|
||
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ , 'Ητοι Λόγος περί ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ |
||
|
||
Δι' ού άποδεικνύεται, πόσον είναι καλλιωτέρα ή Νομαρχική Διοίκησις άπό τάς λοιπάς, ότι είς αύτήν μόνον φυλάττεται ή 'Ελευθερία τού άνθρώπου, τί έστί 'Ελευθερία, όπόσων μεγάλων κατορθωμάτων είναι πρόξενος, ότι τάχιστα ή 'Ελλάς πρέπει νά συντρίψη τάς άλύσους της, ποίαι έστάθησαν αί αίτίαι όπού μέχρι τής σήμερον τήν έφύλαξαν δούλην, καί όποίαι είναι έκείναι, όπού μέλλει νά τήν έλευθερώσωσι. |
||
ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΥΜΒΟΝ , τού μεγάλου καί άειμνήτου 'Ελληνος ΡΗΓΑ , |
||
1. 'Αναφανήναί τις έκ των όστέων ήμών έκδικος. Βιργ.[ίλιος] ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ , ήτοι Λόγος περί ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ 'Εσείς, ώ άθάνατοι ψυχαί τών έλευθέρων προγόνων μου! ένδυναμώσατε τώρα τόν ζήλον μου μέ τά ήρωΐκά σας έντάλματα, διά νά έκφράσω, καθώς πρέπει, τά τής έλευθερίας κάλλη είς τούς άπογόνους σας. Καί σύ, ίερά Πατρίς, έγκαρδίωσον καί στερέωσον τήν πρός σέ άγάπην μου, μέ τήν ένθύμησιν τών παλαιών τερατουργημάτων σου, διά νά παραστήσω μέ σαφήνειαν είς τά τέκνα σου τάς φοβεράς χρείας σου, καί νά ένθουσιάσω τάς έλληνικάς των καρδίας μέ τόν θείον σου έρωτα. Ναί, φιλτάτοι μου 'Ελληνες, τό έπιχείρημα είναι δύσκολον δι' έμέ, άλλ' ή Πατρίς τό ζητεί, τό χρέος μου μέ βιάζει, καί μόνον ή άλήθεια τών λόγων μου μού προμηνύει καλήν έκβασιν. 'Αντί ρητορικών φράσεων, θέλει καλλωπίσει τόν λόγον μου ή διήγησις τών θαυμαστών έργων τών πάλαι 'Ηρώων, ή μεγαλειότης δέ τού θέματος καί τό κοινόν όφελος μού τάζουσι τήν παρ' έμού ποθουμένην άνταμοιβήν, λέγω τήν κατάπεισιν τών όμογενών μου 'Ελλήνων. 'Αμποτες, λοιπόν, νά άξιωθώ νά άποδείξω έμπράκτως τά όσα, κατά τό παρόν, διά λόγου άπεφάσισα νά σάς κοινοποιήσω, τό όποίον έπεύχομαι είς όλους τούς άγαπητούς μου 'Ελληνας καί όλους τούς άληθείς φιλοπάτριδας. 'Αναγκαίον πράγμα είναι είς όποιον άποφασίσει νά έξετάση τήν άλήθειαν τών πραγμάτων, συχνάκις νά δυσπιστή είς τόν ίδιον έαυτόν του, καί χωρίς νά είναι εύκολόπιστος είς τούς άλλους, νά καταπείθεται μόνον είς τήν άναμφιβολίαν. 'Ωσάν όπού πολλάκις άμελώντας τινάς μίαν παραμικράν έρευναν, καί δίδοντας πίστιν είς όσα άκροάζεται άπό άλλους, εύκόλως ήμπορεί νά άπατηθή, καί τότε λαμβάνει μίαν περίληψιν άκατάστατον είς τήν ύπόθεσιν όπού ζητεί, καί έξακολούθως ούτε αύτός ήμπορεί νά εύρη τήν άλήθειαν, ούτε άλλοι παρ' αύτού νά τήν έννοήσωσι. 