[Χαλεπόν γάρ φιλονεικία καί πρόληψις πρός τό
ποιήσαι καί τοίς εναργέσιν αντιβλέψαι, ίνα μή καταλείψωσι
δόγματα δευσοποιήσαντα, οίς συνήθεις εγένοντό πως, καί
ποιώσαντα αυτών τήν ψυχήν.] Καί ευχερέστερόν γε άνθρωπος
τάς περί άλλα συνηθείας, κάν δυσαποσπάστως αυτών έχη,
καταλείψαι άν ή τάς περί τά δόγματα. Πλήν ουδ' εκείνα
ευχερώς οι συνήθεις παρορώσιν: ούτως ουδ' οικίας ουδέ
πόλεις ή κώμας ουδέ συνήθεις ανθρώπους ευχερώς βούλονται
καταλιπείν οι προκαταληφθέντες αυτοίς. [Τούτ' ούν αίτιον
γεγένηται καί 'Ιουδαίων πολλοίς τότε τού <μή δύνασθαι>
αντιβλέψαι ταίς εναργείαις τών τε προφητειών καί τών
τεραστίων, ών εποίησε καί πεπονθέναι αναγέγραπται ο
'Ιησούς. ''Οτι δέ τοιούτόν τι πέπονθεν η ανθρωπίνη φύσις,
δήλον έσται τοίς κατανοούσιν ότι οι άπαξ προκαταληφθέντες
καί εν αισχίσταις καί εικαίαις παραδόσεσι πατέρων καί
πολιτών ουκ ευχερώς μετατίθενται]: ου ταχέως γούν
Αιγύπτιον πείσαι άν τις καταφρονήσαι ών εκ πατέρων
παρείληφεν, ώστε μή νομίσαι θεόν τόδε τό άλογον ζώον
ή μέχρι θανάτου φυλάξασθαι από τούδε τού ζώου κρεών
γεύσασθαι. Ει καί επί πλείον ούν τόν τοιούτον λόγον εξετά-
ζοντες τά περί Βηθλεέμ καί τής περί αυτής προφητείας
διεξεληλύθαμεν, νομίζομεν αναγκαίως τούτο πεποιηκέναι,
απολογούμενοι πρός τούς φήσαντας άν ότι, [ει ούτως εναργείς
ήσαν αι περί τού 'Ιησού παρά 'Ιουδαίοις προφητείαι, τί δή
ποτε ελθόντος αυτού ου συγκατέθεντο τή διδασκαλία αυτού
καί μετέθεντο επί τά υπό τού 'Ιησού δεικνύμενα κρείττονα.
Μηδείς δ' ημών τοίς πιστεύουσι τό παραπλήσιον ονειδιζέτω,
ορών ότι ουκ ευκαταφρόνητοι λόγοι υπό τών μεμαθηκότων
αυτούς πρεσβεύειν φέρονται περί τής εις τόν 'Ιησούν πίστεως.
Ει δέ καί δευτέρας προφητείας εναργούς] ημίν είναι
φαινομένης [περί τού 'Ιησού χρεία εστίν, εκθησόμεθα τήν
αναγραφείσαν πρό πλείστων όσων ετών τής 'Ιησού επιδημίας
υπό Μωϋσέως, φήσαντος τόν 'Ιακώβ απαλλασσόμενον τού
βίου πεπροφητευκέναι εκάστω τών υιών καί τώ 'Ιούδα
ειρηκέναι μετά καί άλλων τό: «Ουκ εκλείψει άρχων εξ
'Ιούδα καί ηγούμενος εκ τών μηρών αυτού, έως άν έλθη τά
αποκείμενα αυτώ.»] 'Εντυγχάνων δέ τις [τή προφητεία
ταύτη,] κατά μέν τό αληθές [πολλώ πρεσβυτέρα] τυγχανούση
Μωϋσέως, ως δ' άν υπονοήσαι τις τών ου πιστών, υπό
Μωϋσέως λεχθείση, θαυμάσαι άν, πώς Μωϋσής δεδύνηται
προειπείν ότι οι τών 'Ιουδαίων βασιλεύοντες, δώδεκα ουσών
φυλών εν αυτοίς, από τής 'Ιούδα φυλής γεννηθέντες άρξουσι
τού λαού: διό καί ο πάς λαός 'Ιουδαίοι ονομάζονται, τής
βασιλευούσης φυλής όντες επώνυμοι. Καί δεύτερον δ' άν
θαυμάσαι τήν προφητείαν ο ευγνωμόνως αυτή εντυγχάνων,
