[Πρώτον τώ Κέλσω κεφάλαιόν] εστι βουλομένω
διαβαλείν χριστιανισμόν, [ως συνθήκας κρύβδην πρός
αλλήλους ποιουμένων Χριστιανών παρά τά νενομισμένα, ότι
τών συνθηκών αι μέν εισι φανεραί, όσαι κατά νόμους
γίνονται, αι δέ αφανείς, όσαι παρά τά νενομισμένα συντε-
λούνται. Καί βούλεται διαβαλείν τήν καλουμένην αγάπην
Χριστιανών πρός αλλήλους, από τού κοινού κινδύνου υφιστα-
μένην καί δυναμένην υπερόρκια]. 'Επεί ούν τόν κοινόν νόμον
θρυλεί παρά τούτον λέγων Χριστιανοίς τάς συνθήκας,
λεκτέον πρός τούτο ότι, ώσπερ [εί τις παρά Σκύθαις νόμους
αθέσμους έχουσι γενόμενος αναχωρήσεως μή έχων καιρόν
βιούν παρ' εκείνοις αναγκάζοιτο, ευλόγως άν ούτος διά τόν
τής αληθείας νόμον, ως πρός τούς Σκύθας παρανομίαν, καί
συνθήκας πρός τούς τά αυτά αυτώ φρονούντας ποιήσαι άν
παρά τά εκείνοις νενομισμένα]: ούτως παρ' αληθεία δικα-
ζούση οι νόμοι τών εθνών, οι περί αγαλμάτων καί τής
αθέου πολυθεότητος, νόμοι εισί Σκυθών καί εί τι Σκυθών
ασεβέστερον. [Ουκ άλογον ούν συνθήκας παρά τά νενομισμένα
ποιείν τάς υπέρ αληθείας. ''Ωσπερ γάρ, ει υπέρ τού τύραννον
προλαβόντα τά τής πόλεως ανελείν συνθήκας τινές κρύβδην]
εποιούντο, καλώς άν [εποίουν: ούτω δή καί Χριστιανοί,
τυραννούντος τού παρ' αυτοίς καλουμένου διαβόλου καί
τού ψεύδους, συνθήκας ποιούνται παρά τά νενομισμένα τώ
διαβόλω κατά τού διαβόλου καί υπέρ σωτηρίας ετέρων, ούς
άν πείσαι δυνηθώσιν αποστήναι τού ωσανεί Σκυθών καί
τυράννου νόμου.
`Εξής βάρβαρόν φησιν άνωθεν είναι τό δόγμα, δηλονότι
τόν ιουδαϊσμόν, ού χριστιανισμός ήρτηται]. Καί ευγνωμόνως
γε ουκ ονειδίζει επί τή από βαρβάρων αρχή τώ λόγω,
επαινών ως ικανούς ευρείν δόγματα τούς βαρβάρους:
προστίθησι δέ τούτοις ότι κρίναι καί βεβαιώσασθαι καί
ασκήσαι πρός αρετήν τά υπό βαρβάρων ευρεθέντα αμείνονές
εισιν ''Ελληνες. Τούτ' ούν ημίν εστιν εκ τών υπ' αυτού
λεγομένων εις απολογίαν περί τών εν χριστιανισμώ κειμένων,
όντων αληθών, ότι από ελληνικών τις δογμάτων καί γυμνα-
σίων ελθών επί τόν λόγον ου μόνον κρίνοι άν αυτά αληθή
αλλά καί ασκήσας κατασκευάσαι άν καί τό δοκούν ελλιπές
ως πρός ελληνικήν απόδειξιν αναπληρώσαι, κατασκευάζων
τήν χριστιανισμού αληθότητα. Λεκτέον δ' έτι πρός τούτο
ότι [[έστι τις οικεία απόδειξις τού λόγου, θειοτέρα παρά
τήν από διαλεκτικής ελληνικήν. Ταύτην δέ τήν θειοτέραν ο
απόστολος ονομάζει απόδειξιν «πνεύματος καί δυνάμεως»,
«πνεύματος» μέν διά τάς προφητείας ικανάς πιστοποιήσαι
τόν εντυγχάνοντα μάλιστα εις τά περί τού Χριστού, «δυνά-
μεως» δέ διά τάς τεραστίους δυνάμεις], άς κατασκευαστέον
γεγονέναι καί εκ πολλών μέν άλλων καί εκ τού ίχνη δέ
αυτών έτι σώζεσθαι παρά τοίς κατά τό βούλημα τού λόγου
βιούσι.]
