|
1. Ας θεωρήση, διά μίαν στιγμήν, ό άναγνώστης ένα τεχνίτην μέ έξ τέκνα, καί τόν τύραννον τής Κωνσταντινουπόλεως, καί έπειτα άς μήν καταπεισθή, άν ήμπορέση. τόν πτωχόν, άπεδίωξε άπό τόν πλούσιον τήν λύσσαν τών χρημάτων. Καί ίδού, πάραυθα, ό στρατιώτης νά γίνηται ήρως, ό πολίτης νά κερδίζη τήν ζωοτροφίαν του, χωρίς νά ζημιώση τόν άδελφόν του, ό πτωχός νά μήν βλέπη τήν πτωχείαν του ώς άτιμίαν, καί ό πλούσιος νά μήν στοχάζεται πλέον τά πλούτη του ώς άρετοδοχείον, άλλ' άπαξάπαντες νά εύρίσκωσι τήν εύχαρίστησίν των χωρίς τόν παραμικρόν κόπον, καί νά εύτυχώσι. Διότι, είναι φανερόν, όπού όταν ό άδύνατος δέν βλάπτεται άπό τόν δυνατόν, δέν τόν θλίβει ή άδυναμία του, ό πτωχός δέ, βλέποντας τήν άδιαφορίαν τών λοιπών είς τά τυχηρά άποκτήματα, δέν τόν λυπεί ή ύστέρησίς των, καί ούτως όλοι εύρίσκονται εύχαριστημένοι, συνζώσι όμοιοι, καί έλεύθεροι, ώς άδελφοί τινες είς τόν πατρικόν των οίκον, καί καθώς τούτοι διαυθεντεύουσι τούς γονείς των καί τούς άγαπώσι, ούτως καί έκείνοι χύουσι τό αίμα των διά τήν άγάπην τής πατρίδος των καί διά τήν φύλαξιν τών νόμων των.
Οί νόμοι, διά μέσου τών όποίων είς τήν νομαρχίαν χαίρονται οί άνθρωποι μίαν άπόλυτον πολιτικήν όμοιότητα, άγαπητοί μου, είναι είς τήν διοίκησιν, ώς ή ψυχή είς τό σώμα' αύτοί δίδουσιν τήν κίνησιν είς τά πολιτικά σώματα, καί ό καλός νομοδότης είναι ό άξιώτερος καί τιμιώτερος τών άνθρώπων. Διά τών καλών νόμων άποκαταστώνται χρηστά τά ήθη τών πολίτων, καί όσον περισσότερον είναι καλοηθής ό λαός, τόσον εύκολοτέρως ύπακούονται οί νόμοι. Αύτοί ένώνοσι μέ θαυμασίαν τέχνην, τήν μερικήν μέ τήν κοινήν ώφέλειαν, καί προετοιμάζουσι τούς πολίτας είς τήν άρετήν καί είς τήν δόξαν, άπό τήν πλέον τρυφεράν ήλικίαν των, διά μέσου μιάς άνατροφής, άληθούς καί γλυκείας.
'Η άνατροφή τών νέων είναι ό κυριώτερος στοχασμός τών νομοδότων. 'Ο θαυμασιώτερος καί νουνεχέστερος νομοδότης, όπού μέχρι τής σήμερον έφάνη είς τόν κόσμον κατά πάντα τρόπον, έστάθη βέβαια ό μέγας Λυκούργος, ό όποίος δέν ήπατήθη νά στοχασθή τούς άνθρώπους, καθώς έπρεπε νά ήτον, άλλά γνωρίζοντάς τους όποίας λογής είναι, τούς άπεκατέστησε, όσον ήτον τό δυνατόν, καλλιοτέρους. 'Η άνατροφή, διά νά είπώ ούτως, είναι μία δευτέρα φύσις είς τόν άνθρωπον, καί, διά τούτο, πρέπει νά άρχίση μαζί μέ τήν ζωήν του. 'Η 'Ελλάς μάς παρασταίνει μύρια παραδείγματα τής καλής άνατροφής τών προγόνων μας. Τά γυμναστήρια ήτον άνοικτά είς όλους, κοινώς καί άδιαφόρως, πρός φωτισμόν τών όλων. 'Αλλά πώς, ίσως τινάς ήθελεν έρωτήσει, ήμπορεί ένας πτωχός πατήρ νά δώση τών τέκνων του μίαν τοιαύτην άνατροφήν; 'Ε! τοιαύτη έρώτησις ήξεύρω άπό ποίους θέλει άρχίσει. Βέβαια, οί τοιούτοι είναι ύπό τυραννίας.
