ΚΕΛΣΟΣ - ΑΛΗΘΗΣ ΛΟΓΟΣ


ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

'Εν τώ πρώτω τόμω τών υπαγορευθέντων ημίν πρός 
τόν Κέλσου επιγραφέντα αληθή λόγον καταλήξαντες [εις 
τήν τού 'Ιουδαίου πρός τόν 'Ιησούν προσωποποιΐαν], αυτάρκη 
περιγραφήν ειληφότι, τούτον συντάσσειν προαιρούμεθα, 
απολογούμενοι [πρός τά φερόμενα υπ' αυτού εγκλήματα 
κατά τών από τού λαού τών 'Ιουδαίων εις τόν 'Ιησούν 
πιστευσάντων.] Καί αυτό γε τούτο πρώτον εφίσταμεν, τί δή 
ποτε άπαξ κρίνας προσωποποιείν ο Κέλσος ου προσωποποιεί 
'Ιουδαίον πρός τούς από τών εθνών πιστεύοντας λέγοντα 
αλλά πρός τούς από 'Ιουδαίων: πιθανώτατος δ' άν καί 
έδοξεν ο λόγος είναι αυτώ πρός ημάς γραφόμενος. 'Αλλά 
μή ποτε [ο πάντ' επαγγελλόμενος ειδέναι τό ακόλουθον ουκ 
είδε] κατά τόν τόπον τής προσωποποιΐας. 
Τί ούν καί λέγει πρός τούς από 'Ιουδαίων πιστεύοντας, 
κατανοητέον. Φησίν αυτούς καταλιπόντας τόν πάτριον νόμον 
τώ εψυχαγωγήσθαι υπό τού 'Ιησού ηπατήσθαι πάνυ γελοίως 
καί απηυτομοληκέναι εις άλλο όνομα καί εις άλλον βίον, 
[μηδέ τούτο κατανοήσας, ότι οι από 'Ιουδαίων εις τόν 
'Ιησούν πιστεύοντες ου καταλελοίπασι τόν πάτριον νόμον. 
Βιούσι γάρ κατ' αυτόν, επώνυμοι τής κατά τήν εκδοχήν 
πτωχείας τού νόμου γεγενημένοι. 'Εβίων τε γάρ ο πτωχός 
παρά 'Ιουδαίοις καλείται, καί 'Εβιωναίοι χρηματίζουσιν οι 
από 'Ιουδαίων τόν 'Ιησούν ως Χριστόν παραδεξάμενοι. Καί 
ο Πέτρος δέ μέχρι πολλού φαίνεται τά κατά τόν Μωϋσέως 
νόμον ιουδαϊκά έθη τετηρηκέναι, ως μηδέπω από τού 
'Ιησού μαθών αναβαίνειν από τού κατά τό γράμμα νόμου 
επί τόν κατά τό πνεύμα: όπερ από τών Πράξεων τών 
αποστόλων μεμαθήκαμεν. «Τή» γάρ «επαύριον» τού 
εωράσθαι άγγελον θεού τώ Κορνηλίω, υποτιθέμενον αυτώ 
πέμψαι «εις 'Ιόππην» επί Σίμωνα τόν καλούμενον Πέτρον, 
«ανέβη Πέτρος εις τό υπερώον προσεύξασθαι περί ώραν 
έκτην. 'Εγένετο δέ πρόσπεινος καί ήθελε γεύσασθαι. Παρας-
κευαζόντων δ' αυτών εγένετο έκστασις επ' αυτόν, καί 
θεωρεί τόν ουρανόν ανεωγμένον καί καταβαίνον σκεύός τι 
ως οθόνην μεγάλην], τέσσαρσιν αρχαίς καθιέμενον επί τής 
γής, εν ώ υπήρχε πάντα τά τετράποδα καί ερπετά τής γής 
καί πετεινά τού ουρανού. Καί εγένετο φωνή πρός αυτόν: 
'Αναστάς, Πέτρε, θύσον καί φάγε. `Ο δέ Πέτρος είπε: 
Μηδαμώς, κύριε, ότι ουδέ ποτε έφαγον πάν κοινόν καί 
ακάθαρτον. Καί φωνή εκ δευτέρου πρός αυτόν: '`Α ο θεός 
εκαθάρισε σύ μή κοίνου.» [''Ορα γάρ εν τούτοις, τίνα 
τρόπον παρίσταται τά ιουδαϊκά έθη περί καθαρών καί 
ακαθάρτων έτι τηρών ο Πέτρος. Καί εκ τών εξής δηλούται 
ότι οπτασίας εδεήθη, ίνα κοινωνήση τών λόγων τής πίστεως 
τώ μή κατά σάρκα 'Ισραηλίτη Κορνηλίω καί τοίς σύν 
αυτώ ως έτι 'Ιουδαίος καί κατά τάς 'Ιουδαίων παραδόσεις 
ζών, καταφρονών τών έξω τού ιουδαϊσμού. Καί εν τή πρός 
Γαλάτας δέ επιστολή Παύλος εμφαίνει ότι Πέτρος έτι 
φοβούμενος τούς 'Ιουδαίους, παυσάμενος τού μετά τών 
εθνών συνεσθίειν, ελθόντος 'Ιακώβου πρός αυτόν «αφώριζεν 
εαυτόν» από τών εθνών, «φοβούμενος τούς εκ τής περι-
τομής»: καί τό αυτό πεποιήκασιν αυτώ οι λοιποί 'Ιουδαίοι 
καί Βαρνάβας. 
