ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ , 'Ητοι Λόγος περί ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ |
||
|
||
'Η ζωή τού άληθούς πολίτου πρέπει νά τελειώνη ή διά τήν έλευθερίαν του, ή μέ τήν έλευθερίαν του». 'Αλλά πώς νά έκφράσω τόν ένθουσιασμόν έκείνου τού ήρωος, καί τόν ένθερμον ζήλον τών έπακολούθων αύτού; Τά τοιαύτα, ώ 'Ελληνες, δέν γράφονται, ούτε διηγούνται, άλλά μόνον αίσθάνονται. 'Οθεν, μόλις οί λοιποί τόν άφησαν νά τελειώση τόν λόγον του, καί λαμβάνοντας καθείς τά ίδια άρματα, όμοθυμαδόν καί μέ άνήκουστον άνδρείαν, ώρμησαν κατά τών έχθρών των. Ούτε άλλο έβλεπον παρά τήν δόξαν τής νίκης, τήν χαράν τών συμπατριώτων των, τήν άνανδρίαν τών έχθρών των, καί τήν άθανασίαν τού όνόματός των. Καί έν ροπή όφθαλμού άπέκτεινον πλήθος βαρβάρων, καί φονευθέντες μέ τά άρματα είς τάς χείρας έως είς τόν ύστερον, ήτοίμασαν είς τούς συμπατριώτας των τήν έντελή νίκην κατά τών έχθρών των, οίτινες φοβηθέντες άπό τά άποτελέσματα τόσων όλίγων 'Ελλήνων, μόλις έτόλμησαν νά δοκιμάσουν τήν άνδρείαν τών λοιπών. Ούτως δέ ή γενναία άπόφασις τού άειμνήτου Λεωνίδα έγινεν πρόξενος τής καθολικής έλευθερίας τής 'Ελλάδος καί άνυποφόρου έντροπής τών βαρβάρων. 'Ω τής μεγαλοψυχίας σου, θαυμάσιε Λεωνίδα, ώ τής λαμπράς σου τύχης, πανολβία 'Ελλάς! Ιδού ό καρπός τών καθημερινών άγώνων τών τέκνων σου. 'Ιδού τά θαυμαστά άποτελέσματα τών φοβερών νόμων τού μεγάλου Λυκούργου. 'Ιδού, τέλος πάντων, ό σκοπός τών γυμνάσεων, διά μέσου τών όποίων οί πολίται διά παντός εύρίσκοντο είς ένα πόλεμον, ό όποίος, άγκαλά καί πλαστός, έδίδασκε όμως μέ μεγάλην εύκολίαν τά άναγκαιότερα μαθήματα τής στρατιωτικής τέχνης, ή όποία ένωμένη μέ τήν μεγαλοψυχίαν έφερεν είς τέλος καί έπίτευξιν τά πλέον δύσκολα έπιχειρήματα. 'Η τακτική είς τό στράτευμα, ώ άδελφοί μου, είναι ώς ή ψυχή είς τό σώμα, καί είναι βεβαιωμένον άπ' όλους τούς μεγάλους πολεμάρχους, ότι δέκα χιλιάδες στρατιώται καλώς γυμνασμένοι καί όδηγούμενοι άπό άρχιστράτηγον άξιον, ήμπορούν νά νικήσουν είκοσι χιλιάδας έχθρούς, καί περισσοτέρους τής ίδίας άνδρείας, πλήν άμοίρους τής τακτικής. 'Η έπιστήμη τών άρμάτων δέν είναι, βέβαια, τόσον εύκολος, όσον τινές ίσως νομίζουσι, άλλά μάλιστα μία άπό τάς πλέον δυσκολωτέρας. 'Ω, πόσον οί προπάτορές μας ήγωνίζοντο, έκ νεαράς των ήλικίας, διά νά μάθωσιν τήν πολεμικήν τέχνην! Διά μέσου λοιπόν αύτής οί όλιγότεροι νικώσι τούς περισσοτέρους, ή σπανιότης όμως τών μεγάλων άρχιστρατήγων άρκετώς άποδεικνύει τήν δυσκολίαν είς τό νά άποκτήση τινάς άξίως τοιούτον όνομα, καί άκούσατε τήν αίτίαν. 