ΚΕΛΣΟΣ - ΑΛΗΘΗΣ ΛΟΓΟΣ


Μετά ταύτα ο Κέλσος ουκ ευκαταφρονήτως τά 
γεγραμμένα κακολογών φησιν ότι εχρήν, είπερ όντως 
θείαν δύναμιν εκφήναι ήθελεν ο 'Ιησούς, αυτοίς τοίς επηρεά-
σασι καί τώ καταδικάσαντι καί όλως πάσιν οφθήναι. 'Αληθώς 
γάρ καί ημίν φαίνεται κατά τό ευαγγέλιον ουχ ούτω μετά 
τήν ανάστασιν οφθείς, ως τό πρότερον δημοσία καί πάσιν 
εφαίνετο. 'Αλλ' εν μέν ταίς Πράξεσιν γέγραπται: «Δι' 
ημερών τεσσαράκοντα οπτανόμενος» τοίς μαθηταίς κατήγ-
γελλε «τά περί τής βασιλείας τού θεού»: εν δέ τοίς 
ευαγγελίοις ουχ ότι αεί συνήν αυτοίς, αλλ' όπου μέν δι' 
ημερών οκτώ εφάνη «τών θυρών κεκλεισμένων» εν μέσω 
αυτών όπου δέ κατά τινας τοιούτους τρόπους. Καί ο 
Παύλος δ' εν τοίς τελευταίοις τής πρός Κορινθίους προτέρας, 
ως μή δημωδώς αυτού οφθέντος ομοίως τώ πρό τού πάθους 
χρόνω, τοιαύτα γράφει: «Παρέδωκα γάρ υμίν εν πρώτοις, 
ό καί παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν υπέρ τών αμαρτιών 
ημών κατά τάς γραφάς» καί ανέστη, «καί ότι ώφθη 
Κηφά, είτα τοίς δώδεκα. ''Επειτα ώφθη επάνω πεντακοσίοις 
αδελφοίς εφάπαξ, ών οι πλείονες μένουσιν έως άρτι, τινές 
δέ εκοιμήθησαν. ''Επειτα ώφθη 'Ιακώβω, έπειτα τοίς 
αποστόλοις πάσιν. ''Εσχατον δέ πάντων] ωσπερεί τώ 
εκτρώματι ώφθη καμοί.» [Μεγάλα μέν ούν τινα καί 
θαυμαστά καί μείζονα ου τής αξίας τών πολλών μόνον εν 
τοίς πιστεύουσιν αλλά καί τών πάνυ προκοπτόντων εν 
τώ λόγω υπολαμβάνω είναι τά τών κατά τόν τόπον, εν οίς 
η αιτία δηλωθείη άν τού αναστάντα αυτόν εκ νεκρών μή 
ομοίως πεφηνέναι τώ πρότερον χρόνω. 'Από πλειόνων δέ 
ως εν τοιούτω συγγράμματι, γραφομένω πρός τόν κατά 
Χριστιανών καί τής πίστεως αυτών λόγον, όρα ει δυνησόμεθα 
ευλόγως ολίγα παραθέμενοι καθικέσθαι τών ακουσομένων 
τής απολογίας. 
`Ο 'Ιησούς είς ών πλείονα τή επινοία ήν, καί τοίς 
βλέπουσιν ουχ ομοίως πάσιν ορώμενος. Καί ότι μέν τή 
επινοία πλείονα ήν, καί σαφές εκ τού «'Εγώ ειμι η οδός 
καί η αλήθεια καί η ζωή» καί τού «'Εγώ ειμι ο άρτος» 
καί τού «'Εγώ ειμι η θύρα» καί άλλων μυρίων. ''Οτι δέ 
καί βλεπόμενος ουχ ωσαύτως τοίς βλέπουσιν εφαίνετο, 
αλλ' ως εχώρουν οι βλέποντες, σαφές έσται τοίς εφιστάσι, 
διά τί μέλλων μεταμορφούσθαι εν τώ υψηλώ όρει ουδέ τούς 
αποστόλους πάντας παρείληφεν αλλά μόνους τόν Πέτρον 
καί τόν 'Ιάκωβον καί τόν 'Ιωάννην, ως μόνους χωρούντας 
τήν τότε δόξαν αυτού θεωρήσαι, δυναμένους δέ καί τούς 
οφθέντας εν δόξη Μωϋσέα καί 'Ηλίαν κατανοήσαι καί 
ακούσαι συλλαλούντων αυτών καί τής από τής νεφέλης 
ουρανόθεν φωνής. 'Εγώ δ' οίμαι ότι καί πρό τού αναβήναι 
εις τό όρος, ένθα προσήλθον αυτώ μόνοι οι μαθηταί καί 
εδίδασκεν αυτούς τά περί τών μακαρισμών, ηνίκα κάτω 
που ών τού όρους «οψίας» «γενομένης» εθεράπευσεν τούς 
προσελθόντας αυτώ, απαλλάσσων πάσης νόσου καί πάσης 
μαλακίας, ουχ ο αυτός εφαίνετο τοίς κάμνουσι καί δεομένοις 
αυτού θεραπεύοντος καί τοίς διά τό υγιαίνειν συναναβήναι 
αυτώ εις τό όρος δυνηθείσιν. Αλλά καί είπερ κατ' ιδίαν 
τοίς ιδίοις μαθηταίς επέλυεν τάς παραβολάς, μετ' επικρύψεως 
τοίς έξω όχλοις ειρημένας, ώσπερ ταίς ακοαίς ήσαν κρείττους 
οι ακούοντες τής λύσεως τών παραβολών παρά τούς ακούοντας 
τών χωρίς λύσεων παραβολών, ούτως καί ταίς όψεσι πάντως 
μέν τής ψυχής, εγώ δ' ηγούμαι ότι καί τού σώματος. Δηλοί 
δέ μή τόν αυτόν αεί φαίνεσθαι τό 'Ιούδαν μέλλοντα αυτόν 
προδιδόναι ειρηκέναι ως μή ειδόσιν αυτόν τοίς συναπερχο-
μένοις αυτώ όχλοις: «'`Ον εάν φιλήσω, αυτός εστι.» 
