Λεγέτω
τις ούν ημίν, ει δύναταί τι τών εν τώ
ευαγγελίω
ή τών παρά τώ αποστόλω χώραν παρέχειν
υπονοίας γοητείας
προαγορευομένης κατά τόν τόπον.
Παρέσται δέ τώ βουλο-
μένω καί από τού Δανιήλ εκλαβείν τήν
περί τού 'Αντιχρίστου
προφητείαν. Καταψεύδεται δέ τών λόγων 'Ιησού,
επεί μή
ειπόντος αυτού: διότι παρέσονται
έτεροι δυνάμεσιν ομοίαις
χρώμενοι, κακοί καί γόητες, αυτός φησιν
αυτόν ειρηκέναι
τό τοιούτον. `Ως γάρ ουχ ομοία δύναμις η
τών εν Αιγύπτω
επαοιδών τή εν τώ Μωϋσεί παραδόξω
χάριτι, αλλά τό τέλος
διήλεγχε τά μέν τών Αιγυπτίων όντα
μαγγανείας τά δέ τού
Μωϋσέως θεία: ούτως τά μέν τών
αντιχρίστων καί τών
προσποιουμένων δυνάμεις ως μαθητών 'Ιησού
σημεία καί
τέρατα λέγεται είναι «ψεύδους», «εν
πάση απάτη αδικίας
τοίς απολλυμένοις» ισχύοντα, τά δέ τού
Χριστού καί τών
μαθητών αυτού καρπόν έσχεν ουκ απάτην
αλλά σωτηρίαν
ψυχών. Τίς γάρ τόν κρείττονα βίον καί
συστέλλοντα τά τής
κακίας οσημέραι επί τό έλαττον ευλόγως
φησίν από απάτης
γίνεσθαι;
`Υπείδετο δέ ο Κέλσος τό από τής γραφής
ποιήσας
τόν 'Ιησούν ειρηκέναι ότι Σατανάς τις
τοιαύτα παραμηχα-
νήσεται. 'Αλλά καί συναρπάζει τόν λόγον
φάσκων μή
έξαρνον είναι τόν 'Ιησούν, ως ταύτα
ουδέν θείον έχει αλλά
πονηρών εστιν έργα: ομογενή γάρ αυτά
πεποίηκεν ετερογενή
τυγχάνοντα. Καί ώσπερ λύκος κυνί ουχ
ομογενής, κάν
δοκή έχειν τι παραπλήσιον εν τώ τού
σώματος σχήματι καί
τή φωνή, ουδέ φάσσα τή περιστερά. ούτως
ουδέν όμοιον
έχει τό δυνάμει θεού επιτελούμενον τώ
γινομένω από
γοητείας.
''Ετι δέ καί ταύτα πρός τάς Κέλσου
κακουργίας ερούμεν:
άρα δυνάμεις γίνονται μέν κατά
γοητείαν από πονηρών
δαιμόνων, ουδεμία δέ δύναμις
επιτελείται από τής θείας
καί μακαρίας φύσεως, [αλλ' ο βίος τών
ανθρώπων ήνεγκε
μέν τά χείρονα ουδαμώς δ' εχώρησε τά
κρείττονα; Καί
τούτό γε δοκεί μοι ώσπερ επί πάντων
δείν παρατιθέναι,
ότι όπου τι χείρον προσποιούμενον
είναι ομογενές τώ
κρείττονι, εκεί πάντως εκ τού εναντίου
εστί τι κρείττον],
ούτω καί επί τών κατά γοητείαν
επιτελουμένων, ότι πάντως
ανάγκη είναι καί από θείας ενεργείας εν
τώ βίω γινόμενα.
Καί τού αυτού εστιν εξ ακολουθίας ήτοι
αμφότερα αναιρείν
καί λέγειν μηδέτερον γίνεσθαι [ή
τιθέντα τό έτερον καί
μάλιστα τό χείρον ομολογείν καί περί
τού κρείττονος.]
Ει δέ τις τιθείη μέν τά από γοητείας
γίνεσθαι, μή τιθείη δέ
τά από θείας δυνάμεως, δοκεί μοι
παραπλήσιος είναι τώ
τιθέντι μέν ότι εισί σοφίσματα καί
λόγοι πιθανοί, αποτυγχά-
νοντες τής αληθείας, προσποιούμενοι
ταληθή παριστάνειν,
ουδαμού δέ παρ' ανθρώποις αλήθεια καί
διαλεκτική αλλοτρία
σοφισμάτων πολιτεύεται.
