ΚΕΛΣΟΣ - ΑΛΗΘΗΣ ΛΟΓΟΣ


'Αλλ' ουδ' ο καταδικάσας, φησίν, αυτόν έπαθέ τι, οίον ο 
Πενθεύς μανείς ή σπαραχθείς. Ουκ είδε δ' ότι ουχ ούτω 
Πιλάτος ήν καταδικάσας αυτόν, ός γε «ήδει ότι διά φθόνον 
παρέδωκαν αυτόν» οι 'Ιουδαίοι, ως τό 'Ιουδαίων έθνος: 
όπερ καταδεδίκασται υπό θεού σπαραχθέν καί εις πάσαν 
τήν γήν υπέρ τόν Πενθέως σπαραγμόν διασπαρέν. Διά τί 
δέ καί εκών παρεπέμψατο τά περί τής γυναικός Πιλάτου, 
εωρακυίας όναρ καί ούτω κεκινημένης υπ' αυτού, ως 
προσπέμψαι τώ ανδρί καί λέγειν: «Μηδέν σοι καί τώ 
ανθρώπω τούτω τώ δικαίω: σήμερον γάρ κατ' όναρ πολλά 
έπαθον δι' αυτόν»; 
Πάλιν τε αύ σιωπών τά εμφαίνοντα τήν τού 'Ιησού 
θειότητα ο Κέλσος ονειδίζει εκ τών γεγραμμένων εν τώ 
ευαγγελίω περί τού 'Ιησού, παρατιθέμενος τούς εμπαίξαντας 
αυτώ καί φοινικίδα περιθέντας καί τόν εξ ακανθών στέφανον 
καί τόν εν τή χειρί κάλαμον. Πόθεν ούν, ώ Κέλσε, ταύτα 
μεμάθηκας ή από τών ευαγγελίων; '~Αρ' ούν σύ μέν εώρας 
ταύτα ονειδισμού άξια, οι δ' αναγράφοντες αυτά ου κατενόουν 
ότι σύ μέν καταγελάση καί οι σοί παραπλήσιοι άλλοι δέ 
παράδειγμα λήψονται τού καταφρονείν γελώντων καί 
χλευαζόντων επί ευσεβεία τόν δι' αυτήν ετοίμως αποθανόντα; 
Μάλλον ούν θαύμαζε αυτών τό φιλάληθες καί τού ταύτα 
εκουσίως παθόντος υπέρ ανθρώπων καί μετά πάσης ανεξι-
κακίας καί μακροθυμίας αυτά υπομείναντος <τό γενναίον>: 
ου γάρ ανεγέγραπτο ότι ωδύρατο ή τι αγεννές εκ τού 
καταδεδικάσθαι ενόησεν ή ανεφθέγξατο. 
Πρός δέ τό: Τί ουκ ει μή πρόσθεν αλλά νύν γούν 
θείόν τι επιδείκνυται καί τής αισχύνης ταύτης εαυτόν 
ρύεται καί τούς εβρίζοντας εις εαυτόν τε καί τόν πατέρα 
δικαιοί; λεκτέον ότι τό παραπλήσιον έστιν ειπείν καί πρός 
''Ελληνας, πρόνοιαν εισάγοντας καί θεοσημίας παραδεχο-
μένους γενέσθαι, τί δή ποτε τούς υβρίζοντας τό θείον καί 
αναιρούντας πρόνοιαν ου κολάζει ο θεός; `Ως γάρ εάν 
απολογήσωνται πρός ταύτα ''Ελληνες, καί ημείς τά όμοια 
ή καί κρείττονα ερούμεν. Γέγονε δέ καί θεοσημία τις εξ 
ουρανού, ο εκλιπών ήλιος, καί τά λοιπά παράδοξα, εμφα-
νίζοντα ότι θείόν τι καί πλείον τών πολλών είχεν ο σταυρω-
θείς. 
Είτά φησιν ο Κέλσος: Τί φησι καί ανασκολοπιζο-
μένου τού σώματος; Ποίος 
ιχώρ, οίός περ τε ρέει μακάρεσσι θεοίσιν; 
'Εκείνος μέν ούν παίζει, ημείς δ' από τών σπουδαίων 
ευαγγελίων, κάν μή Κέλσος βούληται, παραστήσομεν ότι 
ιχώρ μέν ο μυθικός καί ομηρικός ουκ έρρευσεν αυτού από 
τού σώματος: ήδη δ' αυτού αποθανόντος «Είς τών στρα-
τιωτών λόγχη τήν πλευράν ένυξε, καί εξήλθεν αίμα καί 
ύδωρ. Καί ο εωρακώς μεμαρτύρηκε, καί αληθινή αυτού 
εστιν η μαρτυρία, κακείνος οίδεν ότι αληθή λέγει.» Τών 
μέν ούν άλλων νεκρών σωμάτων τό «αίμα» πήγνυται καί 
«ύδωρ» καθαρόν ουκ απορρεί, τού δέ κατά τόν 'Ιησούν 
νεκρού σώματος τό παράδοξον καί περί τό νεκρόν σώμα ήν 
«αίμα καί ύδωρ» από τών πλευρών προχυθέν. Ει δ' εις 
μέν τό κατηγορείν 'Ιησού καί Χριστιανών φέρων από τού 
ευαγγελίου ουδέ καλώς ερμηνευομένας λέξεις, σιωπών δέ 
τά παριστάντα τήν θεότητα τού 'Ιησού ακούειν βούλεται 
τάς θεοσημίας, αναγνώτω τό ευαγγέλιον καί οράτω ότι 
καί «`Ο εκατοντάρχης καί οι μετ' αυτού τηρούντες τόν 
'Ιησούν ιδόντες τόν σεισμόν καί τά γινόμενα εφοβήθησαν 
σφόδρα, λέγοντες: Θεού υιός ήν ούτος.» 