Τοιούτο δ' οίμαι καί αυτόν τόν σωτήρα εμφαίνειν διά 
τού: «Καθ' ημέραν μεθ' υμών ήμην εν τώ ιερώ διδάσκων, 
καί ουκ εκρατήσατέ με.» `Ως περί τηλικούτου ούν φερόμενοι 
ημείς τού 'Ιησού ου μόνον κατά τήν ένδον καί αποκεκρυμμένην 
τοίς πολλοίς θειότητα αλλά καί κατά τό μεταμορφούμενον 
σώμα, ότ' εβούλετο καί οίς εβούλετο, φαμέν ότι τόν μέν μή 
απεκδυσάμενον «τάς αρχάς καί τάς εξουσίας» 'Ιησούν 
καί μηδέπω αποθανόντα «τή αμαρτία» πάντες βλέπειν 
εχώρουν, τόν δ' απεκδυσάμενον «τάς αρχάς καί τάς εξου-
σίας» καί μηκέτ' έχοντά τι χωρητόν οραθήναι τοίς πολλοίς 
ουχ οίοί τε ήσαν αυτόν βλέπειν οι πρότερον αυτόν ιδόντες 
πάντες: όθεν φειδόμενος αυτών ουκ εφαίνετο πάσιν αναστάς 
εκ νεκρών. 
Καί τί λέγω πάσιν; Ουδέ γάρ αυτοίς τοίς αποστόλοις 
καί τοίς μαθηταίς αεί συνήν ή αεί εφαίνετο, μή δυναμένοις 
αυτού χωρήσαι τήν θεωρίαν διηνεκώς. Λαμπροτέρα γάρ τήν 
οικονομίαν τελέσαντος η θειότης ήν αυτού, ήντινα Κηφάς ο 
Πέτρος ωσπερεί «απαρχή» τών αποστόλων τυγχάνων 
δεδύνηται ιδείν, καί μετ' αυτόν οι δώδεκα, τού Ματθίου αντί 
τού 'Ιούδα καταταχθέντος, καί μετ' εκείνους «πεντακοσίοις 
αδελφοίς εφάπαξ»], «έπειτα ώφθη 'Ιακώβω, έπειτα τοίς» 
ετέροις παρά τούς δώδεκα «αποστόλοις πάσι», τάχα τοίς 
εβδομήκοντα, «έσχατον δέ πάντων» Παύλω τώ ωσπερεί 
«εκτρώματι» καί επισταμένω, πώς έλεγεν: «'Εμοί τώ 
ελαχιστοτέρω πάντων αγίων εδόθη η χάρις αύτη.» [Καί 
τάχα τό «ελαχιστοτέρω» ίσον εστί τώ «εκτρώματι». 
''Ωσπερ ούν ουκ άν τις ευκόλως εγκαλέσαι τώ 'Ιησού μή 
παραλαμβάνοντι πάντας τούς αποστόλους εις τό υψηλόν 
όρος αλλά μόνους τούς προειρημένους τρείς, ηνίκα έμελλε 
μεταμορφούσθαι καί τήν λαμπρότητα δεικνύναι τών ιματίων 
εαυτού καί τήν δόξαν Μωϋσέως καί 'Ηλίου συλλαλούντων 
αυτώ, ούτως ούν ουκ άν τοίς αποστολικοίς λόγοις μέμφοιτ' 
άν τις ευλόγως εισάγουσιν ώφθαι τόν 'Ιησούν μετά τήν 
ανάστασιν ου πάσιν, αλλ' οίς οίδεν ανειληφόσιν οφθαλμούς 
χωρούντας ιδείν τήν ανάστασιν αυτού. 
Χρήσιμον δ' οίμαι πρός απολογίαν τών προκειμένων εστί 
καί τό ούτως ειρημένον περί αυτού: «Εις τούτο γάρ 
Χριστός απέθανε καί ανέστη, ίνα καί νεκρών καί ζώντων 
κυριεύση.» ''Ορα γάρ εν τούτοις ότι «απέθανεν» 'Ιησούς, 
«ίνα νεκρών κυριεύση», «καί ανέστη, ίνα» μή μόνον 
«νεκρών» αλλά «καί ζώντων κυριεύση». Καί οίδέ γε ο 
απόστολος νεκρούς μέν, ών κυριεύει ο Χριστός, τούς ούτως 
κατειλεγμένους εν τή πρός Κορινθίους προτέρα: «Σαλπίσει 
γάρ, καί οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι», ζώντας δέ 
αυτούς καί τούς αλλαγησομένους, ετέρους όντας τών εγερθη-
σομένων νεκρών. ''Εχει δέ καί περί τούτων η λέξις ούτως: 
«Καί ημείς αλλαγησόμεθα», εξής ειρημένη τώ «Οι νεκροί 
εγερθήσονται πρώτον». 'Αλλά καί εν τή πρός Θεσσαλονικείς 
προτέρα εν ετέραις λέξεσι τήν αυτήν διαφοράν παριστάς, 
φησίν άλλους μέν είναι τούς κοιμωμένους άλλους δέ τούς 
ζώντας λέγων: «Ου θέλομεν δέ υμάς αγνοείν, αδελφοί, 
περί τών κοιμωμένων, ίνα μή λυπήσθε ως καί οι λοιποί οι 
μή έχοντες ελπίδα. Ει γάρ πιστεύομεν ότι 'Ιησούς απέθανε 
καί ανέστη, ούτως ο θεός καί τούς κοιμηθέντας διά τού 
'Ιησού άξει σύν αυτώ. Τούτο γάρ υμίν λέγομεν εν λόγω 
κυρίου, ότι ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι εις τήν παρου-
σίαν τού κυρίου ου μή φθάσωμεν τούς κοιμηθέντας.»] 
