ΚΕΛΣΟΣ - ΑΛΗΘΗΣ ΛΟΓΟΣ


Ταύτα δ' ει εωράκει ο Κέλσος, ουκ άν έλεγεν: Ει δ' όπως 
μή σύ αυξηθείς αντ' εκείνου βασιλεύης, τί επειδή γε ηυξήθης, 
ου βασιλεύεις, [αλλ' ο τού θεού παίς ούτως αγεννώς αγείρεις 
κυπτάζων υπό φόβου καί περιφθειρόμενος άνω κάτω; Ουκ 
έστι δ' αγεννές τό μετ' οικονομίας περιϊστάμενον τούς 
κινδύνους μή ομόσε αυτοίς χωρείν, ου διά φόβον θανάτου 
αλλ' υπέρ τού χρησίμως αυτόν τώ βίω επιδημούντα ετέρους 
ωφελείν, έως επιστή ο επιτήδειος καιρός τού τόν ανειληφότα 
ανθρωπίνην φύσιν ανθρώπου θάνατον αποθανείν, έχοντά τι 
χρήσιμον τοίς ανθρώποις]: όπερ δήλόν εστι τώ νοήσαντι 
τόν 'Ιησούν υπέρ ανθρώπων αποθανείν: περί ού κατά 
δύναμιν εν τοίς πρό τούτων είπομεν. 
Μετά ταύτα δ' επεί μηδέ τόν αριθμόν τών αποστόλων 
επιστάμενος [δέκα είπεν ή ένδεκά τινας εξαρτησάμενον τόν 
'Ιησούν εαυτώ επιρρήτους ανθρώπους, τελώνας καί ναύτας 
τούς πονηροτάτους, μετά τούτων τήδε κακείσε αυτόν 
αποδεδρακέναι, αισχρώς καί γλίσχρως τροφάς συνάγοντα], 
φέρε καί περί τούτων κατά τό δυνατόν διαλάβωμεν. 
Φανερόν δέ εστι τοίς εντυγχάνουσιν ευαγγελικοίς λόγοις, 
ούς [ουδ' ανεγνωκέναι ο Κέλσος φαίνεται, ότι δώδεκα 
αποστόλους ο 'Ιησούς επελέξατο, τελώνην μέν τόν 
Ματθαίον, ούς δ' είπε συγκεχυμένως ναύτας τάχα τόν 
'Ιάκωβον καί τόν 'Ιωάννην φησίν, επεί καταλιπόντες τό 
πλοίον καί «τόν πατέρα αυτών Ζεβεδαίον» ηκολούθησαν 
τώ 'Ιησού. Τόν γάρ Πέτρον καί τόν αδελφόν αυτού 'Ανδρέαν, 
αμφιβλήστρω χρωμένους διά τάς αναγκαίας τροφάς, ουκ εν 
ναύταις αλλ' ως ανέγραψεν η γραφή, εν αλιεύσιν αριθμητέον. 
''Εστω δέ καί ο Λευής τελώνης ακολουθήσας τώ 'Ιησού: 
αλλ' ούτι γε τού αριθμού τών αποστόλων αυτού ήν ει μή 
κατά τινα τών αντιγράφων τού κατά Μάρκον ευαγγελίου. 
Τών δέ λοιπών ου μεμαθήκαμεν τά έργα, όθεν πρό τής 
μαθητείας τού 'Ιησού περιεποίουν εαυτοίς τάς τροφάς.] 