'Ο άληθής άρχιστράτηγος πρέπει νά ένώση είς πολλά φυσικά χαρίσματα πολλάς άρετάς καί μαθήσεις. Πρέπει, λέγω, έν πρώτοις νά έχη τήν καρδίαν σταθεράν καί άφοβον, διά νά μή δειλιάση είς όποιονδήποτε κίνδυνον ήθελεν εύρεθή, καί νά μήν άφήση είς τήν τύχην, όσα ήμπορεί νά έκτελέση ό ίδιος' νά είναι άγχίνους, διά νά προβλέπη έν καιρώ τώ δέοντι τά έπιτηδεύματα καί βουλάς τού έχθρού' νά είναι άοκνος, διά νά προλαμβάνη κάθε εύκαιρίαν, καί έως τήν παραμικράν, αί όποίαι είς τόν πόλεμον συχνάκις συμβαίνουν, καί αί παραμικραί άμέλειαι, πολλάκις, προξενούν μεγάλας καταστροφάς. Νά είναι δίκαιος καί φιλαλήθης, διά νά άπολαύση τό θάρρος καί άγάπην τών στρατιώτων του. Πρέπει νά τιμά καί νά βραβεύη τήν άξιότητα, είς όποιον ύποκείμενον ήθελεν τήν έπιτύχει, διά νά παρακινήση τοιουτοτρόπως είς τήν όδόν τής δόξης καί τούς παραμικροτέρους. Νά παιδεύη κατά τούς νόμους, καί άνευ προσωποληψίας τινός τόν πταίστην, όποιος καί άν είναι, διά νά άποδιώξη τόν πρός τό κακόν στοχασμόν άπό αύτούς. Νά άκροάζεται τάς γνώμας όλων, καί νά διορθώνη τά ίδια σφάλματα, διά νά λατρεύεται, νά είπώ ούτως, άπό τούς πιστούς του στρατιώτας (1), καί τέλος πάντων νά γνωρίζη τόν τόπον τού πολεμικού θεάτρου, ώς τό ίδιόν του όσπίτιον, διά νά άποφεύγη κάθε ένεδραν τού έχθρού, καί νά άπατά τούς στοχασμούς του. 'Ο έντελής άρχιστράτηγος πρέπει άκόμη νά γνωρίζη τήν γλώσσαν τών έχθρών του, καί τάς φυσικάς κλίσεις των, νά γνωρίζη κατά μέρος τόν άρχιστράτηγον αύτών, καί τήν άξιότητά του, έν ένί λόγω όλας τάς στρατιωτικάς γυμνάσεις, τής τε ίππικής καί τού 1. 'Αναγκαίον είναι πρός τούτοις, νά είναι γεωμέτρης καί γεωγράφος, νά γνωρίζη τήν μηχανικήν, τήν φυσικήν καί τήν ρητορικήν, διά τής όποίας πολλάκις άρπάζει τινάς τήν νίκην σχεδόν άπό τάς χείρας τού έχθρού. πεζού στρατεύματος, καί τούτο διά νά προστάζη όρθώς, καί νά ύπακούεται εύθύς. 'Ωσάν όπού όποιος άρχιστράτηγος ή όποιουδήποτε άλλου μεγάλου έπαγγέλματος άνθρωπος, δέν ύπακούεται, τάς περισσοτέρας φοράς τό σφάλμα είναι έδικόν του, έπειδή όποιος ήξεύρει νά προστάζη, άναμφιβόλως καί ύπακούεται (1). Τοιαύται γυμνάσεις καί μαθήσεις, μέ πολλάς άλλας, όπού χάριν συντομίας δέν άναφέρω, ένεργούντο μέ πάσαν προσοχήν καί τελειότητα παρά τών προγόνων μας, καί αύταί έσύνθετον τήν τέχνην τού πολέμου, ήτοι τήν τακτικήν. Περί δέ τών στρατιωτών είναι άναγκαίον νά γνωρίζουν, διά τής πράξεως, έντελώς, τήν γύμνασιν τών άρμάτων, καί νά βαδίζουν τακτικώς, νά ύπακούουν εύθύς είς τάς προσταγάς τών άρχηγών, αί όποίαι πρέπει νά είναι όσον τό δυνατόν βραχύλογοι. Τέλος πάντων, πρέπει νά είναι συνηθισμένοι είς τό νά ύποφέρουν κάθε κόπον, άλλά τά τοιαύτα διά μέσον τής καλής διοικήσεως μόνον άποκτώνται, καί μόνη ή έλευθερία είναι πρόξενος καί πρώτη αίτία τών μεγάλων κατορθωμάτων. 