Ας μάθουν λοιπόν όλοι οί πτωχοί πατέρες, ότι ύπό τής νομαρχίας καθείς ήμπορεί νά ζήση καλά, καί χωρίς νά είναι πλούσιος. Οί νόμοι προβλέπουν είς τούς μή έχοντας. Τά τέκνα όλων είναι τής πατρίδος τέκνα, καί αύτή τά άνατρέφει, τά γυμνάζει, καί τά προκόπτει, διά τούτο καί αύτά τήν άγαπώσι διά εύγνωμοσύνην, καί διά τούτο, τέλος πάντων, προτιμάται αύτή ή διοίκησις, ή όποία όχι μόνον δέν έχει τά κακά, όπού φυλάττουσιν αί άλλαι, άλλά καί πλημμερεί άπό καλά, καλά έπιθυμητά, ώφέλιμα, καί άναγκαία. Ποίος δέν καταλαμβάνει τώρα, άδελφοί μου, ότι είς τήν νομαρχίαν μόνον εύρίσκεται ή εύτυχία μας, καί ότι ή έλευθερία καί ή όμοιότης είναι τά πρώτα καί κύρια μέσα τής άνθρωπίνης εύδαιμονίας; Βέβαια, ούδείς. Πολλοί όμως, άν καί καταλαμβάνουσι, ότι καλόν πράγμα είναι ή έλευθερία, δέν ήμπορούσι νά καταλάβωσι, μέ τήν ίδίαν εύκολίαν, πόσον άναγκαία είναι είς τόν άνθρωπον. Καί διά τούτο, σάς παρακαλώ νά μέ άκροασθήτε.
'Ο Ζεύς, λέγει ό φιλόσοφος ποιητής 'Ομηρος, ύστερεί τό ήμισυ τού λογικού άπό ένα λαόν ύποδουλωμένον, είς τρόπον όπού φαίνεται φανερώς, ότι ένόμιζεν τούς δούλους νά είναι μιάς διαφορετικής φύσεως, καί πολλά κατωτέρας ίκανότητος άπό τούς έλευθέρους. Τόσον δέ άναγκαίαν τήν έλευθερίαν έκρινε είς τόν άνθρωπον, όπού χωρίς αύτήν δέν μπορούσε νά όνομασθή άνθρωπος. 'Η έλευθερία λοιπόν, ώ 'Ελληνες, είς ήμάς είναι, ώς ή όρασις είς τούς όφθαλμούς. Αν ό άνθρωπος δέν είναι έλεύθερος, δέν είναι δυνατόν νά γνωρίση τήν διαφοράν του άπό τόν δούλον, καί έξακολούθως είναι άναγκαίον πράγμα είς τόν δούλον νά γνωρίση τήν έλευθερίαν, διά νά μισήση τήν δουλείαν, καί νά τήν άποστραφή. Ας μήν σάς φανή λοιπόν παράξενον, άν ό σκλάβος δέν γνωρίζει παραχρήμα τήν ήδύτητα τής έλευθέρας ζωής. Αύτός, ήμπορεί νά παρομοιασθή είς ένα άρρωστον, ό όποίος άποστρέφεται κάθε νόστιμον φαγητόν,
ώσάν νά μήν ήτο πλέον συνθεμένον άπό τά ίδια πράγματα, όπού πρότερον τού ήρεσκον. 'Αναγκαία λοιπόν τού είναι ή ύγιεία. 'Η έλευθερία είναι περισσότερον άναγκαία είς τόν δούλον, όπού άσθενεί κατά τήν ψυχήν, καί μήν γνωρίζοντας είς τί συνίσταται αύτή ή πρόσκαιρος ζωή, ζή διά νά τρώγη, καί είναι ώσάν νά μήν είναι. Στοχασθήτε, άγαπητοί μου, ότι, όποίας καταστάσεως καί άν είναι ό δούλος, πρέπει έξ άνάγκης νά είναι δυστυχής. Εί μέν πλούσιος, φοβείται νά μήν πτωχύνη, εί δέ πτωχός, λυπείται, ότι νά μήν είναι πλούσιος. 'Ο ένάρετος ύπό τής δουλείας χλευάζεται, ό φιλαλήθης δέν είσακούεται, έκεί ή τιμή συνοδεύει μέ τήν πτωχείαν, ή άρετή μέ τήν άδιαφορίαν' ή δυσπιστία, ό φθόνος καί τό μίσος είναι άφευκτα γεννήματα τής δουλείας, καί άποκαταστώσι είς τόν νούν τών δούλων τήν έμπιστοσύνην, τήν φιλίαν, καί αύτήν τήν φιλανθρωπότητα, πάντως άνωφελή, καί πολλάκις έπιζήμια.