Τήν δέ φανείσαν ημίν εις τούς τόπους διήγησιν εξεθέμεθα 
εν οίς υπηγορεύσαμεν εξηγητικοίς τής πρός Θεσσαλονικείς 
προτέρας επιστολής. 
Καί μή θαύμαζε, ει μή πάντες βλέπουσιν οι πεπιστευ-
κότες όχλοι τώ 'Ιησού τήν ανάστασιν αυτού: ότε [ως μή 
χωρούσι πλείονα Κορινθίοις ο Παύλος γράφων φησίν: 
«'Εγώ δέ έκρινα μηδέν ειδέναι εν υμίν ει μή 'Ιησούν Χριστόν 
καί τούτον εσταυρωμένον.» Τοιούτον δέ εστι καί τό: 
«Ούπω γάρ εδύνασθε: αλλ' ουδέ έτι νύν δύνασθε, έτι γάρ 
σαρκικοί εστε.» Ούτω τοίνυν πάντα κρίσει θεία ποιών ο 
λόγος ανέγραψε περί τού 'Ιησού, πρό μέν τού πάθους 
απαξαπλώς φανέντος τοίς πλείοσι καί τούτο ουκ αεί, μετά 
δέ τό πάθος ουκέτι ομοίως επιφαινομένου αλλά μετά τινος 
κρίσεως εκάστω μετρούσης τά δέοντα. ''Ωσπερ δ' αναγέγραπ-
ται τό «''Ωφθη ο θεός τώ 'Αβραάμ» ή τινι τών αγίων, 
καί τό «ώφθη» τούτο ουκ αεί εγίνετο αλλ' εκ διαλειμμάτων, 
καί ου πάσιν εφαίνετο: ούτω μοι νόει καί τόν υιόν τού 
θεού ώφθαι τή παραπλησία περί εκείνων εις τό ώφθαι 
αυτοίς τόν θεόν κρίσει.] 
'Απελογησάμεθα ούν κατά τό δυνατόν ημίν ως εν 
τοιούτω συγγράμματι πρός τό εχρήν, είπερ όντως εκφήναι 
θείαν δύναμιν ήθελεν, αυτοίς τοίς επηρεάσασι καί τώ 
καταδικάσαντι καί όλως πάσιν οφθήναι. Ουκ εχρήν ούν τώ 
καταδικάσαντι αυτόν οφθήναι ουδέ τοίς επηρεάσασιν. 
'Εφείδετο γάρ καί τού καταδικάσαντος καί τών επηρεα-
σάντων ο 'Ιησούς, ίνα μή παταχθώσιν «αορασία», οποία 
οι εν Σοδόμοις επατάχθησαν, ηνίκα επεβούλευον τή ώρα 
τών ξενισθέντων παρά τώ Λώτ αγγέλων. Καί τούτο δέ 
δηλούται διά τούτων: «'Εκτείναντες δέ οι άνδρες τάς 
χείρας εσπάσαντο τόν Λώτ πρός εαυτούς εις τόν οίκον, 
καί τήν θύραν απέκλεισαν: τούς δέ άνδρας τούς επί τή 
θύρα τού οίκου επάταξαν αορασία από μικρού έως μεγάλου: 
καί παρελύθησαν ζητούντες τήν θύραν.» 'Εκφήναι ούν 
εβούλετο τήν δύναμιν εαυτού ο 'Ιησούς θείαν ούσαν εκάστω 
τών δυναμένων αυτήν ιδείν, καί κατά τό μέτρον ιδείν ά 
εχώρει. Καί ου δή που δι' άλλο εφυλάξατο οφθήναι ή διά 
τάς δυνάμεις τών μή χωρούντων αυτόν ιδείν. 
Καί μάτην παρελήφθη τώ Κέλσω τό ου γάρ δή έτι 
εφοβείτό τινα ανθρώπων αποθανών καί, ώς φατε, θεός ών, 
ουδ' επί τούτ' επέμφθη τήν αρχήν, ίνα λάθη. ['Επέμφθη 
γάρ ου μόνον, ίνα γνωσθή, αλλ' ίνα καί λάθη. Ου γάρ πάν, 
ό ήν, καί οίς εγινώσκετο εγινώσκετο, αλλά τι αυτού ελάνθανεν 
αυτούς: τισί δ' ουδ' όλως εγινώσκετο.] Καί ανέωξε δέ 
«φωτός» πύλας τοίς γενομένοις μέν «σκότους» καί 
«νυκτός» υιοίς, επιδεδωκόσι δέ εαυτούς εις τό γενέσθαι 
υιούς «ημέρας» καί «φωτός». Καί ήλθε σωτήρ ο κύριος 
ημίν μάλλον ως ιατρός αγαθός τοίς αμαρτιών μεστοίς ή 
τοίς δικαίοις. 