1. Οί προπάτορές μας άνάμεσα είς τά τόσα άλλα μαθήματα, όπού ήναγκάζοντο νά άποκτήσωσι, ή μουσική, καί ό χορός, συναριθμούντο έκ τών άναγκαιοτέρων' ώσάν όπου ό άρχιστράτηγος διά μέν τής μουσικής, ή όποία έχει τοιαύτην συνέχειαν μέ τά ψυχικά πάθη, όπού ποτέ μέν συγχύζει, ποτέ δέ καταπραύνει, θέλει έρεθίζει κατά τήν χρείαν καί έξυπνά τό θάρρος καί ένθουσιασμόν τών στρατιώτων, διά δέ τού χορού, διά τού όποίου μανθάνει ό άνθρωπος νά προσαρμόζη τά βήματα, έν καιρώ, μέ τό μουσικόν λάλημα, ή διά νά είπώ καλλίτερα, νά μετρά μέ τούς πόδας τόν καιρόν τού λαλήματος, είς τρόπον όπού τόσον δέκα, όσον καί χίλιοι, κινούνται καί περιπατούσιν όλοι μαζί, καί είς τόν αύτόν καιρόν ό πρώτος καθώς καί ό ύστερος, διά μέσον του, λέγω, θέλει βιάζει ή βραδύνει τό περιπάτημα τών στρατιώτων του. 'Η τακτική όμως δέν συνίσταται μόνον είς τό νά ήξεύρη τινάς πώς νά πολεμήση είς άνοικτήν πεδιάδα, έπειδή ήθελεν άποκατασταθή καθ' όλου άνωφελής, όταν ό έχθρός ήθελεν εύρεθή περισφαλισμένος είς ένα κάστρον, ή περιφυλαγμένος μέσα είς δύσβατα όρη καί δάση. 'Οθεν, ή τακτική περιέχει τά τού πολέμου άπαντα, καί μάλλον τά περί τής διαυθεντεύσεως, είς τήν όποίαν χρεία είναι ή τέχνη μόνη νά άναπληρώση τήν έλλειψιν τής δυνάμεως, ή καί νά τήν ύπερέβη. 'Η διαυθέντευσις είναι, λοιπόν, τό δυσκολώτερον μάθημα τής τακτικής, καί διά μέσου τής καλής διαυθεντεύσεως, συχνάκις οί έκατόν δέν νικώνται άπό τούς χιλίους. 'Η νίκη στέκεται, ώς καθείς τό έννοεί, είς τό νά θέση τινάς άπέναντι τού δυνατού τό δυνατότερον, άλλ' ή τέχνη μόνη διδάσκει τόν άρχιστράτηγον νά τά γνωρίση. Δι' ό τών άρμάτων ή έπιστήμη είναι διεξοδικωτάτη, καί χρειάζεται έν πόνημα όχι μικρόν περί αύτής, διά τό όποίον οί νύν 'Ελληνες μεγάλην χρείαν έχουσι καί άμποτες κανένας φιλογενής νά τό κατορθώση, διά νά μάθωσιν όλοι, πόσον ή τέχνη τού πολέμου είναι μεγάλη, καί νά κλαύσουν πικρώς, βλέποντες τούς έτεροφύλους, οίτινες έδανείσθησαν τάς τέχνας καί έπιστήμας άπό τούς προγόνους μας, νά μάς καταφρονώσι τόσον καί άψηφίζωσι. 'Αλλά δι' όλίγον θέλουσι χαρή είς τήν άγνωμοσύνην των, έλπίζω. 'Η διαυθέντευσις τών Σουλιώτων κατά τού τής 'Ηπείρου τυράννου, άρκετώς θέλει τούς άποδείξει, ότι ή 'Ελλάς γεννά άκόμη Λεωνίδας καί Θεμιστοκλείς. 'Ω, πόσον θέλουν μείνει έκθαμβοι, όταν άναγνώσουν τά θαυμαστά κατορθώματα τού μεγάλου Φώτου, έκείνου, λέγω, τού ήρωος τού Σούλιου καί όλων τών Σουλιώτων, τών όποίων ή άνδρεία, ή μεγαλοψυχία, καί ό ζήλος περί τής έλευθερίας τής πατρίδος των, άθανάτισαν τό όνομά των, καί έφερον είς άπελπισμόν χίλιας φοράς τόν έχθρόν τους τύραννον, τόν άχρειέστατον λέγω 'Αλή! 