Πώς λοιπόν, είναι δυνατόν ό ταλαίπωρος δούλος, ό όποίος, άφ' ού έγεννήθη μέχρι τέλους τής ζωής του, άλλο δέν έμαθε, παρά νά ύποτάσσηται είς έναν άλλον, πώς, λέγω, ήμπορεί νά καταλάβη, ότι ή φύσις μάς έκαμεν όλους όμοίους, καί ότι οί νόμοι πρέπει νά βλέπωσιν άδιαφόρως όλους τούς πολίτας; Πώς είναι δυνατόν έκείνος ό σκληροτράχηλος τύραννος νά στοχασθή ποτέ, καί νά καταπεισθή, ότι όποιος νομίζει νά άνέβη είς τόν θρόνον, διά νά γίνη μεγαλείτερος τών άλλων, άποκαταστείται ύποδεέστερος;
Πώς, τέλος πάντων, είναι δυνατόν, άγαπητοί μου, - έ! ταλαίπωρος άνθρωπότης! - πώς είναι δυνατόν, λέγω, έκείνος ό σκλάβος, όπού πάντοτε τύπτεται, καί γυμνός, πεινασμένος, καί άδικημένος, ύπακούει, ώς οί βόες τώ γεωργώ, κατά χρέος καί κατά συνήθειαν, συχνάκις δέ ό κύριος είναι ποταπότερος τού δούλου, πώς, λέγω, είναι δυνατόν νά γνωρίση αύτός, ότι αύτός ό ίδιος πρέπει νά είναι έν μέρος τού όλου, καί ότι ή ζωή του χρησιμεύει είς όλους, καί ότι ό θάνατός του;... πώς, έν ένί λόγω, νά άγαπήση τήν έλευθερίαν, όντας δούλος, καί νά γνωρίση τήν άνάγκην τής άποκτήσεώς της; Φεύ! αύτός βέβαια, νομίζει, καί άφεύκτως νομίζει, ότι έγεννήθη σκλάβος, καί ούτε τολμεί κάν νά κακο- τυχήση τήν γένναν του. 'Ω, πώς ήθελε μείνει έκστατικός ό τοιούτος, άν ένας έλεύθερος ήθελε τού είπεί: τυφλέ καί άνόητε άνθρωπε, μάθε ότι ή φύσις είναι μία, καί ότι δέν διαφέρει είς ούδέν ό τύραννός σου άπό έσένα. Τά περιστατικά καί ή κακή διοίκησις μόνον σέ κατέστησαν τόσον διαφορετικόν, όπού σχεδόν, όσον διαφέρει ό χαλκός άπό τόν άργυρον, τόσον καί σύ διαφέρεις άπό τόν κύριόν σου' άνοιξον τούς όφθαλμούς τού νοός σου, δύστυχε θνητέ, ίδε ότι ό ούρανός βρέχει διά όλους, ή γή βλαστάνει διά όλους, τά φυσικά χαρίσματα είναι κοινά, καί σύ, ταλαίπωρε, νά νομίζης έναν άλλον όμοιόν
σου ώς ένα θεόν, νά τρέμης έμπροσθέν του, καί νά τού πωλήσης τό άξιώτερον δώρον τής φύσεως, τήν έλευθερίαν σου! Πώς ήμπορείς.... καί άλλα τοιαύτα. Τί στοχάζεσθε νά ήθελε τού άποκριθή ό σκλάβος, ώ άγαπητοί; Βέβαια, ή ήθελε τόν νομίσει τρελλόν, ή δέν ήθελε καταλάβει τίποτες' καί πώς ήμπορούσεν, άν διά μίαν στιγμήν ήθελε γνωρίσει τήν άλήθειαν, νά ύποφέρη τάς άλύσους του; Πώς ήτον δυνατόν νά ίδή ό φυλακωμένος άνοικτήν τήν θύρα τής φυλακής του, καί νά μήν φύγη; 'Αδύνατον, βέβαια, ήθελεν είναι ένα παρόμοιον.