Μετά ταύθ' ο από τού ευαγγελίου εκλαβών λέξεις, 
ών κατηγορείν νομίζει, τό όξος καί τήν χολήν ονειδίζει τώ 
'Ιησού ως χανδόν επί τό πιείν ωρμημένω καί μή διακαρ-
τερήσαντι τήν δίψαν, ως καί ο τυχών άνθρωπος πολλάκις 
διακαρτερεί. [Καί τούτο ιδία μέν εν τή τροπολογία τυγχάνει 
διηγήσεως: νύν δέ κοινοτέρας άν τοιαύτης αποκρίσεως] 
πρός τά επηπορημένα έχοιτο τό λεγόμενον, ότι [καί περί 
τούτου προφήται προείπον. Γέγραπται γάρ εν εξηκοστώ 
καί ογδόω ψαλμώ εκ προσώπου τού Χριστού: «Καί 
έδωκαν εις τό βρώμά μου χολήν, καί εις τήν δίψαν μου 
επότισάν με όξος.» '`Η λεγέτωσαν 'Ιουδαίοι, τίς εστιν ο 
εν τώ προφήτη ταύτα λέγων, καί παραστησάτωσαν από 
τής ιστορίας τόν ανειληφότα «εις τό βρώμα» εαυτού 
«χολήν» καί ποτισθέντα «όξος»: ή κάν τολμησάτωσαν 
λέγειν όν οίονται επιδημήσειν Χριστόν μέλλειν εν τούτοις 
γίνεσθαι, ίν' ημείς είπωμεν: τί ούν λυπεί ήδη γεγονέναι 
τό προφητευθέν;] ''Οπερ καί αυτό πρό τοσούτων λεχθέν 
χρόνων ικανόν εστι μετά τών άλλων προφητικών προγνώ-
σεων κινήσαι τόν ευγνωμόνως όλα τά πράγματα εξετάζοντα 
πρός τό συγκαταθέσθαι ως Χριστώ προφητευθέντι καί 
υιώ τού θεού τώ 'Ιησού. 
Μετά ταύτά φησιν έτι πρός ημάς ο 'Ιουδαίος: 
Ταύτ' ούν ημίν εγκαλείτε, ώ πιστότατοι, διότι τούτον ου 
νομίζομεν θεόν ουδέ συντιθέμεθα υμίν ότι επ' ανθρώπων 
ωφελεία ταύτα υπέμεινεν, ίνα καί ημείς κολάσεων καταφρο-
νώμεν; Καί πρός ταύτα δέ φήσομεν ότι εγκαλούμεν 'Ιου-
δαίοις, εντραφείσι νόμω καί προφήταις τοίς Χριστόν 
προκαταγγέλλουσιν, επεί μήτε τά προσαγόμενα αυτοίς υφ' 
ημών εις απόδειξιν περί τού τούτον είναι τόν Χριστόν 
λύουσιν, απολογίαν <άν> ποριζόμενοι τού μή πιστεύειν τήν 
λύσιν, μήτε ως μή λύοντες πιστεύουσι τώ προφητευθέντι, 
εναργώς παραστήσαντι εν τοίς μαθητεύσασιν αυτώ καί 
μετά τόν χρόνον τής ενσωματώσεως εαυτού ότι [επ' ανθρώ-
πων ωφελεία ταύθ' υπέμεινε, σκοπόν έχων τής πρώτης 
επιδημίας ουχί κρίνειν τά ανθρώπων καί πρό τού διδάξαι 
καί μαρτύρασθαι περί τών πρακτέων καί μή τούς μέν 
πονηρούς κολάζειν τούς δ' αγαθούς σώζειν, αλλά σπείραι 
παραδόξως τόν εαυτού λόγον] καί μετά τινος δυνάμεως 
θειοτέρας παντί τώ ανθρώπων γένει, ως οι προφήται καί 
ταύτα παρέστησαν. ''Ετι δ' εγκαλούμεν αυτοίς, επεί τήν 
υπάρχουσαν δύναμιν επιδεικνυμένω ουκ επίστευσαν αλλ' 
«εν Βεελζεβούλ, τώ άρχοντι τών δαιμονίων», ειρήκασι 
τούς δαίμονας αυτόν αποβεβληκέναι τής τών ανθρώπων 
ψυχής. 'Εγκαλούμεν δ' ότι καί τό φιλάνθρωπον αυτού, μή 
υπερορώντος ου μόνον πόλιν αλλ' ουδέ κώμην τινά τής 
'Ιουδαίας, ίνα πανταχού απαγγείλη τήν βασιλείαν τού 
θεού, διαβάλλοντες πλάνην κατηγορούσιν αυτού ως αλωμένου 
καί αλύοντος εν αγεννεί σώματι: ου γάρ αγεννές τό τοσούτους 
υπομείναν υπέρ ωφελείας τών πανταχού ακούειν δυναμένων 
πόνους. 