Φημί ούν καί πρός ταύτα [ότι [τοίς δυναμένοις φρονίμως 
καί ευγνωμόνως εξετάζειν] τά περί τούς αποστόλους τού 
'Ιησού [φαίνεται ότι δυνάμει θεία εδίδασκον ούτοι τόν 
χριστιανισμόν] καί επετύγχανον υπάγοντες ανθρώπους τώ 
λόγω τού θεού. [Ου γάρ η εις τό λέγειν δύναμις] καί τάξις 
απαγγελίας κατά τάς `Ελλήνων διαλεκτικάς ή ρητορικάς 
τέχνας ήν εν αυτοίς υπαγομένη τούς ακούοντας. Δοκεί δέ 
μοι ότι σοφούς μέν τινας ως πρός τήν τών πολλών υπόληψιν 
καί [ικανούς πρός τό νοείν αρεσκόντως πλήθεσι καί λέγειν 
επιλεξάμενος καί χρησάμενος αυτοίς διακόνοις] τής διδας-
καλίας ο 'Ιησούς [ευλογώτατ' άν υπενοήθη ομοία φιλοσόφοις 
κεχρήσθαι αγωγή, αιρέσεώς τινος προϊσταμένοις: καί 
ουκέτ' άν η περί τού θείον είναι τόν λόγον επαγγελία ανεφαί-
νετο, άτε τού λόγου όντος καί τού κηρύγματος εν πειθοίς 
τής εν φράσει καί συνθέσει τών λέξεων σοφίας: καί ήν άν 
«η πίστις» ομοίως τή τών τού κόσμου φιλοσόφων περί 
τών δογμάτων πίστει «εν σοφία ανθρώπων» καί ουκ 
«εν δυνάμει θεού»: νυνί δέ τίς βλέπων αλιείς καί τελώνας 
μηδέ τά πρώτα γράμματα μεμαθηκότας -- ως τό ευαγγέλιον 
αναγράφει περί αυτών] καί ο Κέλσος κατά ταύτα πεπίστευκεν 
αυτοίς, αληθεύουσι περί τής ιδιωτείας αυτών -- , [τεθαρρηκό-
τως] ου μόνον 'Ιουδαίοις [ομιλούντας] περί τής εις τόν 
'Ιησούν πίστεως αλλά καί εν [τοίς λοιποίς έθνεσι] κηρύσσον-
τας αυτόν [καί ανύοντας, ουκ άν ζητήσαι, πόθεν ήν αυτοίς 
δύναμις πειστική;] Ου γάρ η νενομισμένη τοίς πολλοίς. 
[Καί τίς ουκ άν λέγοι ότι τό «Δεύτε οπίσω μου, καί ποιήσω 
υμάς αλιείς ανθρώπων» δυνάμει τινί θεία εν τοίς αποστόλοις 
αυτού επλήρωσεν ο 'Ιησούς;] ''Ηντινα καί ο Παύλος παρις-
τάς, ως καί εν τοίς ανωτέρω ειρήκαμεν, φησί: «Καί [ο 
λόγος μου καί τό κήρυγμά μου ουκ εν πειθοίς σοφίας λόγοις 
αλλ' εν αποδείξει πνεύματος καί δυνάμεως, ίν' η πίστις 
ημών μή ή εν σοφία ανθρώπων αλλ' εν δυνάμει θεού.» 
Κατά γάρ τά ειρημένα εν τοίς προφήταις], προγνωστικώς 
απαγγέλλουσι περί τής κηρύξεως τού ευαγγελίου, [«Κύριος 
δώσει ρήμα τοίς ευαγγελιζομένοις δυνάμει πολλή, ο βασιλεύς 
τών δυνάμεων τού αγαπητού»], ίνα καί η λέγουσα προφη-
τεία: «''Εως τάχους δραμείται ο λόγος αυτού» πληρωθή. 
Καί βλέπομέν γε ότι «εις πάσαν τήν γήν εξήλθεν ο» τών 
αποστόλων 'Ιησού «φθόγγος, καί εις τά πέρατα τής οικου-
μένης τά ρήματα αυτών.» Διά τούτο δυνάμεως μέν 
πληρούνται οι λόγου τού μετά δυνάμεως απαγγελλομένου 
ακούοντες, ήν επιδείκνυνται τή τε διαθέσει καί τώ βίω καί 
τώ έως θανάτου αγωνίζεσθαι περί τής αληθείας. [Διάκενοι 
δέ τινες εισί, κάν επαγγέλλωνται πιστεύειν τώ θεώ διά τού 
'Ιησού, οι μή υπό δύναμιν θείαν έχοντες προσάγεσθαι 
δοκούντες τώ λόγω τού θεού.] 

