Πρίν αρξώμεθα τής απολογίας, [λεκτέον ότι σχεδόν
[πάσαν ιστορίαν, κάν αληθής ή, βούλεσθαι κατασκευάζειν ως
γεγενημένην καί καταληπτικήν ποιήσαι] περί αυτής φαντα-
σίαν [τών σφόδρα εστί χαλεπωτάτων] καί εν ενίοις
αδύνατον. [Φέρε γάρ τινα λέγειν μή γεγονέναι τόν ιλιακόν
πόλεμον μάλιστα διά τό αδύνατον προσπεπλέχθαι λόγον
περί τού γεγενήσθαί τινα 'Αχιλλέα θαλασσίας θεάς υιόν καί
ανθρώπου Πηλέως, ή Σαρπηδόνα Διός, ή 'Ασκάλαφον καί
'Ιάλμενον ''Αρεως, ή Αινείαν 'Αφροδίτης: πώς άν κατα-
σκευάσαιμεν τό τοιούτον, μάλιστα θλιβόμενοι υπό τού ουκ
οίδ' όπως παρυφανθέντος πλάσματος τή κεκρατηκυία παρά
πάσι δόξη περί τού αληθώς γεγονέναι τόν εν 'Ιλίω `Ελλήνων
καί Τρώων πόλεμον; Φέρε δέ τινα απιστείν περί Οιδίποδος
καί 'Ιοκάστης καί τών γεννηθέντων από αμφοτέρων 'Ετεο-
κλέους καί Πολυνείκους διά τό προσπεπλέχθαι τώ λόγω τήν
Σφίγγα μιξοπάρθενόν τινα: πώς άν τό τοιούτον αποδεί-
ξαιμεν;] Ούτω δέ καί τά περί τών 'Επιγόνων, κάν μηδέν
τοιούτον επιπεπλεγμένον ή τώ λόγω, ή περί τής `Ηρακλειδών
καθόδου ή περί άλλων μυρίων. ['Αλλ' ο ευγνωμόνως εντυγ-
χάνων ταίς ιστορίαις καί βουλόμενος εαυτόν τηρείν καί εν
εκείναις ανεξαπάτητον κρινεί, τίσι μέν συγκαταθήσεται τίνα
δέ τροπολογήσει, τό βούλημα ερευνών τών αναπλασαμένων
τά τοιαδί, καί τίσιν απιστήσει ως διά τήν πρός τινας χάριν
αναγεγραμμένοις. Καί τούτο προλαβόντες δι' όλην τήν
φερομένην εν τοίς ευαγγελίοις περί τού 'Ιησού ιστορίαν]
ειρήκαμεν, ουκ επί ψιλήν πίστιν καί άλογον τούς εντρεχες-
τέρους εκκαλούμενοι, αλλά βουλόμενοι παραστήσαι ότι
ευγνωμοσύνης χρεία τοίς εντευξομένοις καί πολλής εξετά-
σεως καί, ίν' ούτως ονομάσω, εισόδου εις τό βούλημα τών
γραψάντων, ίν' ευρεθή, ποία διανοία έκαστον γέγραπται.]
Φήσομεν ούν πρώτον ότι, [ει μέν ο απιστών τώ περί
τού είδους τής περιστεράς φάσματι τού αγίου πνεύματος
ανεγέγραπτο επικούρειος είναι ή δημοκρίτειος ή περιπα-
τητικός,] χώραν άν είχεν ακόλουθον τώ προσωποποιουμένω
[τό λεγόμενον: νυνί δέ ουδέ τούθ' ο σοφώτατος Κέλσος
εώρακεν, ότι 'Ιουδαίω, πλείονα πιστεύοντι καί παραδοξότερα
εκ τών προφητικών γραφών τής περί τού είδους τής περις-
τεράς ιστορίας, τόν τοιούτον περιέθηκε λόγον. Είποι γάρ
άν τις τώ 'Ιουδαίω, περί τού φάσματος απιστούντι] καί
οιομένω κατηγορείν αυτού ως πλάσματος: [σύ δέ πόθεν,
ώ ούτος, αποδείξαι άν έχοις ότι είπε κύριος ο θεός τώ 'Αδάμ
ή τή Εύα ή τώ Κάϊν ή τώ Νώε ή τώ 'Αβραάμ ή τώ 'Ισαάκ
ή τώ 'Ιακώβ τά αναγεγραμμένα αυτόν ειρηκέναι τοίς ανδράσι
τούτοις;] ''Ινα δέ τή ιστορία ταύτη ιστορίαν παραβάλω,
είποιμ' άν πρός τόν 'Ιουδαίον: [καί ο σός 'Ιεζεκιήλ ανέγραψε
λέγων: «'Ηνοίχθησαν οι ουρανοί, καί είδον όρασιν θεού»,
ήντινα διηγησάμενος επιφέρει αυτή: «Αύτη η όρασις