'Οταν όμως έξετάζη τήν ύπόθεσιν μέ προσοχήν, συγκρίνει άδιαφόρως τούς περί αύτής όμιλήσαντας, έρευνώντας πρός τούτοις τάς αίτίας, όπού τόν καθένα έπαρακίνησαν νά όμιλήση' όταν, λέγω, έκλέγει τό πιθανόν άπό τό άδύνατον καί τό δύσκολον άπό τό άμφίβολον, τότε προχωρεί βαθμηδόν, καί φθάνει τέλος πάντων είς τήν άλήθειαν, καί εύρίσκει τήν άνταμοιβήν είς τούς κόπους του μέ τήν άκριβήν της άπόκτησιν. Τότε, λέγω, πρέπει καθείς νά καταπείθεται, καί άνοητότατος ήθελεν είναι ό άκατάπειστος. Πολλοί, μέχρι τής σήμερον, έστάθησαν οί πολυπράγμονες τής άνθρωπίνης εύδαιμονίας, πολλά όλίγοι όμως διετήρησαν τούς προλεχθέντας κανόνας, καί όλιγότατοι έπέτυχον τού σκοπού των' καί διά τούτο άλλος μέν ήλπισε νά τήν εύρη είς τά πλούτη, άλλος είς τήν μάθησιν, άλλος είς τήν πτωχείαν, άλλος είς τήν φιλαυτίαν' μερικοί πάλιν, έξετάζοντες τά άνθρώπινα περιστα- τικά, καί άπαντούντες πανταχόθεν έμπόδια καί δυσκολίας, είπον ότι ό άνθρωπος δέν ήμπορεί νά είναι εύτυχής κατ' ούδένα τρόπον' άλλοι δέ, όπού δέν έλαβον έπιμέλειαν νά έρευνήσωσι όσον έχρειάζετο τήν ύπόθεσιν, άπεφάσισαν εύθύς εύθύς, ότι όλοι οί άνθρωποι είναι εύτυχείς. 'Ανάμεσα, λοιπόν, είς τοιούτον λαβύρινθον τοσούτων στοχασμών, άλλο, βέβαια, δέν ήμπορεί τινάς νά καταλάβη, είμή μόνον ότι ή εύτυχία τού άνθρώπου στέκεται είς τό νά είναι εύχαριστημένος, καί έξακολούθως, μήν ήμπορώντας νά είναι κατά πάντα εύχαριστημένος, ούτε κατά πάντα εύτυχής ήμπορεί νά όνομασθή. 'Οθεν, διά νά εύτυχήση ό άνθρωπος όσον περισσότερον είναι δυνατόν, πρέπει πρότερον νά έξαλείψη όσας αίτίας τής δυσαρεσκείας του ήμπορέση, δηλ. νά ύπακούη είς τήν θέλησίν του. 'Αλλ' έπειδή οί άνθρωποι δέν έχουσιν όλοι τάς αύτάς θελήσεις, είναι άναγκαίον οί όλιγότεροι νά ύπακούουν είς τήν θέλησιν τών περισσοτέ ρων καί μήν όντας δυνατόν νά είναι όλοι εύτυχείς, κάν νά είναι οί περισσότεροι. 'Η εύτυχία μας λοιπόν κρέμαται άπό τήν διοίκησιν, ή όποία ήμπορεί νά μάς καταστήση εύτυχείς μόνον τότε, όταν άρέσκη τών πεοισσοτέρων. Διά τούτο άναγκαίον είναι νά έξετάσητε μαζί μου, άνάμεσα είς τάς τόσας διοικήσεις, όπού τήν σήμερον έχουσιν οί άνθρωποι, ποία είναι ή καλλιοτέρα, τό όποίον δέν θέλει σάς φανή δύσκολον, έπειδή ήξεύρετε τόν τρόπον, όπού σάς προείπον, τής δοκιμής της. 'Αφού δέ εύρομεν τήν καλλιοτέραν διοίκησιν, τότε θέλομεν καταλάβει καί τί έστί έλευθερία, περί ής ό λόγος, καί πόσων άξίων κατορθωμάτων καί άρετών είναι πρόξενος, καί τέλος πάντων είς τί συνίσταται ή όμοιότης καί ή όμόνοια' όπού βεβαιωθέντες είς αύτά, νά προσπαθήσωμεν νά τά ξαναποκτήσωμεν, καί νά άναλαμπρύνωμεν τό Γένος μας, τό όποίον ή τυραννία τόσον ήμαύρωσεν. 'Ο άνθρωπος είναι πεπροικισμένος άπό τήν φύσιν μέ τό λογικόν, διά μέσου τού όποίου συγκρίνει τά πράγματα άναμεταξύ των, καί προκρίνει άπό αύτά όποιον τόν ώφελεί περισσότερον, έχει δέ μίαν κλίσιν πρός τό βελτίον, όπού πάντοτε τόν παρακινεί, είς όποιανδήποτε κατάστασιν ήθελεν είναι, νά ζητή μίαν καλλιοτέραν' ό πρώτος του λοιπόν καί άναγκαιότερος στοχασμός είναι τό νά διαφυλάξη τήν ζωήν του καί νά τήν διαυθεντεύση όσον ήμπορεί άπό κάθε έναντίον. 'Εως όπού ό άνθρωπος ήμπόρεσε νά τραφή καί νά διαυθεντευθή μόνος του, έως τότε έσώθη ή φυσική ζωή, καί βέβαια ή εύτυχεστέρα διά ήμάς τούς θνητούς. 'Αφού όμως ό ένας έκραξεν πρός βοήθειάν του τόν άλλον, τό φυσικόν σύστημα έτελείωσεν, καί εύθύς ήρχισεν, διά νά είπώ έτζι, τό έλεεινόν θέατρον τών άνθρωπίνων περιστάσεων. 