Ει δ' άπαξ παραδεξόμεθα ακόλουθον είναι
τώ υποστατήν
είναι μαγείαν καί γοητείαν,
ενεργουμένην υπό πονηρών
δαιμόνων, κατακλήσεσι περιέργοις
θελγομένων καί ανθρώποις
γόησιν υπακουόντων, τό καί <τά> από
θείας δυνάμεως δείν
ευρίσκεσθαι εν ανθρώποις: διά τί ουχί
καί βεβασανισμένως
τούς επαγγελλομένους τάς δυνάμεις
εξετάσομεν από τού
βίου καί τού ήθους καί τών
επακολουθούντων ταίς δυνάμεσιν
ήτοι εις βλάβην τών ανθρώπων ή εις ηθών
επανόρθωσιν,
τίς μέν δαίμοσι διακονούμενος διά
τινων επωδών καί
μαγγανειών τά τοιαύτα ποιεί, τίς δ' εν
χώρα καθαρά καί
αγία γενόμενος κατά τήν ψυχήν εαυτού
καί τό πνεύμα,
οίμαι δέ καί τό σώμα, τώ θεώ,
παραδεξάμενος θείόν τι
πνεύμα τά τοιαύτα εις ωφέλειαν
ανθρώπων καί προτροπήν
τήν επί τό πιστεύειν θεώ αληθινώ
πράττει; Ει δ' άπαξ
ζητείν δεί μή συναρπαζόμενον υπό τών
δυνάμεων, τίς μέν
από κρείττονος τίς δέ από χείρονος τά
τοιαύτα επιτελεί,
ίνα ή μή πάντα κακολογώμεν ή μή πάντα ως
θεία θαυμά-
ζωμεν καί αποδεχώμεθα: πώς ουχί
προφανές μέν έσται εκ
τών συμβάντων επί Μωϋσέως καί επί 'Ιησού,
εθνών όλων
συστάντων μετά τά σημεία αυτών, ότι
θεία δυνάμει πεποιή-
κασιν ούτοι άπερ αναγέγραπται αυτούς
πεποιηκέναι; Ουκ
άν γάρ πονηρία καί μαγγανεία όλον έθνος
συνέστησαν,
υπερβάν μέν ου μόνον αγάλματα καί τά υπ'
ανθρώπων
ιδρυμένα αλλά καί πάσαν γενητήν φύσιν,
αναβαίνον δέ πρός
τήν αγένητον τού θεού τών όλων αρχήν.
'Επεί δ' 'Ιουδαίός εστιν ο παρά τώ Κέλσω
ταύτα
λέγων, είποιμεν άν πρός αυτόν: σύ δέ δή,
ώ ούτος, τί δή
ποτε τά μέν παρά σοί γεγραμμένα ως υπό
τού θεού διά
Μωϋσέως επιτελεσθέντα θεία είναι
πεπίστευκας καί πειρά
πρός τούς διαβάλλοντας αυτά ως κατά
γοητείαν γεγενημένα
ομοίως τοίς παρ' Αιγυπτίων σοφών
επιτελουμένοις διαλέ-
γεσθαι, τά δέ από τού 'Ιησού καί παρά σοί
ομολογούμενα
γεγονέναι τούς κατά σού Αιγυπτίους
μιμούμενος κατηγορείς
ως ου θεία; Ει γάρ τό τέλος καί όλον τό
έθνος συστάν διά
τών εν Μωϋσεί τεραστίων τήν ενάργειαν
τού θεόν είναι τόν
ταύτα ποιήσαντα γενέσθαι συνίστησιν
επί Μωϋσέως, πώς
ουχί μάλλον τό τοιούτον επί τώ 'Ιησού
δειχθήσεται, μείζον
ποιήσαντι παρά τό Μωϋσέως έργον; 'Εκείνος
μέν γάρ τούς
από τού έθνους εκ σπέρματος 'Αβραάμ
κατά διαδοχήν τήν
περιτομήν φυλάξαντας καί τών εθών τού 'Αβραάμ
γενομένους
ζηλωτάς ετοιμοτέρους παραλαβών
εξήγαγεν εκ τής Αιγύπ-
του, τούς θείους, ούς πεπίστευκας,
παρατιθέμενος αυτοίς
νόμους: ούτος δέ μείζόν τι τολμήσας
επεισήγαγε τή
προκαταλαβούση πολιτεία καί έθεσι
πατρώοις καί ανατροφαίς
ταίς κατά τούς κειμένους νόμους τήν
κατά τό ευαγγέλιον
πολιτείαν. Καί ώσπερ έχρηζεν, ίνα
Μωϋσής πιστευθή ου
μόνον υπό τής γερουσίας αλλά καί τού
λαού, σημείων ών
πεποιηκέναι αναγέγραπται, διά τί ουχί
καί 'Ιησούς, ίνα
πιστευθή υπό τών από τού λαού
μεμαθηκότων «σημεία καί
τέρατα» αιτείν, δεήσεται τοιούτων
δυνάμεων, αί διά τό
μείζον καί θειότερον συγκρίσει τών διά
Μωϋσέως οίαί τε
ήσαν αποστήσαι μέν τής ιουδαϊκής
μυθολογίας καί τών
ανθρωπίνων παρ' αυτοίς παραδόσεων
ποιήσαι δέ παραδέ-