'Η 'Ελλάς, ούχί! ούχί! δέν είναι πάντως ύστερημένη άπό μεγάλους άνθρώπους' ή διαυθέντευσίς των διά δεκαπέντε χρόνους, περιέχει τοσαύτας καί τοιαύτας ήρωΐκάς πράξεις, ώστε παράδοξον ήθελε φανή καί είς ήμάς τούς ίδίους, άν δέν είμεθα μάρτυρες αύτόπται τών κατορθωμάτων των. Αύτοί ήτον μόνον χίλιοι καί διά τόσους χρόνους καθημερινώς σχεδόν συνεκρότουν πολέμους μετά τού τυράννου έχθρού των, ό όποίος, διά πολλάς φοράς, έκινήθη έναντίον των μέ έως δεκαπέντε χιλιάδας στρατεύματα, καί πάντοτε ένικήθη. 'Επρεπε, βέβαια, νά έζη ό Θουκυδίδης ή ό Ξενοφών, διά νά γράψη τήν ίστορίαν αύτών τών πολέμων καί τάς κακίας αύτού τού αίμοβόρου τέρατος, όπού, έως άπό τούς 1787 μέχρι τής σήμερον, δέν έπαυσεν άπό τού νά τυραννή τούς ταλαιπώρους 'Ηπειρώτας καί Θετταλούς, σκληρώς καί άσπλάνχνως. Αύτός, άφού ήρπασε μέ διάφορα πονηρά μέσα τό άνεξάρτητον κράτος τής 'Ηπείρου καί Θετταλίας, καί γνωρίζοντας κατά πράξιν τά πρός τήν τυραννίαν δέοντα, έσκεπάσθη κατ' άρχάς μέ τό ένδυμα τής ύποκρίσεως, καί ούτως, πλανώντας μέ ψευδείς έπαίνους καί πλουσιοπάροχα ταξίματα τούς άρχοντας καί προεστούς, ήπάτησεν σχεδόν όλους, καί καθείς ένόμισε διά όλίγον καιρόν, νά εύρήκεν είς αύτόν ή εύκαρπος γή τής 'Ηπείρου καί Θετταλίας καί οί κάτοικοι αύτών ένα διαυθεντευτήν καί ένα πατέρα. 'Αλλ' άφού ό άσπλαγχνος καί σκληρός τύραννος έστερέωσε τήν δυναστείαν του, έρριψεν εύθύς τήν σκέπην τής προσποιήσεως, καί παραχρήμα έξατμήθη όλη ή δυσωδία τής τυραννίας του. Τότε οί 'Ηπειρώται άνοιξαν τούς όφθαλμούς των, άλλά, φεύ! δέν είδον άλλο, είμή τόν φοβερόν θρόνον τού τυράννου έπάνω είς τάς κεφαλάς των. Κεχαυνωμένοι ούν άπό τήν τυραννικήν μέθην, δέν άπεφάσισαν έν καιρώ νά συντρίψουν τοσούτον ζυγόν' όθεν καί ηύξησεν βαθμηδόν καί έστερεώθη τόσον, ώστε όπού ό ίδιος τύραννος θαυμάζει διά τή άναισθησίαν τών δούλων του |
||
(1). Ούτε είς τήν γενικήν ίστορίαν εύρίσκεται παρόμοιός του. 'Ω, τής ταλαιπωρίας σου άνθρωπότης! Ω, άνυπόφορος έντροπή! Ω, θέαμα έλεεινόν. 'Ανάμεσα όμως είς τάς τυραννικάς του ψευδείς δόξας ίσως ένόμιζεν ό ώμότατος τύραννος νά είναι άνίκητος, ούτε νά έσώζετο πλέον είς τήν γήν τής δυναστείας του τινάς, όπού νά ήθελεν τού έναντιωθή. 'Αλλ' ίδού, τής έλευθερίας τό ξίφος, είς τήν ίδίαν αύτήν γήν, τού άποδεικνύει τήν φυσικήν μικρότητα τής τυραννίας, καί τόν άποκαταστεί ποταπότερον τού ίδίου του τυραννικού όνόματος. Δέν τού χρησιμεύουν πλέον, αί συνηθισμέναι του άπάται, ούτε χρήματα, ούτε δόλοι, διά μέσου τών όποίων διά παντός ένίκησεν καί κατέφθειρε τούς άνάνδρους καί άνοήτους έχθρούς του. Εν μικρόν χωρίον, τό προειρημένον λέγω θαυμαστόν Σούλι, έφερεν είς φώς τήν άλήθειαν, όπού οί ύπό τής δουλείας άγνοούσι, ήτοι τήν μεγαλειότητα τών κατορθωμάτων τής έλευθερίας. Οί Σουλιώτες, άνδρες. 1. Αύτός έχει όλα τά έλαττώματα όλων τών τυράννων: χωρίς θρησκείαν, χωρίς συνείδησιν, άρπαξ, φονεύς, θηλυμανής, άρσενοκοίτης, άσπλαγχνος, σκληρός τή καρδία, κλέπτης φοβερός, αίμοβόρος, άδικος τέλος πάντων, καί άναιδέστατος ώς ούδείς άλλος. 