ομοιώματος δόξης κυρίου: καί είπε πρός με.»] Ει γάρ
ψευδή τά περί τού 'Ιησού αναγεγραμμένα, επεί μή έχομεν,
ως υπολαμβάνεις, εναργώς παραστήσαι, [πώς ταύτά εστιν
αληθή υπ' αυτού μόνου εωραμένα ή ακουσθέντα] καί, ως
έδοξας τετηρηκέναι, καί υπό ενός τών κολασθέντων: τί
ουχί μάλλον καί τόν 'Ιεζεκιήλ φήσομεν τερατευόμενον
ειρηκέναι τό «'Ηνοίχθησαν οι ουρανοί» καί τά εξής; |
['Αλλά καί εάν ο `Ησαΐας φάσκη: «Είδον τόν κύριον
Σαβαώθ καθήμενον επί θρόνου υψηλού καί επηρμένου: καί
τά Σεραφίμ ειστήκεισαν κύκλω αυτού, έξ πτέρυγες τώ ενί
καί έξ πτέρυγες τώ ενί» καί τά εξής, πόθεν, ότι αληθώς
εώρακε; Πεπίστευκας γάρ, ώ 'Ιουδαίε, τούτοις ως αψευδέσι
καί υπό θειοτέρου πνεύματος ου μόνον εωραμένοις τώ
προφήτη αλλά καί ειρημένοις καί αναγεγραμμένοις. Τίνι δέ
καί πιστεύειν] μάλλον άξιον, φάσκοντι ανεώχθαι αυτώ τούς
ουρανούς καί φωνής ακηκοέναι ή εωρακέναι «τόν κύριον
Σαβαώθ καθήμενον επί θρόνου υψηλού καί επηρμένου»,
[`Ησαΐα καί 'Ιεζεκιήλ ή τώ 'Ιησού; 'Εκείνων μέν γάρ
έργον ουδέν τηλικούτον ευρίσκεται: τού δέ 'Ιησού τό
ανδραγάθημα] ου κατά τούς αυτούς τής ενσωματώσεως
μόνους γέγονε χρόνους, αλλά καί μέχρι τού δεύρο η 'Ιησού
δύναμίς εστιν ενεργούσα τήν επιστροφήν καί τήν βελτίωσιν
εν τοίς πιστεύουσι δι' αυτού τώ θεώ. ['Εναργές δέ δείγμα
τού δυνάμει αυτού ταύτα γίνεσθαι τό, ως αυτός φησι καί
καταλαμβάνεται, μή όντων εργατών τών εργαζομένων τόν
θερισμόν τών ψυχών, τοσούτον είναι θερισμόν, συγκομιζο-
μένων καί συναγομένων εις τάς πανταχού άλωνας τού
θεού καί εκκλησίας.]
Καί ταύτα πρός τόν 'Ιουδαίον λέγω, ουκ απιστών ο
Χριστιανός τώ 'Ιεζεκιήλ καί τώ `Ησαΐα, αλλά δυσωπών
εκ τών κοινή ημίν πεπιστευμένων ότι πολλώ <μάλλον>
ούτος εκείνων άξιός εστι τού πιστεύεσθαι τοιαύτα λέγων
εωρακέναι καί ως εικός παραδούς τοίς μαθηταίς ήν είδεν
όψιν καί τήν φωνήν ής ήκουσεν. [''Αλλος δ' άν τις είποι ότι
ου πάντες τού 'Ιησού ήκουσαν ταύτα διηγουμένου οι ανα-
γράψαντες τά περί τού είδους τής περιστεράς καί τής εξ
ουρανού φωνής: αλλά τό διδάξαν Μωϋσέα πνεύμα τήν
πρεσβυτέραν αυτού ιστορίαν, αρξαμένην από τής κοσμογονίας
μέχρι τής κατά τόν 'Αβραάμ τόν πατέρα αυτού, τούτ'
εδίδαξε καί τούς γράψαντας τό ευαγγέλιον τό γενόμενον
παράδοξον κατά τόν χρόνον τού βαπτίσματος 'Ιησού.
`Ο δέ κοσμηθείς χαρίσματι καλουμένω «λόγω σοφίας»
καί τήν αιτίαν διηγήσεται τής ανοίξεως τών ουρανών καί
τού είδους τής περιστεράς, καί ότι ουκ άλλου τινός ζώου
<εν> είδει ή τούτου εφάνη τό άγιον πνεύμα τώ 'Ιησού.]
Περί τούτου δέ ουκ απαιτεί νύν ημάς ο λόγος διηγήσασθαι:
τό γάρ προκείμενόν εστιν ελέγξαι τόν Κέλσον ουχ υγιώς
'Ιουδαίω περιθέντα μετά τοιώνδε λόγων απιστίαν περί
πράγματος, κατά τό εικός γενομένου μάλλον παρά τά
πεπιστευμένα υπ' εκείνου.
