ αυτοί επιβάλλοντες
αλλά ταίς παρά 'Ιουδαίοις φερομέναις προφητείαις πις-
τεύοντες: εν αίς λέγεται περί θεού καί τών δημιουργημάτων
αυταίς λέξεσι τά ούτως έχοντα: «''Οτι αυτός είπε καί
εγενήθησαν, αυτός ενετείλατο καί εκτίσθησαν.» Ει γάρ
ενετείλατο ο θεός, καί εκτίσθη τά δημιουργήματα, τίς άν
κατά τό αρέσκον τώ προφητικώ πνεύματι είη ο τήν τηλι-
καύτην τού πατρός εντολήν εκπληρώσαι δυνηθείς ή ο, ίν'
ούτως ονομάσω, έμψυχος λόγος καί «αλήθεια» τυγχάνων;
''Οτι δέ τόν εν τώ 'Ιησού λέγοντα τό: «'Εγώ ειμι η οδός
καί η αλήθεια καί η ζωή» ουδέ τά ευαγγέλια οίδε περι-
γεγραμμένον τινά γεγονέναι, ως ουδαμού έξω τής ψυχής
καί τού σώματος τού 'Ιησού τυγχάνοντα, δήλον μέν καί
από πολλών καί εξ ολίγων δέ ών παραθησόμεθα ούτως
εχόντων. `Ο βαπτιστής 'Ιωάννης προφητεύων όσον ουδέπω
ενστήσεσθαι τόν υιόν τού θεού, ουκ εν εκείνω τώ σώματι
καί τή ψυχή τυγχάνοντα αλλά γάρ φθάνοντα πανταχού, λέγει
περί αυτού: «Μέσος υμών στήκει, όν υμείς ουκ οίδατε,
οπίσω μου ερχόμενος.» Είπερ ούν ενόει εκεί μόνον είναι
τόν υιόν τού θεού, όπου τό βλεπόμενον ήν σώμα 'Ιησού,
πώς έφασκεν άν τό: «Μέσος υμών στήκει, όν υμείς ουκ
οίδατε»; Καί αυτός δέ ο 'Ιησούς επαίρων τό φρόνημα τών
μαθητευόντων αυτώ εις τό μείζονα φρονείν περί υιού θεού
φησιν: «''Οπου δύο ή τρείς συνηγμένοι εις [τό εμόν όνομα,
καγώ] εκεί ειμι εν μέσω αυτών.» Τοιαύτη δ' αυτού εστι
καί η πρός τούς μαθητάς επαγγελία λέγοντος: «Καί ιδού
εγώ μεθ' υμών ειμι πάσας τάς ημέρας έως τής συντελείας
τού αιώνος.»
Ταύτα δέ φαμεν ου χωρίζοντες τόν υιόν τού θεού από τού
'Ιησού: έν γάρ μάλιστα μετά τήν οικονομίαν γεγένηται
πρός τόν λόγον τού θεού η ψυχή καί τό σώμα 'Ιησού. Ει γάρ
κατά τήν Παύλου διδασκαλίαν λέγοντος: «`Ο κολλώμενος
τώ κυρίω έν πνεύμά εστι» πάς ο νοήσας, τί τό κολλάσθαι
τώ κυρίω, καί κολληθείς αυτώ έν εστι πνεύμα πρός τόν
κύριον, πώς ου πολλώ μάλλον θειοτέρως καί μειζόνως έν
εστι τό ποτε σύνθετον πρός τόν λόγον τού θεού; Ούτος δή
επεδείξατο εν 'Ιουδαίοις «θεού δύναμις» ών τό τοιούτον
δι' ών παραδόξων εποίησεν, υπονοηθέντων υπό μέν Κέλσου
γοητεία γεγονέναι υπό δέ τών τότε 'Ιουδαίων, ουκ οίδ'
οπόθεν τά περί Βεελζεβούλ μεμαθηκότων, «εν Βεελζεβούλ,
άρχοντι τών δαιμονίων», εκβάλλειν «τά δαιμόνια». Ούς
ήλεγξεν ατοπώτατα λέγοντας ο σωτήρ ημών εκεί τώ
μηδέπω τέλος έχειν τήν τής κακίας βασιλείαν: όπερ έσται
δήλον τοίς φρονίμως εντυγχάνουσι τή ευαγγελική γραφή,
ήν ου καιρός νύν διηγήσασθαι.