'Η πονηρία του δέ καί άδιαντροπία του παρακινούσι τούς άπανθρωποτάτους κόλακάς του, νά τόν νομίζωσι πνευματώδη καί άξιον. συνηθισμένοι είς τόν θεληματικόν κόπον μιάς ήσύχου ζωής, άνυπόδουλοι, έξ άρχής τής κατοικήσεώς των είς έκείνα τά ύψηλά βουνά, έζουν εύτυχείς μακρά άπό τήν πολυτέλειαν καί κακοήθειαν τών διεφθαρμένων πολιτειών, άνδρείοι ώς έλεύθεροι, φιλόξενοι ώς 'Ελληνες, καί στρατιώται ώς διαυθεντευταί τής πατρίδος των. Αύτοί, λέγω, οί ήρωες, ή τιμή τής ύποδουλωμένης 'Ελλάδος, καί βεβαία άρχή τε καί πρόξενος τής πλησίον έλευθερώσεώς της, παρακινούμενοι άπό τόν θείον έρωτα τής έλευθερίας καί πατρίδος των, έταπείνωσαν τήν αύθάδειαν τού τυράννου, πολεμούντες τον άδιακόπως καί νικούντες τον, καί ούτως έδιαυθέντευσαν διά δεκαπέντε χρόνους τήν πατρίδα των, μέ άνήκουστον θάρρος καί μεγαλοψυχίαν. Τίς άλλη, παρακαλώ, ήμπορούσε νά ήτον ή αίτία, είμή ό έρως τής έλευθέρας ζωής; Μήπως δέν ήτον καί άλλα χωρία είς τήν 'Ηπειρον, άξια νά έναντιωθώσι τού τυράννου; Διατί τάχατες όλα κλίνουν τόν αύχένα; Δέν ήτον, ίσως καί μεγαλείτερα, καί είς ίδίαν καλήν τοποθεσίαν, καθώς τό Σούλι; 'Ε! φανερά είναι, άδελφοί μου, ή αίτία: όσα ύποδουλώθησαν παρ' αύτού, ήτον καί πρότερον ύποδουλωμένα, καί μόνον άλλαξαν τύραννον. Τό Σούλι όμως, μόνον τό Σούλι, δέν ύποτάσσεται, άλλ' άψηφεί τόν τύραννον' όσον άγαπά τήν έλευθερίαν του, τόν πολεμεί, τόν νικά, καί τόν καταπατεί μέ τούς πόδας του. Είς αύτό λοιπόν, άς στρέψουν τούς όφθαλμούς των οί δούλοι, διά νά καταπεισθούν είς τά τερατουργήματα τής έλευθερίας. Είς αύτό θέλουν ίδεί ένθουσιασμένους άπό τόν θείον έρωτα τής πατρίδος, ού μόνον τούς άνδρας καί νέους, άλλά καί τούς γέροντας, καί τά παιδία καί αύτάς τάς ίδίας γυναίκας. Θέλουν άκούσει τήν φοβεράν φωνήν τής θαυμαστής Μόσχως, ή όποία, άνάμεσα είς τόν πολεμικόν θόρυβον, πολεμούσα καί τρέχουσα, βλέπει έμπροσθέν της φονευμένον τόν υίόν της, καί έγκαλιάζουσα μέ ένθερμον άγάπην τό νεκρόν σώμα του: «καλότυχε, λέγει, σύ, ώ υίέ μου, όπού τόσον τιμίως άπέθανες. Τό όνομά σου έγράφη είς τόν κατάλογον τής άθανασίας». 'Ασπάζουσα δέ τό αίματωμένον ήρωΐκόν του πρόσωπον, χαίρεται διά τοιούτον διαυθεντευτήν τής πατρίδος, όπού έγέννησε, καί λαβούσα τό ίδιόν του σπαθί, όρμεί κατά τών δειλών καί μισθωτών δούλων τού τυράννου, καί έκδικεί τόν θάνατόν του μόνη της. Ας ίδούν τόν άλλον ήρωα, όπού διά τήν σωτηρίαν τής πατρίδος του παραδίδεται έκουσίως είς τόν τύραννον διά ένέχυρον τών συνθήκων των μετ' αύτού, καί ύστερον άπ' όλίγον καιρόν, θέλοντας ό άπιστος τύραννος νά τόν ξαρματώση, αύτός φονεύεται μόνος του. Καί, τέλος πάντων, βλέποντες έν τόσον μικρόν χωρίον, άπό μόνον χιλίους διαυθεντευτάς, χωρίς τινα μάθησιν, ούτε προητοιμασίαν, νά φυλάττεται σώον διά τόσους χρόνους, έναντίον ένός τυράννου τόσον μεγάλου, άς συλλογισθούν προσεκτικώς, όποίων μεγάλων κατορθωμάτων είναι πρόξενος ή έλευθερία, καί άς βεβαιωθώσι πλέον, ότι μόνον τό όνομα τής έλευθερίας φθάνει, διά νά δειλιάση τάς άνάνδρους καρδίας όλων τών μιαρών τυράννων τής γής. 