Πώς δ' ουκ άντικρυς ψεύδος τό υπό τού παρά τώ 
Κέλσω 'Ιουδαίου λεγόμενον, ότι μηδένα πείσας μέχρι έζη 
ό γε μηδέ τούς εαυτού μαθητάς εκολάσθη καί τοιαύτα 
υπέμεινε; Πόθεν γάρ ο φθόνος υπό τών παρά 'Ιουδαίοις 
αρχιερέων καί πρεσβυτέρων καί γραμματέων εκινήθη κατ' 
αυτού ή εκ τού πλήθη πειθόμενα ακολουθείν αυτώ καί εις 
τάς ερημίας, κρατούμενα ου μόνον υπό τής τών λόγων 
αυτού ακολουθίας αρμόζοντα τοίς ακούουσιν αεί λέγοντος, 
αλλά καί ταίς δυνάμεσιν εκπλήττοντος τούς μή τή τού 
λόγου αυτού ακολουθία πιστεύοντας; Πώς δ' ουκ άντικρυς 
ψεύδος ότι ουδέ τούς εαυτού έπεισε μαθητάς, τούς παθόντας 
μέν ανθρώπινόν τι από δειλίας τότε -- ουδέπω γάρ ήσαν πρός 
ανδρίαν ηκονημένοι -- ου μήν τά κριθέντα αυτοίς ως περί 
Χριστού αποθεμένους; `Ο μέν γάρ Πέτρος μετά τό αρνήσας-
θαι συναισθόμενος οί γέγονε κακών «εξελθών έξω έκλαυσε 
πικρώς»: οι δέ λοιποί πεπληγότες υπό τής επ' αυτώ 
αθυμίας -- έτι γάρ αυτόν εθαύμαζον -- εβεβαιώθησαν διά 
τής επιφανείας αυτού πρός τό πιστεύειν έτι μάλλον καί 
βεβαιότερον παρά τό πρότερον ότι υιός ήν τού θεού. 
Καί αφιλόσοφον δέ τι παθών ο Κέλσος τήν εν ανθρώ-
ποις υπεροχήν ουκ εν λόγω σωτηρίω καί ήθει καθαρώ 
φαντάζεται είναι, αλλά εν τώ παρά τήν υπόθεσιν ού ανείληφε 
προσώπου ποιήσαι καί ανειληφότα τό θνητόν μή αποθανείν, 
ή αποθανείν μέν ουχί δέ θάνατον τόν δυνάμενον παράδειγμα 
γενέσθαι τοίς καί απ' αυτού τού έργου εισομένοις υπέρ 
ευσεβείας αποθνήσκειν καί παρρησιάζεσθαι εν αυτή πρός 
τούς εσφαλμένους εν τώ περί ευσεβείας καί ασεβείας τόπω 
καί νομίζοντας τούς μέν ευσεβείς είναι ασεβεστάτους τούς 
δέ πλανωμένους περί θεού καί παντί μάλλον ή θεώ εφαρμό-
ζοντας τήν περί αυτού αδιάστροφον έννοιαν υπολαμβάνοντας 
είναι ευσεβεστάτους. καί μάλιστα ότε καί επί τό αναιρείν 
ορμώσι τούς τή εναργεία τού ενός καί επί πάσι θεού εαυτούς 
όλη ψυχή «μέχρι θανάτου» επιδεδωκότας. 
''Ετι δ' εγκαλεί τώ 'Ιησού ο Κέλσος διά τού ιουδαϊκού 
προσώπου, ως μή δείξαντι εαυτόν πάντων δή κακών καθα-
ρεύοντα. Ποίων δή κακών, λεγέτω ο Κέλσου λόγιος, ουκ 
έδειξεν εαυτόν καθαρεύοντα ο 'Ιησούς; Ει μέν γάρ τών 
κυρίως κακών λέγει αυτόν μή κεκαθαρευκέναι, παραστησάτω 
εναργώς κακίας έργον εν αυτώ: ει δέ κακά νομίζει πενίαν 
καί σταυρόν καί τήν από τών ατόπων ανθρώπων επιβουλήν, 
δήλον ότι καί Σωκράτει φησί κακά συμβεβηκέναι, μή 
δυνηθέντι εαυτόν αποδείξαι καθαρόν από τών κακών. ''Οσος 
δέ καί άλλος χορός πενήτων εστί παρ' ''Ελλησι φιλοσο-
φησάντων καί εκούσιον πενίαν αναδεξαμένων, καί οι πολλοί 
`Ελλήνων ίσασιν εκ τών αναγραφέντων περί μέν Δημοκρίτου, 
μηλόβοτον εάσαντος τήν ουσίαν, περί δέ Κράτητος, εαυτόν 
ελευθερώσαντος διά τού τοίς Θηβαίοις χαρίσασθαι τό υπέρ 
πάσης τής κτήσεως πραθείσης δοθέν αυτώ αργύριον: αλλά 
καί Διογένης δι' υπερβάλλουσαν ευτέλειαν πίθον ώκει, καί 
παρ' ουδενί τών νούν εχόντων κάν μέτριον τούτου γε χάριν 
Διογένης εν κακοίς ήν. 