Μετά ταύτα περί τού κρύφα Χριστιανούς τά αρέσκοντα
εαυτοίς ποιείν καί διδάσκειν ειπών, καί ότι ου μάτην τούτο
ποιούσιν, άτε διωθούμενοι τήν επηρτημένην αυτοίς δίκην
τού θανάτου, [ομοιοί τόν κίνδυνον κινδύνοις τοίς συμβεβη-
κόσιν επί φιλοσοφία ως Σωκράτει]: εδύνατο λέγειν [καί ως
Πυθαγόρα καί άλλοις φιλοσόφοις]. Λεκτέον δέ πρός τούτο
ότι [επί Σωκράτει μέν ευθέως 'Αθηναίοι μετενόησαν, καί]
ουδέν παρέμεινεν αυτοίς περί αυτού πικρόν ουδ' [επί Πυθα-
γόρα]: οι γούν Πυθαγόρειοι επί πλείον τάς διατριβάς
συνεστήσαντο εν 'Ιταλία, τή κληθείση μεγάλη `Ελλάδι:
[επί δέ Χριστιανοίς] η `Ρωμαίων σύγκλητος βουλή καί οι
κατά καιρόν βασιλείς καί τά στρατιωτικά καί οι δήμοι καί
οι τών πιστευόντων συγγενείς [προσπολεμήσαντες τώ
λόγω εκώλυσαν άν αυτόν νικηθέντα υπό τής τών τοσούτων
επιβουλής, ει μή θεία δυνάμει υπερέκυψε καί υπερανέβη,
ως νικήσαι όλον κόσμον αυτώ επιβουλεύοντα].
''Ιδωμεν καί ως τόν ηθικόν τόπον οίεται διαβαλείν τώ
[κοινόν είναι καί πρός τούς άλλους φιλοσόφους ως ου σεμνόν
τι καί καινόν μάθημα.] Πρός τούτο δέ λεκτέον ότι [τοίς
εισάγουσι κρίσιν δικαίαν θεού απεκέκλειστο άν η επί τοίς
αμαρτανομένοις δίκη, μή πάντων εχόντων κατά τάς κοινάς
εννοίας πρόληψιν υγιή περί τού ηθικού τόπου. Διόπερ
ουδέν θαυμαστόν τόν αυτόν θεόν άπερ εδίδαξε διά τών
προφητών καί τού σωτήρος εγκατεσπαρκέναι ταίς απάντων
ανθρώπων ψυχαίς: ίν' αναπολόγητος εν τή θεία κρίσει πάς
άνθρωπος ή, έχων τό βούλημα «τού νόμου γραπτόν» εν τή
εαυτού καρδία: όπερ ηνίξατο εν ώ νομίζουσιν ''Ελληνες
μύθω ο λόγος ποιήσας τόν θεόν γεγραφέναι τώ ιδίω «δακ-
τύλω» τάς εντολάς καί Μωϋσεί δεδωκέναι, άς «συνέτρι-
ψεν» η κακία τών μοσχοποιησάντων, ως ει έλεγεν, επέκλυ-
σεν η χύσις τής αμαρτίας. Δεύτερον δέ γράψας πάλιν έδωκε
λατομήσαντος λίθους Μωϋσέως ο θεός, οιονεί τού προφη-
τικού λόγου ευτρεπίζοντος ψυχήν μετά τήν πρώτην αμαρτίαν
δευτέροις γράμμασι τού θεού.]