Καί ακόλουθόν γε ήν μή αποστήναι τών ιουδαϊκών εθών 
τούς εις τήν περιτομήν αποσταλέντας, ότε «οι δοκούντες 
στύλοι είναι δεξιάς έδωκαν Παύλω καί Βαρνάβα κοινωνίας», 
«αυτοί εις τήν περιτομήν» απιόντες, ίν' εκείνοι τοίς 
έθνεσι κηρύξωσι. Τί δέ λέγω ότι οι κηρύσσοντες «εις τήν 
περιτομήν» υπέστελλον εαυτούς από τών εθνών καί αφώ-
ριζον; ότε καί αυτός ο Παύλος «τοίς 'Ιουδαίοις 'Ιουδαίος» 
εγίνετο, «ίνα 'Ιουδαίους» κερδήση. Διό, ως καί εν ταίς 
Πράξεσι τών αποστόλων γέγραπται, καί προσφοράν προσή-
νεγκεν επί τό θυσιαστήριον, ίνα πείση 'Ιουδαίους περί τού 
μή είναι αποστάτης νόμου. Ταύτα δέ πάντα ει ηπίστατο 
ο Κέλσος, ουκ άν επροσωποποίησεν τόν 'Ιουδαίον λέγοντα 
πρός τούς από ιουδαϊσμού πιστεύοντας τό: Τί παθόντες, 
ώ πολίται, κατελίπετε τόν πάτριον νόμον] καί υπ' εκείνου, 
πρός όν άρτι διειλέγμεθα, ψυχαγωγηθέντες πάνυ γελοίως 
εξηπατήθητε καί αφ' ημών απηυτομολήσατε εις άλλο 
όνομα καί εις άλλον βίον; 
'Επεί δ' άπαξ γεγόναμεν εν τώ περί τού Πέτρου λόγω 
καί τών διδαξάντων τούς εν τή περιτομή τόν χριστιανισμόν, 
ουκ άτοπον ηγούμαι παραθέσθαι τού 'Ιησού τινα φωνήν 
από τού κατά 'Ιωάννην ευαγγελίου καί τήν διήγησιν αυτής. 