Ει καί ανωτέρω δ' εμνήσθην ευαγγελικού ρητού υπό τού 
σωτήρος ειρημένου, ουδέν ήττον καί νύν αυτώ κατά καιρόν 
χρήσομαι, παριστάς καί τήν τού σωτήρος ημών περί τής 
τού ευαγγελίου κηρύξεως πρόγνωσιν θειότατα δηλουμένην 
καί τήν τού λόγου ισχύν, χωρίς διδασκάλων κρατούσαν τών 
πιστευόντων τή μετά δυνάμεως θείας πειθοί. Φησί δή ο 
'Ιησούς: «`Ο μέν θερισμός πολύς, οι δέ εργάται ολίγοι: 
δεήθητε ούν τού κυρίου τού θερισμού, όπως εκβάλη εργάτας 
εις τόν θερισμόν αυτού.» 
'Επεί δέ καί [επιρρήτους είπεν ανθρώπους, τελώνας] 
καί ναύτας πονηροτάτους λέγων ο Κέλσος τούς αποστόλους 
'Ιησού, καί περί τούτου φήσομεν ότι έοικεν, ίνα μέν εγκαλέση 
τώ λόγω, πιστεύειν όπου θέλει τοίς γεγραμμένοις, ίνα δέ 
τήν εμφαινομένην θειότητα εν τοίς αυτοίς βιβλίοις απαγγελ-
λομένην μή παραδέξηται, απιστείν τοίς ευαγγελίοις: δέον 
τό φιλάληθες ιδόντα τών γραψάντων εκ τής περί τών χειρόνων 
αναγραφής πιστεύσαι καί περί τών θειοτέρων. [Γέγραπται 
δή εν τή Βαρνάβα καθολική επιστολή, όθεν ο Κέλσος λαβών 
τάχα είπεν είναι επιρρήτους καί πονηροτάτους τούς αποστό-
λους, ότι «'Εξελέξατο τούς ιδίους αποστόλους» 'Ιησούς, 
«όντας υπέρ πάσαν ανομίαν ανομωτέρους.» Καί εν τώ 
ευαγγελίω δέ τώ κατά Λουκάν φησι πρός τόν 'Ιησούν ο 
Πέτρος: «''Εξελθε απ' εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι, 
κύριε.» 'Αλλά καί ο Παύλος εν τή πρός Τιμόθεόν φησι, 
καί αυτός ύστερον γενόμενος απόστολος 'Ιησού, ότι «Πιστός 
ο λόγος», «ότι 'Ιησούς Χριστός ήλθεν εις τόν κόσμον 
αμαρτωλούς σώσαι, ών πρώτός ειμι εγώ.»]] Ουκ οίδα δ' 
όπως επελάθετο ή ουκ ενόησεν περί Παύλου τι ειπείν, τού 
μετά τόν 'Ιησούν τάς εν Χριστώ πήξαντος εκκλησίας. Εικός 
γάρ ότι εώρα δείσθαι αυτώ απολογίας τόν περί Παύλου 
λόγον, πώς διώξας τήν εκκλησίαν τού θεού καί πικρώς 
αγωνισάμενος κατά τών πιστευόντων, ως καί εις θάνατον 
παραδιδόναι εθέλειν τούς 'Ιησού μαθητάς, ύστερον επί 
τοσούτον μετεβάλετο, ως «από `Ιερουσαλήμ μέχρι τού 
'Ιλλυρικού πεπληρωκέναι τό ευαγγέλιον τού Χριστού» καί 
«φιλοτιμούμενον ευαγγελίζεσθαι», ώστε «μή επ' αλλότριον 
θεμέλιον» οικοδομείν, αλλ' όπου μηδέ τήν αρχήν εκηρύχθη 
τό εν Χριστώ ευαγγέλιον τού θεού. [[Τί ούν άτοπον βουλό-
μενον παραστήσαι τώ γένει τών ανθρώπων τόν 'Ιησούν, 