ξασθαι τόν ταύτα διδάσκοντα καί
επιτελούντα, ότι μείζων
τών προφητών ήν; Πώς γάρ ου μείζων τών
προφητών ήν
ο υπό τών προφητών ως Χριστός καί σωτήρ
τού γένους τών
ανθρώπων είναι κηρυσσόμενος; |
Καί
όλα δέ, άπερ ο παρά τώ Κέλσω 'Ιουδαίος
λέγει
πρός τούς πιστεύοντας εις τόν 'Ιησούν,
δύναται κοινοποιείσθαι
εις τήν Μωϋσέως κατηγορίαν: ώστ' ή μηδέν
διαφέρειν ή
παραπλήσιον είναι λέγειν γοητείαν τήν 'Ιησού
τή Μωϋσέως,
αμφοτέρων όσον επί τή λέξει τού παρά τώ
Κέλσω 'Ιουδαίου
δυναμένων τοίς αυτοίς υπάγεσθαι
εγκλήμασιν. Οίον περί
μέν Χριστού ο παρά Κέλσω 'Ιουδαίος
λέγει: αλλ' ώ φώς
καί αλήθεια, τή αυτού φωνή διαρρήδην
εξαγορεύει 'Ιησούς
ταύτα, καθά καί υμείς συγγεγράφατε,
διότι παρέσονται
υμίν καί έτεροι δυνάμεσιν ομοίαις
χρώμενοι, κακοί καί
γόητες: περί δέ Μωϋσέως είποι άν ο
απιστών πρός τόν
'Ιουδαίον τοίς Μωϋσέως είτ' Αιγύπτιος
είθ' οστισούν:
αλλ' ώ φώς καί αλήθεια, τή αυτού φωνή
Μωϋσής διαρρήδην
εξαγορεύει, καθά καί υμείς
συγγεγράφατε, διότι παρέσονται
υμίν έτεροι δυνάμεσιν ομοίαις χρώμενοι,
κακοί καί γόητες.
Γέγραπται γάρ υμών εν τώ νόμω: «'Εάν δέ
αναστή εν σοί
προφήτης ή ενυπνιαζόμενος ενύπνιον καί
δώ σοι σημείον
ή τέρας, καί έλθη τό σημείον ή τό τέρας,
ό ελάλησε πρός
σε λέγων: πορευθώμεν καί ακολουθήσωμεν
θεοίς ετέροις,
ούς ουκ οίδατε, καί λατρεύσωμεν αυτοίς,
ουκ ακούσεσθε
τούς λόγους τού προφήτου εκείνου ή τού
ενυπνιαζομένου
τό ενύπνιον εκείνο» καί τά εξής. Καί ο
μέν τούς λόγους
τού 'Ιησού διαβάλλων φησί καί Σατανάν
τινα τοιαύτα
παραμηχανώμενον ονομάζειν, ο δέ
κοινοποιών τούτο πρός
Μωϋσέα ερεί καί προφήτην
ενυπνιαζόμενον τοιαύτα παρα-
μηχανώμενον ονομάζειν. ''Ωσπερ δ' ο παρά
τώ Κέλσω
'Ιουδαίός φησι περί τού 'Ιησού ότι ώστε
ουδ' αυτός έξαρνός
εστιν, ως ταύτά γε ουδέν θείον αλλά
πονηρών εστιν έργα,
ούτως ο τοίς Μωϋσέως απιστών φήσει πρός
αυτόν τά
προειρημένα εκτιθέμενος τό αυτό: ώστε
ουδ' αυτός
Μωϋσής έξαρνός εστιν, ως ταύτά γε ουδέν
θείον αλλά
πονηρών εστιν έργα. Τό αυτό δέ ποιήσει
καί επί τούτου:
βιαζόμενος υπό τής αληθείας ομού καί τά
τών άλλων απεκά-
λυψε καί τά καθ' εαυτόν ήλεγξεν ο Μωϋσής.
[Λέγοντι δέ
τώ 'Ιουδαίω καί τό: πώς ούν ου σχέτλιον
από τών αυτών
έργων τόν μέν θεόν τούς δέ γόητας
ηγείσθαι; είποι τις
άν πρός αυτόν διά τάς Μωϋσέως
εκτεθείσας λέξεις: πώς
ούν ου σχέτλιον από τών αυτών έργων τόν
μέν προφήτην
θεού καί θεράποντα αυτού τούς δέ γόητας
ηγείσθαι;]
'Επεί δέ προσδιατρίβων τώ τόπω ο Κέλσος
προσέθηκεν
οίς εξεθέμην κοινοποιηθείσι καί τό: τί
γάρ μάλλον από
γε τούτων τούς άλλους πονηρούς ή τούτον
νομιστέον αυτώ
χρωμένους μάρτυρι; προσθήσομεν τοίς
λεγομένοις καί
ημείς τοιαύτα: τί γάρ μάλλον από γε
τούτων, οίς απαγορεύει
πείθεσθαι Μωϋσής επιδεικνυμένοις
σημεία καί τέρατα,
εκείνους πονηρούς νομιστέον ή Μωϋσέα
εξ ών ετέρους
περί σημείων καί τεράτων διέβαλε;
Πλείονα δ' εις ταυτόν
λέγων, ίνα δόξη αύξειν τό επιχείρημα,
φησί: ταύτα μέν
γε καί αυτός ωμολόγησεν ουχί θείας
φύσεως αλλ' απατεώνων
τινών καί παμπονήρων είναι γνωρίσματα.