[Μέμνημαι] δέ ποτε [έν τινι πρός 'Ιουδαίων λεγομένους
σοφούς διαλέξει χρησάμενος τοιούτω λόγω], πλειόνων
κρινόντων τό λεγόμενον: [«Είπατέ μοι, ώ ούτοι, δύο
τινών επιδημησάντων τώ τών ανθρώπων γένει, περί ών
παράδοξα καί υπέρ τήν ανθρωπίνην φύσιν αναγέγραπται,
Μωϋσέως λέγω, τού υμών νομοθέτου περί εαυτού αναγρά-
ψαντος, καί 'Ιησού, τού ημετέρου διδασκάλου μηδέν περί
εαυτού σύγγραμμα καταλελοιπότος αλλ' υπό τών μαθητών
εν τοίς ευαγγελίοις μεμαρτυρημένου: τίς η αποκλήρωσις
πιστεύεσθαι μέν Μωϋσέα ως αληθεύοντα, καίτοι γε Αιγυπ-
τίων διαβαλλόντων αυτόν ως γόητα] καί μαγγανεία τάς
δυνάμεις πεποιηκέναι δοκούντα, ['Ιησούν δέ απιστείσθαι,
επεί υμείς αυτού κατηγορείτε; ''Εθνη γάρ αμφοτέροις
μαρτυρεί], 'Ιουδαίοι μέν Μωϋσεί, Χριστιανοί δέ μή αρνού-
μενοι τήν Μωϋσέως προφητείαν αλλά κακείθεν αποδεικνύντες
τά περί τού 'Ιησού παραδέχονται τά περί αυτού αληθή είναι
παράδοξα υπό τών μαθητών αυτού αναγεγραμμένα. Είπερ
άρα λόγον απαιτείτε ημάς περί τού 'Ιησού, απόδοτε περί
Μωϋσέως τού πρό αυτού γενομένου πρότερον, είθ' εξής
ημείς αποδώσομεν τόν περί τούτου: υμών δ' αναδυομένων
καί φευγόντων τάς περί εκείνου αποδείξεις, ως μέν πρός τό
παρόν τό όμοιον υμίν ποιούντες ουκ αποδεικνύομεν. Ουδέν
δέ ήττον ομολογήσατε τό μή έχειν δείξιν περί Μωϋσέως
[καί ακούσατε τάς περί 'Ιησού αποδείξεις από τού νόμου
καί τών προφητών. Καί τό παράδοξόν γε: εκ τών περί 'Ιησού
αποδείξεων εν νόμω καί προφήταις αποδείκνυται ότι καί
Μωϋσής καί οι προφήται ήσαν προφήται τού θεού.»]
Πεπλήρωται δέ ο νόμος καί οι προφήται τών παραπλη-
σίων παραδόξων τώ αναγραφέντι περί τού 'Ιησού παρά τώ
βαπτίσματι περί τής περιστεράς καί τής εξ ουρανού φωνής.
Σημείον δέ οίμαι τού τότε οφθέντος αγίου πνεύματος εν
είδει περιστεράς τά υπό τού 'Ιησού παράδοξα γεγενημένα,
άτινα διαβάλλων Κέλσος φησίν αυτόν παρ' Αιγυπτίοις
μεμαθηκότα πεποιηκέναι. Καί ουκ εκείνοις γε μόνοις
χρήσομαι αλλά γάρ κατά τό εικός καί οίς οι απόστολοι τού
'Ιησού πεποιήκασιν. Ουκ άν γάρ χωρίς δυνάμεων καί
παραδόξων εκίνουν τούς καινών λόγων καί καινών μαθημάτων
ακούοντας πρός τό καταλιπείν μέν τά πάτρια παραδέξασθαι
δέ μετά κινδύνων τών μέχρι θανάτου τά τούτων μαθήματα.
[Καί έτι ίχνη τού αγίου εκείνου πνεύματος, οφθέντος εν
είδει περιστεράς, παρά Χριστιανοίς σώζεται εξεπάδουσι
δαίμονας καί πολλάς ιάσεις επιτελούσι καί ορώσί τινα κατά
τό βούλημα τού λόγου περί μελλόντων. Κάν χλευάση δέ
Κέλσος τό λεχθησόμενον ή όν εισήγαγεν 'Ιουδαίον, όμως
λελέξεται ότι πολλοί ωσπερεί άκοντες προσεληλύθασι
χριστιανισμώ, πνεύματός τινος τρέψαντος αυτών τό ηγεμο-
νικόν αιφνίδιον από τού μισείν τόν λόγον επί τό υπεραπο-
θανείν αυτού καί φαντασιώσαντος αυτούς ύπαρ ή όναρ.