Τί δέ καί επηγγείλατο ο 'Ιησούς καί ουκ εποίησε,
παραστησάτω καί αποδειξάτω ο Κέλσος. 'Αλλ' ου δυνήσεται,
μάλιστα επεί είτ' εκ παρακουσμάτων είτε καί εξ αναγνως-
μάτων ευαγγελικών είτ' εκ διηγημάτων ιουδαϊκών οίεται
φέρειν ά λέγει κατά τού 'Ιησού ή καθ' ημών. 'Αλλ' επεί
πάλιν ο 'Ιουδαίός φησιν ότι καί ελέγξαντες αυτόν καί
καταγνόντες ηξιούμεν κολάζεσθαι, δεικνύτωσαν, πώς αυτόν
ήλεγξαν οι ζητούντες ψευδομαρτυρίας κατασκευάσαι αυτώ:
ει μή άρα ο μέγας έλεγχος κατά τού 'Ιησού ήν, όν είπον οι
κατήγοροι, ότι «Ούτος έφη: Δύναμαι καταλύσαι τόν ναόν
τού θεού καί διά τριών ημερών αναστήσαι»: επεί αυτός
μέν «έλεγε περί τού ναού τού σώματος αυτού», εκείνοι
δ' ώοντο ως μή ειδότες ακούειν κατά τό βούλημα τού
λέγοντος ότι περί τού λιθίνου αυτώ ναού ο λόγος ήν, τού
τετιμημένου παρά 'Ιουδαίοις μάλλον, ή ως εχρήν τιμάσθαι
τόν ως αληθώς ναόν θεού τού λόγου καί τής σοφίας καί τής
αληθείας. Λεγέτω δέ τις, πώς επονειδιστότατα κρυπτόμενος
διεδίδρασκεν ο 'Ιησούς: τό γάρ ονείδους άξιόν τις παραστη-
σάτω.
'Αλλ' επεί φησι καί ότι εάλω, [είποιμ' άν ότι, είπερ τό
αλώναι ακούσιόν εστιν, ουχ εάλω ο 'Ιησούς: εαυτόν γάρ
εν επιτηδείω καιρώ εις χείρας ανθρώπων γενέσθαι ουκ
εκώλυσεν ως «αμνός τού θεού», ίν' άρη «τήν αμαρτίαν
τού κόσμου».] «Ειδώς γούν πάντα τά ερχόμενα επ' αυτόν
εξήλθε καί λέγει αυτοίς: Τίνα ζητείτε; Οι δ' απεκρίθησαν:
'Ιησούν τόν Ναζωραίον. Λέγει δέ αυτοίς: 'Εγώ ειμι.
Ειστήκει δέ καί 'Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν μετ' αυτών.
`Ως ούν είπεν αυτοίς: 'Εγώ ειμι, απήλθον εις τά οπίσω καί
έπεσον χαμαί. Πάλιν ούν αυτός επηρώτησε: Τίνα ζητείτε;
Οι δέ είπον πάλιν: 'Ιησούν τόν Ναζωραίον. 'Απεκρίθη
αυτοίς ο 'Ιησούς: Είπον υμίν ότι εγώ ειμι: ει ούν εμέ
ζητείτε, άφετε τούτους υπάγειν.» 'Αλλά καί πρός τόν
βουλόμενον αυτώ βοηθήσαι καί πατάξαντα «τόν τού
αρχιερέως δούλον» καί αφελόντα «αυτού τό ωτίον» είπεν:
«'Απόστρεψον τήν μάχαιράν σου εις τόν τόπον αυτής:
πάντες γάρ οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα απολούνται.
'`Η δοκεί σοι ότι ου δύναμαι άρτι παρακαλέσαι τόν πατέρα
μου, καί παραστήσει μοι ώδε πλείους ή δώδεκα λεγεώνας
αγγέλων; Πώς ούν πληρωθώσιν αι γραφαί, ότι ούτως έδει
γενέσθαι;» Ει δέ πλάσματα τών γραψάντων τά ευαγγέλια
οίεταί τις είναι καί ταύτα, πώς ουχί μάλλον πλάσματα μέν
εστι τά τών από έχθους [καί μίσους] τού πρός αυτόν καί
Χριστιανούς λεγόντων, αλήθεια δέ <τά> τών τό γνήσιον
τής πρός τόν 'Ιησούν διαθέσεως αποδειξαμένων εν τώ πάν
ό τι ποτ' ούν υπομεμενηκέναι διά τούς λόγους αυτού;
Τοσαύτην γάρ υπομονήν καί ένστασιν μέχρι θανάτου ανειλη-
φέναι τούς 'Ιησού μαθητάς μετά διαθέσεως αναπλασσούσης
περί τού διδασκάλου τά μή όντα .....; Καί πολύ τοίς
ευγνωμονούσι τό εναργές εστι περί τού πεπείσθαι αυτούς
περί ών ανέγραψαν εκ τού τηλικαύτα καί τοσαύτα διά τόν
πεπιστευμένον αυτοίς είναι υιόν θεού υπομεμενηκέναι.