''Ετι δ' επεί βούλεται μηδέ ανεπίληπτον γεγονέναι 
τόν 'Ιησούν ο Κέλσος, παραστησάτω, τίς τών αρεσκομένων 
τώ λόγω αυτού τό αληθώς επίληπτον τού 'Ιησού ανέγραψεν: 
ή, ει μή από τούτων αυτού κατηγορεί ως επιλήπτου, 
δεικνύτω, πόθεν μαθών ουκ ανεπίληπτον αυτόν είρηκεν. 
'Εποίησε μέν ούν ά επηγγείλατο πιστά δι' ών ωφέλησε τούς 
προσέχοντας αυτώ ο 'Ιησούς. Καί αεί ορώντες πληρούμενα 
τά ειρημένα υπ' αυτού, πρίν γένηται, τό «κηρυχθήναι τό 
ευαγγέλιον» εν όλω τώ κόσμω, καί πορευθέντας αυτού τούς 
μαθητάς εις «πάντα τά έθνη» τόν λόγον αυτού κατηγγελ-
κέναι, έτι δέ περί τού «επί ηγεμόνας καί βασιλείς» αχθή-
σεσθαι μέλλειν δι' ουδεμίαν άλλην αιτίαν ή τήν διδασκαλίαν 
αυτού, τεθήπαμεν αυτόν καί οσημέραι βεβαιούμεν τήν εις 
αυτόν πίστιν. Ουκ οίδα δ' από ποίων μειζόνων καί εναργες-
τέρων εβούλετο αυτόν πιστά ποιήσαι τά προειρημένα ο 
Κέλσος: ει μή άρα, ως φαίνεται, μή επιστάμενος τόν 
λόγον τόν 'Ιησούν άνθρωπον γενόμενον εβούλετο μηδέν 
ανθρώπινον παθείν μηδέ γενέσθαι ανθρώποις παράδειγμα 
γενναίον περί τού φέρειν τά συμβαίνοντα. Κάν οίκτιστα τώ 
Κέλσω ταύτ' είναι δοκοίη καί επονειδιστότατα, επεί πόνον 
μέν τό μέγιστον οίδε τών κακών ηδονήν δέ τό τέλειον 
αγαθόν, όπερ ουδείς τών πρόνοιαν εισαγόντων φιλοσόφων 
καί ανδρίαν ομολογούντων είναι αρετήν καί καρτερίαν καί 
μεγαλοψυχίαν παρεδέξατο: ου διέβαλεν ούν τήν εις αυτόν 
πίστιν ο 'Ιησούς δι' ών υπέμεινεν, αλλά μάλλον εν τοίς 
ανδρίαν αποδέξασθαι βουλομένοις εκράτυνε καί εν τοίς 
διδαχθείσιν υπ' αυτού τό μέν κυρίως καί αληθώς ζήν τό 
μακάριον ουκ είναι ενταύθα αλλ' «εν τώ» καλουμένω 
κατά τούς λόγους αυτού «μέλλοντι αιώνι», τό δ' εν τώ 
ενεστώτι αιώνι λεγομένω ζήν συμφοράν είναι ή αγώνα τόν 
πρώτον καί μέγιστον τής ψυχής. 
Μετά δέ ταύτα λέγει πρός ημάς ότι ου δή που 
φήσετε περί αυτού ότι μή πείσας τούς ώδε όντας εστέλλετο 
εις άδου πείσων τούς εκεί. Κάν μή βούληται ούν, τούτό 
φαμεν, ότι καί εν σώματι ών ουκ ολίγους έπεισεν αλλά 
τοσούτους, ως διά τό πλήθος τών πειθομένων επιβουλευθήναι 
αυτόν, [καί γυμνή σώματος γενόμενος ψυχή ταίς γυμναίς 
σωμάτων ωμίλει ψυχαίς, επιστρέφων κακείνων τάς βουλο-
μένας πρός αυτόν ή άς εώρα δι' ούς ήδει αυτός λόγους 
επιτηδειοτέρας.] 
`Εξής δέ τούτοις ουκ οίδ' όπως σφόδρα εύηθες λέγει 
ότι, είπερ ατόπους απολογίας ευρίσκοντες, εφ' οίς καταγε- 
λάστως εξηπατήθητε, οίεσθε αληθώς απολογείσθαι, τί 
κωλύει καί άλλους, όσοι καταγνωσθέντες κακοδαιμονέστερον 
απήλλαξαν, μείζονας νομίζειν είναι καί θειοτέρους τούτου 
αγγέλους; ''Οτι δ' άντικρυς καί σαφώς ουδέν όμοιον έχει ο 
παθών τά αναγεγραμμένα 'Ιησούς τοίς κακοδαιμονέστερον 
απαλλάξασι διά γοητείαν ή οτιδήποτε έγκλημα άλλο, παντί 
τω δήλον. [Ουδέ γάρ δύναταί τις παραστήσαι γοήτων 
έργον επιστρέψαν ψυχάς από τών πολλών εν ανθρώποις 
αμαρτημάτων καί τής κατά τήν κακίαν χύσεως.] 