'Ε! πόσον ήθελε τό άποδείξει έμπράκτως, ό άείμνητος 'Ελλην, ό 'Ηρως, ό μέγας, λέγω, καί θαυμαστός Ρήγας, άν μία άνέλπιστος προδοσία δέν ήθελε τόν θανατώσει! Αύτός ό άξιάγαστος άνήρ ήτον έστολισμένος άπό τήν φύσιν μέ όλας τάς χάριτας τών μεγάλων ύποκειμένων, εύφυής, άγχίνους, καί άοκνος, ώραίος τώ σώματι, καί ώραιότερος τώ πνεύματι, δίκαιος, καί έξακολούθως, άληθής φιλέλλην καί φιλόπατρις. 'Εξ άρχής ούν έπιχειρίσθη τό έμπορικόν έπάγγελμα είς άλλοτρίαν γήν, άλλ' ό θείος έρως τής πατρίδος του 'Ελλάδος, τήν όποίαν έβλεπεν ύπό δουλείας, τοσούτον άδίκως βασανιζομένην, μήν συγχωρώντας, είς τοιούτον άνδρα τοιαύτας μικράς άσχολίας, άνεβίβαζε τάς έλπίδας του είς άκρον, καί έως άπό τήν νεαράν ήλικίαν του προεμελέτει κατορθώματα ήρωΐκά, καί μόνον άνέμενε τήν ποθουμένην εύκαιρίαν, διά νά τά βάλη είς έργον. 'Οθεν, γνωρίζοντας τήν χρείαν τής μαθήσεως, δέν έπαυσεν άπό τό νά άγωνισθή, ώς ούδείς άλλος, είς τάς έπιστήμας, καί είς όλίγον καιρόν έμαθεν έντελώς τάς χρησιμωτέρας. Τότε λοιπόν, ήρχισε νά βάλλη θεμέλιον είς τό μεγάλον κτίριον, όπού ήτοίμαζε. Καί κατ' άρχάς έσύνθεσε είς τήν ήμετέραν διάλεκτον, μέ άκροτάτην σαφήνειαν, τούς δώδεκα Γεωγραφικούς Πίνακας τής 'Ελλάδος, καί διάφορα άλλα έπωφελή πονήματα έδωσεν είς φώς, ίδίοις άναλώμασι, πρός φωτισμόν τών συναδελφών του 'Ελλήνων. 'Επειτα δέ, συλλέγοντας τό έχειν του όλον, καί συνδρομητάς έπιτυχών καί συνεργούς, ήτοίμασε, κηδεμόνως καί μετά πάσης τής καλής τάξεως, όλα τά άναγκαία, καί είς άκμήν έφερεν βεβαίας έπιδόσεως. 'Αλλά, φεύ, τής βασκάνου καί φθονεράς τύχης τών 'Ελλήνων! 'Οτε ό τής 'Ελλάδος έλευθερωτής ήτον έτοιμος διά νά μισεύση πρός κατατρόπωσιν τών τυράννων αύτής, καί νά συνθλάση τάς άλύσους, όπού τήν φυλάττουσιν ύπό τής δουλείας, μέ μίαν γενικήν έπανάστασιν καί έπανόρθωσιν τών ταλαιπώρων συμπατριώτων του, όταν λέγω ό άξιος Ρήγας βλέποντας τά πάντα έτοιμα, ώς έβούλετο, έκαλοτύχιζε τόν έαυτόν του, διά μίαν τόσον τιμίαν καί μεγάλη έπιχείρησιν, καί έπρόσμενε νά ίδή όγλήγορα έλευθέραν τήν 'Ελλάδα άπασαν, έξαλειμμένον δέ τό όθωμανικόν κράτος' όταν, τέλος πάντων, σχεδόν βέβαιος διά τό καλόν τέλος τού έργου του, έστοχάζετο είς τήν μέλλουσαν εύτυχίαν τής πατρίδος του, καί εύφραίνετο, τότε ένας προδότης, ό ούτιδανώτερος τών άνθρώπων, ό πλέον μιαρός σκλάβος τής γής, άναιτίως καί παραλόγως, τόν παραδίδει είς χείρας τών τυράννων, καί ή 'Ελλάς χάνει είς αύτόν ένα άντιλήπτορα καί σωτήρα της. 