''Ιδωμεν δέ τίνα τρόπον φησίν ο παρά τώ Κέλσω 
'Ιουδαίος ότι ει δ' ούν τό γε τοσούτον [ώφειλεν εις επίδειξιν] 
θεότητος, [από τού σκόλοπος] γούν ευθύς [αφανής γενέσθαι.] 
Καί τούτο δέ [δοκεί μοι όμοιον είναι τώ λόγω τών αντιδια-
τασσόντων τή προνοία] καί διαγραφόντων εαυτοίς έτερα 
παρά τά όντα [καί λεγόντων ότι βέλτιον ήν, ει ούτως είχεν 
ο κόσμος, ως διεγράψαμεν.] ''Οπου μέν γάρ δυνατά διαγρά-
φουσιν, ελέγχονται [χείρονα ποιούντες τό όσον εφ' εαυτοίς 
καί τή διαγραφή αυτών τόν κόσμον], όπου δέ δοκούσι μή 
χείρονα αναζωγραφείν τών όντων, αποδείκνυνται τά τή 
φύσει αδύνατα βουλόμενοι: ως εκατέρως αυτούς καταγε-
λάστους είναι. Καί ενθάδε τοίνυν ότι μέν ουκ αδύνατον 
ηξίωσεν τή θειοτέρα φύσει, ίν' όταν βούληται αφανής 
γένηται, καί αυτόθεν μέν δήλον σαφές δέ καί εκ τών γεγραμ-
μένων περί αυτού τοίς μή τινά μέν τών γεγραμμένων 
προσιεμένοις, ίνα κατηγορήσωσι τού λόγου, τινά δέ πλάσματα 
οιομένοις τυγχάνειν. Γέγραπται δέ εν τώ κατά Λουκάν ότι 
μετά τήν ανάστασιν «λαβών τόν άρτον» ο 'Ιησούς «ευλόγησε 
καί κλάσας επεδίδου» τώ Σίμωνι καί τώ Κλεόπα: λαβόντων 
δ' αυτών τόν άρτον «διηνοίχθησαν αυτών οι οφθαλμοί, καί 
επέγνωσαν αυτόν: καί αυτός άφαντος εγένετο απ' αυτών». 
[Θέλομεν δέ παραστήσαι, πώς ου χρησιμώτερον ήν 
πρός τήν οικονομίαν όλην τό ευθύς από τού σκόλοπος 
αυτόν αφανή γενέσθαι σωματικώς. Τά συμβεβηκέναι αναγε-
γραμμένα τώ 'Ιησού ουκ εν ψιλή τή λέξει καί τή ιστορία 
τήν πάσαν έχει θεωρίαν τής αληθείας: έκαστον γάρ αυτών 
καί σύμβολόν τινος είναι παρά τοίς συνετώτερον εντυγχάνουσι 
τή γραφή αποδείκνυται.] ''Ωσπερ ούν τό σταυρωθήναι 
αυτόν έχει τήν δηλουμένην αλήθειαν εν τώ «Χριστώ συνες-
ταύρωμαι» καί τώ σημαινομένω εκ τού «'Εμοί δέ μή 
γένοιτο καυχάσθαι ει μή εν τώ σταυρώ τού κυρίου μου 
'Ιησού Χριστού, δι' ού εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τώ 
κόσμω», καί ο θάνατος αυτού αναγκαίος διά τό «'`Ο γάρ 
απέθανε, τή αμαρτία απέθανεν εφάπαξ» καί διά τό τόν 
δίκαιον λέγειν: «Συμμορφιζόμενος τώ θανάτω αυτού» 
καί τό «Ει γάρ συναπεθάνομεν, καί συζήσομεν» 
[ούτως καί η ταφή αυτού φθάνει επί τούς συμμόρφους τού 
θανάτου αυτού καί τούς συσταυρωθέντας αυτώ καί συναπο-
θανόντας, καθό καί τώ Παύλω λέλεκται τό: «Συνετάφημεν 
γάρ αυτώ διά τού βαπτίσματος» καί συνανέστημεν αυτώ.] 
`Ημείς δέ καί τά περί τής ταφής καί τού μνημείου καί 
τού θάψαντος αναγεγραμμένα ευκαιρότερον διά πλειόνων εν 
άλλοις, ένθα προηγουμένως έστι περί τούτων λέγειν, διηγη-
σόμεθα. Νυνί δ' αυτάρκης η καθαρά σινδών, εν ή έδει τό 
καθαρόν εντυλιχθήναι σώμα τού 'Ιησού, [καί τό καινόν 
μνημείον, «ό ελατόμησεν εν τή πέτρα» ο 'Ιωσήφ, «ού 
ουκ ήν ούπω ουδείς κείμενος»], ή, ως ο 'Ιωάννης φησίν, 
«εν ώ ουδέπω ουδείς ετέθη». [Καί επίστησον ει δύναται 
κινήσαί τινα η συμφωνία τών τριών ευαγγελιστών, φροντι-
σάντων αναγράψαι τό λατομητόν ή λαξευτόν τό μνημείον 
εν πέτρα], ίν' ο τούς λόγους τών γεγραμμένων εξετάζων 
καί περί τούτων θεάσηταί τι λόγου άξιον καί περί τής 
καινότητος τού μνημείου, ήντινα Ματθαίος καί 'Ιωάννης 
ιστόρησε, καί περί τού μηδένα εκεί νεκρόν γεγονέναι κατά 
τόν Λουκάν καί τόν 'Ιωάννην. ''Εδει γάρ τόν μή τοίς 
λοιποίς νεκροίς όμοιον αλλά ζωτικά σημεία καί εν τή 
νεκρότητι δείξαντα τό ύδωρ καί τό αίμα καί καινόν, ίν' 
ούτως ονομάσω, όντα νεκρόν εν καινώ καί καθαρώ γενέσθαι 
μνημείω: ίν' ώσπερ η γένεσις αυτού καθαρωτέρα πάσης 
γενέσεως ήν τώ μή από μίξεως αλλ' από παρθένου γεννη-
θήναι, ούτως καί η ταφή έχοι τήν καθαρότητα, διά τού 
συμβολικού δηλουμένην εν τώ αποτεθείσθαι αυτού τό σώμα 
εν μνημείω καινώ υφεστώτι, [ουκ εκ λογάδων λίθων] 
οικοδομηθέντι καί τήν ένωσιν ου φυσικήν έχοντι αλλ' εν 
μιά καί δι' όλων ηνωμένη πέτρα λατομητώ ή λαξευτώ. 