'Επεί δέ καί λησταίς αυτόν παραβαλών ο παρά τώ Κέλσω 
'Ιουδαίός φησιν ότι δύναιτο άν τις ομοίως αναισχυντών καί 
περί ληστού καί ανδροφόνου κολασθέντος ειπείν ότι ούτός 
γε ουχί ληστής αλλά θεός ήν: προείπε γάρ τοίς συλλήσταις 
ότι πείσεται τοιαύτα, οία δή πέπονθε: λέγοιτ' άν πρώτον 
μέν ότι ου παρά τό προειρηκέναι αυτόν ταύτα πείσεσθαι 
τοιαύτα υπολαμβάνομεν περί τού 'Ιησού, οποία καί φρονούν-
τες παρρησιαζόμεθα εν αυτώ ως από θεού ημίν κατεληλυ-
θότι: δεύτερον δέ καί ταύτα λέγομεν εν τοίς ευαγγελίοις 
προειρήσθαί πως, επεί [«μετά ανόμων ελογίσθη» ο 
'Ιησούς παρά τοίς ανόμοις], ληστήν μάλλον τόν «διά 
στάσιν» «καί φόνον» βληθέντα εις φυλακήν βουλομένοις 
απολυθήναι τόν δ' 'Ιησούν σταυρώσαι, καί [σταυρώσασιν 
αυτόν μεταξύ ληστών δύο.] Καί αεί δ' εν τοίς γνησίοις 
μαθηταίς καί μαρτυρούσι τή αληθεία ο 'Ιησούς συσταυρούται 
λησταίς καί τήν αυτήν αυτοίς παρά ανθρώποις καταδίκην 
πάσχει. Καί φαμεν ότι, είπερ ούτοι όμοιόν τι λησταίς 
έχουσιν οι διά τήν εις τόν δημιουργόν ευσέβειαν, ίνα αυτήν 
ειλικρινή καί καθαράν διαφυλάξωσι κατά τήν τού 'Ιησού 
διδασκαλίαν, πάσαν αικίαν καί πάντας θανάτους αναδεχό-
μενοι, δήλον ότι καί ο 'Ιησούς, ο πατήρ τής τοιαύτης 
διδασκαλίας, ευλόγως υπό τού Κέλσου ληστάρχαις παραβάλ- 
λεται. 'Αλλ' ούτ' εκείνος κατά τό κοινωνικόν αποθνήσκων 
ούθ' ούτοι δι' ευσέβειαν ταύτα πάσχοντες καί μόνοι πάντων 
ανθρώπων διά τήν φανείσαν αυτοίς οδόν τής εις τό θείον 
τιμής επιβουλευόμενοι ουκ αδίκως αναιρούνται, ούθ' ο 
'Ιησούς ουκ ασεβώς επεβουλεύθη. 
Πρόσχες δέ καί τώ επιπολαίω τού περί τών τότε 
μαθητών 'Ιησού λόγου, εν ώ φησιν: Είτα οι μέν τότε 
[ζώντι αυτώ συνόντες] καί τής φωνής επακούοντες αυτού 
[καί διδασκάλω χρώμενοι κολαζόμενον καί αποθνήσκοντα 
ορώντες, ούτε συναπέθανον ούτε υπεραπέθανον αυτού ουδέ 
κολάσεων καταφρονείν επείσθησαν, αλλά καί ηρνήσαντο 
είναι μαθηταί: νύν δέ υμείς αυτώ συναποθνήσκετε. Καί 
εν τούτοις δέ τό μέν έτι εισαγομένοις τοίς μαθηταίς καί 
ατελεστέροις ούσιν αμαρτηθέν καί γεγραμμένον εν τοίς 
ευαγγελίοις πιστεύει γεγονέναι, ίν' εγκαλή τώ λόγω, τό δέ 
μετά τήν αμαρτίαν αυτοίς κατορθωθέν παρρησιασαμένοις 
επί 'Ιουδαίων καί μυρία όσα πεπονθόσιν υπ' εκείνων καί 
τό τελευταίον αποθανούσιν υπέρ τής 'Ιησού διδασκαλίας 
παρασιωπά. Ούτε γάρ 'Ιησού εβουλήθη ακούσαι προλέγοντος 
τώ Πέτρω: «''Οταν δέ γηράσης, εκτενείς τάς χείράς σου» 
καί τά εξής, ώ επιφέρει η γραφή: «Τούτο δ' είπε σημαίνων, 
ποίω θανάτω δοξάσει τόν θεόν»: ούθ' ότι 'Ιάκωβος ο 
αδελφός 'Ιωάννου, απόστολος αποστόλου αδελφός, ανηρέθη 
υπό τού `Ηρώδου διά τόν λόγον Χριστού «μαχαίρα»] αλλ' 
ουδ' όσα παρρησιαζόμενοι επί τώ λόγω πεποιήκασιν ο 
Πέτρος καί οι λοιποί απόστολοι, καί ως «από προσώπου 
τού συνεδρίου» εξήλθον μετά τό μαστιγωθήναι «χαί-
ροντες», «ότι κατηξιώθησαν υπέρ τού ονόματος ατιμασθή-
ναι», καί υπεραίροντες πολλά τών παρ' ''Ελλησιν ιστορου-
μένων επί τή καρτερία καί ανδρία τών φιλοσοφησάντων. 
'Αρχήθεν ούν τούτο μάλιστα τού 'Ιησού μάθημα εκρατύνετο 
παρά τοίς ακούουσιν αυτού, διδάσκον καταφρονείσθαι μέν 
τό υπό τών πολλών περιεπόμενον ζήν, σπουδάζεσθαι δέ 
τό παραπλήσιον τώ ζήν τού θεού ζήν. 