[Γέγραπται δή αυτόν ειρηκέναι: «''Ετι πολλά έχω υμίν 
λέγειν, αλλ' ου δύνασθε βαστάζειν άρτι: όταν δέ έλθη 
εκείνος, τό πνεύμα τής αληθείας, οδηγήσει υμάς εις τήν 
αλήθειαν πάσαν: ου γάρ λαλήσει αφ' εαυτού, αλλ' όσα 
ακούσει λαλήσει.» Καί ζητούμεν εν τώ τόπω, τίνα ήν τά 
«πολλά», ά είχε μέν «λέγειν» ο 'Ιησούς τοίς μαθηταίς 
εαυτού, ουκ εδύναντο δέ αυτά «βαστάζειν» τότε. Καί 
φημι: μή ποθ' ως 'Ιουδαίοις καί συντραφείσι τώ κατά τό 
γράμμα Μωϋσέως νόμω τοίς αποστόλοις είχε μέν «λέγειν», 
τίς ο αληθής νόμος, καί τίνων «επουρανίων» «υποδείγματι 
καί σκιά» η παρά τοίς 'Ιουδαίοις λατρεία επετελείτο, καί 
τίνων «μελλόντων αγαθών» «σκιάν» περιείχεν ο περί 
βρώσεων καί πόσεων καί εορτών καί νουμηνιών καί σαββάτων 
νόμος. Καί «πολλά» ήν ταύθ' ά είχεν αυτοίς «λέγειν»: 
ορών δ' ότι πάνυ χαλεπόν εστιν από ψυχής ανατρέπειν 
σχεδόν συγγεννηθέντα καί συντραφέντα δόγματα μέχρι τής 
τού ανδρός ηλικίας] καί πείσαντα τούς ανειληφότας αυτά ότι 
ταύτα μέν εστι θεία τό δέ μετασαλεύειν αυτά εστιν ασεβές, 
καί εν τή υπεροχή τής κατά Χριστόν, τουτέστι τήν αλήθειαν, 
«γνώσεως» ελέγχειν αυτά «σκύβαλα» καί «ζημίαν», 
ώστε πεισθήναι τούς ακούοντας, [υπερετίθετο εις επιτη-
δειότερον καιρόν τόν μετά τό πάθος καί τήν ανάστασιν 
αυτού.] Καί γάρ αληθώς ήν ακαίρως προσαγόμενον τό 
βοήθημα τοίς μηδέπω χωρούσιν αυτό, ανατρεπτικόν τής 
περί τού 'Ιησού υπολήψεως τυγχάνον, ήν ήδη ανειλήφεσαν 
ως περί Χριστού καί υιού τού θεού τού ζώντος. Καί 
πρόσχες ει μή νούν έχει ουκ ευκαταφρόνητον τό ούτως 
ακούσαι τού «''Ετι πολλά έχω υμίν λέγειν, αλλ' ου δύνασθε 
βαστάζειν άρτι»: «πολλά» γάρ τά τής τού νόμου κατά 
τά πνευματικά διηγήσεως καί σαφηνείας: καί ουκ εδύναντό 
πως «βαστάζειν» αυτά οι μαθηταί, εν 'Ιουδαίοις γεγεννη-
μένοι καί ανατεθραμμένοι τότε. 
Οίμαι δ' ότι καί επεί τύπος μέν ήν εκείνα, αλήθεια δέ 
ά έμελλε διδάσκειν αυτούς τό άγιον πνεύμα, διά τούτο 
λέλεκται: «''Οταν έλθη εκείνος, τό πνεύμα τής αληθείας, 
οδηγήσει υμάς εις τήν αλήθειαν πάσαν»: [ως ει έλεγεν: 
εις πάσαν τήν αλήθειαν τών πραγμάτων, ών εν τοίς τύποις 
γενόμενοι ώεσθε τήν αληθή λατρείαν λατρεύειν τώ θεώ. 
Καί κατά τήν επαγγελίαν γε τού 'Ιησού ήλθε «τό πνεύμα 
τής αληθείας» επί τόν Πέτρον, λέγον πρός αυτόν περί τών 
τετραπόδων καί ερπετών τής γής καί πετεινών τού ουρανού: 
«'Αναστάς, Πέτρε, θύσον καί φάγε.» Καί ήλθε πρός 
αυτόν έτι δεισιδαιμονούντα, φησί γάρ καί πρός τήν θείαν 
φωνήν: «Μηδαμώς, κύριε, ότι ουδέ ποτε έφαγον πάν 
κοινόν καί ακάθαρτον.» Καί εδίδαξε τόν περί βρωμάτων 
αληθών καί πνευματικών λόγον εν τώ «'`Α ο θεός εκαθάρισε 
σύ μή κοίνου.» Καί εξής εκείνη τή οπτασία «τό πνεύμα 
τής αληθείας» οδηγούν «εις τήν αλήθειαν πάσαν» τόν 
Πέτρον τά πολλά έλεγεν αυτώ, ά ουκ εδύνατο «βαστάζειν», 
ότε κατά σάρκα αυτώ έτι ο 'Ιησούς συνήν.] 'Αλλά περί μέν 
τούτων άλλος έσται καιρός πρός τό διηγήσασθαι περί τών 
κατά τήν εκδοχήν τού Μωϋσέως νόμου. 