'Ιδού λοιπόν, πόσον άναγκαία είναι ή έλευθερία είς τόν άνθρωπον, διά νά γνωρίση τό είναι του. 'Ο δούλος, άδελφοί μου, δέν γίνεται ποτέ έλεύθερος, άν δέν γνωρίση τί έστί έλευθερία, καί όστις άγνοεί τήν έλευθερίαν, άγνοεί τό είναι του. 'Ο δούλος, πιστεύσατέ μοι το άδελφοί, ποτέ δέν στοχάζεται, ότι είναι όμοιος μέ τόν κύριόν του, άλλά είναι σχεδόν βέβαιος, ότι αύτός πρέπει νά είναι δούλος, καί έκείνος κύριος. Βαβαί! Πώς φλογίζεται όμως ή καρδία έκείνων, όπού γνωρίζουσι τήν έλευθερίαν, καί δέν τήν έχουσι. 'Εκείνοι άληθώς τυραννούνται, καί έξακολούθως έκείνοι μόνον γνωρίζουσιν έντελώς τήν άνάγκην τοιούτου καλού. Είς αύτούς πρέπει νά έλπίζωσιν οί ύπόδουλοι λαοί, έπειδή αύτοί τρόπον τινά μετριάζουν τήν άσχημότητά
των, ώς μερικά κτίρια μίαν καταδαφισμένην πόλιν στολίζουσι. Αύτοί λοιπόν, άς διδάξουσι τήν άλήθειαν, καί άς καταπείσωσι μίαν φοράν τούς άγαπητούς μου 'Ελληνας νά γνωρίσωσιν, ότι μόνη ή δουλεία είναι πρόξενος τών όσων κακών αύτοί πάσχουσι, καί άς καταλάβουν πόσον
τούς είναι άναγκαία ή έλευθερία, διά νά ζήσωσι όσον τό δυνατόν εύτυχείς, έπειδή χωρίς αύτήν δέν ήμπορούν νά έχουσι ούτε δικαιοσύνην, ούτε όμοιότητα, ούτε άγάπην, καί έν ένί λόγω ούδεμίαν άρετήν. Τούναντίον δέ, είς τήν έλευθέραν ζωήν ή άξιότης τιμάται, έκαστος συμπολίτης εύρίσκει τό καλόν του είς τό καλόν τών άλλων. 'Εκεί, καθείς είναι μέρος τού όλου, έκεί ή άρετή δοξασμένη, έκεί ή άνδρεία γνωρισμένη, έκεί ή άγαθότης ένεργημένη, έκεί ή φιλία φυλαττομένη, έκεί ή τιμή άξιοτίμητος, ό κριτής άπροσωπόληπτος, ό κρινόμενος μόνος, νόμοι οί διαυθεντευταί, νόμοι οί δικασταί, ή άθωότης άπτόητος, ή τιμωρία δικαία, ή άντίμειψις κοινή,
καί μύρια άλλα χρηστά κατορθώματα, όπού χάριν συντομίας δέν άναφέρω.