Τά δέ περί τής ειδωλολατρείας ως ίδια τών από τού
λόγου εκτιθέμενος καί υποκατασκευάζει λέγων [διά τούτο μή
νομίζειν αυτούς χειροποιήτους θεούς, επεί μή εύλογόν εστι
τά υπό φαυλοτάτων δημιουργών καί μοχθηρών τό ήθος
ειργασμένα είναι θεούς, πολλάκις καί υπό αδίκων ανθρώπων
κατασκευασθέντα.] 'Εν τοίς εξής ούν θέλων αυτό κοινοποιήσαι
ως ου πρώτον υπό τούτου ευρεθέν εκτίθεται `Ηρακλείτου
λέξιν τήν λέγουσαν: «''Ομοια, ως εί τις τοίς δόμοις λεσχη-
νεύοιτο, ποιείν τούς προσιόντας ως θεοίς τοίς αψύχοις.»
Ουκούν καί περί τούτου λεκτέον ότι ομοίως τώ άλλω
ηθικώ τόπω εγκατεσπάρησαν τοίς ανθρώποις έννοιαι, αφ'
ών καί ο `Ηράκλειτος καί εί τις άλλος `Ελλήνων ή βαρβάρων
τούτ' ενενόησε κατασκευάσαι. 'Εκτίθεται γάρ [καί Πέρσας
τούτο φρονούντας, παρατιθέμενος `Ηρόδοτον] ιστορούντα
αυτό. Προσθήσομεν δέ καί ημείς ότι [καί Ζήνων ο Κιτιεύς
εν τή Πολιτεία φησίν: «`Ιερά τε οικοδομείν ουδέν δεήσει:
ιερόν γάρ ουδέν χρή νομίζειν ουδέ πολλού άξιον καί άγιον,
οικοδόμων τε έργον καί βαναύσων.» Σαφές ούν ότι καί
περί τούτου τού δόγματος γέγραπται «εν ταίς καρδίαις»
τών ανθρώπων γράμμασι θεού τό πρακτέον.]
Μετά ταύτα ουκ οίδα πόθεν κινούμενος ο Κέλσος φησί
[δαιμόνων τινών ονόμασι καί κατακλήσεσι δοκείν ισχύειν
Χριστιανούς], ως οίμαι αινισσόμενος τά περί τών κατεπα-
δόντων τούς δαίμονας καί εξελαυνόντων. ''Εοικε δέ σαφώς
συκοφαντείν τόν λόγον. Ου γάρ κατακλήσεσιν ισχύειν
δοκούσιν [αλλά τώ ονόματι 'Ιησού] μετά τής απαγγελίας
τών περί αυτόν ιστοριών. Ταύτα γάρ λεγόμενα πολλάκις
τούς δαίμονας πεποίηκεν ανθρώπων χωρισθήναι, καί μάλισθ'
όταν οι λέγοντες από διαθέσεως υγιούς καί πεπιστευκυίας
γνησίως αυτά λέγωσι. [Τοσούτον μέντοι γε δύναται τό
όνομα τού 'Ιησού κατά τών δαιμόνων, ως έσθ' ότε καί
υπό φαύλων ονομαζόμενον ανύειν: όπερ διδάσκων ο 'Ιησούς
έλεγε τό: «Πολλοί ερούσί μοι εν εκείνη τή ημέρα: Τώ
ονόματί σου δαιμόνια εξεβάλομεν καί δυνάμεις εποιή-
σαμεν.»] Τούτο δ' ουκ οίδα πότερον εκών παρείδε καί
κακουργεί ο Κέλσος ή μή επιστάμενος. Κατηγορεί δ' εν