Είτα ότι μέν υφ' ών ωνόμαζε μαθητών προυδόθη,
έμαθεν ο παρά τώ Κέλσω 'Ιουδαίος από τών ευαγγελίων,
πολλούς ειπών μαθητάς τόν ένα 'Ιούδαν, ίνα δόξη αύξειν
τήν κατηγορίαν: ουκέτι δέ πάντα τά περί τού 'Ιούδα
αναγεγραμμένα περιειργάσατο, ότι μαχομέναις καί εναντίαις
κρίσεσι περιπεσών ο 'Ιούδας περί τού διδασκάλου
ούθ' όλη ψυχή γέγονε κατ' αυτού ουδ' όλη ψυχή
ετήρησε τήν αιδώ πρός διδάσκαλον φοιτητού. «`Ο γάρ
παραδιδούς αυτόν έδωκε» τώ εληλυθότι επί τό συλλαβείν
τόν 'Ιησούν «σημείον» όχλω «λέγων: '`Ον άν φιλήσω,
αυτός εστι: κρατήσατε αυτόν», σώζων τι τής πρός
αυτόν αιδούς: ει γάρ μή έσωζεν αυτήν, κάν μετά παρρησίας
χωρίς προσποιήσεως φιλήματος παρέδωκεν αυτόν. Τούτο
μέν ούν ου πάντας πείσει περί τής τού 'Ιούδα προαιρέσεως,
ότι μετά τής φιλαργυρίας καί τής μοχθηράς εις τό προδούναι
τόν διδάσκαλον προαιρέσεως είχέ τι αναμεμιγμένον εν τή
ψυχή από τών 'Ιησού λόγων αυτώ εγγεγενημένον, έμφασιν
έχον λείμματος, ίν' ούτως ονομάσω, χρηστότητος;
Γέγραπται γάρ ότι «'Ιδών 'Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν
ότι κατεκρίθη, μεταμεληθείς έστρεψε τά τριάκοντα αργύρια
τοίς αρχιερεύσι καί πρεσβυτέροις λέγων: ''Ημαρτον παρα-
δούς αίμα δίκαιον. Οι δέ είπον: Τί πρός ημάς; Σύ όψει.
Καί ρίψας τά αργύρια εις τόν ναόν ανεχώρησε, καί απελθών
απήγξατο». Ει δ' ο φιλάργυρος 'Ιούδας καί κλέπτων τά
εις λόγον τών πενήτων εις «τό γλωσσόκομον» βαλλόμενα
«μεταμεληθείς έστρεψε τά τριάκοντα αργύρια τοίς αρχιε-
ρεύσι καί πρεσβυτέροις», δήλον ότι δεδύνηταί τινα μετα-
μέλειαν εμποιήσαι αυτώ τά 'Ιησού μαθήματα, ου πανταχή
καταφρονηθέντα υπό τού προδότου καί αποπτυσθέντα: αλλά
καί τό «''Ημαρτον παραδούς αίμα δίκαιον» εξομολογου-
μένου ήν τό ημαρτημένον. ''Ορα δέ όση διάπυρος καί σφοδρά
γέγονεν αυτώ από μεταμελείας τής επί τοίς ημαρτημένοις
λύπη, ως μηδέ τό ζήν αυτόν έτι υπομείναι αλλ' «εις τόν
ναόν» ρίψαντα τό αργύριον αναχωρήσαι καί απελθείν καί
απάγξασθαι. [`Εαυτόν γάρ κατεδίκασε δεικνύς όσον εδύνατο
καί εν τώ αμαρτωλώ τώ 'Ιούδα τώ κλέπτη καί προδότη η
'Ιησού διδασκαλία, ου δυνηθέντι πάντη καταφρονήσαι ών
από τού 'Ιησού μεμάθηκεν.] '`Η τά μέν εμφαίνοντα τό μή
πάντη αποστατικόν τού 'Ιούδα καί μετά τά τετολμημένα
κατά τού διδασκάλου πλάσματα ερούσιν οι περί τόν Κέλσον,
μόνον δ' αληθές ότι είς τών μαθητών προέδωκεν αυτόν, καί
προσθήσουσι τώ γεγραμμένω ότι καί όλη ψυχή προέδωκεν
αυτόν; ''Οπερ εστίν απίθανον, από τών αυτών γραμμάτων
πάντα ως εχθρόν ποιείν, καί τό πιστεύειν καί τό απιστείν.
[Ει δέ δεί καί περί τού 'Ιούδα δυσωπητικόν τινα παρα-
θέσθαι λόγον, φήσομεν ότι εν τή βίβλω τών ψαλμών όλος ο
εκατοστός όγδοος ψαλμός τήν περί τού 'Ιούδα περιέχει
προφητείαν, ού η αρχή:] «`Ο θεός, τήν αίνεσίν μου μή
παρασιωπήσης, ότι στόμα αμαρτωλού καί στόμα δολίου
επ' εμέ ηνοίχθη». Προφητεύεται δ' εν αυτώ καί ότι 'Ιούδας
τού μέν τών αποστόλων απεχώρισεν εαυτόν διά τήν αμαρτίαν
αριθμού, εις δέ τόν τόπον αυτού έτερος ενεκρίθη: καί τούτο
δηλούται εν τώ «καί τήν επισκοπήν αυτού λάβοι έτερος.»