Τά μέν ούν τής διηγήσεως καί τής από τών γεγονέναι 
αναγεγραμμένων αναβάσεως επί τά πράγματα, ών τά 
γενόμενα ήν σημαντικά, καί μειζόνως άν τις καί θειοτέρως 
διηγήσαιτο, ευκαιρότερον εκτιθέμενος τά τοιαύτα εν προηγου-
μένη συντάξει: [τά δέ τής λέξεως καί ούτως άν τις αποδώη, 
ότι κατά τόν κρίναντα υπομείναι τό επί σκόλοπος κρεμασθήναι 
ήν καί τά εξής τή υποθέσει τηρήσαι, ίν' ως άνθρωπος 
καθαιρεθείς τώ ως άνθρωπος αποτεθνηκέναι ως άνθρωπος 
καί ταφή.] 'Αλλά καί ει καθ' υπόθεσιν εγέγραπτο εν τοίς 
ευαγγελίοις ότι από τού σκόλοπος αφανής ευθύς εγένετο, 
εκάκιζεν άν τό γεγραμμένον ο Κέλσος καί οι άπιστοι, καί 
κατηγόρησαν άν καί ούτω λέγοντες: τί δή ποτε μετά τόν 
σταυρόν γέγονεν αφανής, ου πρό τού παθείν δέ τούτ' επραγμα-
τεύσατο; Είπερ ούν από τών ευαγγελίων μεμαθηκότες ότι 
ου γέγονεν ευθύς αφανής από τού σκόλοπος εγκαλείν οίονται 
τώ λόγω, μή πλασαμένω, ως εκείνοι ηξίωσαν, τό ευθύς 
αυτόν αφανή γενέσθαι από τού σκόλοπος αλλά τό αληθές 
ιστορήσαντι, πώς ουκ εύλογον πιστεύσαι αυτούς καί τή 
αναστάσει αυτού, καί ως βουληθείς οτέ μέν «τών θυρών 
κεκλεισμένων» «έστη εν μέσω» τών μαθητών, οτέ δέ 
δούς άρτον δυσί τών γνωρίμων ευθύς «άφαντος εγένετο 
απ' αυτών» μετά τινας, ούς ελάλησεν αυτοίς, λόγους; 
Πόθεν δέ τώ Κέλσου 'Ιουδαίω λέλεκται ότι εκρύπτετο 
'Ιησούς; Λέγει γάρ περί αυτού: [Τίς δέ πώποτε πεμφθείς 
άγγελος, δέον αγγέλλειν τά κεκελευσμένα, κρύπτεται; Ου 
γάρ εκρύπτετο ο ειπών τοίς ζητούσιν αυτόν συλλαβείν: 
«Καθ' ημέραν ήμην εν τώ ιερώ παρρησία διδάσκων, καί 
ουκ εκρατείτέ με.]» Πρός δέ τό εξής παλιλλογούμενον 
υπό τού Κέλσου ημείς άπαξ απολογησάμενοι αρκεσθησόμεθα 
τοίς προειρημένοις. Γέγραπται γάρ εν τοίς ανωτέρω καί 
πρός τό ή ότε μέν ηπιστείτο <ών> εν σώματι, πάσιν 
ανέδην εκήρυττεν: ότε δέ πίστιν άν ισχυράν παρείχεν εκ 
νεκρών αναστάς, ενί μόνω γυναίω καί τοίς εαυτού θιασώταις 
κρύβδην παρεφαίνετο; 'Αλλ' ουδ' ότι ενί μόνω γυναίω 
εφάνη, αληθές εστιν: γέγραπται γάρ εν τώ κατά Ματθαίον 
ευαγγελίω ότι «'Οψέ σαββάτων, τή επιφωσκούση εις μίαν 
σαββάτων, ήλθε Μαρία η Μαγδαληνή καί η άλλη Μαρία, 
θεωρήσαι τόν τάφον. Καί ιδού σεισμός εγένετο μέγας: 
άγγελος γάρ κυρίου καταβάς εξ ουρανού καί προσελθών 
απεκύλισε τόν λίθον.» Καί μετ' ολίγον φησίν ο Ματθαίος: 
«Καί ιδού ο 'Ιησούς υπήντησεν αυταίς» -- δήλον δ' ότι 
ταίς προειρημέναις Μαρίαις -- «λέγων: Χαίρετε. Αι δέ 
προσελθούσαι εκράτησαν αυτού τούς πόδας καί προσεκύνησαν 
αυτώ.» Λέλεκται δέ καί πρός τό [κολαζόμενος μέν άρα 
πάσιν εωράτο, αναστάς δέ ενί], ότε απελογούμεθα πρός τό 
ου πάσιν εωράτο. Καί νύν δέ φήσομεν [ότι τά μέν ανθρώπινα 
αυτού πάσιν ήν ορατά, τά δέ θειότερα -- λέγω δέ ου περί τών 
σχέσιν πρός έτερα εχόντων αλλά περί τών κατά διαφοράν -- 
ου πάσι χωρητά.] Πρόσχες δέ καί τή παρά πόδας τού 
Κέλσου εναντιότητι πρός εαυτόν. Προειπών γούν ενί γυναίω 