Νύν δέ πρόκειται ελέγξαι τήν τού Κέλσου αμαθίαν, 
παρ' ώ ο 'Ιουδαίος λέγει τοίς πολίταις καί 'Ισραηλίταις 
πιστεύσασιν επί τόν 'Ιησούν τό: τί παθόντες κατελίπετε 
τόν πάτριον νόμον; καί τά εξής. Πώς δέ καταλελοίπασι τόν 
πάτριον νόμον οι επιτιμώντες τοίς μή ακούουσιν αυτού καί 
λέγοντες: «Λέγετέ μοι, οι τόν νόμον αναγινώσκοντες, τόν 
νόμον ουκ ακούετε; Γέγραπται γάρ ότι 'Αβραάμ δύο υιούς 
έσχε», μέχρι τού «άτινά εστιν αλληγορούμενα» καί τών 
εξής. Καί πώς καταλελοίπασι τόν πάτριον νόμον οι αεί 
μεμνημένοι εν τοίς λόγοις εαυτών τών πατρίων καί λέγοντες: 
«'`Η καί ο νόμος ταύτα ου λέγει; 'Εν γάρ τώ Μωϋσέως 
νόμω γέγραπται: Ου φιμώσεις βούν αλοώντα. Μή τών 
βοών μέλει τώ θεώ; '`Η δι' ημάς πάντως λέγει; Δι' ημάς γάρ 
εγράφη» καί τά εξής. Καί ως συγκεχυμένως γε ταύθ' ο 
παρά τώ Κέλσω 'Ιουδαίος λέγει, δυνάμενος πιθανώτερον 
ειπείν ότι τινές μέν υμών καταλελοίπασι τά έθη προφάσει 
διηγήσεων καί αλληγοριών, τινές δέ καί διηγούμενοι, ως 
επαγγέλλεσθε, πνευματικώς ουδέν ήττον τά πάτρια τηρείτε, 
τινές δέ ουδέ διηγούμενοι βούλεσθε καί τόν 'Ιησούν παρα-
δέξασθαι ως προφητευθέντα καί τόν Μωϋσέως νόμον 
τηρήσαι κατά τά πάτρια, ως εν τή λέξει έχοντες τόν πάντα 
τού πνεύματος νούν. 'Αλλά γάρ πόθεν Κέλσω τά κατά τόν 
τόπον τρανώσαι, <ός> καί αιρέσεων μέν αθέων καί τού 
'Ιησού πάντη αλλοτρίων εν τοίς εξής εμνημόνευσε καί 
άλλων καταλιπουσών τόν δημιουργόν, ουκ είδε δέ καί 
'Ισραηλίτας εις 'Ιησούν πιστεύοντας καί ου καταλιπόντας 
τόν πάτριον νόμον; Ου γάρ προέκειτο αυτώ φιλαλήθως όλα 
τά κατά τόν τόπον εξετάσαι, ίν' εί τι χρήσιμον ευρίσκοι, 
παραδέξηται: αλλ' ως εχθρός καί όλος τού ανατρέπειν 
άμα τώ ακούσαι γενόμενος τά τοιαύτα ανέγραψεν. 
Είτα λέγει ο παρ' αυτώ 'Ιουδαίος πρός τούς από τού 
λαού πιστεύσαντας ότι χθές καί πρώην καί οπηνίκα τούτον 
εκολάζομεν βουκολούντα υμάς, απέστητε τού πατρίου νόμου, 
ουδέν ακριβές ειδώς εν οίς έλεγεν, ως εδείξαμεν. Μετά δέ 
ταύτα δοκεί μοι δεινότητος έχεσθαι τό ή πώς άρχεσθε μέν 
από τών ημετέρων ιερών, προϊόντες δέ αυτά ατιμάζετε, 
ουκ έχοντες άλλην αρχήν ειπείν τού δόγματος ή τόν ημέτερον 
νόμον; 'Αληθώς μέν γάρ Χριστιανοίς η εισαγωγή εστιν 
από τών ιερών Μωϋσέως καί τών προφητικών γραμμάτων: 
[καί μετά τήν εισαγωγήν εν τή] διηγήσει καί σαφηνεία 
αυτών εστι τοίς [εισαγομένοις η προκοπή], ζητούσι τό 
«κατά αποκάλυψιν» μυστήριον, [«χρόνοις αιωνίοις» 
σεσιγημένον] <φανερωθέν «δέ νύν»> εν ταίς προφητικαίς 
[φωναίς καί τή τού κυρίου ημών 'Ιησού Χριστού επιφανεία. 