οπηλίκην έχει ψυχών ιατρικήν, τούς επιρρήτους καί πονηρο-
τάτους επιλέξασθαι καί τούτους προαγαγείν επί τοσούτον, 
ώστ' αυτούς παράδειγμα είναι ήθους καθαρωτάτου τοίς δι' 
αυτών προσαγομένοις τώ Χριστού ευαγγελίω; 
Ει δ' επί τώ προτέρω βίω ονειδίζειν μέλλοιμεν τοίς 
μεταβαλούσιν, ώρα καί Φαίδωνος ημάς κατηγορείν καί 
φιλοσοφήσαντος, επεί, ως η ιστορία φησίν, από 
στέγους αυτόν μετήγαγεν εις φιλόσοφον διατριβήν ο Σωκρά-
της. 'Αλλά καί τήν Πολέμωνος ασωτίαν, τού διαδεξαμένου 
Ξενοκράτην, ονειδίσομεν φιλοσοφία: δέον κακεί τούτ' 
αυτής αποδέξασθαι, ότι δεδύνηται ο εν τοίς πείσασι λόγος 
από τηλικούτων μεταστήσαι κακών τούς προκατειλημμένους 
εν αυτοίς. Καί παρά μέν ''Ελλησιν είς τις Φαίδων] καί 
ουκ οίδα ει δεύτερος καί είς Πολέμων μεταβαλόντες από 
ασώτου καί μοχθηροτάτου βίου εφιλοσόφησαν, [παρά δέ τώ 
'Ιησού ου μόνοι τότε οι δώδεκα αλλ' αεί καί πολλαπλασίους, 
οίτινες γενόμενοι σωφρόνων χορός λέγουσι περί τών προ-
τέρων: «'~Ημεν γάρ ποτε καί ημείς ανόητοι, απειθείς, 
πλανώμενοι, δουλεύοντες επιθυμίαις καί ηδοναίς ποικίλαις, 
εν κακία καί φθόνω διάγοντες, στυγητοί, μισούντες αλλήλους: 
ότε δέ η χρηστότης καί η φιλανθρωπία επεφάνη τού σωτήρος 
ημών θεού», «διά λουτρού παλιγγενεσίας καί ανακαινώσεως 
πνεύματος, ού εξέχεεν εφ' ημάς», τοιοίδε γεγόναμεν. 
«'Εξαπέστειλε» γάρ ο θεός «τόν λόγον αυτού καί ιάσατο 
αυτούς καί ερρύσατο αυτούς εκ τών διαφθορών αυτών», ως 
ο εν Ψαλμοίς προφητεύσας εδίδαξε.] Καί ταύτα δ' άν 
προσθείην τοίς λελεγμένοις, ότι [Χρύσιππος εν τώ περί 
παθών θεραπευτικώ πειράται υπέρ τού καταστείλαι τά εν 
ανθρώποις πάθη τών ψυχών, μή προσποιησάμενος ποίόν τι 
τής αληθείας εστί δόγμα, θεραπεύειν κατά τάς διαφόρους 
αιρέσεις τούς εν τοίς πάθεσι προκατειλημμένους] καί φησιν 
ότι, κάν ηδονή τέλος ή, ουτωσί θεραπευτέον τά πάθη: κάν 
τρία γένη τών αγαθών, ουδέν ήττον κατά τόν λόγον τούτον 
τών παθών ούτως απαλλακτέον τούς ενεχομένους αυτοίς. 
Οι δέ κατήγοροι τού χριστιανισμού ουχ ορώσιν, όσων πάθη 
καί όσων χύσις κακίας καταστέλλεται καί όσων άγρια ήθη 
ημερούται προφάσει τού λόγου. '~Ω έδει αυχούντας αυτούς τό 
κοινωνικόν [χάριτας ομολογείν, καινή μεθόδω πολλών κακών 
μεταστήσαντι τούς ανθρώπους], καί μαρτυρείν γε αυτώ ει 
καί μή αλήθειαν αλλά τό λυσιτελές τώ τών ανθρώπων γένει. 