καί τοίς εαυτού θιασώταις κρύβδην αυτόν παραπεφάνθαι 
ευθέως επιφέρει: Κολαζόμενος μέν άρα πάσιν εωράτο, 
αναστάς δέ ενί, ούπερ εχρήν τουναντίον. Τί δέ καί νομίζει 
τό εχρήν, ακούσωμεν, εναντίον τού μέν κολαζόμενον πάσιν 
εωράσθαι, αναστάντα δέ ενί: όσον γάρ επί τή λέξει εαυτού 
ήθελε καί αδύνατόν <τι> καί άλογον, κολαζόμενον μέν ενί 
οράσθαι, αναστάντα δέ πάσιν: ή πώς διηγήση τό ούπερ 
εχρήν τουναντίον; 

'Εδίδαξε δέ ημάς ο 'Ιησούς καί όστις ήν ο πέμψας εν 
τώ «Ουδείς έγνω τόν πατέρα, ει μή ο υιός», καί τώ 
«Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε: καί μονογενής γε ών 
θεός, ο ών εις τόν κόλπον τού πατρός, εκείνος εξηγήσατο.» 
'Εκείνος θεολογών απήγγειλε τά περί θεού τοίς γνησίοις 
αυτού μαθηταίς: ών ίχνη εν τοίς γεγραμμένοις ευρίσκοντες 
αφορμάς έχομεν θεολογείν, όπου μέν ακούοντες: «`Ο θεός 
φώς εστι, καί σκοτία ουκ έστιν εν αυτώ ουδεμία», όπου 
δέ: «Πνεύμα ο θεός, καί τούς προσκυνούντας αυτόν εν 
πνεύματι καί αληθεία δεί προσκυνείν.» 'Αλλά καί εφ' 
οίς έπεμψεν αυτόν ο πατήρ μυρία εστίν, άτινα ο βουλόμενος 
μανθανέτω, πή μέν από τών προκηρυξάντων περί αυτού 
προφητών πή δ' από τών ευαγγελιστών: ουκ ολίγα δ' 
είσεται καί από τών αποστόλων καί μάλιστα Παύλου. 
'Αλλά καί τούς μέν ευσεβούντας ούτος φωταγωγεί τούς δέ 
αμαρτάνοντας κολάσει, όπερ ουκ ιδών ο Κέλσος πεποίηκε: 
Καί τούς μέν ευσεβούντας φωταγωγήσων τούς δέ αμαρτά-
νοντας ή μεταγνόντας ελεήσων. 
Μετά ταύτά φησιν: Ει μέν εβούλετο λανθάνειν, τί 
ηκούετο η εξ ουρανού φωνή κηρύττουσα αυτόν υιόν θεού; 
Ει δ' ουκ εβούλετο λανθάνειν, τί εκολάζετο ή τί απέθνησκε; 
Καί οίεται εν τούτοις διαφωνίαν ελέγχειν τών περί αυτού 
γεγραμμένων, ουχ ορών ότι [ούτε πάντα τά περί αυτόν 
εβούλετο πάσι καί οίς έτυχε γινώσκεσθαι ούτε πάντα 
λανθάνειν τά καθ' εαυτόν.] `Η γούν εξ ουρανού φωνή 
κηρύττουσα αυτόν είναι υιόν θεού καί λέγουσα: [«Ούτός 
εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ώ ηυδόκησα», ουκ αναγέ-
γραπται εις επήκοον τοίς όχλοις γεγονέναι, όπερ ωήθη ο 
Κέλσου 'Ιουδαίος. 'Αλλά καί η εν τώ υψηλοτάτω όρει από 
τής νεφέλης φωνή μόνοις ηκούετο τοίς συναναβάσιν αυτώ. 
Καί γάρ τοιαύτη εστίν η θεία φωνή, ακουομένη μόνοις 
εκείνοις, ούς βούλεται ακούειν ο λέγων.] Ουδέπω δέ λέγω 
ότι ου πάντως εστίν αήρ πεπληγμένος ή πληγή αέρος ή 
ό τι ποτέ λέγεται εν τοίς περί φωνής η αναγραφομένη φωνή 
τού θεού, διόπερ τή κρείττονι τής αισθητής ακοής καί 
θειοτέρα ακούεται. Καί επάν βούληται ο λέγων μή πάσιν 
εξάκουστον είναι τήν εαυτού φωνήν, ο μέν «έχων» τά 
κρείττονα «ώτα» ακούει θεού, ο δέ κεκωφωμένος τήν τής 
ψυχής ακοήν αναισθητεί λέγοντος θεού. Ταύτα μέν διά τό 
τί ηκούετο η εξ ουρανού φωνή η κηρύττουσα αυτόν υιόν 
θεού; Εις δέ τό ει ουκ εβούλετο λανθάνειν, τί εκολάζετο ή 
τί απέθνησκεν; αρκεί τά περί τού πάθους ημίν διά 
πλειόνων εν τοίς ανωτέρω λελεγμένα. 