Ουχ, ως λέγετε δέ, οι προϊόντες ατιμάζουσι τά εν τώ νόμω 
γεγραμμένα αλλά πλείονα τιμήν αυτοίς περιτιθέασιν απο-
δεικνύντες, όσον έχει βάθος σοφών καί απορρήτων λόγων 
εκείνα τά γράμματα τά υπό 'Ιουδαίων ου τεθεωρημένα, 
τών επιπολαιότερον καί μυθικώτερον αυτοίς εντυγχανόντων. 
Τί δέ άτοπον τό αρχήν τού ημετέρου δόγματος, τουτέστι 
τού ευαγγελίου, είναι τόν νόμον; άτε καί] αυτού τού 
κυρίου [ημών λέγοντος πρός τούς μή πιστεύοντας αυτώ: 
«Ει επιστεύετε Μωϋσεί, επιστεύετε άν εμοί: περί γάρ 
εμού εκείνος έγραψεν. Ει δέ τοίς εκείνου γράμμασιν ου 
πιστεύετε, πώς τοίς εμοίς ρήμασι πιστεύσετε;» 'Αλλά 
καί] είς τών ευαγγελιστών, [ο Μάρκος], φησίν: [«'Αρχή 
τού ευαγγελίου 'Ιησού Χριστού, ως γέγραπται εν `Ησαΐα 
τώ προφήτη: 'Ιδού εγώ αποστέλλω τόν άγγελόν μου πρό 
προσώπου σου, ός κατασκευάσει τήν οδόν σου] έμπροσθέν 
σου», [δεικνύς ότι η τού ευαγγελίου αρχή τών ιουδαϊκών 
γραμμάτων ήρτηται.] Τί ούν καθ' ημών λέγεται υπό τού 
παρά τώ Κέλσω 'Ιουδαίου εν τώ: Είτε γάρ προηγόρευσέ τις 
υμίν ότι άρα ο τού θεού παίς εις ανθρώπους αφίξεται, ούτος 
ημέτερος ήν ο προφήτης καί τού ημετέρου θεού: ποίον δέ 
έγκλημα χριστιανισμώ εστιν, ει ο βαπτίσας τόν 'Ιησούν 
'Ιωάννης 'Ιουδαίος ήν; Ου γάρ, επεί 'Ιουδαίος ήν, συνάγεται 
ότι δεί πάντα τόν πιστεύοντα, είτ' από τών εθνών προσέρχεται 
τώ λόγω είτε από 'Ιουδαίων, κατά τό γράμμα τόν Μωϋσέως 
τηρείν νόμον. 

Μετά ταύτα ει καί ταυτολογεί ο Κέλσος περί τού 
'Ιωάννου, δεύτερον ήδη λέγων πλημμελήσαντα αυτόν δεδωκέναι 
παρά 'Ιουδαίοις δίκην, αλλ' ημείς ουκ επαναληψόμεθα τήν 
απολογίαν, αρκούμενοι τή προειρημένη. Είτ' επεί ως έωλα 
τά περί αναστάσεως νεκρών καί κρίσεως θεού καί τιμής μέν 
επί τούς δικαίους πυρός δ' επί τούς αδίκους ευτελίζει ο 
παρ' αυτώ 'Ιουδαίος, μηδέν δέ καινόν εν τούτοις διδάσκεσθαι 
φάσκων Χριστιανούς οίεται ανατρέπειν χριστιανισμόν: 
λεκτέον πρός αυτόν ότι ο 'Ιησούς ημών, ορών 'Ιουδαίους 
μηδέν άξιον τών εν τοίς προφήταις μαθημάτων πράττοντας, 
εδίδαξε διά παραβολής ότι «η βασιλεία τού θεού» «αρθή-
σεται» μέν απ' εκείνων «καί δοθήσεται» τοίς από τών 
εθνών. Διό καί έστιν αληθώς ιδείν πάντα μέν τά 'Ιουδαίων 
τών νύν μύθους καί λήρους -- ου γάρ έχουσι τό φώς τής 
γνώσεως τών γραφών -- , τά δέ Χριστιανών αλήθειαν, επάραι 
καί μετεωρίσαι ανθρώπου ψυχήν καί νούν δυνάμενα καί 
πείθοντα έχειν τι «πολίτευμα» ουχ όμοιον τοίς κάτω 
'Ιουδαίοις κάτω που αλλ' «εν ουρανοίς»: όπερ φαίνεται 
παρά τοίς τό μέγεθος τών εν τώ νόμω καί τοίς προφήταις 
νοημάτων θεωρούσι καί άλλοις παραστήσαι δυναμένοις. 