τίνα τρόπον [ειπών από τής 'Ιούδα φυλής έσεσθαι τούς
άρχοντας καί ηγουμένους τού λαού έστησε καί τό τέλος τής
αρχής αυτής ειπών ουκ εκλείψειν άρχοντα «εξ 'Ιούδα»
καί ηγούμενον «εκ τών μηρών αυτού, έως άν έλθη τά
αποκείμενα αυτώ, καί αυτός προσδοκία εθνών». '~Ηλθε γάρ
ώ εστι «τά αποκείμενα», ο Χριστός τού θεού, «ο άρχων»
τών επαγγελιών τού θεού]: καί σαφώς γέγονεν ούτος μόνος
παρά τούς πρό αυτού πάντας, θαρρών δ' άν είποιμι καί τούς
μετ' αυτόν, «προσδοκία εθνών»: από γάρ πάντων τών εθνών
πεπιστεύκασι τώ θεώ δι' αυτού, καί κατά τό ειρημένον
υπό τού `Ησαΐου επί τώ ονόματι αυτού έθνη ήλπισαν
ειπόντος: «'Επί τώ ονόματι αυτού έθνη ελπιούσιν.» Ούτος
δέ καί είπε «τοίς εν δεσμοίς», καθό «σειραίς τών εαυτού
αμαρτιών έκαστος σφίγγεται», τό «'Εξέλθατε» καί τοίς
εν τή αγνοία τό εις φώς ήκειν, καί τούτων ούτω προφητευ-
θέντων: «Καί έδωκά σε εις διαθήκην εθνών τού καταστήσαι
τήν γήν καί κληρονομήσαι κληρονομίαν ερήμου, λέγοντα
τοίς εν δεσμοίς εξέλθατε, καί τοίς εν σκότει ανακαλυφθήναι.»
[Καί έστιν ιδείν επί τή τούτου παρουσία] διά τούς πανταχού
τής οικουμένης απλούστερον πιστεύοντας [πληρούμενον τό
«Καί εν πάσαις ταίς οδοίς βοσκηθήσονται, καί εν πάσαις
ταίς τρίβοις η νομή αυτών.» |
'Επεί δέ ο επαγγελλόμενος ειδέναι τά τού λόγου
πάντα Κέλσος ονειδίζει τώ σωτήρι επί τώ πάθει ως μή
βοηθηθέντι υπό τού πατρός ή μή δυνηθέντι εαυτώ βοηθήσαι,
παραθετέον ότι τό πάθος αυτού επροφητεύετο μετά τής αιτίας,
ότι χρήσιμον ήν ανθρώποις τό εκείνον υπέρ αυτών αποθανείν
καί μώλωπα τόν επί τώ καταδεδικάσθαι παθείν. Προείρητο
δέ καί ότι «συνήσουσιν» αυτόν οι από τών εθνών, παρ'
οίς ου γεγόνασιν οι προφήται, καί λέλεκτο ότι «είδος
άτιμον» εν ανθρώποις φαινόμενον έχων οφθήσεται. Ούτω
δ' έχει η λέξις: «'Ιδού συνήσει ο παίς μου, καί υψωθήσεται
καί δοξασθήσεται καί μετεωρισθήσεται σφόδρα. '`Ον τρόπον
εκστήσονται επί σέ πολλοί, ούτως αδοξήσει από ανθρώπων
τό είδός σου, καί η δόξα σου από τών ανθρώπων. Ούτως
θαυμάσονται έθνη πολλά επ' αυτώ, καί συνέξουσι βασιλείς
τό στόμα αυτών: ότι οίς ουκ ανηγγέλη περί αυτού όψονται,
καί οί ουκ ακηκόασι συνήσουσι. Κύριε, τίς επίστευσε τή
ακοή ημών; Καί ο βραχίων κυρίου τίνι απεκαλύφθη;
'Ανηγγείλαμεν ως παιδίον εναντίον αυτού, ως ρίζα εν γή
διψώση: ουκ έστιν είδος αυτώ ουδέ δόξα. Καί είδομεν
αυτόν, καί ουκ είχεν είδος ουδέ κάλλος, αλλά τό είδος αυτού
άτιμον καί εκλείπον παρά πάντας ανθρώπους: άνθρωπος
εν πληγή ών καί ειδώς φέρειν μαλακίαν, ότι απέστραπται τό
πρόσωπον αυτού, ητιμάσθη καί ουκ ελογίσθη. Ούτος τάς
αμαρτίας ημών φέρει καί περί ημών οδυνάται, καί ημείς