'Εκτίθεται δέ μετά ταύτα ο Κέλσου 'Ιουδαίος ως 
ακόλουθον τό μή ακόλουθον. Ου γάρ ακολουθεί τώ ηθέλησεν 
ημάς δι' ών πέπονθε κολάσεων διδάξαι καί θανάτου κατα-
φρονείν τό αναστάντα αυτόν εκ νεκρών φανερώς εις φώς 
καλέσαι πάντας καί διδάξαι, ού χάριν κατεληλύθει. Εις φώς 
γάρ πρότερον εκάλεσε πάντας ειπών: «Δεύτε πάντες οι 
κοπιώντες καί πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς.» 
Καί ού χάριν κατελήλυθεν, αναγέγραπται εν οίς αποτάδην 
κεκίνηκε λόγοις εν μακαρισμοίς καί τοίς εξής αυτοίς 
απαγγελλομένοις καί εν παραβολαίς καί εν ταίς πρός τούς 
γραμματείς καί Φαρισαίους ομιλίαις. Τό δέ κατά 'Ιωάννην 
ευαγγέλιον όσα εδίδαξεν εκτέθειται, παριστάντα τήν 'Ιησού 
ουκ εν λέξεσιν αλλ' εν πράγμασι μεγαλοφωνίαν: καί 
δήλός εστιν εκ τών ευαγγελίων ότι «εν εξουσία ήν ο λόγος 
αυτού», εφ' ώ καί εθαύμαζον. 
Καί πάσί γε τούτοις επιλέγει ο Κέλσου 'Ιουδαίος: 
Ταύτα μέν ούν υμίν εκ τών υμετέρων συγγραμμάτων, εφ' 
οίς ουδενός άλλου μάρτυρος χρήζομεν: αυτοί γάρ εαυτοίς 
περιπίπτετε. 'Ηλέγξαμεν δ' ότι παρά τά ημέτερα τών 
ευαγγελίων συγγράμματα πολλά πεφλυάρηται εν τοίς τού 
'Ιουδαίου είτε πρός τόν 'Ιησούν είτε πρός ημάς λόγοις. Καί 
ουχ ηγούμαί γε ότι παρέστησε, πώς ημείς εαυτοίς περι- 
πίπτομεν, αλλά μόνον οίεται. 'Επεί δέ προστίθησι τούτοις 
ο 'Ιουδαίος αυτού ότι όλως, [ώ ''Υψιστε καί Ουράνιε, τίς 
θεός παρών εις ανθρώπους απιστείται;] λεκτέον πρός 
αυτόν ότι [καί κατά τόν Μωϋσέως νόμον θεός εναργέστατα 
παραγεγονέναι τοίς `Εβραίοις αναγεγραμμένος ου μόνον 
κατά τά εν Αιγύπτω σημεία καί τέρατα έτι δέ τήν δίοδον 
τής ερυθράς θαλάσσης καί τόν στύλον «τού πυρός» καί 
τήν νεφέλην τού φωτός, αλλά καί ηνίκα η δεκάλογος όλω 
τώ λαώ απηγγέλλετο, ηπιστήθη υπό τών ιδόντων: ουκ άν 
γάρ, πιστεύοντες τώ εωραμένω καί ακουσθέντι, μόσχον 
κατεσκεύασαν] ουδ' «ηλλάξαντο άν τήν δόξαν εαυτών εν 
ομοιώματι μόσχου εσθίοντος χόρτον» ουδ' έλεγον άν πρός 
αλλήλους περί τού μόσχου: «Ούτοί εισιν οι θεοί σου, 
'Ισραήλ, οίτινες ανήγαγόν <σε> εκ γής Αιγύπτου». Καί 
όρα ει μή κατά τούς αυτούς εστι τηλικούτοις τεραστίοις καί 
τοσαύταις επιφανείαις θεού καί πρότερον απιστήσαι δι' 
όλης τής ερήμου, ως εν τώ νόμω 'Ιουδαίων γέγραπται, καί 
κατά τήν 'Ιησού παράδοξον επιδημίαν μή αλώναι υπό τών 
μετ' εξουσίας αυτώ ειρημένων λόγων καί τών παραδόξως 
αυτώ εν όψει παντός τού λαού πεπραγμένων. 