Πολλά γάρ καί τοιαύτα ιστορήσαμεν]: άτινα εάν γράφωμεν
αυτοί αυτοίς παρατυχόντες καί ιδόντες, γέλωτα πλατύν οφλή-
σομεν τοίς απίστοις, οιομένοις ημάς ομοίως οίς υπολαμβά-
νουσι ταύτ' αναπεπλακέναι καί αυτούς πλάσσειν. 'Αλλά γάρ
θεός μάρτυς τού ημετέρου συνειδότος, βουλομένου ου διά
ψευδών απαγγελιών αλλά διά τινος εναργείας ποικίλης
συνιστάνειν τήν 'Ιησού θείαν διδασκαλίαν. |
['Επεί δέ 'Ιουδαίός εστιν ο περί τού αναγεγραμμένου
αγίου πνεύματος κατεληλυθέναι εν είδει περιστεράς πρός
τόν 'Ιησούν απορών], λεκτέον άν είη πρός αυτόν: [ώ ούτος,
τίς εστιν ο εν τώ `Ησαΐα λέγων: «Καί νύν κύριος απέστειλέ
με καί τό πνεύμα αυτού;» εν ώ αμφιβόλου όντος τού
ρητού, πότερον ο πατήρ καί τό άγιον πνεύμα απέστειλαν
τόν 'Ιησούν, ή ο πατήρ απέστειλε τόν τε Χριστόν καί τό
άγιον πνεύμα, τό δεύτερόν εστιν αληθές. Καί επεί απεστάλη
ο σωτήρ, είτα τό πνεύμα τό άγιον, ίνα πληρωθή τό ειρημένον
υπό τού προφήτου], εχρήν δέ τήν τής προφητείας πλήρωσιν
εγνώσθαι καί τοίς εξής: διά τούτο ανέγραψαν οι 'Ιησού
μαθηταί τό γεγενημένον.
'Εβουλόμην δ' άν Κέλσω, προσωποποιήσαντι τόν
'Ιουδαίον παραδεξάμενόν πως 'Ιωάννην ως βαπτιστήν
βαπτίζοντα τόν 'Ιησούν, ειπείν ότι τό 'Ιωάννην γεγονέναι
βαπτιστήν, εις άφεσιν αμαρτημάτων βαπτίζοντα, ανέγραψέ
τις τών μετ' ου πολύ τού 'Ιωάννου καί τού 'Ιησού γεγενη-
μένων. 'Εν γάρ τώ οκτωκαιδεκάτω τής ιουδαϊκής αρχαιο-
λογίας ο 'Ιώσηπος μαρτυρεί τώ 'Ιωάννη ως βαπτιστή
γεγενημένω καί καθάρσιον τοίς βαπτισαμένοις επαγγελλο-
μένω. `Ο δ' αυτός, καίτοι γε απιστών τώ 'Ιησού ως Χριστώ,
ζητών τήν αιτίαν τής τών `Ιεροσολύμων πτώσεως καί τής
τού ναού καθαιρέσεως, δέον αυτόν ειπείν ότι η κατά τού
'Ιησού επιβουλή τούτων αιτία γέγονε τώ λαώ, επεί απέκτειναν
τόν προφητευόμενον Χριστόν: ο δέ καί ώσπερ άκων ου
μακράν τής αληθείας γενόμενός φησι ταύτα συμβεβηκέναι
τοίς 'Ιουδαίοις κατ' εκδίκησιν 'Ιακώβου τού δικαίου, ός
ήν αδελφός «'Ιησού τού λεγομένου Χριστού», επειδήπερ
δικαιότατον αυτόν όντα απέκτειναν. [Τόν δέ 'Ιάκωβον τούτον
ο 'Ιησού γνήσιος μαθητής Παύλός φησιν εωρακέναι ως
«αδελφόν τού κυρίου», ου τοσούτον διά τό πρός αίματος
συγγενές ή τήν κοινήν αυτών ανατροφήν όσον διά τό ήθος καί
τόν λόγον.] Είπερ ούν διά 'Ιάκωβον λέγει συμβεβηκέναι τοίς
'Ιουδαίοις τά κατά τήν ερήμωσιν τής `Ιερουσαλήμ, πώς
ουχί ευλογώτερον διά 'Ιησούν τόν Χριστόν τούτο φάσκειν
γεγονέναι; Ού τής θειότητος μάρτυρες αι τοσαύται τών
μεταβαλόντων από τής χύσεως τών κακών εκκλησίαι καί
ηρτημένων τού δημιουργού καί πάντ' αναφερόντων επί τήν
πρός εκείνον αρέσκειαν.