Πώς δ' ου ψεύδεται ο λέγων παρά τώ Κέλσω 'Ιουδαίος 
ότι παρών δέκα ναύτας καί τελώνας τούς εξωλεστάτους 
μόνους είλε καί ουδέ τούτους άπαντας; Σαφές γάρ ότι καί 
'Ιουδαίοι ομολογήσαιεν άν ότι ου δέκα μόνους είλεν ουδέ 
εκατόν ουδέ χιλίους, αλλ' αθρόως οτέ μέν πέντε χιλιάδας 
οτέ δέ τέσσαρας χιλιάδας: καί επί τοσούτόν γε είλεν, 
ώστε καί εις τάς ερημίας αυτώ ακολουθείν, τάς μόνον 
χωρούσας αθρόον τι πλήθος τών πιστευόντων τώ θεώ διά 
τού 'Ιησού, εν αίς ου μόνον λόγους αλλά καί έργα αυτοίς 
επεδείκνυτο. 'Αναγκάζει δ' ημάς ταυτολογών τό παραπλήσιον 
αυτώ ποιείν, επεί φυλασσόμεθα υπολαμβάνεσθαι υπερβαίνειν 
τινά τών παρ' αυτώ λεγομένων εγκλημάτων. Καί εν τώ 
προκειμένω τοίνυν λόγω καθ' ήν έχομεν τάξιν τής γραφής 
φησιν: Ει ζών μέν αυτός μηδένα έπεισεν, αποθανόντος δ' 
αυτού πείθουσιν οι βουλόμενοι τοσούτους, πώς τούτο ουχ 
υπεράτοπόν εστι; Δέον λέγειν ακολουθίαν σώζοντα ότι, 
είπερ αποθανόντος αυτού πείθουσιν ουχ απαξαπλώς οι 
βουλόμενοι αλλ' οι βουλόμενοι καί δυνάμενοι τούς τοσούτους, 
πόσω μάλλον εύλογον αυτόν, ηνίκα τώ βίω επεδήμει, 
πολλαπλασίους καί δυνατωτέρω λόγω καί πράξεσι πεπει-
κέναι; 
`Εαυτώ δέ λαμβάνει ως ημετέραν απόκρισιν πρός 
πεύσιν αυτού λεγομένην φήσαντος: Τίνι προσήχθητε 
λογισμώ τούτον νομίζειν υιόν θεού; Πεποίηκε γάρ ημάς 
αποκρινομένους ότι τούτω προσήχθημεν, επεί ίσμεν τήν 
κόλασιν αυτού υπέρ καθαιρέσεως τού πατρός τής κακίας 
γεγονυίαν. ''Αλλοις γάρ μυρίοις προσήχθημεν, ών πολλοστη-
μόριον εν τοίς πρό τούτων εξεθέμεθα καί θεού διδόντος 
εκθησόμεθα ου μόνον εν τοίς πρός τόν νομιζόμενον Κέλσου 
αληθή λόγον πραγματευόμενοι αλλά καί εν άλλοις μυρίοις. 
Καί ως ημών γε λεγόντων ότι υιόν αυτόν νομίζομεν θεού, 
επεί εκολάσθη, φησί: Τί ούν; Ουχί καί άλλοι πολλοί 
εκολάσθησαν, καί ουχ ήττον αγεννώς; ''Ομοιον δ' εν τούτω 
ποιεί ο Κέλσος τοίς ανδραποδωδεστάτοις τών εχθρών τού 
λόγου καί οιομένοις ότι ακολουθεί τή περί τόν 'Ιησούν 
ιστορία σταυρωθέντα τό σέβειν ημάς τούς εσταυρωμένους. 
Πολλάκις δ' ο Κέλσος ήδη μή δυνάμενος αντιβλέπειν 
αίς αναγέγραπται πεποιηκέναι δυνάμεσιν ο 'Ιησούς διαβάλλει 
αυτάς ως γοητείας: καί πολλάκις τώ λόγω κατά τό δυνατόν 
ημίν αντείπομεν. Καί νύν δέ φησιν οιονεί ημάς αποκρίνασθαι 
ότι διά τούτ' ενομίσαμεν αυτόν είναι υιόν θεού, επεί χωλούς 
καί τυφλούς εθεράπευσε. Προστίθησι δέ καί τό: `Ως υμείς 
φατε, ανίστη νεκρούς. ''Οτι μέν ούν χωλούς καί τυφλούς 
εθεράπευσε, διόπερ Χριστόν αυτόν καί υιόν θεού νομίζομεν, 
[δήλον ημίν εστιν εκ τού καί εν προφητείαις γεγράφθαι: 
«Τότε ανοιχθήσονται οφθαλμοί τυφλών, καί ώτα κωφών 
ακούσονται: τότε αλείται ως έλαφος ο χωλός.» ''Οτι δέ 
καί νεκρούς ανίστη] καί ουκ έστι πλάσμα τών τά ευαγγέλια 
γραψάντων, παρίσταται εκ τού, [ει μέν πλάσμα ήν, πολλούς 
<άν> αναγεγράφθαι τούς αναστάντας, καί τούς ήδη χρόνους 
πλείονας εν τοίς μνημείοις: επεί δ' ουκ έστι πλάσμα, πάνυ 
ευαριθμήτους λελέχθαι, τήν τε τού αρχισυναγώγου θυγατέρα 
-- περί ής ουκ οίδ' όπως είπεν: «Ουκ απέθανεν αλλά 
καθεύδει», λέγων τι περί αυτής, <ό> ου πάσι τοίς αποθα-
νούσι προσήν -- , καί τόν μονογενή τής χήρας υιόν, εφ' ώ 
σπλαγχνισθείς ανέστησεν αυτόν, στήσας τούς φέροντας τόν 
νεκρόν, καί τρίτον Λάζαρον τετάρτην ημέραν εν τώ μνημείω 
έχοντα. 