Τίς ούν αυτός;
Σύ μέν, ώ 'Ιουδαίε, φής ότι ο 'Ιησούς, ο δέ
εγκαλών σοι
ως τοίς αυτοίς εγκλήμασιν υποκειμένω
τό αυτός ανάξει
επί τόν Μωϋσέα.
Μετά ταύτά φησι πρός ημάς δήθεν -- ίνα
τηρήσω τό
απ' αρχής τώ 'Ιουδαίω προτεθέν -- ο τού
Κέλσου 'Ιουδαίος
εν τώ πρός τούς πολίτας εαυτού λόγω
πιστεύσαντας:
[Τίνι ούν προσήχθητε ή διότι προείπεν,
ως αποθανών
αναστήσεται; Καί τούτο δ' εις τό περί
Μωϋσέως ομοίως]
τοίς προτέροις κοινοποιηθήσεται.
Φήσομεν γάρ πρός αυτόν:
[τίνι ούν προσήχθητε ή διότι ανέγραψε
περί τής εαυτού
τελευτής τοιαύτα: «Καί ετελεύτησεν
εκεί Μωϋσής οικέτης
κυρίου εν γή Μωάβ διά ρήματος κυρίου:
καί έθαψαν αυτόν
εν γή Μωάβ, εγγύς οίκου Φογώρ. Καί
ουδείς οίδε τήν
ταφήν αυτού έως τής ημέρας ταύτης»;] `Ως
γάρ διαβάλλει
ο 'Ιουδαίος ότι προείπεν, ως αποθανών
αναστήσεται, πρός
τόν λέγοντα ταύτα ο περί Μωϋσέως τό
όμοιον φάσκων ερεί
ότι [καί Μωϋσής ανέγραψεν -- αυτού γάρ
εστι καί τό Δευτε-
ρονόμιον] -- ότι «Ουδείς οίδε τήν ταφήν
αυτού έως τής
ημέρας ταύτης», [σεμνύνων καί επαίρων
καί τήν ταφήν
αυτού ως ουκ εγνωσμένην ανθρώπων γένει.]
Μετά ταύτά φησιν ο 'Ιουδαίος πρός τούς
εαυτού
πολίτας τώ 'Ιησού πιστεύοντας: Φέρε δή
καί πιστεύωμεν
υμίν τούτ' ειρήσθαι. [Πόσοι δ' άλλοι
τοιαύτα τερατεύονται,
πειθούς ένεκα] τών ευήθως ακουόντων
ενεργολαβούντες τή
πλάνη; [''Οπερ ούν καί Ζάμολξιν εν
Σκύθαις φασί, τόν
Πυθαγόρου δούλον, καί αυτόν Πυθαγόραν
εν 'Ιταλία καί
`Ραμψίνιτον εν Αιγύπτω: τούτον μέν καί «συγκυβεύειν»
εν άδου «τή Δήμητρι» καί ανελθείν «δώρον»
«παρ'
αυτής χειρόμακτρον χρυσούν» φέροντα:
καί μήν καί
'Ορφέα εν 'Οδρύσαις καί Πρωτεσίλαον εν
Θεσσαλία καί
`Ηρακλέα επί Ταινάρω καί Θησέα. 'Αλλ'
εκείνο σκεπτέον,
εί τις ως αληθώς αποθανών ανέστη ποτέ
αυτώ σώματι]:
ή οίεσθε τά μέν τών άλλων μύθους είναί
τε καί δοκείν,
υμίν δέ τήν καταστροφήν τού δράματος
ευσχημόνως ή
πιθανώς εφευρήσθαι, τήν επί τού
σκόλοπος αυτού φωνήν,
ότ' απέπνει, καί «τόν σεισμόν» καί τόν
σκότον; ''Οτι δή
ζών μέν ουκ επήρκεσεν εαυτώ, νεκρός δ'
ανέστη καί τά
σημεία τής κολάσεως έδειξε [καί τάς
χείρας ως ήσαν
πεπερονημέναι], τίς τούτο είδε; Γυνή
πάροιστρος, ώς
φατε, καί εί τις άλλος τών εκ τής αυτής
γοητείας, ήτοι
κατά τινα διάθεσιν ονειρώξας καί κατά
τήν αυτού βούλησιν
δόξη πεπλανημένη φαντασιωθείς, όπερ
ήδη μυρίοις συμβέ-
βηκεν, ή, όπερ μάλλον, εκπλήξαι τούς
λοιπούς τή τερατεία
ταύτη θελήσας καί διά τού τοιούτου
ψεύσματος αφορμήν
άλλοις αγύρταις παρασχείν.