''Εστω δέ καί πάντα τά κατά 'Ιουδαίους έθη μέχρι 
καί τών παρ' αυτοίς θεσιών πεποιηκέναι τόν 'Ιησούν: τί 
τούτο συμβάλλεται πρός τό μή δείν πιστεύειν αυτώ ως υιώ 
τού θεού; ''Εστιν ούν υιός τού δόντος τόν νόμον καί τούς 
προφήτας θεού ο 'Ιησούς: καί τούτον ημείς οι από τής 
εκκλησίας ουχ υπερβαίνομεν, αλλά καί απεδράσαμεν μέν 
τάς 'Ιουδαίων μυθολογίας σωφρονιζόμεθα δέ καί παιδευόμεθα 
τή τού νόμου καί τών προφητών μυστική θεωρία. Καί γάρ 
οι προφήται, ως μή καταπαύοντες τόν νούν τών λεγομένων 
εν τή προφανεί ιστορία μηδ' εν τή κατά τάς λέξεις καί τό 
γράμμα νομοθεσία, όπου μέν φασιν ιστορίας δήθεν εκθησό-
μενοι τό: «'Ανοίξω εν παραβολαίς τό στόμα μου, φθέγξομαι 
προβλήματα απ' αρχής», όπου δέ ευχόμενοι περί τού 
νόμου ως ασαφούς καί δεομένου θεού, ίνα νοηθή, λέγουσιν 
εν ευχή: «'Αποκάλυψον τούς οφθαλμούς μου, καί κατανοήσω 
τά θαυμάσιά σου εκ τού νόμου σου.» 
Δεικνύτωσαν δέ, πού κάν έμφασις λέξεως από αλαζο-
νείας προφερομένης παρά τώ 'Ιησού ευρίσκεται. Πώς γάρ 
αλαζών ο λέγων: «Μάθετε απ' εμού ότι πράός ειμι καί 
ταπεινός τή καρδία, καί ευρήσετε ανάπαυσιν ταίς ψυχαίς 
υμών»; '`Η πώς αλαζών ο «δείπνου γινομένου» εκδυ-
σάμενος επί τών μαθητών ζωσάμενος δέ «λέντιον» καί 
βαλών «ύδωρ εις τόν νιπτήρα» καί νίπτων εκάστου «τούς 
πόδας» [καί επιτιμών τώ μή θέλοντι παρέχειν αυτούς καί 
λέγων: «'Εάν μή νίψω σε, ουκ έχεις μέρος μετ' εμού»]; 
'`Η πώς αλαζών ο φάσκων: [«Καγώ εγενήθην εν μέσω 
υμών], ουχ ως ο ανακείμενος αλλ' ως ο διακονών»; 
'Ελεγχέτω δέ τις, τίνα εψεύσατο, καί παραστησάτω μεγάλα 
καί μικρά ψεύδη, ίνα δείξη τά μεγάλα ψευσάμενον τόν 
'Ιησούν. ''Εστι δέ καί άλλως [αυτόν] ελέγξαι: [ότι ως ουκ 
έστι ψεύσμα ψεύσματος μάλλον ψεύσμα, ούτως ουδέ μειζό-
νως: ως ουδέ αληθές αληθούς μάλλον αληθές ή μειζόνως 
αληθές.] Τίνα δέ καί τά ανόσια τού 'Ιησού, απαγγελλέτω 
καί μάλιστα ο παρά τώ Κέλσω 'Ιουδαίος. '`Η ανόσιον μέν 
τό αφιστάνειν σωματικής περιτομής καί σωματικού σαββάτου 
καί σωματικών εορτών καί σωματικών νουμηνιών καί 
καθαρών καί ακαθάρτων, μετατιθέναι δέ τόν νούν επί νόμον 
θεού άξιον καί αληθή καί πνευματικόν μετά τού τόν πρες-
βεύοντα «υπέρ Χριστού» ειδέναι «τοίς 'Ιουδαίοις» 
'Ιουδαίον γίνεσθαι, «ίνα 'Ιουδαίους» κερδήση, καί «τοίς 
υπό νόμον ως υπό νόμον», «ίνα τούς υπό νόμον» κερδήση; 
Φησί δέ πολλούς άν καί άλλους φανήναι τοιούτους τοίς 
εξαπατάσθαι θέλουσιν, οποίος ήν ο 'Ιησούς. Μή πολλούς 