ελογισάμεθα αυτόν είναι εν πόνω καί εν πληγή καί εν
κακώσει. Αυτός δέ ετραυματίσθη διά τάς αμαρτίας ημών,
καί μεμαλάκισται διά τάς ανομίας ημών: παιδεία ειρήνης
ημών επ' αυτόν, τώ μώλωπι αυτού ημείς ιάθημεν. Πάντες
ως πρόβατα επλανήθημεν, άνθρωπος τή οδώ αυτού επλανήθη:
καί κύριος παρέδωκεν αυτόν ταίς αμαρτίαις ημών, καί
αυτός διά τό κεκακώσθαι ουκ ανοίγει τό στόμα αυτού:
<ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη, καί ως αμνός εναντίον τού
κείροντος άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει τό στόμα αυτού.>
'Εν τή ταπεινώσει αυτού η κρίσις αυτού ήρθη: τήν γενεάν
αυτού τίς διηγήσεται; ''Οτι αίρεται από τής γής η ζωή
αυτού, από τών ανομιών τού λαού μου ήχθη εις θάνατον.»
Μέμνημαι δέ ποτε έν τινι πρός τούς λεγομένους παρά
'Ιουδαίοις σοφούς ζητήσει ταίς προφητείαις ταύταις χρησά-
μενος, εφ' οίς έλεγεν ο 'Ιουδαίος ταύτα πεπροφητεύσθαι
ως περί ενός τού όλου λαού, καί γενομένου εν τή διασπορά
καί πληγέντος, ίνα πολλοί προσήλυτοι γένωνται τή προφάσει
τού επεσπάρθαι 'Ιουδαίους τοίς λοιποίς έθνεσι. Καί ούτω
διηγείτο τό «'Αδοξήσει από ανθρώπων τό είδός σου» καί
τό «Οίς ουκ ανηγγέλη περί αυτού όψονται» καί τό «''Ανθρω-
πος εν πληγή ών.» Πολλά μέν ούν τότ' εν τή ζητήσει
λέλεκται τά ελέγχοντα ότι περί τινος ενός ταύτα προφη-
τευόμενα ουκ ευλόγως εκείνοι ανάγουσιν επί όλον τόν] λαόν.
'Επυνθανόμην δέ, τίνος άν είη πρόσωπον τό λέγον: «Ούτος
τάς αμαρτίας ημών φέρει καί περί ημών οδυνάται» καί τό:
«Αυτός δέ ετραυματίσθη διά τάς αμαρτίας ημών, καί
μεμαλάκισται διά τάς ανομίας ημών», καί τίνος πρόσωπον
ήν τό φάσκον: «Τώ μώλωπι αυτού ημείς ιάθημεν.»
Σαφώς γάρ οι εν ταίς αμαρτίαις γενόμενοι καί ιαθέντες εκ
τού τόν σωτήρα πεπονθέναι, είτ' από τού λαού εκείνου
είτε καί οι από τών εθνών, [ταύτα λέγουσι παρά τώ προφήτη
προεωρακότι καί από τού αγίου πνεύματος ταύτα προσω-
ποποιήσαντι. Μάλιστα δ' εδόξαμεν θλίβειν από τής φασκούσης
λέξεως τό: «'Από τών ανομιών τού λαού μου ήχθη εις
θάνατον.» Ει γάρ ο λαός κατ' εκείνους εισίν οι προφητευό-
μενοι, πώς «από τών ανομιών τού λαού» τού θεού λέγεται
ήχθαι «εις θάνατον» ούτος, ει μή έτερος ών παρά τόν λαόν
τού θεού; Τίς δ' ούτος, ει μή 'Ιησούς Χριστός, ού «τώ
μώλωπι» «ιάθημεν» οι εις αυτόν πιστεύοντες, απεκδυσα-
μένου «τάς» εν ημίν «αρχάς καί εξουσίας» καί «παρρη-
σία» δειγματίσαντος αυτάς εν τώ ξύλω.] ''Εκαστον δέ
τών εν τή προφητεία σαφηνίσαι καί μηδέν αβασάνιστον
αυτών παραλιπείν άλλου καιρού εστι. Καί ταύτα δ' επί
πλείον είρηται, ως νομίζω, αναγκαίως διά τήν εκκειμένην
τού παρά τώ Κέλσω 'Ιουδαίου λέξιν.