'Επεί ούν 'Ιουδαίός εστιν ο ταύτα λέγων,
ως πρός 'Ιουδαίον
απολογούμεθα περί τού ημετέρου 'Ιησού,
κοινοποιούντες έτι
τόν λόγον περί Μωϋσέως καί λέγοντες
αυτώ: Πόσοι δ'
άλλοι τοιαύτα τερατεύονται, οποία
Μωϋσής, πειθούς ένεκα
τών ευήθως ακουόντων ενεργολαβούντες
τή πλάνη; Καί
μάλλον κατά τόν απιστούντα Μωϋσεί εστι
δυνατόν παρα-
θέσθαι τόν Ζάμολξιν καί Πυθαγόραν τούς
τερατευσαμένους
ήπερ τόν 'Ιουδαίον, ου πάνυ φιλομαθώς
έχοντα πρός τάς
`Ελλήνων ιστορίας. Καί ο Αιγύπτιος δέ
απιστών τοίς περί
Μωϋσέως παραδόξοις πιθανώς
παραθήσεται τόν `Ραμψίνιτον,
λέγων πολλώ τούτον είναι πιθανώτερον
εις άδου καταβεβη-
κέναι καί συγκεκυβευκέναι τή Δήμητρι
καί χρυσούν χειρό-
μακτρον παρ' αυτής αρπάσαντα δεικνύναι
σύμβολον τού εν
άδου γεγονέναι κακείθεν αναβεβηκέναι [Μωϋσέως,
εαυτόν
αναγράψαντος εισεληλυθέναι «εις τόν
γνόφον, όπου ήν ο
θεός», καί ότι μόνος ήγγισε πρός τόν
θεόν παρά τούς
λοιπούς.] 'Ανέγραψε γάρ ούτως: «Καί
Μωϋσής μόνος
εγγιεί πρός τόν θεόν, οι δέ λοιποί ουκ
εγγιούσι.» Φήσομεν
ούν ημείς οι τού 'Ιησού μαθηταί πρός τόν
ταύτα λέγοντα
'Ιουδαίον: απολογού δή ημίν περί τής εις
'Ιησούν πίστεως
εγκαλών καί λέγε, τώ Αιγυπτίω καί τοίς ''Ελλησι
τί φήσεις
πρός ά ήνεγκας, κατά τού 'Ιησού ημών
εγκλήματα, φθάσαντα
άν καί επί Μωϋσέα; Κάν πάνυ δέ αγωνίση
περί Μωϋσέως
απολογήσασθαι, ώσπερ ούν καί έχει
πληκτικόν λόγον καί
εναργή τά περί αυτού, λήσεις σαυτόν εν
οίς περί Μωϋσέως
απολογήση, άκων συστήσας τόν 'Ιησούν
Μωϋσέως θειότερον.
'Επεί δέ τάς ηρωϊκάς ιστορίας περί τών
εις άδου
καταβεβηκέναι λεγομένων κακείθεν
ανεληλυθέναι [τερατείας
είναί φησιν ο παρά τώ Κέλσω 'Ιουδαίος,
ως τών ηρώων
αφανών επί τινα γενομένων χρόνον καί
υπεκκλεψάντων εαυ-
τούς τής όψεως πάντων ανθρώπων καί μετά
ταύτα εαυτούς
επιδειξάντων, ως από άδου ανεληλυθότων]
-- τοιαύτα γάρ έοικε
περί τού εν 'Οδρύσαις 'Ορφέως καί τού εν
Θεσσαλία Πρωτε-
σιλάου καί τού επί Ταινάρω `Ηρακλέος
έτι δέ καί περί
Θησέως εμφαίνειν αυτού η λέξις -- , φέρε
παραστήσωμεν ότι
[ου δύναται τό κατά τόν 'Ιησούν]
ιστορούμενον εκ νεκρών
εγηγέρθαι [τούτοις παραβάλλεσθαι.] ''Εκαστος
μέν γάρ τών
λεγομένων κατά τούς τόπους ηρώων
βουληθείς άν εδυνήθη
εαυτόν υπεκκλέψαι τής όψεως τών
ανθρώπων καί πάλιν
κρίνας επανελθείν πρός ούς
καταλέλοιπεν: 'Ιησού δέ
[σταυρωθέντος επί πάντων] 'Ιουδαίων καί
καθαιρεθέντος
αυτού τού σώματος εν όψει τού δήμου
αυτών, πώς οίόν τε
τό παραπλήσιον πλάσασθαι λέγειν αυτόν
τοίς ιστορουμένοις
ήρωσιν εις άδου καταβεβηκέναι κακείθεν
ανεληλυθέναι;
Φαμέν δ' ότι μή ποτε πρός απολογίαν τού