'Επεί δέ [μή προπετείς διδάσκων τούς μαθητάς ο 
'Ιησούς έλεγεν αυτοίς τό: «'Εάν διώκωσιν υμάς εν τή 
πόλει ταύτη, φεύγετε εις τήν ετέραν: κάν εν τή ετέρα 
διώκωσι, πάλιν φεύγετε εις τήν άλλην]», καί διδάσκων 
παράδειγμα αυτοίς εγίνετο ευσταθούς βίου, [οικονομούντος 
μή εική μηδ' ακαίρως καί αλόγως ομόσε χωρείν τοίς 
κινδύνοις]: τούτο πάλιν κακουργών ο Κέλσος διαβάλλει, 
καί φησι πρός τόν 'Ιησούν ο παρ' αυτώ 'Ιουδαίος ότι μετά 
τών μαθητών τήδε κακείσε αποδιδράσκεις.] [''Ομοιον δέ ή 
πεποίηται κατά 'Ιησού [καί τών μαθητών διαβολή φήσομεν 
είναι καί τό περί 'Αριστοτέλους ιστορούμενον: ούτος γάρ 
ιδών συγκροτείσθαι μέλλον κατ' αυτού δικαστήριον ως κατά 
ασεβούς διά τινα δόγματα τής φιλοσοφίας αυτού, ά ενόμισαν 
είναι ασεβή 'Αθηναίοι, αναχωρήσας από τών 'Αθηνών εν 
Χαλκίδι τάς διατριβάς εποιήσατο, απολογησάμενος τοίς 
γνωρίμοις καί λέγων: «'Απίωμεν από τών 'Αθηνών, ίνα 
μή πρόφασιν δώμεν 'Αθηναίοις τού δεύτερον άγος αναλαβείν 
παραπλήσιον τώ κατά Σωκράτους, καί ίνα μή δεύτερον εις 
φιλοσοφίαν ασεβήσωσι.»] Φησί δέ τόν 'Ιησούν μετά τών 
μαθητών αισχρώς καί γλίσχρως] τάς τροφάς συλλέγοντα 
περιεληλυθέναι. Πόθεν λαβών, απαγγελλέτω, τό αισχρόν 
καί τό γλίσχρον τής συλλογής: [εν γάρ τοίς ευαγγελίοις 
«γυναίκές τινες», «τεθεραπευμέναι] από» τών «ασθενειών» 
αυτών, [εν αίς ήν καί «Σουσάννα», παρείχον τοίς μαθηταίς 
«εκ τών υπαρχόντων αυταίς» τροφάς. Τίς δέ τών φιλο-
σοφούντων καί ανακειμένων ωφελεία γνωρίμων ουκ απ' 
αυτών ελάμβανε τά πρός τάς χρείας;] '`Η εκείνοι μέν τούτο 
καθηκόντως εποίουν καί καλώς, επάν δ' οι 'Ιησού μαθηταί 
πράττωσιν αυτό, κατηγορούνται υπό Κέλσου ως αισχρώς 
καί γλίσχρως συλλέγοντες τάς τροφάς; 

'Επί δέ τούτοις εξής ο 'Ιουδαίος πρός τόν 'Ιησούν 
παρά τώ Κέλσω λέγει: [Τί δέ καί σε νήπιον έτι εχρήν [εις 
Αίγυπτον εκκομίζεσθαι, μή αποσφαγής; Θεόν γάρ ουκ 
εικός ήν περί θανάτου δεδιέναι.]] 'Αλλ' άγγελος μέν ήκεν εξ 
ουρανού, κελεύων σοι καί τοίς σοίς οικείοις φεύγειν, μή 
εγκαταλειφθέντες αποθάνητε. Φυλάσσειν δέ σε αυτόθι ο δύο 
ήδη διά σέ πεπομφώς αγγέλους, ο μέγας θεός τόν ίδιον 
υιόν, ουκ εδύνατο; Οίεται δ' ημάς <νομίζειν> εν τούτοις ο 
Κέλσος μή [θείόν τι είναι εν ανθρωπίνω σώματι καί ψυχή 
κατά τόν 'Ιησούν], αλλά καί τό σώμα αυτού τοιούτον 
γεγονέναι, οποίον `Ομήρου μύθοι εισάγουσι. Παίζων γούν 
τό επί τώ σταυρώ προχυθέν αίμα τού 'Ιησού φησιν ότι ουκ ήν 
ιχώρ, οίός περ τε ρέει μακάρεσσι θεοίσιν. 