[''Ελαθε δέ τόν Κέλσον καί τόν παρ' αυτώ 'Ιουδαίον]
καί πάντας, όσοι τώ 'Ιησού μή πεπιστεύκασιν, [ότι αι
προφητείαι δύο λέγουσιν είναι τάς Χριστού επιδημίας, τήν
μέν προτέραν ανθρωποπαθεστέραν καί ταπεινοτέραν, ίνα
σύν ανθρώποις ών ο Χριστός διδάξη τήν φέρουσαν πρός
θεόν οδόν καί μηδενί τών εν τώ βίω τών ανθρώπων απολογίας
καταλίπη τόπον ως ουκ εγνωκότι περί τής εσομένης κρίσεως,
τήν δ' ετέραν ένδοξον καί μόνον θειοτέραν, ουδέν επιπε-
πλεγμένον τή θειότητι έχουσαν ανθρωποπαθές.] Παραθέσθαι
δέ καί τάς προφητείας πολύ άν είη: αρκεί δ' επί τού παρόντος
τό από τού τεσσαρακοστού καί τετάρτου ψαλμού, [ός καί
επιγέγραπται πρός άλλοις είναι καί «'Ωδή υπέρ τού
αγαπητού», ένθα καί θεός ανηγόρευται σαφώς διά τούτων:
«'Εξεχύθη η χάρις εν χείλεσι σου: διά τούτο ευλόγησέ σε
ο θεός εις τόν αιώνα. Περίζωσαι τήν ρομφαίαν σου επί τόν
μηρόν σου, δυνατέ τή ωραιότητί σου καί τώ κάλλει σου,
καί έντεινον καί κατευοδού καί βασίλευε ένεκεν αληθείας
καί πραότητος καί δικαιοσύνης, καί οδηγήσει σε θαυμαστώς
η δεξιά] σου. Τά βέλη σου ηκονημένα, δυνατέ, [λαοί υποκάτω
σου πεσούνται εν καρδία τών εχθρών τού βασιλέως.»
Πρόσχες δ' επιμελώς τοίς εξής, ένθα θεός είρηται: «`Ο
θρόνος σου», γάρ φησιν, «ο θεός, εις τόν αιώνα τού αιώνος,
ράβδος ευθύτητος η ράβδος τής βασιλείας σου. 'Ηγάπησας
δικαιοσύνην καί εμίσησας ανομίαν: διά τούτο έχρισέ σε ο
θεός ο θεός σου έλαιον αγαλλιάσεως παρά τούς μετόχους
σου.» Καί κατανόει ότι θεώ ομιλών ο προφήτης, ού
«ο θρόνος» εστίν «εις τόν αιώνα τού αιώνος», καί «ράβδος
ευθύτητος η ράβδος τής βασιλείας» αυτού, τούτον τόν θεόν
φησι κεχρίσθαι υπό τού θεού, ός ήν αυτού θεός: κεχρίσθαι
δέ, επεί «παρά τούς μετόχους» αυτού ούτος ηγάπησε
«δικαιοσύνην» καί εμίσησεν «ανομίαν». Καί μέμνημαί
γε πάνυ θλίψας τόν 'Ιουδαίον νομιζόμενον σοφόν εκ τής
λέξεως ταύτης: ός πρός αυτήν απορών ειπείν τά τώ εαυτού
ιουδαϊσμώ ακόλουθα, είπε πρός μέν τόν τών όλων θεόν
ειρήσθαι τό «`Ο θρόνος σου, ο θεός, εις τόν αιώνα τού
αιώνος, ράβδος ευθύτητος η ράβδος τής βασιλείας σου»,
πρός δέ τόν Χριστόν τό «'Ηγάπησας δικαιοσύνην καί
εμίσησας ανομίαν: διά τούτο έχρισέ σε ο θεός ο θεός σου»
καί τά εξής.] |