εσταυρώσθαι τόν
'Ιησούν καί τοιούτον λέγοιτ' άν, μάλιστα
διά τά περί τών
ηρώων ιστορηθέντα τών εις άδου
καταβεβηκέναι βία νομι-
ζομένων, [ως ει καθ' υπόθεσιν ο 'Ιησούς
ετεθνήκει ασήμω
θανάτω], ουχ ώστε δήλος είναι αποθανών
όλω τώ δήμω
τών 'Ιουδαίων, [είτα μετά τούτ' αληθώς ήν
αναστάς εκ
νεκρών, χώραν είχεν άν τό υπονοηθέν
περί τών ηρώων καί
περί τούτου λεχθήναι]. Μή ποτ' ούν πρός
άλλοις αιτίοις
τού σταυρωθήναι τόν 'Ιησούν καί τούτο
δύναται συμβάλλεσθαι
τώ αυτόν επισήμως επί τού σταυρού
αποτεθνηκέναι, ίνα
μηδείς έχη λέγειν ότι εκών υπεξέστη τής
όψεως τών ανθρώ-
πων καί έδοξεν αποτεθνηκέναι ουκ
αποτέθνηκε δέ αλλ'
ότ' εβουλήθη πάλιν επιφανείς
ετερατεύσατο τήν εκ νεκρών
ανάστασιν; Σαφές δ' οίμαι καί εναργές
είναι τό εκ τών
μαθητών αυτού επιχείρημα, επικινδύνω
ως πρός τόν τών
ανθρώπων βίον διδασκαλία εαυτούς
επιδεδωκότων, ήν ουκ
άν πλασσόμενοι τό εγηγέρθαι τόν 'Ιησούν
εκ νεκρών ούτως
ευτόνως εδίδαξαν, μετά τού κατά τούτο
ου μόνον ετέρους
παρασκευάζειν πρός τό θανάτου
καταφρονείν αλλ' αυτοί
πολύ πρότερον τούτο ποιείν. |
Πρόσχες
δέ ει μή πάνυ τυφλώς ο παρά τώ Κέλσω
'Ιουδαίος ως αδυνάτου όντος τού
ανίστασθαί τινα εκ νεκρών
αυτώ σώματί φησιν: 'Αλλ' εκείνο σκεπτέον,
[εί τις αληθώς
αποθανών ανέστη ποτέ αυτώ σώματι. Ουκ
άν γάρ είπεν ο
'Ιουδαίος ταύτα, πιστεύων τοίς εν τή
τρίτη τών Βασιλειών
αναγεγραμμένοις καί τή τετάρτη περί
παιδαρίων, ών τόν
μέν έτερον 'Ηλίας ανέστησεν τόν δέ
λοιπόν ο 'Ελισσαίος.
Διά τούτο δ' οίμαι καί τόν 'Ιησούν ουκ
άλλω έθνει ή 'Ιουδαίοις
επιδεδημηκέναι, τοίς εθάσι γενομένοις
πρός τά παράδοξα,
τή παραθέσει τών πεπιστευμένων πρός τά
υπ' αυτού γενόμενα
καί περί αυτού ιστορούμενα] όπως
παραδέξωνται ότι ούτος,
περί όν γέγονε μείζονα καί υφ' ού
επετελέσθη παραδοξότερα,
πάντων εκείνων μείζων ήν.
'Επεί δέ μεθ' άς παρέθετο ο 'Ιουδαίος
ιστορίας
ελληνικάς περί τών ωσανεί
τερατευσαμένων καί περί τών
ως αναστάντων εκ νεκρών φησι πρός τούς
από 'Ιουδαίων
τώ 'Ιησού πιστεύοντας: '`Η οίεσθε τά μέν
τών άλλων
μύθους είναί τε καί δοκείν, υμίν δέ τήν
καταστροφήν τού
δράματος ευσχημόνως ή πιθανώς
εφευρήσθαι, τήν επί τού
σκόλοπος αυτού φωνήν, ότ' απέπνει;
Φήσομεν πρός τόν
'Ιουδαίον ότι ούς παρέθου μύθους είναι
νενομίκαμεν, τά δέ
τών κοινών ημών πρός υμάς γραφών, εν αίς
ουχ υμείς
μόνοι αλλά καί ημείς σεμνυνόμεθα,
ουδαμώς μύθους είναί
φαμεν. Διόπερ καί τοίς περί τών εκεί
αναστάντων εκ
νεκρών γράψασι πιστεύομεν ως μή
τερατευομένοις καί τώ
ενταύθα ως καί προειπόντι καί
προφητευθέντι καί αναστάντι.