'Αλλά γάρ φέρε υπό τινος τών μαθητών αυτόν προδεδόσθαι
[χείρον ή] 'Ιούδας διατεθέντος καί ωσπερεί εκχέαντος
πάντας ούς ήκουσε παρά τού 'Ιησού λόγους: τί τούτο πρός
κατηγορίαν 'Ιησού ή χριστιανισμού συμβάλλεται; Καί πώς
τούτο ψευδή τόν λόγον αποδείκνυσιν; 'Απελογησάμεθα δέ
περί τών εξής καί εν τοίς πρό τούτων, δεικνύντες ότι ου
φεύγων εάλω ο 'Ιησούς αλλ' εκών υπέρ ημών πάντων
παρέδωκεν εαυτόν. '~Ω ακόλουθόν εστιν ότι, ει καί εδέθη,
εκών εδέθη, διδάσκων μή ακουσίως ημάς υπέρ ευσεβείας
ταύτα αναλαμβάνειν. |
Παιδαριώδη δέ μοι δοκεί καί τά τοιαύτα, ότι στρατη-
γός μέν αγαθός καί πολλών μυριάδων ηγησάμενος ουδεπώποτε
προυδόθη, αλλ' ουδέ λήσταρχος πονηρός καί παμπονήρων
άρχων, ωφέλιμος τοίς συνούσιν είναι δοκών: αυτός δέ
προδοθείς υπό τών υπ' αυτώ ούτε ως στρατηγός ήρξεν
αγαθός, ούτ' απατήσας τούς μαθητάς κάν τήν ως πρός
λήσταρχον, ίν' ούτως ονομάσω, εύνοιαν ενεποίησε τοίς
απατηθείσι. Πολλάς γάρ άν τις εύροι ιστορίας περί στρατηγών
προδοθέντων υπό τών οικείων καί λησταρχών αλόντων διά
τούς μή τηρήσαντας τάς πρός αυτούς συνθήκας. 'Αλλ'
έστω μηδένα στρατηγών προδεδόσθαι ή λησταρχών: τί
τούτο συμβάλλεται πρός τό κατά 'Ιησού είναι τό ένα τών
φοιτητών προδότην αυτού γεγονέναι; 'Επεί δέ φιλοσοφίαν
προβάλλεται ο Κέλσος, [πυθοίμεθ' άν αυτού ότι άρα Πλάτω-
νος ήν κατηγορία τό μετά είκοσιν έτη τής παρ' αυτώ
ακροάσεως αποφοιτήσαντα τόν 'Αριστοτέλη κατηγορηκέναι
μέν τού περί τής αθανασίας τής ψυχής λόγου, Πλάτωνος δέ
«τερετίσματα» τάς ιδέας ωνομακέναι;] ''Ετι δέ προσα-
πορούντες καί τοιαύτα λέγοιμεν άν: άρα Πλάτων ουκέτι
δυνατός ήν εν διαλεκτική ουδ' ικανός παραστήσαι τά
νενοημένα, επεί απεφοίτησεν αυτού 'Αριστοτέλης, καί παρά
τούτο ψευδή τά Πλάτωνός εστι δόγματα; '`Η δύναται καί
αληθούς όντος Πλάτωνος, ως άν λέγοιεν οι κατ' αυτόν
φιλοσοφούντες, 'Αριστοτέλης πονηρός καί αχάριστος πρός
τόν διδάσκαλον γεγονέναι; 'Αλλά καί ο Χρύσιππος πολλαχού
τών συγγραμμάτων αυτού φαίνεται καθαπτόμενος Κλεάνθους,
καινοτομών παρά τά εκείνω δεδογμένα, γενομένω αυτού
διδασκάλω έτι νέου καί αρχάς έχοντος φιλοσοφίας. Καίτοι
γε 'Αριστοτέλης [μέν είκοσιν έτεσι λέγεται πεφοιτηκέναι
Πλάτωνι, ουκ ολίγον δέ χρόνον καί ο Χρύσιππος παρά τώ
Κλεάνθει πεποιήσθαι τάς διατριβάς: ο δέ 'Ιούδας παρά τώ
'Ιησού ουδέ τρία διέτριψεν έτη.] 'Από δέ τών γεγραμμένων
εν τοίς βίοις τών φιλοσόφων πολλά άν τις εύροι τοιαύτα,
εφ' οίς εγκαλεί τώ 'Ιησού διά τόν 'Ιούδαν ο Κέλσος. [Οι δέ
Πυθαγόρειοι καί κενοτάφια ωκοδόμουν τοίς μετά τό
προτραπήναι επί φιλοσοφίαν παλινδρομήσασιν επί τόν
ιδιωτικόν βίον: καί ου παρά τούτο ασθενής ήν λόγω καί
αποδείξεσι Πυθαγόρας καί οι απ' αυτού.]