ούν αλλά μηδ' ολίγους αλλά κάν ένα δεικνύτω ο παρά τώ 
Κέλσω 'Ιουδαίος τοιούτον, οποίος ήν ο 'Ιησούς, λόγον καί 
δόγματα μετά τής εν αυτώ δυνάμεως βιωφελή επεισάγοντα 
τώ γένει τών ανθρώπων καί επιστρέφοντα από χύσεως 
αμαρτημάτων. Φησί δέ τούτο έγκλημα από τών εις τόν 
Χριστόν πιστευόντων προσάγεσθαι 'Ιουδαίοις, επεί μή 
πεπιστεύκασιν ως εις θεόν τόν 'Ιησούν: καί περί τούτου 
δέ εν τοίς ανωτέρω προαπελογησάμεθα, δεικνύντες άμα, 
πώς μέν αυτόν θεόν νοούμεν, κατά τί δέ άνθρωπον λέγομεν. 
[Πώς δέ, φησίν, ημείς οι πάσιν ανθρώποις δηλώσαντες 
ήξειν από θεού τόν κολάσοντα τούς αδίκους ελθόντα ητιμά-
ζομεν; Πρός τούτο δέ απολογήσασθαι πάνυ εύηθες όν ου 
δοκεί μοι είναι εύλογον. `Ως ει καί άλλος τις έλεγε: πώς 
άν ημείς οι διδάξαντες σωφρονείν ακόλαστον άν τι εποιήσαμεν, 
ή περί δικαιοσύνης πρεσβεύοντες ηδικήσαμεν; `Ως γάρ 
εκείνα εν ανθρώποις ευρίσκεται, ούτως φάσκοντας προφήταις 
πεπιστευκέναι, λέγουσι περί επιδημήσοντος Χριστού, ηπιστη-
κέναι τώ εληλυθότι κατά τά προφητευόμενα ανθρώπινον ήν.] 
Ει δέ δεί προσθείναι καί άλλην αιτίαν, φήσομεν ότι καί 
τούτ' αυτό προείπον οι προφήται. Σαφώς γούν `Ησαΐας 
λέγει: «'Ακοή ακούσετε καί ου μή συνήτε, καί βλέποντες 
βλέψετε καί ου μή ίδητε. 'Επαχύνθη γάρ η καρδία τού 
λαού τούτου» καί τά εξής. Καί λεγέτωσαν ημίν, τί 
ακούουσι καί τί βλέπουσι τοίς 'Ιουδαίοις προφητεύεται μή 
συνήσειν τά λεγόμενα καί μή όν δεί τρόπον όψεσθαι τό 
οραθέν. 'Αλλά μήν δήλον ότι ιδόντες τόν 'Ιησούν ουκ είδον 
όστις ήν, καί ακούοντες αυτού ου συνήκαν εκ τών λεγομένων 
τήν εν αυτώ θειότητα, μεταβιβάζουσαν τήν επί 'Ιουδαίους τού 
θεού επισκοπήν επί τούς από τών εθνών επ' αυτόν πιστεύον-
τας. ''Εστιν ούν ιδείν μετά τήν 'Ιησού επιδημίαν 'Ιουδαίους 
καταλελειμμένους πάντη καί μηδέν έχοντας τών πάλαι 
νομιζομένων αυτοίς είναι σεμνών αλλά καί μηδέν σημείον 
τού είναί τινα θειότητα παρ' αυτοίς. Ουκ έτι γάρ προφήται 
ουδέ τεράστια, ών κάν ίχνη επί ποσόν παρά Χριστιανοίς 
ευρίσκεται, καί τινα γέ «μείζονα»: καί ει πιστοί εσμεν 
λέγοντες, καί ημείς εωράκαμεν. Λέγει δ' ο παρά τώ Κέλσω 
'Ιουδαίος: Διά τί ητιμάζομεν όν προεκηρύσσομεν; '`Η ίνα 
πλέον τών άλλων κολασθώμεν; Καί πρός τούτο δ' έστιν 
ειπείν ότι πλέον τών άλλων 'Ιουδαίοι διά τήν εις 'Ιησούν 
απιστίαν καί όσα άλλα αυτώ ενύβρισαν ου μόνον κατά τήν 
πεπιστευμένην κρίσιν πείσονται αλλά γάρ καί ήδη πεπόνθασι. 