Καί ποίος δέν βλέπει πόσον είναι άναγκαία ή έλευθερία; 'Ο ένάρετος θέλει γνωρίσει τήν άνάγκην καί θέλει προκρίνει τήν έλευθέραν ζωήν, όπού βλέπει νά είναι ή άρετή τιμημένη καί δοξασμένοι οί ένάρετοι. 'Ο γενναίος τή ψυχή, καί αύτός δέν θέλει εύρει δισταγμόν, βλέποντας τούς έλευθέρους λαούς νά αίωνιάζωσι τά όνόματα τών γενναίων άνδρών, καί τών ήρώων. Ποίος, όποίασδήποτε καταστάσεως, τέλος πάντων, δέν θέλει γνωρίσει τό μέγα όφελος τής έλευθέρας ζωής; Είς αύτήν ό πραγματευτής εύρίσκει άσφάλειαν είς τό έχειν του' ό τεχνίτης έπαινον είς τά έργα του καί ποιήματά του' ό ύπανδρευμένος βεβαιότητα είς τήν τιμήν του' ό νέος εύρύχωρον όδόν είς τό νά διευθύνη τήν φυσικήν κλίσιν του, καί νά δείξη τήν άγχίνοιάν του' ό στρατιώτης έχει άναμφίβολον τήν εύεργεσίαν είς τάς ήρωΐκάς πράξεις του' ό πτωχός δέν φοβείται άτιμίαν, άλλ' εύρίσκει συμπάθειαν καί βοήθειαν είς τάς δυστυχίας του, καί ούχί ύβρεις καί άνυποληψίαν' τέλος πάντων, κάθε καλός άνθρωπος βλέπει φανερά τήν άνάγκην τής έλευθέρας ζωής, καί μόνον ό κακός θέλει προκρίνει τήν ύπόδουλον' αύτό είναι φανερόν, άδελφοί μου, καί έσείς πολλά καλά πρέπει νά τό καταλάβητε.
'Οντας φανερόν λοιπόν, ότι μόνον ή έλευθερία άποκαταστεί τούς άνθρώπους έναρέτους, καί έμφυτεύει είς τάς καρδίας όλων τών πολίτων τήν άμιλλαν πρός τό εύπράττειν, διά τούτο είς μόνον τάς έλευθέρας πολιτείας γεννώνται τά μεγάλα ύποκείμενα, καί ίδού τό πώς ή έλευθερία είναι πρόξενος τών μεγάλων κατορθωμάτων. Καί καθώς έν άνθος εύώδες, όταν γεννάται άνά-
μεσα είς τά δάση, όπου κανείς δέν τό βλέπει, ή καταβιβρώσκεται άπό τά θηρία, ή κατασήπεται άπό τόν καιρόν, τοιούτης λογής άκολουθεί καί είς τάς ύποδουλωμένας πόλεις, είς τάς όποίας, όταν εύρίσκεται κανένα άξιον ύποκείμενον, μήν έχοντας τόν τρόπον νά έμφανισθή, άποθνήσκει, χωρίς τινάς νά γνωρίση τήν άξιότητά του. Διά τούτο καί ή ίστορία παντελώς σχεδόν, ή πολλά
σπανίως μάς άναμνήει ύποκείμενα άξια, ύπό τής δουλείας, τούναντίον δέ πλουσιοπαρόχως έξιστορεί μύρια όνόματα μεγάλων άνδρών έλευθέρων πολιτειών, ώσάν όπού μία έλευθέρα πολιτεία είναι πρός τά άξια ύποκείμενά της, ώς έν καλλιεργημένον περιβόλεον πρός τά άνθη του, τά όποία καί γνωρίζονται, καί χρησιμεύουσι, καί έπαινώνται 'Αλλά, πόσας φοράς πρέπει νά έκφωνήσω, ότι ή έλευθερία είναι άναγκαιοτέρα καί άπό τήν ίδίαν ύπαρξιν είς τόν άνθρωπον! Αύτή γάρ άποκαταστεί γλυκείαν τήν ζωήν, αύτή γεννά διαυθεντευτάς τής πατρίδος, αύτή νομοδότας, αύτή έναρέτους, αύτή σοφούς, αύτή τεχνίτας, καί αύτή μόνον, τέλος πάντων, τιμά
τήν άνθρωπότητα. Πόσοι, άραγε, άνδρες άξιοι γεννώνται είς τήν 'Ελλάδα, άλλά καθώς γεννώνται, ούτως καί άποθνήσκουν, μήν έχοντες τά άναγκαία μέσα είς τό νά κατορθώσουν
μεγάλα πράγματα. (1)
'Ω 'Ελληνες! οί έλεύθεροι λαοί τιμούσι τούς άξίους άνθρώπους, καί ζώντας καί μετά θάνατον, ζώντας μέν, μέ τό κοινόν σέβας, μέ τούς άληθείς έπαίνους, μέ γενναία βραβεία, μέ ένδόξους στεφάνους, όπού προσφέρουσιν είς αύτούς, θανόντας δέ, μέ τήν αίώνιον μνήμην.