[`Ημείς δ' αυτώ πιστεύοντες 'Ιησού [περί μέν τής εν αυτώ 
θειότητος] λέγοντι: [«'Εγώ ειμι η οδός καί η αλήθεια καί 
η ζωή»], καί εί τι τούτοις παραπλήσιον, [περί δέ τού, 
ότι εν ανθρωπίνω σώματι ήν], ταύτα φάσκοντι: [«Νύν δέ 
με ζητείτε αποκτείναι, άνθρωπον, ός τήν αλήθειαν υμίν 
λελάληκα», σύνθετόν τι χρήμά φαμεν αυτόν γεγονέναι.] 
Καί εχρήν τόν προνοούμενον τής ως ανθρώπου εαυτού εις 
τόν βίον επιδημίας μή ακαίρως ομόσε χωρείν τώ έως 
θανάτου κινδύνω. Ούτως δέ έδει αυτόν καί υπό τών ανατρε-
φόντων άγεσθαι, υπό θείου αγγέλου οικονομουμένων]: 
πρότερον μέν λέγοντος τού χρηματίζοντος: «'Ιωσήφ υιός 
Δαυίδ, μή φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ τήν γυναίκά σου: 
τό γάρ εν αυτή γεννηθέν εκ πνεύματος αγίου εστί», 
δεύτερον δέ: «'Εγερθείς παράλαβε τό παιδίον καί τήν 
μητέρα αυτού, καί φεύγε εις Αίγυπτον, καί ίσθι εκεί έως 
άν είπω σοι: μέλλει γάρ `Ηρώδης ζητείν τό παιδίον τού 
απολέσαι αυτό.» 'Εν τούτοις δ' ουδέ πάνυ παράδοξόν μοι 
φαίνεται τό αναγεγραμμένον. ''Οναρ γάρ τώ 'Ιωσήφ καθ' 
εκάτερον τόπον τής γραφής λέγεται άγγελος ταύτ' ειρηκέναι: 
[τό δέ όναρ δηλούσθαί τισι τάδε ποιείν καί άλλοις πλείοσι 
συμβαίνει, είτ' αγγέλου είθ' ουτινοσούν φαντασιούντος τήν 
ψυχήν.] [Τί ούν άτοπον τόν άπαξ ενανθρωπήσαντα καί κατ' 
ανθρωπίνην αγωγήν οικονομείσθαι πρός τό εκκλίνειν κινδύ-
νους, ου τώ άλλως αδύνατον είναι τό τοιούτον γενέσθαι αλλά 
τώ δείν τό εγχωρούν οδώ καί τάξει περί τής σωτηρίας τού 
'Ιησού ωκονομήσθαι; Καί βέλτιόν γε ήν υπεκστήναι τό 
παιδίον 'Ιησούν τήν `Ηρώδου επιβουλήν καί αποδημήσαι 
μετά τών τρεφόντων αυτό «εις Αίγυπτον» «έως τής 
τελευτής» τού επιβουλεύοντος, ή τήν περί τού 'Ιησού 
πρόνοιαν κωλύειν τό εφ' ημίν `Ηρώδου αναιρείν τό παιδίον 
θέλοντος ή τήν λεγομένην παρά τοίς ποιηταίς «''Αϊδος 
κυνέην» ή τι παραπλήσιον ποιείν είναι περί τόν 'Ιησούν ή 
πατάξαι ομοίως τοίς εν Σοδόμοις τούς ήκοντας επί τήν 
αναίρεσιν αυτού. Τό γάρ πάνυ παράδοξον τής επ' αυτόν 
βοηθείας καί επί πλέον εμφανές ουκ ήν χρήσιμον τώ βού-
λεσθαι αυτόν διδάξαι ως άνθρωπον μαρτυρούμενον υπό τού 
θεού έχειν τι θειότερον εν τώ βλεπομένω ανθρώπω: όπερ 
ήν ο κυρίως υιός θεού, θεός λόγος, θεού δύναμις καί θεού 
σοφία, ο καλούμενος Χριστός. Ου καιρός δέ νύν τά περί τού 
συνθέτου, καί εξ ών συνέκειτο ο ενανθρωπήσας 'Ιησούς, 
διηγήσασθαι, ούσης τινός καί, ίν' ούτως ονομάσω, οικείας 
ζητήσεως τοίς πιστεύουσιν εις τόν τόπον.] 