''Ετι δέ πρός τόν σωτήρα αυτώ ο 'Ιουδαίός φησιν
ότι, ει τούτο λέγεις, ότι πάς άνθρωπος κατά θείαν
πρόνοιαν γεγονώς υιός εστι θεού, τί άν σύ άλλου διαφέροις;
Πρός όν ερούμεν ότι πάς μέν ο, ως ο Παύλος ωνόμασε,
μηκέτι υπό φόβου παιδαγωγούμενος αλλά δι' αυτό τό καλόν
αιρούμενος υιός εστι θεού: ούτος δέ πολλώ καί μακρώ
διαφέρει παντός τού διά τήν αρετήν χρηματίζοντος υιού
τού θεού, όστις ωσπερεί πηγή τις καί αρχή τών τοιούτων
τυγχάνει. `Η δέ τού Παύλου λέξις ούτως έχει: [«Ου γάρ
ελάβετε πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον, αλλ' ελάβετε
πνεύμα υιοθεσίας, εν ώ κράζομεν: 'Αββά ο πατήρ.»] Τινές
δέ καί ελέγξουσιν, ώς φησιν ο παρά Κέλσω 'Ιουδαίος,
μυρίοι τόν 'Ιησούν φάσκοντες περί εαυτών ταύτα ειρήσθαι,
άπερ περί εκείνου επροφητεύετο. Ουκ οίδαμεν ούν ει ο
Κέλσος ηπίστατό τινας επιδημήσαντας τώ βίω καί τό
παραπλήσιον βουληθέντας ποιείν τώ 'Ιησού καί θεού υιούς
αυτούς αναγορεύειν ή θεού δύναμιν. 'Επεί δέ φιλαλήθως τά
κατά τούς τόπους εξετάζομεν, ερούμεν ότι [Θευδάς πρό τής
γενέσεως 'Ιησού γέγονέ τις παρά 'Ιουδαίοις «μέγαν
τινά εαυτόν» λέγων: ού αποθανόντος οι απατηθέντες
υπ' αυτού διεσκεδάσθησαν. Καί μετ' εκείνον «εν ταίς τής
απογραφής ημέραις», ότ' έοικε γεγεννήσθαι ο 'Ιησούς,
'Ιούδας τις Γαλιλαίος πολλούς εαυτώ συναπέστησεν από
τού λαού τών 'Ιουδαίων] ως σοφός καί καινοτομών τινα:
ού καί αυτού δίκας τίσαντος η διδασκαλία καθηρέθη πάνυ
εν ολίγοις καί ελαχίστοις μείνασα. [Καί μετά τούς 'Ιησού
δέ χρόνους ηθέλησε καί ο Σαμαρεύς Δοσίθεος πείσαι Σαμα-
ρείς ότι αυτός είη ο προφητευόμενος υπό Μωϋσέως Χριστός],
καί έδοξέ τινων τή εαυτού διδασκαλία κεκρατηκέναι. 'Αλλά
τό ειρημένον πάνυ σοφώς υπό τού [εν ταίς Πράξεσι τών
αποστόλων αναγεγραμμένου Γαμαλιήλ] ουκ άλογον παρα-
θέμενον δείξαι, [πώς εκείνοι μέν αλλότριοι τής επαγγελίας
ήσαν], ούτε υιοί θεού ούτε δυνάμεις όντες αυτού, ο δέ Χριστός
ο 'Ιησούς αληθώς ήν υιός θεού. Είπε δ' εκεί ο Γαμαλιήλ:
«''Οτι [εάν ή εξ ανθρώπων η βουλή αύτη καί ο λόγος
ούτος, καταλυθήσεται», ως καί τά εκείνων κατελύθη
αποθανόντων: «'Εάν δέ ή εκ θεού, ου δυνήσεσθε καταλύσαι
τήν τούτου διδασκαλίαν, μή ποτε καί θεομάχοι ευρεθήτε.»