----- |
|
|
1. Αν ένας νέος μεγάλου πνεύματος παρ. χάριν, γεννάται ύπό δουλείας υίός ένός χαλκέως, τί άλλο ήμπορεί νά γίνη, παρά ένας χαλκεύς; σΑν όμως ό αύτός υίός εύρίσκεται είς έλευθέραν πολιτείαν, τότε είς τά κοινά φροντιστήρια ήθελε φανή μεγαλείτερος άπό τό είναι του, καί έξακολούθως ήθελεν άποκατασταθή όσον ήμπορούσε άξιώτερος, καί ή πατρίς δέν ήθελε χάσει είς αύτόν ένα διαφθεντευτήν, καί αύτός ήθελεν άπεθάνει μεγάλος άνθρωπος.
Είς τούς ναούς, είς πυραμίδας, είς στύλους, εύρίσκεται έγκεχαραγμένον τό όνομά των, καί καθείς βλέπει πάντοτε τόν θανόντα ήρωα, ή ζωγραφισμένον, ή είς άγαλμα, καί βλέποντάς τον, εύκόλως παρακινείται είς τό νά δουλεύση πιστώς τήν πατρίδα του, καί μετά πάσης χαράς νά θυσιάση τήν ζωήν του διά τήν σωτηρίαν της. Κάθε συμπολίτης θεωρώντας τήν μορφήν τού
θανόντος ήρωος, λέγει είς τόν έαυτόν του: έ! άμποτες νά άποκατασταθώ καί έγώ άξιος τοιαύτης δόξης, καί νά άθανατίσω τό όνομά μου. 'Αλλ' είς τήν νομαρχίαν φθάνει μόνον ό πόθος
πρός τό εύ πράττειν, καί μύρια είναι τά μέσα τής έπιδόσεως, καί άναμφίβολα. Πού νά εύρη τινάς τοιαύτην άμιλλαν ύπό δουλείας; Πώς νά άποκτήση δόξαν ό ένάρετος, έκεί όπού ή άρετή καταφρονείται καί άτιμάζεται; Πρός άπόδειξιν δέ τούτων καί πρός κατάπεισιν, παρακαλώ τούς άναγνώστας νά λάβωσιν μόνον είς τάς χείρας των τήν ίστορίαν τών προγόνων μας. Αύτή είναι
ένας καθρέπτης άψευδής τών άνθρωπίνων πραγμάτων. Δι' αύτής φωτίζεται ό άμαθής, καί ό στοχαστικός δι' αύτής προβλέπει σχεδόν τά μέλλοντα, έπειδή οί άνθρωποι όταν εύρίσκωνται είς τάς ίδίας περιστάσεις, πάντοτε όλοι κάμνουσι τά ίδια πράγματα. Ας λάβη έπί χείρας λοιπόν ό δύσπιστος τόν άξιάγαστον Πλούταρχον, καί Ξενοφώντα τόν ήδύτατον, διά νά μάθη πόσα ό άνθρώπινος νούς ήμπορεί νά πράξη είς έλευθέραν πολιτείαν, καί νά ίδή έν ταύτώ, ότι όσα
φαίνονται άδύνατα είς τούς δούλους, μόλις είναι δύσκολα είς τούς έλευθέρους καί μεγαλοψύχους άνδρας.