Μετά ταύτά φησιν ο παρά τώ Κέλσω 'Ιουδαίος ότι
πολλά έχων λέγειν περί τών κατά τόν 'Ιησούν γενομένων
καί αληθή καί ου παραπλήσια τοίς υπό τών μαθητών τού
'Ιησού γραφείσιν εκών εκείνα παραλείπω. Τίνα ούν άρα
ταληθή καί ουχ οποία εν τοίς ευαγγελίοις γέγραπται, ά
παραλείπει ο παρά Κέλσω 'Ιουδαίος; '`Η δοκούση δεινότητι
ρητορική χρησάμενος προσποιείται μέν έχειν λέγειν ουδέν
δέ είχεν έξωθεν τού ευαγγελίου φέρειν, δυνάμενον πλήξαι
ως αληθές τόν ακούοντα καί ως εναργώς κατηγορούν 'Ιησού
καί τής διδασκαλίας αυτού;
'Εγκαλεί δέ τοίς μαθηταίς ως πλασαμένοις ότι πάντα τά
συμβάντα αυτώ εκείνος προήδει καί προειρήκει. Καί τούτο
δέ αληθές όν, κάν μή Κέλσος βούληται, παραστήσομεν από
πολλών καί άλλων προφητικώς υπό τού σωτήρος ειρημένων,
εν οίς προείπε τά Χριστιανοίς καί εν ταίς ύστερον γενόμενα
γενεαίς. [Καί τίς γε ουκ άν θαυμάσαι τό προειρημένον τό
«Καί επί ηγεμόνας δέ καί βασιλείς αχθήσεσθε ένεκεν εμού,
εις μαρτύριον αυτοίς καί τοίς έθνεσι», καί εί τι άλλο
περί τού διωχθήσεσθαι τούς μαθητάς αυτού προείπε.] Διά
ποίον γάρ δόγμα τών εν ανθρώποις γεγενημένων κολάζονται
καί άλλοι, ίνα τις τών κατηγορούντων 'Ιησού λέγη ότι
ορών τά ασεβή ή τά ψευδή τών δογμάτων κατηγορούμενα
έδοξε καί τούτο σεμνύνειν διά τού προλέγειν δήθεν περί
αυτού; Είπερ γάρ εχρήν διά δόγματα «επί ηγεμόνας καί
βασιλείς» άγεσθαί τινας, καί τίνας εχρήν άλλους ή 'Επικου-
ρείους, τούς πάντη πρόνοιαν αναιρούντας, αλλά καί τούς
από τού Περιπάτου, μηδέν φάσκοντας ανύειν ευχάς καί τάς
ως πρός τό θείον θυσίας;
'Αλλά φήσει τις ότι [καί Σαμαρείς διά τήν εαυτών
θεοσέβειαν διώκονται.] Πρός όν τοιαύτα ερούμεν: [οι
Σικάριοι διά τήν περιτομήν ως ακρωτηριάζοντες παρά τούς
καθεστώτας νόμους καί τά 'Ιουδαίοις συγκεχωρημένα μόνοις
αναιρούνται.] Καί ουκ έστιν ακούσαι δικαστού πυνθανομένου,
ει κατά τήνδε τήν νομιζομένην θεοσέβειαν ο Σικάριος
αγωνιζόμενος βιούν μεταθέμενος μέν απολυθήσεται εμμένων
δέ τήν επί θανάτω απαχθήσεται: αλλά γάρ αρκεί δειχθείσα
η περιτομή πρός αναίρεσιν τού πεπονθότος αυτήν. Χριστιανοί
δέ μόνοι κατά τά ειρημένα υπό τού σωτήρος αυτών λέγοντος:
«'Επί ηγεμόνας καί βασιλείς αχθήσεσθε ένεκεν εμού»
μέχρι τελευταίας αναπνοής υπό τών δικαστών επιτρέπονται
εξομοσάμενοι τόν χριστιανισμόν καί κατά τά κοινά έθη
θύσαντες καί ομόσαντες οίκοι γενέσθαι καί ζήν ακινδύνως.