Ποίον γάρ έθνος πεφυγάδευται από τής ιδίας μητροπόλεως 
καί τού οικείου τόπου τή πατρίω θρησκεία ή μόνοι 'Ιουδαίοι; 
Τούτο δέ πεπόνθασιν ως αγεννέστατοι, ει καί πολλά ήμαρτον, 
δι' ουδέν ούτως εκείνων, ως διά τά κατά τού 'Ιησού ημών 
τετολμημένα. 
Μετά ταύτά φησιν ο 'Ιουδαίος: Πώς δ' εμέλλομεν 
τούτον νομίζειν θεόν, ός τά τε άλλα, ώσπερ επηκούετο, 
ουδέν ών επηγγέλλετο επεδείκνυτο, καί επειδή ημείς 
ελέγξαντες αυτόν καί καταγνόντες ηξιούμεν κολάζεσθαι, 
κρυπτόμενος μέν καί διαδιδράσκων επονειδιστότατα εάλω, 
υπ' αυτών δέ ών ωνόμαζε μαθητών προυδόθη; Καίτοι 
θεόν, φησίν, όντα ούτε φεύγειν ενήν ούτε δεθέντα απάγεσθαι, 
ήκιστα δέ υπό τών συνόντων αυτώ καί παντός ιδία κεκοι- 
νωνηκότων καί διδασκάλω χρωμένων σωτήρα νομιζόμενον 
καί θεού τού μεγίστου παίδα καί άγγελον εγκαταλείπεσθαί 
τε καί εκδίδοσθαι. Πρός ταύτα δέ φήσομεν ότι ουδ' ημείς 
υπολαμβάνομεν τό βλεπόμενον τότε καί αισθητόν τού 'Ιησού 
σώμα είναι θεόν. Καί τί λέγω τό σώμα; 'Αλλ' ουδέ τήν 
ψυχήν, περί ής λέλεκται τό: «Περίλυπός εστιν η ψυχή μου 
έως θανάτου.» 'Αλλ' ώσπερ κατά μέν τόν 'Ιουδαίων λόγον 
ο λέγων: «'Εγώ κύριος ο θεός πάσης σαρκός» καί τό: 
«''Εμπροσθέν μου ουκ εγένετο άλλος θεός, καί μετ' εμέ 
ουκ έσται» ο θεός είναι πεπίστευται, οργάνω τή ψυχή καί 
τώ σώματι τού προφήτου χρώμενος, κατά δέ ''Ελληνας 
[ο λέγων: 
Οίδα δ' εγώ ψάμμου τ' αριθμόν] καί μέτρα θαλάσσης, 
καί κωφού [ξυνίημι, καί ου λαλέοντος ακούω] 
θεός νενόμισται διά τής Πυθίας λέγων καί ακουόμενος: 
ούτω καθ' ημάς ο λόγος θεός καί θεού τών όλων υιός έλεγεν 
εν τώ 'Ιησού τό: «'Εγώ ειμι η οδός καί η αλήθεια καί η 
ζωή» καί τό: «'Εγώ ειμι η θύρα» καί τό: «'Εγώ ειμι 
ο άρτος ο ζών ο εκ τού ουρανού καταβάς», καί εί τι άλλο 
τούτοις παραπλήσιον.

Επιστροφή στα περιεχόμενα   -  |  -   Συνέχεια