Μετά ταύτα φύρων τόν λόγον καί τά υπό αιρέσεώς
τινος λεγόμενα ως κοινά Χριστιανών εγκλήματα πάσι τοίς
από τού θείου προσάγων λόγου φησίν ότι θεού ουκ άν είη
τοιούτον σώμα, οίον τό σόν. 'Αλλ' ημείς πρός ταύτα σώμα
αυτόν λέγομεν ανειληφέναι ως από θηλείας τώ βίω επιδη-
μήσαντα ανθρώπινον καί θανάτου ανθρωπίνου δεκτικόν. Διό
πρός τοίς άλλοις αυτόν φαμεν καί μέγαν αγωνιστήν γεγο-
νέναι, διά τό ανθρώπινον σώμα «πεπειρασμένον» μέν
ομοίως πάσιν ανθρώποις «κατά πάντα» ουκέτι δ' ως
άνθρωποι μεθ' αμαρτίας αλλά πάντη «χωρίς αμαρτίας».
Τρανώς γάρ ημίν φαίνεται «ότι αμαρτίαν ουκ εποίησεν,
ουδέ ευρέθη δόλος εν τώ στόματι αυτού»: καί «μή
γνόντα» αυτόν «αμαρτίαν» ως καθαρόν παρέδωκεν υπέρ
πάντων τών ημαρτηκότων ο θεός. Είτα ο Κέλσος φησίν
ότι ουκ άν είη θεού σώμα τό ούτω σπαρέν, ως σύ, ώ 'Ιησού,
εσπάρης. Πλήν υπείδετο ότι ει, ως γέγραπται, γεγέννητο,
δύναταί πως είναι τό σώμα αυτού καί θειότερον παρά τούς
πολλούς καί κατά τι σημαινόμενον θεού σώμα. 'Αλλά γάρ
απιστεί τοίς αναγραφείσι περί τής εξ αγίου πνεύματος
συλλήψεως αυτού καί πιστεύει αυτόν υπό τινος Πανθήρα
φθείραντος τήν παρθένον εσπάρθαι: διόπερ είπεν ότι ουκ
άν είη θεού σώμα ούτω σπαρέν, ως σύ εσπάρης. 'Αλλά γάρ
περί τούτων εν τοίς ανωτέρω πλείονα ειρήκαμεν.
Λέγει δ' ότι ουδέ τοιαύτα σιτείται σώμα θεού, ως
έχων αυτόν παραστήσαι από τών ευαγγελικών γραμμάτων
σιτούμενον, καί ποία σιτούμενον. 'Αλλ' έστω, λεγέτω αυτόν
βεβρωκέναι μετά τών μαθητών τό πάσχα, ου μόνον ειπόντα
τό: «'Επιθυμία επεθύμησα τούτο τό πάσχα φαγείν μεθ'
υμών» αλλά καί βεβρωκότα, λεγέτω δ' αυτόν καί διψήσαντα
παρά τή πηγή τού 'Ιακώβ πεπωκέναι: τί τούτο πρός τά
περί τού σώματος αυτού υφ' ημών λεγόμενα; Σαφώς δέ
φαίνεται ιχθύος μετά τήν ανάστασιν βεβρωκώς: κατά γάρ
ημάς σώμα ανείληφεν, ως γενόμενος «εκ γυναικός».
'Αλλ' ουδέ σώμα, φησί, θεού χρήται τοιαύτη φωνή ουδέ
τοιάδε πειθοί. Καί ταύτα δ' ευτελή καί σφόδρα ευκατα-
φρόνητα: λελέξεται γάρ πρός αυτόν ότι χρήται ο πεπιστευ-
μένος παρ' ''Ελλησιν είναι θεός ο Πύθιος καί ο Διδυμεύς
τοιάδε φωνή τή τής Πυθίας ή τής εν Μιλήτω γενομένης
προφήτιδος: καί ου διά τούτο εγκαλείται παρ' ''Ελλησιν ως
ου θεός ο Πύθιος ή ο Διδυμεύς ή τις άλλος τοιούτος ενί
τόπω εγκαθιδρυμένος ελληνικός θεός. Πολλώ δέ τούτου
βέλτιον ήν χρήσασθαι τόν θεόν φωνή εμποιούση διά τό
μετά δυνάμεως απαγγέλλεσθαι άφατόν τινα πειθώ τοίς
ακούουσιν.
Είτά φησι λοιδορούμενος τώ 'Ιησού ο [διά] τήν
ασέβειαν καί [τά μοχθηρά δόγματα], ίν' ούτως είπω,
[θεομισής] ότι ταύτα θεομισούς ήν τινος καί μοχθηρού
γόητος. [Καίτοι γε, εάν κυρίως εξετάζηται τά ονόματα καί
τά πράγματα, αδύνατον έσται άνθρωπος θεομισής, επεί
«`Ο θεός αγαπά τά όντα πάντα καί ουδέν βδελύσσεται ών
εποίησεν: ουδέ γάρ μισών τι κατεσκεύασεν.»] Ει δέ
τινες λέξεις προφητικαί τό τοιούτο λέγουσι, καθολικώ λόγω
διηγήσεως τεύξονται τώδε, ότι ως περί ανθρωποπαθούς
λέξεσι χρήται η γραφή περί τού θεού. Τί δέ δεί λέγειν
απολογούμενον πρός τόν οιόμενον εν οίς επαγγέλλεται
πιστικοίς λόγοις δείν χρήσθαι δυσφημίαις καί λοιδορίαις ως
περί μοχθηρού καί γόητος τού 'Ιησού; Τούτο γάρ ουκ
αποδεικνύντος αλλ' ιδιωτικόν καί αφιλόσοφον πάθος πεπον-
θότος έργον εστί, δέον εκτιθέμενον τό πράγμα ευγνωμόνως
αυτό εξετάζειν καί κατά τό δυνατόν λέγειν πρός αυτό τά
υποπίπτοντα.
'Αλλά γάρ εν τούτοις καταπαύσαντος τόν λόγον τού παρά
τώ Κέλσω 'Ιουδαίου πρός τόν 'Ιησούν, καί ημείς αυτού
που καταπαύσομεν τήν περιγραφήν τού πρώτου πρός αυτόν
βιβλίου. [Θεού δέ διδόντος τήν εξολοθρεύουσαν τούς ψευδείς
λόγους αλήθειαν κατά τήν φάσκουσαν ευχήν: «'Εν τή
αληθεία σου εξολόθρευσον αυτούς», αρξόμεθα εν τοίς
εξής δευτέρας προσωποποιΐας, εν ή ο 'Ιουδαίος αυτώ
πεποίηται λέγων πρός τούς πεισθέντας τώ 'Ιησού τά μετά
ταύτα.] |