'Αλλ' άν ή φθονερά τύχη έκλεψεν τήν έλευθερίαν τής 'Ελλάδος μέ τήν ζωήν τοιούτου 'Ηρωος, δέν ήμπόρεσεν όμως νά έμποδίση τόν άναγκαίον καί φοβερόν κρότον, όπού ή φήμη τοιαύτης έπιχειρήσεως άνέπεμψεν είς τάς άκοάς τών 'Ελλήνων, ούτε ήμπόρεσε, λέγω, νά έκλείψη είς τήν όρασίν των τήν λαμπρότητα τοιούτου έργου. Τό άθώον αίμα τού Ρήγα προετοίμασε τήν ταχείαν έξάλειψιν τών βαρβάρων τυράννων, καί όγλήγορα θέλουσιν έμφανισθή, βέβαια, οί όπαδοί του. Τότε δέ θέλομεν άποδείξει έμπράκτως τήν πρός αύτόν εύγνωμοσύνην μας, ύψώνοντες είς τό κέντρον τής έλευθέρας 'Ελλάδος στεφάνους δόξης καί θριάμβους είς μνημόσυνον αύτού τού μεγάλου άνδρός, ώς άρχηγού καί πρώτου συνεργού είς τήν τής 'Ελλάδος έλευθέρωσιν. 'Ισως, τινές τών 'Ελλήνων, μήν στοχαζόμενοι είς βάθος τά άνθρώπινα πράγματα, νομίζουσιν, είς τόν έαυτόν των, ώς μάταιον τόν σκοπόν αύτού τού μεγάλου άνδρός. 'Αφήνοντας λοιπόν κατά μέρος όλους έκείνους τούς δισχυρογνώμονας, οίτινες δέν καταπείθονται, είμή είς τούς ίδίους των στοχασμούς, καί, έξακολούθως, μήν έξετάζοντας τάς έτέρων γνώμας, μένουν πάντοτε σταθεροί είς τήν άμάθειάν των, παρακαλώ, όσους τήν άλήθειαν άγαπώσι νά μάθωσι, καί νά κρίνωσι δικαίως, νά συλλογισθούν ότι ή τύχη είς τοιαύτας έπιχειρήσεις έχει άκραν δύναμιν, ώσάν όπού τό παραμικρόν συμβάν είς τάς μεγάλας ύποθέσεις δύναται πολλάκις νά άνατρέψη τό πάν, καί κανένα άλλο παράδειγμα δέν μάς τό βεβαιοί περισσότερον, όσον τό θλι- βερόν συμβεβηκός τού Ρήγα. Αύτός ό άξιάγαστος άνήρ, γνωρίζοντας άρκετώς τήν ποταπότητα καί δειλίαν τού μιαρού συντρόφου του, τού άχρειεστάτου, λέγω, προδότου Οίκονόμου, μέ τοσαύτην έπιμέλειαν έκρυψεν είς αύτόν τά προμελετήματά του, όπού καθόλου ό χυδαιότατος δέν ύπωψίαζεν. 'Αλλά, φεύ, τής άτυχίας! 'Ολίγας ήμέρας ύστερον άπό τόν μισευμόν τού Ρήγα, έφθασεν μία γραφή του, καί έπεσεν είς χείρας αύτού τού προδότου του, ό όποίος, άνοίγοντάς την, άνέγνωσεν είς αύτήν σχεδόν τά πάντα, καί παραχρήμα τρέχει καί τόν προδίδει. 'Ιδού λοιπόν, όπού ή τύχη, ήγουν μερικά άναγκαία συμβεβηκότα, όπού ό άνθρώπινος νούς δέν δύναται νά προΐδή, άνέτρεψε καί ήφάνισε όλα τά προμελετήματα καί κατορθώματα τού μεγάλου Ρήγα, καί έξακολούθως είναι βέβαιον, ότι όσον άξιος καί άν είναι ό άνθρωπος, δέν ήμπορεί ποτέ νά προΐδή τά πάντα, μάλιστα δέ είς τοιαύτας έπιχειρήσεις ή τύχη έχει μεγάλον μέρος, ώς προείπον, καθώς ό έσφαγιασμός τού μεγάλου Ρήγα μάς τό βεβαιοί. 'Επειδή, άγκαλά καί ή φρόνησίς του νά έστάθη μεγάλη, ή καταδρομή τής τύχης μόνον έφθασε, νά άφανίση τόν σκοπόν του, καί νά άφήση τήν 'Ελλάδα μέχρι τής σήμερον ύπό τής δουλείας. Ταχέως όμως, ή σάλπιγξ τής έλευθερίας θέλει άντιβοήσει είς τήν έλληνικήν γήν, καί άφεύκτως, καθώς κατωτέρω δειχθήσεται. 