[Ει καί μή απολογήσεται ούν ο 'Ιουδαίος περί 'Ιεζεκιήλ
καί `Ησαΐου], κοινοποιούντων ημών τά περί τής ανοίξεως
τών ουρανών επί 'Ιησού καί τής ακουσθείσης αυτώ φωνής
καί τά όμοια ευρισκόντων εν τώ 'Ιεζεκιήλ αναγεγραμμένα
καί εν τώ `Ησαΐα ή καί τινι άλλω προφήτη, [αλλ' ημείς γε
τόν λόγον όση δύναμις ημίν παραστήσομεν λέγοντες ότι,
ώσπερ όναρ πεπίστευται πολλούς πεφαντασιώσθαι τινά μέν
θειότερα τινά δέ περί μελλόντων βιωτικών αναγγέλλοντα είτε
σαφώς είτε καί δι' αινιγμάτων, καί τούτ' εναργές εστι παρά
πάσι τοίς παραδεξαμένοις πρόνοιαν, ούτως τί άτοπον τό τυπούν
τό ηγεμονικόν εν ονείρω δύνασθαι αυτό τυπούν καί ύπαρ
πρός τό χρήσιμον τό εν ώ τυπούται ή τοίς παρ' αυτού
ακουσομένοις; Καί ώσπερ φαντασίαν λαμβάνομεν όναρ
ακούειν καί πλήσσεσθαι τήν αισθητήν ακοήν καί οράν δι'
οφθαλμών, ούτε τών τού σώματος οφθαλμών ούτε τής
ακοής πλησσομένης αλλά τού ηγεμονικού ταύτα πάσχοντος,
ούτως ουδέν άτοπον τοιαύτα γεγονέναι επί τών προφητών,
ότε αναγέγραπται εωρακέναι τινά αυτούς παραδοξότερα ή
ακηκοέναι λόγους κυρίου ή τεθεωρηκέναι ουρανούς ανοιγο-
μένους. 'Εγώ γάρ ουχ υπολαμβάνω τόν αισθητόν ουρανόν
ανεώχθαι] καί τό σώμα αυτού ανοιγνύμενον διηρήσθαι,
[ίνα αναγράψη τό τοιούτον 'Ιεζεκιήλ. Μή ποτ' ούν καί επί
τού σωτήρος τόν φρονίμως ακούοντα τών ευαγγελίων τό
όμοιον εκδεκτέον, κάν προσκόπτη τό τοιούτον τοίς απλους-
τέροις, οί διά πολλήν απλότητα κινούσι τόν κόσμον, σχίζοντες
τό τηλικούτον σώμα ηνωμένον τού παντός ουρανού.
`Ο δέ βαθύτερον τό τοιούτον εξετάζων ερεί ότι ούσης, ως
η γραφή ωνόμασε, θείας τινός γενικής αισθήσεως, ήν μόνος
ο μακάριος ευρίσκει ήδη κατά τό λεγόμενον καί παρά τώ
Σολομώντι: «''Οτι αίσθησιν θείαν ευρήσεις», καί όντων
ειδών ταύτης τής αισθήσεως, οράσεως πεφυκυίας βλέπειν τά
κρείττονα] σωμάτων πράγματα, [εν οίς δηλούται τά χερουβίμ
ή τά σεραφίμ, καί ακοής αντιλαμβανομένης φωνών ουχί εν
αέρι τήν ουσίαν εχουσών, καί γεύσεως χρωμένης άρτω
ζώντι καί εξ ουρανού καταβεβηκότι καί ζωήν διδόντι τώ
κόσμω, ούτω δέ καί οσφρήσεως οσφραινομένης τοιώνδε,
καθό «Χριστού ευωδία» λέγει είναι «τώ θεώ» Παύλος,
καί αφής, καθ' ήν 'Ιωάννης φησί ταίς χερσίν εψηλαφηκέναι
«περί τού λόγου τής ζωής»: οι μακάριοι προφήται τήν
θείαν αίσθησιν ευρόντες καί βλέποντες θείως] καί ακούοντες
θείως [καί γευόμενοι ομοίως καί οσφραινόμενοι, ίν' ούτως
ονομάσω, αισθήσει ουκ αισθητή καί απτόμενοι τού λόγου
μετά πίστεως, ώστ' απορροήν αυτού ήκειν εις αυτούς
θεραπεύσουσαν αυτούς, ούτως εώρων ά αναγράφουσιν
εωρακέναι καί ήκουον ά λέγουσιν ακηκοέναι καί τά παρα-
πλήσια έπασχον, ως ανέγραφον, εσθίοντες «κεφαλίδα»
διδομένην αυτοίς βιβλίου. Ούτω δέ καί 'Ισαάκ «ωσφράνθη