''Ορα δέ ει μή μετά πολλής εξουσίας λέγεται τό «Πάς
ός εάν ομολογήση εν εμοί έμπροσθεν τών ανθρώπων, καγώ
ομολογήσω εν αυτώ έμπροσθεν τού πατρός μου τού εν τοίς
ουρανοίς: καί πάς ός εάν αρνήσηταί με έμπροσθεν τών
ανθρώπων», καί τά εξής. Καί ανάβα μοι τώ λόγω επί
τόν 'Ιησούν λέγοντα ταύτα, καί όρα μηδέπω γενόμενα
προφητευόμενα ει μή φήσεις απιστών μέν αυτώ ότι ταύτα
φλυαρεί καί μάτην λέγει -- ου γάρ έσται τά λεγόμενα -- ,
αμφιβάλλων δέ περί τού συγκαταθέσθαι τοίς λόγοις αυτού
ει μή ότι, εάν ταύτα πληρωθή καί συστή η διδασκαλία τών
λόγων τού 'Ιησού, ως φροντίζειν τούς ηγεμόνας καί τούς
βασιλείς αναιρείν τούς ομολογούντας τόν 'Ιησούν, τότε
πιστεύσομεν ότι ως μεγάλην εξουσίαν λαβών από τού θεού
πρός τό σπείραι τούτον τόν λόγον τώ γένει τών ανθρώπων
καί πειθόμενος κρατήσειν ταύτά φησι. [Τίς δ' ου θαυμάσεται
αναβαίνων τώ λόγω επ' εκείνον διδάσκοντα τότε καί λέγοντα:
«Κηρυχθήσεται τό ευαγγέλιον τούτο εν όλω τώ κόσμω εις
μαρτύριον αυτοίς καί τοίς έθνεσι» καί θεωρών κατά τά
υπ' εκείνου ειρημένα κεκηρυγμένον] τό 'Ιησού Χριστού ευαγ-
γέλιον «εν <πάση κτίσει> τή υπό τόν ουρανόν», «''Ελλησι
καί βαρβάροις, σοφοίς καί ανοήτοις»; Πάσαν γάρ φύσιν
ανθρώπων ο μετά δυνάμεως λαληθείς λόγος κεκράτηκε: καί
ουκ έστι τι γένος ιδείν ανθρώπων, ό εκπέφευγε παραδέξασθαι
τήν 'Ιησού διδασκαλίαν.
`Ο δέ απιστών παρά τώ Κέλσω 'Ιουδαίος περί τού
'Ιησού, ότι πάντα τά συμβάντα αυτώ προήδει, κατανοησάτω,
τίνα τρόπον έτι [συνεστώσης τής `Ιερουσαλήμ καί πάσης τής
ιουδαϊκής λατρείας γινομένης εν αυτή προείπεν 'Ιησούς τά
συμβησόμενα αυτή] υπό `Ρωμαίων. Ου γάρ δή τούς αυτού
'Ιησού γνωρίμους καί ακροατάς φήσουσι χωρίς γραφής τήν
τών ευαγγελίων παραδεδωκέναι διδασκαλίαν καί καταλιπείν
τούς μαθητάς χωρίς τών περί 'Ιησού εν γράμμασιν υπομνη-
μάτων. Γέγραπται δή εν αυτοίς τό «''Οταν δέ ίδητε κυκλου-
μένην υπό στρατοπέδων τήν `Ιερουσαλήμ, τότε γνώτε ότι
ήγγισεν η ερήμωσις αυτής.» Καί ουδαμώς τότε ήν στρατό-
πεδα περί τήν `Ιερουσαλήμ κυκλούντα αυτήν καί περιέχοντα
καί πολιορκούντα. Τούτο γάρ ήρξατο μέν έτι Νέρωνος
βασιλεύοντος παρέτεινε δέ έως τής Ουεσπασιανού ηγεμονίας:
ού ο υιός Τίτος καθείλε τήν `Ιερουσαλήμ, ως μέν 'Ιώσηπος
γράφει, διά 'Ιάκωβον τόν δίκαιον, τόν αδελφόν 'Ιησού τού
λεγομένου Χριστού, ως δέ η αλήθεια παρίστησι, διά 'Ιησούν
τόν Χριστόν τού θεού. |
'Εδύνατο μέντοι παραδεξάμενος ή συγχωρήσας ο
Κέλσος τό προεγνωκέναι αυτόν τά συμβησόμενα αυτώ εξευτε-
λίζειν μέν τούτο δοκείν, όπερ πεποίηκεν επί τών δυνάμεων,
γοητεία φάσκων αυτάς γεγονέναι, καί εδύνατό γε λέγειν ότι
πολλοί από μαντειών, τών εν οιωνοίς ή όρνισιν ή θυτική ή
γενεθλιαλογία, έγνωσαν τά απαντησόμενα αυτοίς. 'Αλλά
τούτο μέν ουκ ηθέλησε συγχωρήσαι ως μείζον, τό δέ τάς
δυνάμεις πεποιηκέναι παραδεξάμενός πως δοκεί αυτό
προφάσει γοητείας διαβεβληκέναι. [Φλέγων μέντοι εν
τρισκαιδεκάτω ή τεσσαρεσκαιδεκάτω οίμαι τών Χρονικών
καί τήν περί τινων μελλόντων πρόγνωσιν έδωκε τώ Χριστώ,
συγχυθείς εν τοίς περί Πέτρου ως περί τού 'Ιησού, καί
εμαρτύρησεν ότι κατά τά ειρημένα υπ' αυτού τά λεγόμενα
απήντησε.] Πλήν κακείνος καί διά τών κατά τήν πρόγνωσιν
άκων ωσπερεί ου κενόν θειοτέρας δυνάμεως απεφήνατο
είναι τόν εν τοίς πατράσι τών δογμάτων λόγον.