'Η ίστορία, άδελφοί μου, πάλιν σάς τό ξαναλέγω, είναι τό εύκολώτερον μέσον είς τό νά καταλάβητε πόσων μεγάλων κατορθωμάτων είναι πρόξενος ή έλευθερία. Αύτή, τέλος πάντων, ή ίστορία είναι ό πλέον σοφός διδάσκαλος είς τούς άνθρώπους, όπού άγαπώσι νά μάθωσι τήν άλήθειαν, καί μάλιστα οί νύν 'Ελληνες, όπού τοσαύτην έχουσι χρείαν. 'Ανάμεσα είς πολλά άλλα άποτελέσματα τής έλευθερίας, όπού θέλουσι σάς προξενήσει θαυμασμόν, ώ άδελφοί μου, όταν άναγνώσετε τάς νίκας τών προγόνων μας, καί συγκρίνετε τήν ποσότητά των μέ τήν ποσότητα τών έχθρών των, βέβαια θέλετε μείνει έκθαμβοι, καί ίσως ίσως τινές θέλει άμφιβάλλουσι. 'Αφήνοντας λοιπόν κατά μέρος τά όσα άλλα, όπού θέλει σάς φανούσι παράξενα, άγαπώ μόνον νά σάς είπώ τι προλαβόντως περί τού πολέμου, άγκαλά καί νά μήν είναι ό τόπος τοιαύτης όμιλίας είς τόν παρόντα λόγον, ούτε έγώ ίκανός όσον χρειάζεται είς τό νά τήν έκφράσω, μ' όλον τούτο έλπίζω νά μή σάς δυσαρέση.
'Ο πόλεμος ποτέ μέν είναι δίκαιος, ποτέ δέ άδικος, καί αύτό κρίνεται άπό τάς αίτίας, όπού τόν προξενούν. Είναι δίκαιος, παραδείγματος χάριν, όταν κινείται πρός διαυθέντευσιν τής ίδίας ζωής καί έλευθερίας, άδικος δέ, όταν ένας φθονερός καί άρπαξ, συναθροίζοντας μαζί του, ή διά χρημάτων, ή διά τινων άλλων ούτιδανών μέσων, τινάς κακοτρόπους καί κακοήθεις άνδρας, όρμεί έναντίον τών ίδίων του συμπατριώτων, κλέπτει, άρπάζει, λεηλατεύει καί άσπλάγχνως καταφθείρει τό πάν, διά νά χορτάση τήν λύσσαν τής φιλαργυρίας του, ή τής κενοδοξίας του. Αν θελήσωμεν νά άνέβωμεν είς τήν παλαιότητα τών άπελθόντων αίώνων, καί νά έξετάσωμεν μέ άκρίβειαν τά συμβεβηκότα τών άνθρώπων, θέλομεν εύρει βέβαια τόν πόλεμον τόσον παλαιόν, όσον τήν αύτήν άνθρωπότητα, καί θέλομεν ίδεί, ότι διά πολλούς αίώνας έχρησίμευσεν διά νόμος, έπειδή ό καθείς έκδικείτο μόνος του, καί ούτως, άπό τόν πόλεμον άδικον, τού όρμήσαντος, έγεννήθη ό πόλεμος δίκαιος, τής διαυθεντεύσεως. Είναι όμως άναντίρρητον, ότι, ύποθέτοντας τρείς άνδρας τής αύτής δυνάμεως, καί είς τόν αύτόν τόπον, οί δύο έξ άνάγκης πρέπει νά νικήσουν τόν ένα. Αύτή ή άνάγκη λοιπόν έδίδαξε είς τούς όλιγοτέρους μυρίους τρόπους καί τέχνας πρός διαυθέντευσίν των έναντίον τών περισσοτέρων.