τής οσμής τών» τού υιού θειοτέρων «ιματίων» καί επείπε
πνευματική ευλογία τό: «'Ιδού οσμή τού υιού μου ως
οσμή αγρού πλήρους, όν ευλόγησεν ο κύριος.»] Παραπλη-
σίως δέ τούτοις καί νοητώς μάλλον ή αισθητώς 'Ιησούς
«ήψατο» τού λεπρού, ίν' αυτόν καθαρίση, ως εγώ οίμαι,
διχώς, απαλλάττων αυτόν ου μόνον, ως οι πολλοί ακούουσι,
λέπρας αισθητής δι' αισθητής αφής αλλά καί τής άλλης διά
τής ως αληθώς θείας αυτού αφής. [Ούτως ούν «εμαρτύρησεν ο
'Ιωάννης λέγων ότι τεθέαμαι τό πνεύμα καταβαίνον ως
περιστεράν εξ ουρανού, καί έμεινεν επ' αυτόν. Καγώ ουκ
ήδειν αυτόν, αλλ' ο πέμψας με βαπτίζειν εν τώ ύδατι,
εκείνός μοι είπεν: 'Εφ' όν άν ίδης τό πνεύμα καταβαίνον
καί μένον επ' αυτόν, ούτός εστιν ο βαπτίζων] εν πνεύματι
αγίω. Καγώ εώρακα, καί μεμαρτύρηκα ότι ούτός εστιν ο
υιός τού θεού.» Καί τώ 'Ιησού γε ηνοίχθησαν οι ουρανοί:
[καί τότε μέν πλήν 'Ιωάννου ουδείς αναγέγραπται εωρακέναι
ανοιχθέντας τούς ουρανούς. Τούτο] δέ τό ανοιχθήναι τούς
ουρανούς [προλέγων τοίς μαθηταίς ο σωτήρ εσόμενον]
οψομένοις αυτό φησιν: [«'Αμήν αμήν λέγω υμίν, όψεσθε
τόν ουρανόν ανεωγότα καί τούς αγγέλους τού θεού αναβαί-
νοντας καί καταβαίνοντας επί τόν υιόν τού ανθρώπου.»
Καί ούτως Παύλος ηρπάγη εις τρίτον ουρανόν, πρότερον
ιδών αυτόν ανοιχθέντα, επεί μαθητής ήν 'Ιησού. Διηγήσασθαι
δέ νύν, διά τί ο Παύλος λέγει τό: «Είτ' εν σώματι ουκ
οίδα, είτ' εκτός τού σώματος ουκ οίδα, ο θεός οίδεν»,
ου τού παρόντος εστί καιρού.] |
''Ετι δέ προσθήσω τώ λόγω καί αυτά, ά [οίεται ο Κέλσος,
ότι αυτός 'Ιησούς είπε τά περί τήν άνοιξιν τών ουρανών
καί τό καταβάν πνεύμα άγιον επ' αυτόν <εν> είδει περιστεράς
παρά τώ 'Ιορδάνη: τής γραφής τούτο ου παριστάσης, ότι
αυτός είπε τούτο εωρακέναι.] Ου συνείδε δ' ο γενναιότατος
ότι ουκ έστι κατά τόν ειπόντα τοίς μαθηταίς επί τή εν τώ
όρει οπτασία: «Μηδενί είπητε τό όραμα, έως ο υιός τού
ανθρώπου εκ νεκρών αναστή», ειρηκέναι τοίς μαθηταίς τό
παρά τώ 'Ιορδάνη οφθέν υπό τού 'Ιωάννου καί ακουσθέν.
'Ενιδείν δέ έστι καί τώ τού 'Ιησού ήθει [πανταχού περιϊστα-
μένου τήν περιαυτολογίαν καί διά τούτο λέγοντος: «Κάν
εγώ είπω περί εμαυτού, η μαρτυρία μου ουκ έστιν αληθής.»
Καί επεί περιΐστατο τήν περιαυτολογίαν καί τοίς έργοις
μάλλον εβούλετο δηλούν είναι Χριστός ήπερ τή λέξει, διά
τούτό φασιν οι 'Ιουδαίοι πρός αυτόν: «Ει σύ εί ο Χριστός,
ειπέ ημίν παρρησία.»] 'Επεί δέ 'Ιουδαίός εστιν ο παρά τώ
Κέλσω λέγων τώ 'Ιησού περί τών κατά τό πνεύμα τό άγιον
εν είδει περιστεράς τό: Πλήν ότι σύ φής καί τινα ένα επάγη
τών μετά σού κεκολασμένων, αναγκαίον αυτώ παραστήσαι
ότι καί τούτο ουκ οικείως τώ ιουδαϊκώ προσώπω περιέθηκεν.