τοίς εξής καί τού σωτήρος, [ως γοητεία δυνηθέντος ά έδοξε
παράδοξα πεποιηκέναι] καί προϊδόντος ότι μέλλουσι καί
άλλοι τά αυτά μαθήματα εγνωκότες ποιείν τό αυτό, σεμνυ-
νόμενοι τώ θεού δυνάμει ποιείν: ούστινας απελαύνει τής
εαυτού πολιτείας ο 'Ιησούς. Καί κατηγορεί αυτού ότι,
ει δικαίως απελαύνει, καί αυτός ένοχος ών τοίς αυτοίς
φαύλός εστιν: ει δ' αυτός ου φαύλος ταύτα ποιήσας, ουδ'
οι ομοίως αυτώ πράττοντες. ''Αντικρυς δέ, κάν δοκή ανέλεγ-
κτον είναι τό περί τού 'Ιησού, πώς ταύτα εποίησε, σαφές
ότι [Χριστιανοί ουδεμιά μελέτη επωδών χρώμενοι τυγχά-
νουσιν αλλά τώ ονόματι τού 'Ιησού μετ' άλλων λόγων
πεπιστευμένων κατά τήν θείαν γραφήν.]
Είτ' επεί πολλάκις ονομάζει [κρύφιον τό δόγμα], καί
εν τούτω αυτόν ελεγκτέον, σχεδόν παντός [τού κόσμου
εγνωκότος τό κήρυγμα Χριστιανών μάλλον ή τά τοίς
φιλοσόφοις αρέσκοντα. Τίνα γάρ λανθάνει η εκ παρθένου
γένεσις 'Ιησού καί ο εσταυρωμένος καί η παρά πολλοίς
πεπιστευμένη ανάστασις αυτού καί η καταγγελλομένη
κρίσις θεού, κολάζουσα μέν κατ' αξίαν τούς αμαρτάνοντας
γέρως δ' αξιούσα τούς δικαίους;] 'Αλλά καί μή νοηθέν τό
περί τής αναστάσεως μυστήριον θρυλείται γελώμενον υπό
τών απίστων. 'Επί τούτοις ούν λέγειν κρύφιον είναι τό
δόγμα πάνυ εστίν άτοπον: τό δ' είναί τινα οίον [μετά τά
εξωτερικά], μή εις τούς πολλούς φθάνοντα, ου μόνου ίδιον
τού Χριστιανών λόγου αλλά γάρ καί τού φιλοσόφων, παρ'
οίς τινές μέν ήσαν εξωτερικοί [λόγοι έτεροι δέ εσωτερικοί]:
καί τινές μέν ακούοντες Πυθαγόρου, ως «Αυτός έφα»,
άλλοι δ' εν απορρήτω διδασκόμενοι τά μή άξια φθάνειν εις
ακοάς βεβήλους καί μηδέπω κεκαθαρμένας. Καί πάντα δέ
τά πανταχού μυστήρια κατά τήν `Ελλάδα καί τήν βάρβαρον
κρύφια όντα ου διαβέβληται: διόπερ μάτην μηδέ νοήσας
ακριβώς τό κρύφιον τού χριστιανισμού διαβάλλει αυτό.
''Εοικε δέ μετά δεινότητος συναγορεύειν πως τοίς
μαρτυρούσι τώ χριστιανισμώ μέχρι θανάτου λέγων: Καί
ου τούτο λέγω, ως χρή τόν αγαθού δόγματος περιεχόμενον,
ει μέλλει δι' αυτό κινδυνεύειν παρ' ανθρώποις, αποστήναι
τού δόγματος ή πλάσασθαι ως αφέστηκεν ή έξαρνον γενέσθαι.