Καί φήσομεν] γ' έτι περί τούτων τοίς ευγνωμονεστέροις 
καί μάλιστα τώ 'Ιουδαίω ότι, ώσπερ [«πολλοί λεπροί 
ήσαν εν ταίς ημέραις 'Ελισσαίου τού προφήτου, καί ουδείς 
αυτών εκαθαρίσθη ει μή Ναιμάν ο Σύρος», καί «πολλαί 
χήραι ήσαν εν ταίς ημέραις 'Ηλίου» τού προφήτου, «καί 
πρός ουδεμίαν αυτών επέμφθη χήραν ο 'Ηλίας ει μή εις 
Σαραφθά τής Σιδωνίας»: αξία γάρ εγεγόνει τού υπό 
τού προφήτου γεγενημένου τεραστίου εν τοίς άρτοις κατά 
τινα θείαν κρίσιν: ούτω πολλοί νεκροί ήσαν εν ταίς ημέραις 
'Ιησού, αλλά μόνοι ανέστησαν, ούς έγνω ο λόγος επιτηδείους 
πρός τήν ανάστασιν], ίνα μή μόνον σύμβολά τινων ή τά 
γενόμενα υπό τού κυρίου, αλλά καί αυτόθεν προσαγάγη 
πολλούς τή θαυμασία τού ευαγγελίου διδασκαλία. 'Εγώ δ' 
είποιμ' άν ότι κατά τήν 'Ιησού επαγγελίαν οι μαθηταί καί 
«μείζονα» πεποιήκασιν ών 'Ιησούς αισθητών πεποίηκεν. 
['Αεί γάρ ανοίγονται οφθαλμοί τυφλών τήν ψυχήν, καί ώτα 
τών εκκεκωφημένων πρός λόγους αρετής] ακούει προθύμως 
περί θεού καί τής παρ' αυτώ μακαρίας ζωής, πολλοί δέ καί 
χωλοί τάς βάσεις τού, ως η γραφή ωνόμασεν, «έσω» 
ανθρώπου, νύν τού λόγου ιασαμένου αυτούς, ουχ απλώς 
άλλονται αλλ' «ως έλαφος», πολέμιον τών όφεων ζώον 
καί κρείττον παντός ιού τών εχιδνών. Καί ούτοί γε οι 
θεραπευθέντες χωλοί λαμβάνουσιν από 'Ιησού «εξουσίαν 
πατείν» τοίς ποσίν, οίς πρότερον ήσαν χωλοί, «επάνω» 
τών τής κακίας «όφεων καί σκορπίων» καί απαξαπλώς 
«επί πάσαν τήν δύναμιν τού εχθρού», καί πατούντες 
ουκ αδικούνται: κρείττους γάρ καί αυτοί γεγόνασι τού 
πάσης κακίας καί τών δαιμόνων ιού. 
`Ο μέν ούν 'Ιησούς αποστρέφων τούς μαθητάς ουχί 
από τού προσέχειν απαξαπλώς γόησι καί τοίς επαγγελλο-
μένοις δι' οιασδήποτε οδού ποιείν τεράστια -- ου γάρ εδέοντο 
τούτου οι μαθηταί αυτού -- αλλ' [από τού τοίς αναγορεύουσιν 
εαυτούς είναι τόν Χριστόν τού θεού καί πειρωμένοις διά 
τινων φαντασιών πρός εαυτούς επιστρέφειν τούς 'Ιησού 
μαθητάς όπου μέν είπε: «Τότε εάν τις υμίν είπη: 'Ιδού 
ώδε ο Χριστός ή ώδε, μή πιστεύετε. 'Εγερθήσονται γάρ 
ψευδόχριστοι καί ψευδοπροφήται καί δώσουσι σημεία καί 
τέρατα μεγάλα, ώστε πλανάσθαι ει δυνατόν καί τούς 
εκλεκτούς.] 'Ιδού προείρηκα υμίν. 'Εάν ούν είπωσιν υμίν: 
'Ιδού εν τή ερήμω εστί, μή εξέλθητε: ιδού εν τοίς ταμείοις, 
μή πιστεύσητε. ''Ωσπερ γάρ η αστραπή εξέρχεται απ' ανα-
τολών καί φαίνεται έως δυσμών, ούτως έσται η παρουσία τού 
υιού τού ανθρώπου»: όπου δέ: [«Πολλοί ερούσί μοι εν 
εκείνη τή ημέρα: Κύριε, κύριε, ου τώ ονόματί σου εφάγομεν 
καί τώ ονόματί σου επίομεν καί τώ ονόματί σου δαιμόνια 
εξεβάλομεν] καί δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν; [Καί ερώ 
αυτοίς: 'Αποχωρείτε απ' εμού, ότι εστέ εργάται αδικίας.»] 