Μετά ταύτά φησιν ο παρά τώ Κέλσω 'Ιουδαίος ως 
φιλομαθής τις ''Ελλην καί τά `Ελλήνων πεπαιδευμένος ότι 
[οι μέν παλαιοί μύθοι Περσεί καί 'Αμφίονι καί Αιακώ καί 
Μίνωϊ θείαν σποράν νείμαντες -- ουδ' αυτοίς επιστεύσαμεν -- ] 
όμως επέδειξαν αυτών έργα μεγάλα καί θαυμαστά αληθώς 
τε υπέρ άνθρωπον, ίνα μή απίθανοι δοκώσι: σύ δέ δή, τί 
καλόν ή θαυμάσιον έργω ή λόγω πεποίηκας; `Ημίν ουδέν 
επεδείξω, καίτοι προκαλουμένων εν τώ ιερώ σε παρασχέσθαι 
τι εναργές γνώρισμα, ως είης ο τού θεού παίς. Πρός τούτο 
δέ λεκτέον ότι δεικνύτωσαν ημίν ''Ελληνες τών κατειλεγμένων 
τινός βιωφελές <καί> λαμπρόν καί παρατείναν επί τάς 
ύστερον γενεάς καί τηλικούτον έργον, ως εμποιείν πιθανότητα 
τώ περί αυτών μύθω, λέγοντι από θείας αυτούς γεγονέναι 
σποράς. 'Αλλά γάρ ουδέν δείξουσιν ουδέ μακρώ ελάττω περί 
ούς ανέγραψεν άνδρας ών παρέστησεν ο 'Ιησούς. 'Εάν άρα 
μή επί μύθους ανάγωσιν ημάς ''Ελληνες καί τάς παρ' αυτοίς 
ιστορίας, θέλοντες ημάς μέν εκείνοις αλόγως πιστεύειν 
τούτοις δέ καί μετά πολλήν ενάργειαν απιστείν: αυτοί φαμεν 
ούν ότι τού 'Ιησού τό έργον η πάσα έχει ανθρώπων οικουμένη, 
ή καροικούσιν αι τού θεού διά 'Ιησού εκκλησίαι τών μετα-
βαλόντων από μυρίων όσων κακών. Καί έτι γε τό όνομα 
τού 'Ιησού εκστάσεις μέν διανοίας ανθρώπων αφίστησι καί 
δαίμονας ήδη δέ καί νόσους, εμποιεί δέ θαυμασίαν τινά 
πραότητα καί καταστολήν τού ήθους καί φιλανθρωπίαν καί 
χρηστότητα καί ημερότητα εν τοίς μή διά τά βιωτικά ή 
τινας χρείας ανθρωπικάς υποκριναμένοις αλλά παραδεξα-
μένοις γνησίως τόν περί θεού καί Χριστού καί τής εσομένης 
κρίσεως λόγον. 