Καί καταγινώσκει γε τών φρονούντων μέν τά χριστιανισμού
προσποιουμένων δέ μή φρονείν ή αρνουμένων, λέγων μή
δείν τόν εν τώ δόγματι πλάσασθαι ως αφέστηκεν ή έξαρνον
αυτού γενέσθαι. 'Ελεγκτέον δή ως τά εναντία εαυτώ λέγοντα
τόν Κέλσον. Ευρίσκεται μέν γάρ εξ άλλων συγγραμμάτων
επικούρειος ών: ενταύθα δέ διά τό δοκείν ευλογώτερον
κατηγορείν τού λόγου μή ομολογών τά 'Επικούρου προσποιεί-
ται κρείττόν τι τού γηΐνου είναι εν ανθρώπω συγγενές θεού
καί φησιν ότι οίς τούτο εύ έχει, τουτέστιν η ψυχή, πάντη
εφίενται τού συγγενούς, λέγει δέ τού θεού, καί ακούειν αεί
τι καί αναμιμνήσκεσθαι περί εκείνου ποθούσιν. [''Ορα ούν
τό νόθον αυτού τής ψυχής], ότι προειπών, ως χρή τόν
αγαθού δόγματος περιεχόμενον, καί ει μέλλει δι' αυτό
κινδυνεύειν παρ' ανθρώποις, μή αφίστασθαι τού δόγματος
μηδέ πλάσασθαι ως αφέστηκε μηδ' έξαρνον γενέσθαι, αυτός
τοίς εναντίοις πάσι περιπίπτει. [''Ηδει γάρ ότι ομολογών
επικούρειος είναι ουκ άν έχοι τό αξιόπιστον εν τώ κατηγορείν
τών όπως ποτέ πρόνοιαν εισαγόντων καί θεόν εφιστάντων
τοίς ούσι. Δύο δέ παρειλήφαμεν Κέλσους γεγονέναι επικου-
ρείους, τόν μέν πρότερον κατά Νέρωνα τούτον δέ κατά
'Αδριανόν καί κατωτέρω.]
[Μετά ταύτα προτρέπει επί τό [λόγω ακολουθούντας
καί λογικώ οδηγώ παραδέχεσθαι δόγματα, ως πάντως
απάτης γινομένης τώ μή ούτω συγκατατιθεμένω τισί: καί
εξομοιοί τούς αλόγως πιστεύοντας μητραγύρταις καί τερα-
τοσκόποις, Μίθραις τε καί Σαβαδίοις, καί ότω τις προσέτυχεν,
`Εκάτης ή άλλης δαίμονος ή δαιμόνων φάσμασιν.] `Ως γάρ
εν εκείνοις πολλάκις μοχθηροί άνθρωποι επιβαίνοντες τή
ιδιωτεία τών ευεξαπατήτων άγουσιν αυτούς ή βούλονται,
ούτως φησί καί εν τοίς Χριστιανοίς γίνεσθαι. Φησί δέ
τινας μηδέ βουλομένους διδόναι ή λαμβάνειν λόγον περί ών
πιστεύουσι χρήσθαι τώ [«Μή εξέταζε αλλά πίστευσον»
καί «`Η πίστις σου σώσει σε.» Καί φησιν αυτούς λέγειν:
«Κακόν η εν τώ κόσμω σοφία αγαθόν δ' η μωρία.»] Λεκτέον
δέ πρός τούτο ότι [ει μέν οίόν τε πάντας καταλιπόντας τά
τού βίου πράγματα σχολάζειν τώ φιλοσοφείν], άλλην οδόν
ου μεταδιωκτέον ουδενί ή ταύτην μόνην. Ευρεθήσεται γάρ
εν τώ χριστιανισμώ ουκ ελάττων, ίνα μή φορτικόν τι είπω,
εξέτασις τών πεπιστευμένων καί διήγησις τών εν τοίς
προφήταις αινιγμάτων καί τών εν τοίς ευαγγελίοις παρα-