`Ο δέ Κέλσος κοινοποιήσαι βουλόμενος τά τεράστια τού 
'Ιησού πρός τήν εν ανθρώποις γοητείαν φησίν αυταίς 
λέξεσιν: '~Ω φώς καί αλήθεια, τή αυτού φωνή διαρρήδην 
εξαγορεύει, καθά καί υμείς συγγεγράφατε, διότι παρέσονται 
υμίν καί έτεροι δυνάμεσιν ομοίαις χρώμενοι, κακοί καί 
γόητες, καί Σατανάν τινα τοιαύτα παραμηχανώμενον ονο-
μάζει: ώστ' ουδέ αυτός έξαρνός εστιν, ως ταύτά γε ουδέν 
θείον αλλά πονηρών εστιν έργα. Βιαζόμενος δέ υπό τής 
αληθείας ομού καί τά τών άλλων απεκάλυψε καί τά καθ' 
αυτόν ήλεγξε. Πώς ούν ου σχέτλιον από τών αυτών έργων 
τόν μέν θεόν τούς δέ γόητας ηγείσθαι; Τί γάρ μάλλον 
από γε τούτων τούς άλλους πονηρούς ή τούτον νομιστέον 
αυτώ χρωμένους μάρτυρι; Ταύτα μέν γε καί αυτός ωμολό-
γησεν ουχί θείας φύσεως αλλ' απατεώνων τινών καί παμπο-
νήρων είναι γνωρίσματα. ''Ορα δή ει μή εν τούτοις σαφώς 
ο Κέλσος ελέγχεται κακουργών τόν λόγον, άλλο μέν τού 
'Ιησού λέγοντος περί τών ποιησόντων «σημεία καί τέρατα», 
άλλο δέ τού παρά τώ Κέλσω 'Ιουδαίου φάσκοντος. Καί γάρ 
ει μέν απλώς τοίς μαθηταίς έλεγεν 'Ιησούς φυλάσσεσθαι 
τούς τά τεράστια επαγγελλομένους ου παρατιθέμενος, τί 
φήσουσιν εαυτούς είναι, τάχα χώραν είχεν άν η υπόνοια 
αυτού: επεί δ' αφ' ών θέλει ημάς φυλάσσεσθαι ο 'Ιησούς 
επαγγέλλονται είναι «ο Χριστός», όπερ ου ποιούσιν οι 
γόητες, αλλά καί εν τώ ονόματι 'Ιησού βιούντας κακώς φησι 
τινάς δυνάμεις ποιήσειν καί δαίμονας αποβαλείν ανθρώπων: 
μάλλον δή, ει δεί ούτως ειπείν, αποκηρύσσεται μέν τών 
κατά τόν τόπον η γοητεία καί πάσα η κατ' αυτών υπόνοια, 
εισάγεται δέ η θειότης τού Χριστού καί θειότης τών μαθητών 
αυτού, [ότι δυνατόν τινα τώ ονόματι αυτού χρησάμενον καί 
ουκ οίδ' όπως ενεργηθέντα υπό τινος δυνάμεως πρός τό 
προσποιήσασθαι, ότι αυτός είη ο Χριστός, δοκείν τά παρα-
πλήσια επιτελείν τώ Χριστώ καί άλλους τώ ονόματι τού 
'Ιησού τά ωσπερεί παραπλήσια τοίς γνησίοις αυτού 
μαθηταίς.] 
Καί ο Παύλος δ' εν τή πρός Θεσσαλονικείς επιστολή 
δευτέρα αποφαίνεται, τίνα τρόπον αποκαλυφθήσεταί ποτε 
«`Ο άνθρωπος τής ανομίας, ο υιός τής απωλείας, ο αντι-
κείμενος καί υπεραιρόμενος επί πάντα λεγόμενον θεόν ή 
σέβασμα, ώστ' αυτόν εις τόν ναόν τού θεού καθίσαι, αποδεικ-
νύοντα εαυτόν ότι εστί θεός.» Καί πάλιν φησί τοίς Θεσσα-
λονικεύσι: «Καί νύν τό κατέχον οίδατε, εις τό αποκαλυφ-
θήναι αυτόν εν τώ αυτού καιρώ. Τό γάρ μυστήριον ήδη 
ενεργείται τής ανομίας, μόνον ο κατέχων άρτι έως εκ 
μέσου γένηται: καί τότε αποκαλυφθήσεται ο άνομος, 
όν ο κύριος 'Ιησούς ανελεί τώ πνεύματι τού στόματος αυτού 
καί καταργήσει τή επιφανεία τής παρουσίας αυτού, ού 
εστιν η παρουσία κατ' ενέργειαν τού Σατανά εν πάση δυνάμει 
καί σημείοις καί τέρασι ψεύδους καί εν πάση απάτη αδικίας 
τοίς απολλυμένοις.» ['Εκτιθέμενος δέ καί τήν αιτίαν τού 
επιτρέπεσθαι τόν άνομον επιδημείν τώ βίω φησίν: «'Ανθ' 
ών τήν αγάπην τής αληθείας ουκ εδέξαντο εις τό σωθήναι 
αυτούς. Καί διά τούτο πέμπει αυτοίς ο θεός ενέργειαν 
πλάνης εις τό πιστεύσαι αυτούς τώ ψεύδει, ίνα κριθώσιν 
άπαντες οι μή πιστεύσαντες τή αληθεία αλλ' ευδοκήσαντες 
εν τή αδικία.»]
 
Επιστροφή στα περιεχόμενα   -  |  -   Συνέχεια