Καί ικανά γε νομίζω ταύτα είναι τώ βουλομένω 
παραστήσαι τήν 'Ιουδαίων πρός τόν 'Ιησούν απιστίαν, ότι 
ακόλουθος ήν αύτη τοίς εξ αρχής περί τού λαού αναγεγραμ-
μένοις. Είποιμι γάρ άν πρός τόν λέγοντα παρά τώ Κέλσω 
'Ιουδαίον: Τίς θεός παρών εις ανθρώπους απιστείται, καί 
ταύτα οίς ελπίζουσιν επιφαίνεται; '`Η τί δή ποτε τοίς πάλαι 
προσδεχομένοις ου γνωρίζεται; ''Οτι βούλεσθε, ώ ούτοι, 
πρός τάς πεύσεις ημών αποκρίνεσθαι; [Ποίαι δυνάμεις 
μείζους όσον επί υμετέρα υπολήψει είναι υμίν φαίνονται, 
αι εν Αιγύπτω καί τή ερήμω, ή ά έφαμεν ημείς πεποιηκέναι 
τόν 'Ιησούν παρ' υμίν;] Ει μέν γάρ εκείναι μείζους τούτων 
καθ' υμάς εισιν, πώς ουκ [αυτόθεν δείκνυται ότι κατά τό 
ήθος τών τοίς μείζοσιν απιστησάντων εστί καί τό τών 
ηττόνων καταφρονείν;] Τούτο γάρ υπολαμβάνεται περί ών 
λέγομεν περί τού 'Ιησού: ει δέ ίσαι λέγονται <αι> περί 
τού 'Ιησού ταίς αναγεγραμμέναις υπό Μωϋσέως, τί ξένον 
απήντησε λαώ <τώ> κατ' αμφοτέρας τάς αρχάς τών πραγ-
μάτων απιστούντι; ['Αρχή μέν γάρ νομοθεσίας επί Μωϋσέως 
ήν, εν ή τά αμαρτήματα τών απίστων υμών αναγέγραπται: 
αρχή δέ νομοθεσίας καί διαθήκης δευτέρας κατά τόν 'Ιησούν 
ημίν γεγονέναι ομολογείται. Καί μαρτυρείτε δι' ών τώ 
'Ιησού απιστείτε ότι υιοί εστε τών εν τή ερήμω απιστη-
σάντων ταίς θείαις επιφανείαις: καί τό υπό τού σωτήρος 
ημών ειρημένον καί πρός υμάς λελέξεται απιστήσαντας 
αυτώ, ότι «''Αρα μάρτυρές εστε καί συνευδοκείτε τοίς 
έργοις τών πατέρων υμών»]: καί πληρούται εν υμίν η 
λέγουσα προφητεία: «''Εσται η ζωή υμών κρεμαμένη 
ενώπιον τών οφθαλμών υμών, καί ου μή πιστεύσητε τή 
ζωή υμών»: ου γάρ επιστεύσατε τή επιδεδημηκυία τώ 
γένει τών ανθρώπων ζωή. 
Ουχ εύρε δ' ο Κέλσος προσωποποιών τόν 'Ιουδαίον 
τοιαύτα αυτώ περιθείναι εν τώ λόγω, οποία ουκ άν αυτώ 
από τών νομίμων καί προφητικών προφέροιτο γραφών. 
Μέμφεται γάρ τόν 'Ιησούν τοιαύτα λέγων περί αυτού: 
'Απειλεί καί λοιδορεί κούφως οπόταν λέγη: «Ουαί υμίν» 
καί «Προλέγω υμίν». 'Εν γάρ τούτοις άντικρυς ομολογεί 
ότι πείσαι αδυνατεί, όπερ ουκ άν θεός αλλ' ουδ' άνθρωπος 
φρόνιμος πάθοι. ''Ορα δέ ει μή ταύτα άντικρυς αναστρέφει 
επί τόν 'Ιουδαίον. 'Απειλεί γάρ εν ταίς νομικαίς καί προφη-
τικαίς γραφαίς ο θεός καί λοιδορεί, οπόταν λέγη, ουκ 
ελάττονα τών εν τώ ευαγγελίω «ουαί»: οποίά εστι τά 
εν `Ησαΐα ούτως έχοντα: «Ουαί οι συνάπτοντες οικίαν 
πρός οικίαν, καί αγρόν πρός αγρόν εγγίζοντες» καί «Ουαί 
οι εγειρόμενοι τό πρωΐ καί τό σίκερα διώκοντες» καί 
«Ουαί οι επισπώμενοι τάς αμαρτίας ως σχοινίω μακρώ» 
καί «Ουαί οι λέγοντες τό πονηρόν καλόν καί τό καλόν 
πονηρόν» καί «Ουαί οι ισχύοντες υμών, οι πίνοντες τόν 
οίνον». Καί άλλα δ' άν εύροις μυρία. Πώς δ' ου παραπλήσια 
αίς λέγει απειλαίς εστι τό «Ουαί έθνος αμαρτωλόν, λαός 
πλήρης αμαρτιών, σπέρμα πονηρόν, υιοί άνομοι» καί τά 
εξής; Οίς επιφέρει τηλικαύτας απειλάς, αί εισιν ουκ 
ελάττους ών φησι τόν 'Ιησούν ειρηκέναι. '`Η ουκ έστιν 
απειλή καί μεγάλη γε η φάσκουσα: «`Η γή υμών έρημος, 
αι πόλεις υμών πυρίκαυστοι: τήν χώραν υμών ενώπιον 
υμών αλλότριοι κατεσθίουσιν αυτήν, καί ηρήμωται κατες-
τραμμένη υπό λαών αλλοτρίων»; Πώς δ' ου λοιδορίαι 
καί εν τώ 'Ιεζεκιήλ εισι πρός τόν λαόν, ένθα ο κύριός εστι 
λέγων πρός τόν προφήτην: «'Εν μέσω σκορπίων σύ 
κατοικείς»; '~Αρ' ούν, ώ Κέλσε, συνησθημένως πεποίηκας 
τόν 'Ιουδαίον λέγοντα περί τού 'Ιησού ότι απειλεί καί 
λοιδορεί κούφως, οπόταν λέγη: «Ουαί υμίν» καί «Προλέγω 
υμίν»; Ουχ οράς ότι άπερ κατηγορών λέγει ο παρά σοί 
'Ιουδαίος τού 'Ιησού ταύτα άν λέγοιτο πρός αυτόν περί 
τού θεού; ''Αντικρυς γάρ εν τοίς ομοίοις ευρίσκεται ών, 
ως οίεται ο 'Ιουδαίος, εγκλήμασιν ο εν τοίς προφήταις 
θεός ως πείσαι αδυνατών.

Επιστροφή στα περιεχόμενα   -  |  -   Συνέχεια