Ουδέ γάρ συνάπτουσι τόν 'Ιωάννην οι 'Ιουδαίοι τώ 'Ιησού
καί τήν 'Ιωάννου τή τού 'Ιησού κολάσει. Καί εν τούτω ούν
ελέγχεται ο πάντ' αλαζονευσάμενος ειδέναι μή εγνωκώς,
τίνα προσάψη ρήματα τώ ιουδαϊκώ πρός τόν 'Ιησούν
προσώπω.
Μετά ταύτ' ουκ οίδ' όπως τό μέγιστον περί τής
συστάσεως τού 'Ιησού κεφάλαιον, ως ότι επροφητεύθη υπό
τών παρά 'Ιουδαίοις προφητών, Μωϋσέως καί τών μετ'
αυτόν ή καί πρό Μωϋσέως, παραπίπτει εκών, ως οίμαι τώ
μή δύνασθαι απαντάν πρός λόγον ως ουδέ 'Ιουδαίοι ουδ'
όσαι αιρέσεις ου βούλονται πεπροφητεύσθαι τόν Χριστόν.
Τάχα δέ ουδέ ήδει τάς περί τού 'Ιησού προφητείας: ουκ
άν γάρ καταλαβών τά υπό Χριστιανών λεγόμενα, ότι πολλοί
προφήται προείπον περί τής τού σωτήρος επιδημίας,
περιέθηκε τώ τού 'Ιουδαίου προσώπω ά ήρμοζε Σαμαρεί
μάλλον ειπείν ή Σαδδουκαίω: καί ουκ άν 'Ιουδαίος ο εν
τή προσωποποιΐα έφασκεν: 'Αλλ' είπεν εμός προφήτης εν
`Ιεροσολύμοις ποτέ ότι ήξει θεού υιός, τών οσίων κριτής
καί τών αδίκων κολαστής. Ου γάρ είς προφήτης τά περί
Χριστού επροφήτευσε: [κάν οι μόνου δέ Μωϋσέως παραδε-
χόμενοι τάς βίβλους Σαμαρείς ή Σαδδουκαίοι φάσκωσιν
εν εκείναις πεπροφητεύσθαι τόν Χριστόν, αλλ' ούτι γε εν
`Ιεροσολύμοις, τοίς μηδέπω ονομασθείσι κατά τόν Μωϋσέως
χρόνον, η προφητεία λέλεκτο. Είη τοίνυν πάντας τούς τού
λόγου κατηγόρους εν τοσαύτη είναι αγνοία] ου μόνον τών
πραγμάτων αλλά καί ψιλών τών γραμμάτων τής γραφής
καί κατηγορείν χριστιανισμού, ίνα μηδέ τήν τυχούσαν
πιθανότητα ο λόγος αυτών έχη, δυναμένην τούς ανερμα-
τίστους καί «πρός καιρόν» πιστεύοντας αφιστάνειν ου
τής πίστεως αλλά τής ολιγοπιστίας. ['Ιουδαίος δέ ουκ άν
ομολογήσαι ότι προφήτης τις είπεν ήξειν θεού υιόν: ό γάρ
λέγουσιν, εστίν ότι ήξει ο Χριστός τού θεού. Καί πολλάκις
γε ζητούσι πρός ημάς ευθέως περί υιού θεού, ως ουδενός
όντος τοιούτου ουδέ προφητευθέντος. Καί ου τούτό φαμεν,
ότι ου προφητεύεται υιός θεού, αλλ' ότι ουχ αρμοζόντως
τώ ιουδαϊκώ προσώπω, μή ομολογούντι τό τοιούτο, περιέθηκε
τό είπεν εμός προφήτης εν `Ιεροσολύμοις ποτέ ότι ήξει
θεού υιός.
Είτα, ως ου μόνου προφητευθέντος τούτου] οσίων
αυτόν είναι κριτήν καί τών αδίκων κολαστήν, [καί μήτε
τόπου γενέσεως αυτού μήτε πάθους αυτού ού υπό 'Ιουδαίων
πείσεται μήτ' αναστάσεως αυτού μήτε τεραστίων δέ ών
ποιήσει δυνάμεων] προειρημένων, [φησί: Τί μάλλον σύ ή
άλλοι μυρίοι οι μετά τήν προφητείαν γενόμενοί εισι, περί
ών ταύτα επροφητεύετο;] Καί ουκ οίδ' όπως βουλόμενος
καί ετέροις περιθείναι τό δύνασθαι υπονοείσθαι ότι αυτοί
ήσαν οι προφητευθέντες [φησίν ότι οι μέν ενθουσιώντες οι
δέ αγείροντές φασιν ήκειν άνωθεν υιόν θεού: ου γάρ ιστο-
ρήσαμεν ταύθ' ομολογείσθαι παρά τοίς 'Ιουδαίοις γεγονέναι.
Λεκτέον ούν πρώτον ότι πολλοί προφήται παντοδαπώς
προείπον τά περί τού Χριστού, οι μέν δι' αινιγμάτων οι δέ
δι' αλληγορίας ή άλλω τρόπω τινές δέ καί αυτολεξεί.]