'Ηθέλησε δέ καί Σίμων ο Σαμαρεύς μάγος] τή μαγεία
υφελέσθαι τινάς. Καί τότε μέν ηπάτησε, νυνί δέ τούς πάντας
[εν τή οικουμένη ουκ έστι Σιμωνιανούς ευρείν τόν αριθμόν
οίμαι τριάκοντα], καί τάχα πλείονας είπον τών όντων.
[Εισί δέ περί τήν Παλαιστίνην σφόδρα ελάχιστοι]: τής δέ
λοιπής οικουμένης ουδαμού τό όνομα αυτού, καθ' ήν ηθέλησε
δόξαν περί εαυτού διασκεδάσαι. Παρά γάρ οίς φέρεται, εκ
τών Πράξεων τών αποστόλων φέρεται: Χριστιανοί δ'
εισίν οι ταύτα περί αυτού λέγοντες, καί η ενάργεια εμαρ-
τύρησεν ότι ουδέν θείον ο Σίμων ήν.
Μετά ταύτα [ο] παρά τώ Κέλσω ['Ιουδαίος αντί τών
εν τώ ευαγγελίω μάγων Χαλδαίους φησίν] υπό τού 'Ιησού
λελέχθαι [κινηθέντας επί τή γενέσει αυτού εληλυθέναι,
προσκυνήσοντας αυτόν] έτι νήπιον ως θεόν: καί `Ηρώδη
τώ τετράρχη τούτο δεδηλωκέναι: τόν δέ πέμψαντα
αποκτείναι τούς εν τώ αυτώ χρόνω γεγεννημένους, οιόμενον
καί τούτον ανελείν σύν αυτοίς, μή πως τόν αυτάρκη επιβιώσας
χρόνον βασιλεύση. ''Ορα ούν εν τούτω τό παράκουσμα τού
[ου διακρίναντος μάγους Χαλδαίων μηδέ τάς επαγγελίας
διαφόρους ούσας αυτών θεωρήσαντος] καί διά τούτο κατα-
ψευσαμένου τής ευαγγελικής γραφής. Ουκ οίδα δ' όπως
[καί τό κινήσαν τούς μάγους σεσιώπηκε] καί ουκ είπεν
αυτό είναι «αστέρα» οφθέντα υπ' αυτών «εν τή ανατολή»
κατά τό γεγραμμένον. ''Ιδωμεν ούν καί πρός ταύτα τί
[λεκτέον. Τόν οφθέντα «αστέρα εν τή ανατολή» καινόν
είναι νομίζομεν καί μηδενί τών συνήθων παραπλήσιον, ούτε
τών εν τή απλανεί ούτε τών εν ταίς κατωτέρω σφαίραις,
αλλά τώ γένει τοιούτον γεγονέναι, οποίοι κατά καιρόν
γινόμενοι κομήται ή δοκίδες ή πωγωνίαι ή πίθοι] ή όπως
ποτέ φίλον ''Ελλησιν ονομάζειν τάς διαφοράς αυτών. Κατα-
σκευάζομεν δέ τούτον τόν τρόπον τό τοιούτον.
'Επί μεγάλοις [τετήρηται] πράγμασι καί μεγίσταις
μεταβολαίς τών επί γής ανατέλλειν [τούς τοιούτους αστέρας],
σημαίνοντας ή μεταστάσεις βασιλειών ή πολέμους ή όσα
δύναται εν ανθρώποις συμβήναι, [σείσαι τά επί γής] δυνάμενα.
['Ανέγνωμεν δ' εν τώ περί κομητών Χαιρήμονος τού στωϊκού
συγγράμματι, τίνα τρόπον έσθ' ότε καί επί χρηστοίς εσομένοις
κομήται ανέτειλαν], καί εκτίθεται τήν περί τούτων ιστορίαν.