Φησί δέ ο Κέλσος ότι καί οι μαθηταί τού 'Ιησού επί
πράγματι περιφανεί μηδέν έχοντες επισκήψασθαι τούτο
επενόησαν, τό λέγειν αυτόν πάντα προεγνωκέναι, ουκ
επιστήσας ή ου βουληθείς επιστήσαι τώ φιλαλήθει τών
γραψάντων, ομολογησάντων καί προειρηκέναι τόν 'Ιησούν
τοίς μαθηταίς ότι «Πάντες υμείς σκανδαλισθήσεσθε εν τή
νυκτί ταύτη» καί ηληθευκέναι σκανδαλισθέντων αυτών
πεπροφητευκέναι δέ καί τώ Πέτρω: «''Οτι πρό αλεκτορο-
φωνίας αρνήση με τρίς», καί ότι Πέτρος τρίς ηρνήσατο.
[[Ει γάρ μή ήσαν φιλαλήθεις αλλ' ως οίεται Κέλσος πλάς-
ματα αναγράφοντες, ουκ άν Πέτρον ανέγραψαν αρνησάμενον
ή τούς μαθητάς 'Ιησού σκανδαλιζομένους. Τίς γάρ άν, ει
καί γέγονε ταύτα, ήλεγξε τόν λόγον, ότι ούτως απήντησε;
Καίτοι γε κατά τό εικός εχρήν σεσιωπήσθαι ταύτα ανθρώποις,
βουλομένοις διδάσκειν τούς εντυγχάνοντας τοίς ευαγγελίοις
θανάτου καταφρονείν υπέρ τής ομολογίας τού χριστιανισμού:
νυνί δ' ορώντες ότι ο λόγος δυνάμει κρατήσει τών ανθρώπων
έθηκαν καί τά τοιαύτα, ουκ οίδ' όπως ου βλάψοντα τούς
εντυγχάνοντας ουδέ πρόφασιν δώσοντα αρνήσεως.]]
Πάνυ δ' ευήθως φησί τούς μαθητάς πρός παραίτησιν
τών κατά τόν 'Ιησούν αναγεγραφέναι περί αυτού τοιαύτα:
ώσπερ, φησίν, εί τις λέγων είναί τινα δίκαιον δεικνύει αυτόν
αδικούντα, καί λέγων όσιον δεικνύει φονεύοντα, καί λέγων
αθάνατον δεικνύει νεκρόν, πάσι τούτοις επιφέρων ότι
προειρηκώς αυτά έτυχεν. Αυτόθεν γάρ ανόμοιον αυτού τό
παράδειγμα, επεί ουδέν άτοπόν εστιν ανειληφότα τόν
εσόμενον ανθρώποις εγκείμενον σκοπόν περί τού πώς δεί
βιούν υποδεδειχέναι ως δεί υπέρ ευσεβείας αποθνήσκειν,
χωρίς τού χρήσιμόν τι τώ παντί γεγονέναι τό υπέρ ανθρώπων
αυτόν αποθανείν, ως εν τώ πρό τούτου εδείξαμεν λόγω.
Είτ' οίεται ότι πάσα η τού πάθους ομολογία βεβαιοί τόν
έλεγχον ου λύει. Ου γάρ είδεν, όσα περί τούτου καί παρά
τώ Παύλω πεφιλοσόφηται καί υπό τών προφητών λέλεκται:
έλαθε δέ αυτόν τό ειρηκέναι τινά τών εν ταίς αιρέσεσι
δοκήσει τόν 'Ιησούν ταύτα πεπονθέναι ου πεπονθότα. Ου
γάρ εγνωκώς είπε τό: Ουδέ γάρ τούτο είπατε ότι εδόκει
μέν τοίς ασεβέσιν ανθρώποις ταύτα πάσχειν ουκ έπασχε δέ,
αλλ' άντικρυς παθείν ομολογείτε. 'Αλλ' ημείς τό δοκείν
επί τού παθείν ου τάσσομεν, ίνα μή ψευδής αυτού καί η
ανάστασις ή αλλ' αληθής. `Ο γάρ αληθώς αποθανών ει
ανέστη, αληθώς ανέστη, ο δέ δοκών αποτεθνηκέναι ουκ
αληθώς ανέστη.