Καί επεί εν τοίς εξής φησιν εν τή τού 'Ιουδαίου πρός τούς
από τού λαού πιστεύοντας προσωποποιΐα τάς εις τά περί
τούτου αναφερομένας προφητείας δύνασθαι καί άλλοις
εφαρμόζειν πράγμασι, δεινώς καί κακούργως τούτο λέγων,
ολίγας από πλειόνων εκθησόμεθα: περί ών ο βουλόμενος
αναγκαστικόν τι εις ανατροπήν αυτών ειπάτω καί δυνάμενον
<καί τούς> εντρεχώς πιστεύοντας μεταστήσαι από τής
πίστεως.
Είρηται δή [περί μέν τού τόπου τής γενέσεως αυτού,
ότι από «Βηθλεέμ» «εξελεύσεται ο ηγούμενος», τούτον
τόν τρόπον: «Καί σύ Βηθλεέμ οίκος τού 'Εφραθά, ολιγοστός
εί τού είναι εν χιλιάσιν 'Ιούδα: εξ ού μοι εξελεύσεται τού
είναι εις άρχοντα εν τώ 'Ισραήλ, καί αι έξοδοι αυτού απ'
αρχής εξ ημερών αιώνος.»] Αύτη δ' η προφητεία ουδενί
αρμόσαι άν τών, ώς φησιν ο παρά τώ Κέλσω 'Ιουδαίος,
ενθουσιώντων καί αγειρόντων καί λεγόντων άνωθεν ήκειν,
εάν μή σαφώς δεικνύηται εν Βηθλεέμ γεγεννημένος ή, ως
άν είποι τις άλλος, από Βηθλεέμ επί τό ηγείσθαι τού λαού
ερχόμενος. Περί δέ τού γεγεννήσθαι τόν 'Ιησούν εν Βηθλεέμ
ει βούλεταί τις μετά τήν τού Μιχαία προφητείαν καί μετά
τήν αναγεγραμμένην εν τοίς ευαγγελίοις υπό τών 'Ιησού
μαθητών ιστορίαν καί άλλοθεν πεισθήναι, κατανοησάτω ότι
ακολούθως τή εν τώ ευαγγελίω περί τής γενέσεως αυτού
ιστορία [δείκνυται τό εν Βηθλεέμ σπήλαιον, ένθα εγεννήθη,
καί η εν τώ σπηλαίω φάτνη, ένθα εσπαργανώθη.] Καί τό
δεικνύμενον τούτο διαβόητόν εστιν εν τοίς τόποις καί παρά
τοίς τής πίστεως αλλοτρίοις, ως άρα εν τώ σπηλαίω τούτω
ο υπό Χριστιανών προσκυνούμενος καί θαυμαζόμενος
γεγέννηται 'Ιησούς. 'Εγώ δ' οίμαι ότι πρό μέν τής Χριστού
επιδημίας οι αρχιερείς καί γραμματείς τού λαού διά τό
σαφές καί εναργές τής προφητείας εδίδασκον ότι ο Χριστός
εν Βηθλεέμ γεννηθήσεται. Καί έφθανεν ο λόγος ούτος καί
επί τούς πολλούς τών 'Ιουδαίων: όθεν καί ο `Ηρώδης
αναγέγραπται πυνθανόμενος τών αρχιερέων καί γραμματέων
τού λαού ακηκοέναι παρ' αυτών ότι ο Χριστός «εν Βηθλεέμ
τής 'Ιουδαίας» γεννηθήσεται, όθεν ήν ο Δαυίδ. ''Ετι δέ καί
εν τώ κατά 'Ιωάννην λέλεκται 'Ιουδαίους ειρηκέναι ότι ο
Χριστός «εν Βηθλεέμ» γεννηθήσεται, όθεν ο Δαυίδ ήν.
[Μετά δέ τήν Χριστού επιδημίαν οι πραγματευόμενοι
καθελείν τήν περί αυτού υπόληψιν ως προφητευθέντος
άνωθεν περί τής γενέσεως, τήν τοιαύτην διδασκαλίαν
περιείλον από τού λαού]: αδελφόν τι ποιούντες τοίς πείσασι
τούς εωρακότας αυτόν αναστάντα από τών νεκρών στρα-
τιώτας τών φρουρούντων τό μνημείον καί τούτ' απαγγέλλον-
τας <τώ> ειρηκέναι τοίς ιδούσιν: «Είπατε ότι οι μαθηταί
αυτού ημών κοιμωμένων νυκτός έκλεψαν αυτόν. Καί εάν
ακουσθή τούτο επί τού ηγεμόνος, ημείς πείσομεν καί υμάς
αμερίμνους ποιήσομεν.» |