'Ιδού λοιπόν όπού άπεδείχθη, άγκαλά καί συντόμως, πλήν μέ σαφήνειαν καί άλήθειαν, τί έστί έλευθερία, όπόσον είναι άναγκαία είς τήν άνθρώπινον εύδαιμονίαν, καί όπόσων μεγάλων κατορθωμάτων πρόξενος. Τώρα δέ φανερόν άποκαθίσταται τό άμέτρητον χρέος, όπού έχουσιν οί έλεύθεροι λαοί, είς τό νά τήν διαυθεντεύωσι μέ τό ίδιον αίμα των, καί τοιούτον χρέος, ώς προερχόμενον άπό εύγνωμοσύνην, διά τούτο καί τό έκπληρούσι παντοτινά καί μέ άκραν εύχαρίστησιν. 'Η εύγνωμοσύνη, ώ 'Ελληνες, είναι τόσον γλυκεία άρετή, όπού μισητότερον πράγμα άπό τόν άγνώμονα δέν είναι είς τόν κόσμον, καί τόσον είναι φυσική αύτή ή άρετή, διά νά είπώ ούτως, όπού τά ίδια ζώα τήν διατηρώσι μέ άκραν άκρίβειαν. Είναι δέ έν χρέος τού εύεργετηθέντος ή εύγνωμοσύνη, καί ούτως εύκόλως γεννάται είς τάς καρδίας όλων τών έλευθέρων άνδρών, ώσάν όπού μύριαι είναι αί χάριτες, όπού παρά τής πατρίδος τής χορηγούνται. 'Αλλά, διά νά καταλάβητε ώ 'Ελληνες, εύκολώτερα, τήν μεγαλειότητα τοιούτου χρέους, καί τήν ζέσιν μέ τήν όποίαν οί έλεύθεροι λαοί τό έκπληρούσι, άναγκαίον είναι νά μάθητε πρότερον τήν άληθή σημασίαν τής λέξεως «Πατρίς», καί τότε θέλετε καταλάβει, πόσον άναγκαία έξακολούθησις είναι ό πρός αύτήν έρως, καί τά έξ αύτού παραγόμενα θαυμάσια έργα. Πατρίς είναι μία λέξις, διά τής όποίας όλοι κοινώς έννοούσι τήν γήν, είς ήν έγεννήθησαν, οί μόνον έλεύθεροι όμως δύνανται νά καταλάβωσι τήν μεγάλην αύτής σημασίαν, καί διά τούτο οί δούλοι άδιαφόρως προφέρουσι τοιούτον όνομα. 'Ω! πόσον διαφέρομεν άπό τούς προγόνους μας οί ταλαίπωροι! 'Εκείνοι, όταν Ωμνυον είς τήν πατρίδα των, έτρεμον, καί έφύλαττον τοιούτον όρκον μέχρι θανάτου, ήμείς δέ ούτε κάν διά όρκον νομίζομεν τοιαύτην λέξιν, καί αύτό, άδελφοί μου, προέρχεται άπό τήν δουλείαν, ή όποία ούσα άντικειμένη καθ' όλα είς τήν έλευθερίαν, όσα έργα είς τή μίαν δοξάζονται, είς τήν άλλην καταφρονώνται, καί όσα είς έκείνην πολλά εύλαβούνται, είς έτούτην ώς ούδέν λογίζονται. Τά όνόματα, άγαπητοί μου, λαμβάνουν τήν σημασίαν άπό τήν ίδιότητα τών πραγμάτων, είς τά όποία άναφέρονται. 'Οθεν, άν τινάς δέν γνωρίζει τό πράγμα, είς ούδέν τού χρησιμεύει ή όνομασία του. Καί καθώς ό έκ γενετής άόμματος, προφέροντας τά όνόματα όλων τών χρωμάτων, ούδέν έννοεί, έπειδή δέν είδε ποτέ τά χρώματα, ούτως καί οί νύν 'Ελληνες μέ τό «Πατρίς» άλλο δέν έννοούσι, είμή τήν γήν είς τήν όποίαν έγεννήθησαν, έπειδή τούς λείπει ή έλευθερία. 'Η λέξις «Πατρίς» έρέθιζε είς τήν ένθύμησιν τών προγόνων μας όλας τάς ίδέας τών καλών τής έλευθερίας, καί όλην τήν εύδαιμονίαν τής ζωής των (1). Καί διά |
||
Επιστροφή στα περιεχόμενα - | - Συνέχεια |