['Επεί δέ τό περί τής αναστάσεως 'Ιησού Χριστού χλευά-
ζουσιν οι άπιστοι, παραθησόμεθα μέν καί Πλάτωνα λέγοντα
'~Ηρα τόν 'Αρμενίου μετά δώδεκα ημέρας εκ τής πυράς
εγηγέρθαι καί απηγγελκέναι τά περί τών εν άδου, ως πρός
απίστους δέ καί τά περί τής παρά τώ `Ηρακλείδη άπνου ου
πάντη έσται εις τόν τόπον άχρηστα.] Πολλοί δ' ιστόρηνται
καί από τών μνημείων επανελθόντες ου μόνον αυτής ημέρας
αλλά γάρ καί τή εξής. Τί ούν θαυμαστόν, ει ο παραδόξως
πολλά ποιήσας καί υπέρ άνθρωπον καί ούτως εναργή, ως
μή δυναμένους αντιβλέψαι τώ γεγονέναι αυτά κακίζειν διά
τού κοινοποιείν αυτά πρός τάς γοητείας, καί περί τήν
εαυτού τελευτήν είχέ τι πλείον: ίνα εκούσα μέν τό σώμα
καταλίπη η ψυχή οικονομησαμένη δέ τινα έξω αυτού πάλιν
επανέλθη, ότε βούλεται; Τοιούτον δ' αναγέγραπται παρά
τώ 'Ιωάννη ειρηκέναι ο 'Ιησούς λόγον εν τώ: «Ουδείς
αίρει τήν ψυχήν μου απ' εμού, αλλ' εγώ τίθημι αυτήν απ'
εμαυτού. 'Εξουσίαν έχω θείναι αυτήν, καί πάλιν εξουσίαν
έχω λαβείν αυτήν». Καί τάχα διά τούτο προλαβών
εξελήλυθεν από τού σώματος, ίνα αυτό τηρήση καί μή
καταχθή τά σκέλη ως τά τών σύν αυτώ σταυρωθέντων
ληστών. «Τού μέν γάρ πρώτου οι στρατιώται κατέαξαν τά
σκέλη καί τού άλλου τού συσταυρωθέντος αυτώ: επί δέ
τόν 'Ιησούν ελθόντες καί ιδόντες ότι εξέπνευσεν, ου κατέαξαν
αυτού τά σκέλη.»
Είπομεν ούν καί πρός τό: Πόθεν ούν πιστόν τό προειρη-
κέναι; Τό δέ πόθεν αθάνατος ο νεκρός; μανθανέτω ο
βουλόμενος ότι ουχ ο νεκρός αθάνατος αλλ' ο αναστάς εκ
νεκρών. Ου μόνον ούν ουχ ο νεκρός αθάνατος, αλλ' ουδ' ο πρό
τού νεκρού 'Ιησούς ο σύνθετος αθάνατος ήν, ός γε έμελλε
τεθνήξεσθαι. Ουδείς γάρ τεθνηξόμενος αθάνατος αλλ'
αθάνατος, ότε ουκέτι τεθνήξεται. «Χριστός δέ εγερθείς
εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει: θάνατος αυτού ουκέτι
κυριεύει»: κάν μή βούλωνται οι ταύτα πώς είρηται
νοήσαι μή χωρήσαντες.
Σφόδρα δέ μωρόν καί τό: Τίς άν ή θεός ή δαίμων ή
άνθρωπος φρόνιμος προειδώς αυτώ τοιαύτα συμβησόμενα
ουκ άν, εί γε εδύνατο, εξέκλινεν αλλά συνέπιπτεν οίς προ-
ηπίστατο; Καί Σωκράτης γούν ήδει τό κώνειον πιόμενος
καί τεθνηξόμενος καί εδύνατο, είπερ επείσθη τώ Κρίτωνι,
υπεξελθών τήν φυλακήν μηδέν τούτων παθείν, αλλ' είλετο
κατά τό φαινόμενον αυτώ εύλογον κρείττον αυτώ είναι
φιλοσόφως αποθανείν ή αφιλοσόφως ζήν. 'Αλλά καί Λεωνίδας
ο Λακεδαιμονίων στρατηγός ειδώς όσον ουδέπω τεθνηξόμενος
μετά τών εν Θερμοπύλαις ουκ επραγματεύσατο τό ζήσαι
αισχρώς, αλλ' είπε τοίς σύν αυτώ: «'Αριστήσωμεν ως εν
άδου δειπνοποιησόμενοι». Οίς δέ μέλει ιστορίας τοιαύτας
συναγαγείν πολλά ευρήσουσι. Καί τί θαυμαστόν, ει ο
'Ιησούς επιστάμενος τά συμβησόμενα ουκ εξέκλινεν αλλά
περιέπιπτεν οίς καί προηπίστατο; ''Οπου καί Παύλος ο
μαθητής αυτού ακούσας τά συμβησόμενα αυτώ αναβάντι εις
`Ιεροσόλυμα ομόσε τοίς κινδύνοις εχώρησεν, επιπλήσσων
καί τοίς δεδακρυμένοις περί αυτόν καί κωλύουσιν αναβήναι
εις τά `Ιεροσόλυμα. Πολλοί δέ καί τών καθ' ημάς επιστά-
μενοι, ως ομολογήσαντες μέν χριστιανισμόν αποθανούνται
αρνησάμενοι δέ απολυθήσονται καί τά υπάρχοντα απολή-
ψονται, κατεφρόνησαν μέν τού βίου εκουσίως δέ τόν υπέρ
ευσεβείας θάνατον είλοντο. |