Τούτω δέ παραδοξότερος ούτος εκ νεκρών
αναστάς παρ'
εκείνους, ότι εκείνους μέν προφήται
ανέστησαν 'Ηλίας καί
'Ελισσαίος, τούτον δ' ουδείς τών
προφητών αλλ' ο εν τοίς
ουρανοίς πατήρ. Διόπερ καί μείζονα
ειργάσατο η τούτου
ανάστασις τής εκείνων αναστάσεως. Τί
γάρ τηλικούτον τώ
κόσμω από τών αναστάντων παιδαρίων δι' 'Ηλίου
καί
'Ελισσαίου γεγένηται, οποίον διά τής
κηρυσσομένης αναστά-
σεως 'Ιησού, δυνάμει θεία πεπιστευμένης;
Οίεται δέ τερατείαν είναι καί τόν
σεισμόν καί τόν
σκότον: περί ών κατά τό δυνατόν εν τοίς
ανωτέρω απελογη-
σάμεθα, παραθέμενοι τόν Φλέγοντα
ιστορήσαντα κατά
τόν χρόνον τού πάθους τού σωτήρος
τοιαύτα απηντηκέναι,
καί ότι ζών μέν ουκ επήρκεσεν εαυτώ,
νεκρός δ' ανέστη
καί τά σημεία τής κολάσεως έδειξεν ο 'Ιησούς
καί τάς
χείρας ως ήσαν πεπερονημέναι. Καί
πυνθανόμεθα αυτού,
τί τό επήρκεσεν εαυτώ; Ει μέν γάρ πρός
αρετήν, φήσομεν
ότι καί πάνυ γε επήρκεσεν: ουδέν γάρ
άτοπον ούτ' εφθέγξατο
ούτ' εποίησεν, αλλ' αληθώς «ως πρόβατον
επί σφαγήν
ήχθη, καί ως αμνός εναντίον τού
κείροντος άφωνος»: καί
μαρτυρεί τό ευαγγέλιον ότι «ούτως ουκ»
ήνοιξε «τό
στόμα αυτού.» Ει δέ τό επήρκεσεν από τών
μέσων καί
σωματικών λαμβάνει, φαμέν ότι
απεδείξαμεν εκ τών ευαγγε-
λίων ότι εκών επί ταύτ' ελήλυθεν. Είθ'
εξής τούτοις ειπών
τά από τού ευαγγελίου, ότι τά σημεία τής
κολάσεως έδειξεν
αναστάς εκ νεκρών καί τάς χείρας ως
ήσαν πεπερονημέναι,
πυνθάνεται καί λέγει: Τίς τούτο είδε;
Καί τά περί Μαρίας
τής Μαγδαληνής διαβάλλων
αναγραφομένης εωρακέναι είπε:
Γυνή πάροιστρος, ώς φατε. Καί επεί μή
μόνη αύτη αναγέγ-
ραπται εωρακέναι αναστάντα τόν 'Ιησούν
αλλά καί άλλοι,
καί ταύτα κακηγορών ο Κέλσου 'Ιουδαίός
φησι: καί εί
τις άλλος τών εκ τής αυτής γοητείας.
Είτα [ως δυναμένου τούτου συμβήναι],
λέγω δή
[τού φαντασίαν τινί γίνεσθαι περί τού
τεθνηκότος ως ζώντος,
επιφέρει] ως 'Επικούρειος καί λέγει
κατά τινα διάθεσιν
ονειρώξαντά τινα ή κατά τήν αυτού
βούλησιν δόξη πεπλανη-
μένη φαντασιωθέντα τό τοιούτον
απηγγελκέναι, όπερ, φησί,
μυρίοις ήδη συμβέβηκε. Τούτο δέ ει καί
δεινότατα έδοξεν
ειρήσθαι, ουδέν ήττον κατασκευαστικόν
εστιν αναγκαίου
δόγματος, ως άρα η ψυχή υφέστηκε τών
αποθανόντων:
καί ου μάτην πεπίστευκε περί τής
αθανασίας αυτής ή κάν
τής διαμονής ο τούτο τό δόγμα ανειληφώς:
ως καί Πλάτων
εν τώ περί τής ψυχής λέγει «σκιοειδή
φαντάσματα» περί
μνημείά τισι γεγονέναι τών ήδη
τεθνηκότων. Τά μέν ούν
γινόμενα περί μνημεία τεθνηκότων «φαντάσματα»
από
τινος υποκειμένου γίνεται, τού κατά τήν
υφεστηκυίαν εν
τώ καλουμένω αυγοειδεί σώματι ψυχήν. `Ο
δέ Κέλσος ου
βουλόμενος τό τοιούτον θέλει καί ύπαρ
ονειρώττειν τινάς
καί κατά τήν εαυτών βούλησιν δόξη
πεπλανημένη φαντα-
σιούσθαι: όπερ όναρ μέν πιστεύειν
γίνεσθαι ουκ άλογον,
ύπαρ δέ επί τών μή πάντη εκφρόνων καί
φρενιτιζόντων ή
μελαγχολώντων ου πιθανόν. Καί τούτο δέ
προειδόμενος ο
Κέλσος παροιστρώσαν είπε τήν γυναίκα:
όπερ ουκ εμφαίνει
η αναγραφείσα ιστορία, όθεν λαβών
κατηγορεί τών πραγ-
μάτων.