βολών καί άλλων μυρίων συμβολικώς γεγενημένων ή
νενομοθετημένων. [Ει δέ τούτ' αμήχανον] πή μέν διά τάς
τού βίου ανάγκας πή δέ καί διά τήν τών ανθρώπων ασθένειαν,
σφόδρα ολίγων επί τόν λόγον αττόντων, [ποία άν άλλη
βελτίων μέθοδος πρός τό τοίς πολλοίς βοηθήσαι ευρεθείη]
τής από τού 'Ιησού τοίς έθνεσι παραδοθείσης;
Καί πυνθανόμεθά γε περί τού πλήθους τών πιστευόντων,
τήν πολλήν χύσιν τής κακίας αποθεμένων, εν ή πρότερον
εκαλινδούντο: πότερον βέλτιόν εστιν αυτοίς αλόγως πις-
τεύουσι κατεστάλθαι πως τά ήθη καί ωφελήσθαι διά τήν
περί τών κολαζομένων επί αμαρτίαις καί τιμωμένων επί
έργοις χρηστοίς πίστιν, ή μή προσίεσθαι αυτών τήν επιστρο-
φήν μετά ψιλής πίστεως, έως άν επιδώσιν εαυτούς εξετάσει
λόγων; Φανερώς γάρ οι πάντες παρ' ελαχίστους ουδέ τούτο
λήψονται, όπερ ειλήφασιν εκ τού απλώς πεπιστευκέναι,
αλλά μενούσιν εν κακίστω βίω. Είπερ ούν άλλο τι κατα-
σκευαστικόν εστι τού τό φιλάνθρωπον τού λόγου ουκ αθεεί
τώ βίω τών ανθρώπων επιδεδημηκέναι, καί τούτ' αυτοίς
συγκαταριθμητέον. `Ο γάρ ευλαβής ουδέ σωμάτων ιατρόν,
πολλούς επί τό βέλτιον νοσούντας αγαγόντα, οιήσεται αθεεί
πόλεσι καί έθνεσιν επιδημείν: ουδέν γάρ χρηστόν εν
ανθρώποις αθεεί γίνεται. Ει δέ ο πολλών σώματα θεραπεύσας
ή επί τό βέλτιον προαγαγών ουκ αθεεί θεραπεύει, πόσω
πλέον ο πολλών ψυχάς θεραπεύσας καί επιστρέψας καί
βελτιώσας, καί αναρτήσας αυτάς θεού τού επί πάσι καί
διδάξας πάσαν πράξιν αναφέρειν επί τήν εκείνου αρέσκειαν
καί πάντ' εκκλίνειν, όσ' απάρεστά εισι θεώ, μέχρι τού
ελαχίστου τών λεγομένων ή πραττομένων ή καί εις ενθύμησιν
ερχομένων;
Είτ' επεί τά περί τής πίστεως θρυλούσι, λεκτέον
ότι ημείς μέν παραλαμβάνοντες αυτήν ως χρήσιμον τοίς
πολλοίς ομολογούμεν διδάσκειν πιστεύειν καί αλόγως τούς
μή δυναμένους πάντα καταλιπείν καί ακολουθείν εξετάσει
λόγου, [εκείνοι δέ τούτο μή ομολογούντες τοίς έργοις αυτό
ποιούσι. Τίς γάρ προτραπείς επί φιλοσοφίαν καί αποκληρω-
τικώς επί τινα αίρεσιν εαυτόν φιλοσόφων ρίψας ή τώ ευπο-
ρηκέναι τοιούδε διδασκάλου άλλως επί τούτο έρχεται ή τώ
πιστεύειν τήν αίρεσιν εκείνην κρείττονα είναι;] Ου γάρ
περιμείνας ακούσαι τούς πάντων φιλοσόφων λόγους καί τών
διαφόρων αιρέσεων καί τήν ανατροπήν μέν τώνδε κατασκευήν
δέ ετέρων, ούτως αιρείται ήτοι Στωϊκός ή Πλατωνικός ή