[Είπερ ούν επί βασιλείαις καιναίς ή άλλοις μεγάλοις συμπ-
τώμασιν επί γής ανατέλλει ο καλούμενος κομήτης ή τις τών
παραπλησίων αστήρ, τί θαυμαστόν επί τή γενέσει τού
καινοτομείν μέλλοντος εν τώ γένει τών ανθρώπων καί
διδασκαλίαν επεισάγειν ου μόνον 'Ιουδαίοις αλλά καί ''Ελλησι
πολλοίς δέ καί τοίς βαρβάρων έθνεσιν αστέρα ανατεταλκέναι;]
'Εγώ δ' είποιμ' άν ότι [περί μέν τών κομητών ουδεμία
προφητεία φέρεται], ως ότι κατά τήνδε τήν βασιλείαν ή
τούσδε τούς χρόνους ανατελεί τοιόσδε κομήτης: [περί δέ
τού επί τή γενέσει τού 'Ιησού ανατείλαντος επροφήτευσε
Βαλαάμ λέγων, ως ανέγραψε Μωϋσής: «'Ανατελεί άστρον
εξ 'Ιακώβ, καί αναστήσεται άνθρωπος εξ 'Ισραήλ.»] Ει δέ
δεήσει [καί τά περί τών μάγων αναγραφέντα] επί τή γενέσει
τού 'Ιησού καί τού ώφθαι τόν αστέρα εξετάσαι, τοιαύτα άν
είποιμεν, τινά μέν πρός ''Ελληνας άλλα δέ πρός 'Ιουδαίους.
Πρός μέν ούν ''Ελληνας, ότι [μάγοι δαίμοσιν ομι-
λούντες] καί τούτους εφ' ά μεμαθήκασι καί βούλονται
καλούντες ποιούσι μέν τό τοιούτον, [εφ' όσον ουδέν θειότερον
καί ισχυρότερον τών δαιμόνων] καί τής καλούσης αυτούς
επωδής [επιφαίνεται] ή λέγεται: εάν δέ θειοτέρα τις
επιφάνεια γένηται, καθαιρούνται αι τών δαιμόνων ενέργειαι,
μή δυνάμεναι αντιβλέψαι τώ τής θειότητος φωτί. Εικός
ούν καί κατά τήν τού 'Ιησού γένεσιν, επεί «πλήθος στρατιάς
ουρανίου», ως ο Λουκάς ανέγραψε καγώ πείθομαι, ήνεσε
τόν θεόν καί έλεγε: «Δόξα εν υψίστοις θεώ καί επί γής
ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία», διά τούτο οι δαίμονες
ητόνησαν καί εξησθένησαν, ελεγχθείσης αυτών τής γοητείας
καί καταλυθείσης τής ενεργείας, ου μόνον υπό τών επι-
δημησάντων τώ περιγείω τόπω αγγέλων διά τήν 'Ιησού
γένεσιν καθαιρεθέντες αλλά καί υπό τής ψυχής τού 'Ιησού
καί τής εν αυτώ θειότητος. [Οι τοίνυν μάγοι τά συνήθη
πράττειν θέλοντες, καί μή ανύοντες, άπερ πρότερον διά
τινων επωδών καί μαγγανειών εποίουν, εζήτησαν τήν
αιτίαν, μεγάλην αυτήν είναι τεκμαιρόμενοι, καί ιδόντες
θεοσημίαν εν ουρανώ εβούλοντο τό σημαινόμενον απ' αυτής
ιδείν. Δοκεί μοι ούν ότι έχοντες τού Βαλαάμ άς καί Μωϋσής
ανέγραψε προφητείας, ως καί αυτού περί τά τοιαύτα γενομένου
δεινού, καί ευρόντες εκεί περί τού άστρου καί τό «Δείξω
αυτώ, καί ουχί νύν: μακαρίζω, καί ουκ εγγιεί» εστο-
χάσαντο τόν μετά τού άστρου προφητευόμενον άνθρωπον
επιδεδημηκέναι τώ βίω, καί ως πάντων δαιμόνων καί τών
εν έθει αυτοίς φανταζομένων καί ενεργούντων κρείττονα
προλαβόντες «προσκυνήσαι» ηθέλησαν. '~Ηκον ούν επί τήν
'Ιουδαίαν, ότι μέν «βασιλεύς» τις γεγέννηται πειθόμενοι,
τίνα δέ βασιλείαν βασιλεύων ουκ επιστάμενοι καί πού
γεννηθήσεται γινώσκοντες]: φέροντες μέν «δώρα», <ά>,
ίν' ούτως ονομάσω, συνθέτω τινί εκ θεού καί ανθρώπου
θνητού «προσήνεγκαν», σύμβολα μέν ως βασιλεί τόν
«χρυσόν» ως δέ τεθνηξομένω τήν «σμύρναν», ως δέ
θεώ τόν λιβανωτόν: «προσήνεγκαν» δέ μαθόντες τόν
τόπον τής γενέσεως αυτού. 'Αλλ' επεί θεός ήν ο υπέρ τούς
βοηθούντας ανθρώποις αγγέλους ενυπάρχων σωτήρ τού
γένους τών ανθρώπων, [άγγελος ημείψατο τήν τών μάγων
επί τό προσκυνήσαι τόν 'Ιησούν ευσέβειαν, χρηματίσας
αυτοίς μή ήκειν πρός τόν `Ηρώδην αλλ' επανελθείν άλλη
οδώ εις τά οικεία.]