`Εξής δέ τούτοις ο Κέλσος υπιδόμενος τά επιδειχθη-
σόμενα υπό τού 'Ιησού γεγενημένα μεγάλα, περί ών ολίγα 
από πολλών ειρήκαμεν, προσποιείται συγχωρείν αληθή 
είναι όσα περί θεραπειών ή αναστάσεως ή περί άρτων ολίγων 
θρεψάντων πολλούς αναγέγραπται, αφ' ών λείψανα πολλά 
καταλέλειπται, ή όσα άλλα οίεται τερατευσαμένους τούς 
μαθητάς ιστορηκέναι, καί επιφέρει αυτοίς: Φέρε πιστεύ-
σωμεν είναί σοι ταύτ' ειργασμένα. Καί ευθέως κοινοποιεί 
αυτά πρός τά έργα τών γοήτων, ως υπισχνουμένων θαυμα-
σιώτερα, καί πρός τά υπό τών μαθόντων από Αιγυπτίων 
επιτελούμενα, εν μέσαις αγοραίς ολίγων οβολών αποδιδο-
μένων τά σεμνά μαθήματα καί δαίμονας από ανθρώπων 
εξελαυνόντων [καί νόσους αποφυσώντων] καί ψυχάς ηρώων 
ανακαλούντων δείπνά τε πολυτελή καί τραπέζας καί πέμματα 
καί όψα τά ουκ όντα δεικνύντων καί ως ζώα κινούντων ουκ 
αληθώς όντα ζώα αλλά μέχρι φαντασίας φαινόμενα τοιαύτα, 
καί φησιν: '~Αρ' επεί ταύτα ποιούσιν εκείνοι, δεήσει ημάς 
αυτούς ηγείσθαι υιούς είναι θεού; '`Η λεκτέον αυτά επιτη-
δεύματα είναι ανθρώπων πονηρών καί κακοδαιμόνων; 
[`Οράς ούν ως διά τούτων οιονεί παραδέχεται μαγείαν 
είναι, ουκ οίδα ει ο αυτός ών τώ γράψαντι κατά μαγείας 
βιβλία πλείονα: πλήν ως χρήσιμον αυτώ εις τά προκείμενα 
τοίς από μαγείας ομοιοί τά περί 'Ιησού ιστορούμενα.] Καί 
ήν άν όμοια, ει μέχρι αποδείξεως ομοίως τοίς μαγγανεύουσιν 
έφθανεν δείξας: νυνί δέ [ουδείς μέν τών γοήτων δι' ών 
ποιεί επί τήν τών ηθών επανόρθωσιν καλεί τούς θεασαμένους 
ουδέ φόβω θεού παιδαγωγεί τούς καταπλαγέντας τά θεάματα] 
ουδέ πειράται πείθειν ούτω ζήν τούς ιδόντας, ως δικαιωθη-
σομένους υπό θεού: καί ουδέν τούτων ποιούσι γόητες, 
επειδή ου δύνανται ή μηδέ βούλονται μηδέ θέλουσι πραγμα-
τεύσασθαι τά περί τής τών ανθρώπων διορθώσεως, άτε καί 
αυτοί πλήρεις όντες αισχίστων καί επιρρητοτάτων αμαρτη-
μάτων: ο δέ δι' ών εποίει παραδόξων επί τήν τών ηθών 
επανόρθωσιν τούς θεωρούντας τά γινόμενα καλών, πώς ουκ 
εικός ότι παρείχεν εαυτόν ου μόνον τοίς γνησίοις αυτού 
μαθηταίς αλλά καί τοίς λοιποίς παράδειγμα αρίστου βίου; 
''Ινα καί οι μαθηταί προτραπώσιν επί τό διδάσκειν κατά τό 
τού θεού βούλημα τούς ανθρώπους, καί οι λοιποί ου πλέον 
διδαχθέντες από τού λόγου ή καί τού ήθους καί τών παραδό-
ξων, ως χρή βιούν, πάντα πράττωσι κατ' αναφοράν τού 
αρέσκειν τώ επί πάσι θεώ. Ει δέ τοιούτος ήν ο τού 'Ιησού 
βίος, πώς ευλόγως άν τις αυτόν τή προαιρέσει τών γοήτων 
παραβάλοι καί μή κατ' επαγγελίαν τού <θεού> θεόν είναι 
πιστεύοι εν ανθρωπίνω φανέντα σώματι επ' ευεργεσία τού 
γένους ημών;

Επιστροφή στα περιεχόμενα   -  |  -   Συνέχεια