'Αλλ' έπειδή ή ζωή τών τεχνών, διά νά είπώ ούτως, είναι μεγάλη καταπολλά, διά τούτο καί ή νηπιότης αύτών είναι μακρά' όθεν έχρειάσθησαν πολλοί αίώνες, έως τόν καιρόν τών Αίγυπτίων, Περσών, καί τέλος πάντων τών άξίων προγόνων μας 'Ελλήνων, είς τόν όποίον ή τέχνη τής διαυθεντεύσεως σμικρύνουσα τόν φόβον είς τούς όλιγοτέρους, καί αύξάνουσα τάς δυσκολίας είς τούς περισσοτέρους, έσύστησεν, τρόπον τινά άφ' έαυτού της, τήν θαυμασίαν έπιστήμην ή τέχνην τής τακτικής. Διά μέσον δέ τών κανόνων αύτής καί ένασχολήσεως μερικών άξιολόγων ύποκειμένων άπεκατεστάθη τόσον έντελής είς τούς 'Ελληνας, όπού διά πολλούς αίώνας ένίκησαν έχθρούς δεκαπλασίως μεγαλειτέρας ποσότητος κατά τόν άριθμόν, καί έξακολούθως έτρόμασαν σχεδόν όλην τήν οίκουμένην. Αί νίκαι τών όλιγοτέρων έναντίον τών περισσοτέρων, ήμπορούν νά παρομοιασθώσι είς τά πειράματα τής μηχανικής, είς τά όποία έκείνος ό θεατής, όπού άγνοεί τάς αίτίας, μένει έκθαμβος. Ποίος άπό αύτούς θέλει πιστεύσει τόν μηχανικόν, όπού λέγει ότι μέ έν βάρος έως δέκα, σηκώνει έν άλλο άς δέκα χιλιάδες;
(1) 'Αναγκαίον, λοιπόν, είναι νά τούς καταπείση μέ παραδείγματα καί άποδείξεις' ούτως καί είς τήν τακτικήν, λέγοντας ένας άρχιστράτηγος, ότι οί δέκα πολλάκις νικούσι τούς έκατόν, δυσκόλως θέλουν πιστεύσει οί άγνοούντες τήν αύτήν τέχνην' πλήν φέροντας αύτών χίλια παραδείγματα τόσον τών παλαιών, καθώς καί τών νέων, άναμφιβόλως πρέπει νά καταπεισθώσι.
(2) 'Εγώ όμως παραιτώ τά περισσότερα χάριν συντομίας, μάλιστα όπού παρεμπρός θέλει παρησιασθώσι διάφοροι αίτίαι είς τό νά άποδείξω τήν διαφοράν τών έλευθέρων στρατευμάτων άπό τών ύποδουλωμένων, καί μόνον τό παράδειγμα τού Λεωνίδα θέλω άναφέρει, τό όποίον άρκετώς άποδεικνύει τήν γενναιότητα καί μεγάλοψυχίαν, όπού ή έλευθέρα ζωή έμφυτεύει είς τάς καρδίας τών άνθρώπων, ούσαι αύταί αί δύο άρεταί ή πρώτη καί άναγκαιοτέρα βάσις τής πολεμικής έπιστήμης. Αύτός, λοιπόν, ό μέγας Λεωνίδας, εύρισκόμενος μέ δύο χιλιάδας είς τό στενόν τών Θερμοπύλων, καί βλέποντας τό πλήθος τών έχθρών του Περσών νά πλησιάση, εύθύς άπεφάσισε νά θυσιασθή ύπέρ τής σωτηρίας τής 'Ελλάδος πατρίδος του, καί ούτως έκλέξας μόνον τριακοσίους Σπαρτιάτας, άνέπεμψεν τούς λοιπούς είς τά όπίσω, έπειτα έστρεψεν πρός τούς τριακοσίους καί τούς είπεν: «Δεύτε, άδελφοί μου! ή έλευθερία τής πατρίδος μας κρέμαται σήμερον άπό τήν άνδρείαν μας. Ας μήν δει
1. Τό παράδειγμα τού ζυγίου είναι άρκετόν νά καταπείση καθένα.
2. 'Ο πόλεμος τής Σαλαμίνης, τού Μαραθώνος καί τής Πλατείας είναι άρκεταί άποδείξεις, διά νά καταπείσουν κάθε νούν έχοντα άνθρωπον.
δειλιάση τινάς έμπροσθεν τόσων έχθρών' αύτοί, άν είναι πολλοί, είναι όμως άνανδροι καί θηλυμανείς. Οί βάρβαροι θέλουν τρομάξει, άφού ίδούν τούς 'Ελληνας νά όρμήσουν έναντίον των. σΑς ύπάγωμεν λοιπόν. 'Η δόξα τοιαύτης έπιχειρήσεως δέν είναι καθημερινή, άλλά σπανίως συμβαίνει' άς μήν χάσωμεν τοιαύτην τιμήν, άς αίωνιάσωμεν τά όνόματά μας, καί άς εύφημίσωμεν τήν πατρίδα μας. 'Εγώ έχω χρέος νά θυσιασθώ δι' αύτήν, καί έσείς είσθε συμπατριώται μου, ούτε άλλέως ήμπορείτε νά στοχασθήτε, ούτε διαφορετικώς άπό έμένα. |
|