Ει δ' `Ηρώδης επεβούλευσε τώ γεννηθέντι, κάν μή
πιστεύση αληθώς τούτο γεγονέναι ο παρά τώ Κέλσω
'Ιουδαίος, ου θαυμαστόν. [Τυφλόν γάρ τι εστίν η πονηρία
καί βουλομένη ως ισχυροτέρα τού χρεών νικάν αυτό. ''Οπερ
καί `Ηρώδης παθών] καί πεπίστευκε βασιλέα γεγεννήσθαι
'Ιουδαίων καί ανομολογουμένην είχε τή πίστει ταύτη
συγκατάθεσιν, μή ιδών ότι ήτοι πάντως βασιλεύς εστι καί
βασιλεύσει, ή ου βασιλεύσει καί μάτην αναιρεθήσεται.
'Εβουλήθη ούν αυτόν αποκτείναι, μαχομένας διά τήν κακίαν
έχων κρίσεις υπό τού τυφλού καί πονηρού διαβόλου κινού-
μενος, ός καί αρχήθεν επεβούλευε τώ σωτήρι, φαντασθείς
αυτόν είναι τινα μέγαν καί έσεσθαι. «''Αγγελος» μέν ούν
εχρημάτισε τώ 'Ιωσήφ τήν ακολουθίαν τών πραγμάτων
τηρών, κάν μή πιστεύη Κέλσος, αναχωρήσαι μετά τού
παιδός καί τής μητρός αυτού «εις Αίγυπτον»: ο δ'
`Ηρώδης «ανείλε» πάντα τά «εν Βηθλεέμ» καί «τοίς
ορίοις αυτής» παιδία, ως συναναιρήσων τόν γεννηθέντα
'Ιουδαίων βασιλέα. Ου γάρ εώρα τήν ακοίμητον φρουρόν
δύναμιν τών αξίων φρουρείσθαι καί τηρείσθαι τή σωτηρία
τών ανθρώπων, ών πρώτος πάντων τιμή καί υπεροχή πάση
μείζων ήν ο 'Ιησούς, βασιλεύς, ουχ ως `Ηρώδης ώετο,
εσόμενος, αλλ' ως έπρεπε τόν θεόν διδόναι βασιλείαν επ'
ευεργεσία τών βασιλευομένων τώ ου μέσην καί αδιάφορον,
ίν' ούτως ονομάσω, ευεργεσίαν ευεργετήσοντι τούς υποτε-
ταγμένους αλλά νόμοις αληθώς θεού παιδεύσοντι καί υπάξοντι
αυτούς: όπερ καί 'Ιησούς επιστάμενος καί αρνούμενος μέν
τό είναι, ως οι πολλοί εκδέχονται, βασιλεύς διδάσκων δέ
τό εξαίρετον τής εαυτού βασιλείας φησί τό: «Ει ήν εκ
τού κόσμου τούτου η βασιλεία η εμή, οι υπηρέται οι εμοί
ηγωνίζοντο άν, ίνα μή παραδοθώ τοίς 'Ιουδαίοις: νυνί δέ
ουκ έστιν εκ τού κόσμου τούτου η βασιλεία η εμή.» |