['~Ην ούν καί ο 'Ιησούς μετά θάνατον, ως
μέν ο
Κέλσος οίεται, φαντασίαν εξαποστέλλων
τών επί τώ σταυρώ
τραυμάτων καί ουκ αληθώς τοιούτος ών
τραυματίας: ως
δέ τό ευαγγέλιον διδάσκει], ού τισί μέν
μέρεσιν, οίς βούλεται,
ίνα κατηγορή, πιστεύει ο Κέλσος, τισί δ'
απιστεί, [ο 'Ιησούς
προσεκαλέσατό τινα τών μαθητών
απιστούντα καί αδύνατον
οιόμενον τό παράδοξον.] Συγκατετέθειτο
μέν γάρ εκείνος
τή φασκούση αυτόν εωρακέναι, ως ουκ
αδυνάτου όντος τού
τήν ψυχήν τού τεθνηκότος οφθήναι,
ουκέτι δ' ενόμιζεν
αληθές είναι τό εν σώματι αυτόν
αντιτύπω εγηγέρθαι.
''Οθεν είπε μέν: «'Εάν μή ίδω», «ου μή
πιστεύσω»,
προσέθηκε δέ καί τό: [«'Εάν μή βάλω τήν
χείρά μου εις
τόν τύπον τών ήλων] καί ψηλαφήσω αυτού
τήν πλευράν,
ου μή πιστεύσω». [Ταύτα δ' ελέγετο υπό
τού Θωμά,
κρίνοντος ότι δύναται οφθαλμοίς
αισθητοίς φανήναι ψυχής
σώμα, «πάντα» τώ προτέρω είδει
»μέγεθός τε καί όμματα κάλ' εϊκυίης
καί φωνήν»
πολλάκις δέ
»καί τοία περί χροΐ είματ' εχούσης.»]
Καί προσκαλεσάμενός γε ο 'Ιησούς τόν
Θωμάν είπε:
«Φέρε τόν δάκτυλόν σου ώδε καί ίδε τάς
χείράς μου, καί
φέρε τήν χείρά σου καί βάλε εις τήν
πλευράν μου, καί μή
γίνου άπιστος αλλά πιστός.»
Καί ακόλουθόν γε ήν πάσι τοίς τε
προφητευθείσι
περί αυτού, εν οίς καί τούτο ήν, καί τοίς
πραχθείσιν αυτώ
καί τοίς συμβεβηκόσι τούτο παρά πάντα
παράδοξον γενέσθαι.
Προελέλεκτο γάρ εκ προσώπου 'Ιησού εν
τώ προφήτη:
«`Η σάρξ μου κατασκηνώσει επ' ελπίδι:
καί ουκ εγκατα-
λείψεις τήν ψυχήν μου εις τόν άδην, καί
ου δώσεις τόν
όσιόν σου ιδείν διαφθοράν». Καί ήν γε
κατά τήν ανάστασιν
αυτού ωσπερεί εν μεθορίω τινί τής
παχύτητος τής πρό τού
πάθους σώματος καί τού γυμνήν τοιούτου
σώματος φαίνεσθαι
ψυχήν. ''Οθεν, ότ' ήσαν «οι μαθηταί αυτού
καί Θωμάς»
επί τό αυτό «μετ' αυτών, έρχεται ο 'Ιησούς
τών θυρών
κεκλεισμένων καί έστη εις τό μέσον καί
είπεν: Ειρήνη
υμίν. Είτα λέγει τώ Θωμά: Φέρε τόν
δάκτυλόν σου ώδε»
καί τά εξής. Καί εν τώ κατά Λουκάν δέ
ευαγγελίω ομι-
λούντων «πρός αλλήλους» Σίμωνος καί
Κλεόπα «περί
πάντων τών συμβεβηκότων» αυτοίς ο 'Ιησούς
επιστάς
αυτοίς «συνεπορεύετο μετ' αυτών. Καί οι
μέν οφθαλμοί
αυτών εκρατούντο τού μή επιγνώναι
αυτόν: ο δέ είπε πρός
αυτούς: Τίνες οι λόγοι, ούς αντιβάλλετε
πρός αλλήλους
περιπατούντες;» Καί ηνίκα «διηνοίχθησαν
αυτών οι
οφθαλμοί, καί επέγνωσαν αυτόν», τότε
αυταίς λέξεσί φησιν
η γραφή: «Καί αυτός άφαντος εγένετο απ'
αυτών.»
[Κάν βούληται ούν κοινοποιείν πρός
έτερα φάσματα καί
άλλους φαντασθέντας τά κατά τόν 'Ιησούν
καί τούς ιδόντας
αυτόν μετά τήν ανάστασιν ο Κέλσος, αλλά
τοίς ευγνωμόνως
καί φρονίμως εξετάζουσι τά πράγματα
φανείται τό παραδο-
ξότερον. |