Περιπατητικός ή 'Επικούρειος είναι ή οποιασδήποτε
φιλοσόφων αιρέσεως: αλλ' αλόγω τινί, κάν μή βούλωνται
τούτο ομολογείν, φορά έρχονται επί τό ασκήσαι, φέρ'
ειπείν, τόν στωϊκόν λόγον, καταλιπόντες τούς λοιπούς, ή
τόν πλατωνικόν, υπερφρονήσαντες ως ταπεινοτέρων τών
άλλων, [ή τόν περιπατητικόν ως ανθρωπικώτατον] καί
μάλλον τών λοιπών αιρέσεων ευγνωμόνως ομολογούντα τά
ανθρώπινα αγαθά. Καί από πρώτης δέ προσβολής ταραχ-
θέντες τινές εις τόν περί προνοίας λόγον εκ τών επί γής
γινομένων φαύλοις καί σπουδαίοις προπετέστερον συγκατέ-
θεντο τώ μηδαμώς είναι πρόνοιαν καί τόν 'Επικούρου καί
Κέλσου είλοντο λόγον. Είπερ ούν δεί πιστεύειν, ως ο
λόγος εδίδαξεν, ενί τινι τών αιρέσεις εισηγησαμένων εν
''Ελλησιν ή βαρβάροις, πώς ουχί μάλλον τώ επί πάσι θεώ καί
τώ διδάσκοντι τούτον μόνον δείν σέβειν [τά δέ λοιπά, ήτοι
ως μή όντα ή ως όντα μέν καί τιμής άξια ου μήν καί
προσκυνήσεως καί σεβασμού, παροράν;]
Περί ών ο μή πιστεύων μόνον αλλά καί λόγω
θεωρών τά πράγματα ερεί τάς υποπιπτούσας αυτώ καί
ευρισκομένας εκ τού πάνυ ζητείν αποδείξεις. Πώς δ' ουκ
ευλογώτερον, πάντων τών ανθρωπίνων πίστεως ηρτημένων,
εκείνων μάλλον πιστεύειν τώ θεώ; [Τίς γάρ πλεί ή γαμεί
ή παιδοποιεί ή ρίπτει τά σπέρματα επί τήν γήν μή τά
κρείττονα πιστεύων απαντήσεσθαι, δυνατού όντος καί τού
εναντία γενέσθαι] καί έστιν ότε γινομένου; 'Αλλ' όμως η
περί τού τά κρείττονα καί τά κατ' ευχήν απαντήσεσθαι πίστις
τολμάν πάντας ποιεί καί επί τά άδηλα καί δυνατά άλλως
συμβήναι. [Ει δέ συνέχει τόν βίον εν πάση πράξει αδήλω, όπως
εκβήσεται, η ελπίς καί η περί τών μελλόντων χρηστοτέρα
πίστις], πώς ου μάλλον αύτη παραληφθήσεται ευλόγως τώ
πιστεύοντι υπέρ τήν πλεομένην θάλασσαν καί γήν σπειρο-
μένην καί γυναίκα γαμουμένην καί τά λοιπά εν ανθρώποις
πράγματα τώ ταύτα πάντα δημιουργήσαντι θεώ καί τώ
μετά υπερβαλλούσης μεγαλονοίας καί θείας μεγαλοφροσύνης
τολμήσαντι τούτον τόν λόγον παραστήσαι τοίς πανταχού
τής οικουμένης μετά μεγάλων κινδύνων καί θανάτου νομι-
ζομένου ατίμου, ά υπέμεινεν υπέρ ανθρώπων, διδάξας καί
τούς υπηρετείσθαι τή διδασκαλία αυτού εν τή αρχή πεισθέντας
μετά πάντων κινδύνων καί τών αεί προσδοκωμένων θανάτων
τολμήσαι αποδημήσαι πανταχού τής οικουμένης υπέρ τής
τών ανθρώπων σωτηρίας;] |