'Ισως τινάς ήθελεν έρωτήσει, πόθεν προήλθεν ή άνάγκη, όπού έβίασεν τόν άνθρωπον νά ζητήση βοήθειαν παρ' άλλου' άλλά ήθελεν είναι τό ίδιον νά έρωτούσε τινάς, διά ποίον τέλος καί διά τί τό ύπέρτατον Ον έκτισε τήν οίκουμένην. 'Η μεγαλειτέρα άμάθεια είναι, άδελφοί μου, τό νά θέλη τινάς νά μάθη έκείνα όπού δέν ήμπορεί νά καταλάβη. 'Οθεν, όποιος γνωρίζει τά όσα δέν δύναται νά έννοήση καί τά παραιτεί, είναι ό σοφώτερος τών άνθρώπων. 'Αφού λοιπόν έπαυσεν, ώς είπον, τό πρώτον σύστημα τών άνθρώπων, είς τό όποίον ή φύσις ήτον άντί τών νόμων, ή γή όλη άντί τών πολιτειών, καί ή θέλησις καθενός άντί τών ήθών, άφού, λέγω, ό άνθρωπος δέν ήθέλησεν νά εύχαριστηθή μέ τήν σημερινήν τροφήν, άλλ' έζήτησε νά προητοιμάση καί διά τήν αύριον, καί άφού τέλος πάντων άπεφάσισε νά ζήση μαζί μέ άλλους, έχασε τήν άληθή εύτυχίαν, καί έγινε δούλος όχι μόνον τού έαυτού του, καί άλλων, άλλά καί τών ίδίων άψύχων πραγμάτων. Πρώτη λοιπόν έστάθη, ή άναρχία νά φανερωθή άνάμεσα είς τούς άνθρώπους. Εύθύς ό δυνατότερος άρχισε νά δώση νόμον τού άδυνάτου, καί οί περισσότεροι νά άρπάζωσι τό δίκαιον άπό τούς όλιγοτέρους: έκεί φόνοι, έκεί άδικίαι, έκεί τέλος πάντων μύρια άναγκαία πλημμελήματα έως τότε άγνώριστα. Είδεν ή άνθρωπότης τό καλόν όπού έχασεν, άλλά δέν τής ήτον πλέον δυνατόν νά τό ξαναποκτήση, καί άναγκαίως έχρειάσθη νά βασανισθή όχι όλίγον καιρόν, έως όπού ή σκιά τού θρόνου ήρχισε νά άπομωράνη τάς ψυχάς τών άνθρώπων, καί ίδού ή μοναρχία έμφανίσθη, ή όποία ώς πρόξενος καί γεννήτρια τής πολιτικής άνομοιότητος τών άνθρώπων, μετ' ού πολλού μεταβληθείσα είς τυραννίαν, έφερεν είς τήν γήν όλα τά κακά όπού ήμπορούσεν νά δοκιμάση τό άνθρώπινον γένος. 'Ιδού ό τύραννος, ώς ήμίθεος, νά δίδη τόν θάνατον είς τούς άλλους, καί νά χαρίζη τήν ζωήν όσων δέν θανατώνει. 'Ιδού τά έλαττώματα, όχι πλέον μισητά, άλλά έπαινετά, καί έπιθυμητά. 'Ιδού ή άδικία μέ τό ξίφος είς τήν δεξιάν, νά καταπατή τήν άρετήν, καί νά διώκη τήν δικαιοσύνην. 'Ιδού... 'Αλλά, τέλος πάντων, αύτά τά ίδια κακά, καί άνυπόφοροι δυστυχίαι έδίδαξαν τήν άνθρωπότητα νά εύρη μίαν διοίκησιν, είς τήν όποίαν νά έπιτύχη τήν άνάπαυσίν της καί τήν εύτυχίαν της' αύτή είναι λοιπόν έκείνη ή διοίκησις, όπού έγώ θέλω νά τήν όνομάσω Νομαρχίαν, ή όποία, όσον περισσότερον οί άνθρωποι άγαπώσι τήν εύτυχίαν των, τόσον αύτή στερεούται καί φυλάττεται άμετάτρεπτος, ούσα ή ύστερινή μεταμόρφωσις, διά νά είπώ ούτως, τών διαφόρων διοικήσεων, καί ή μόνη πρόξενος τής άρετής, τής όμοιότητος, καί τής έλευθερίας. Πολλάκις βλέπομεν, νά μήν άκολουθούν τόν είρημένον κανόνα είς τάς μεταβολάς των αί διοικήσεις, αύτό όμως προέρχεται άπό διαφόρους αίτίας, όπού τό παρόν θέμα δέν συγχωρεί τήν έκτεταμένην των διήγησιν. Φθάνει μόνο νά ήξεύρη καθείς, ότι όποιαδήποτε διοίκησις πρέπει νά είναι μία άπό τάς είρημένας τέσσαρας, τάς όποίας ώς γενικάς κρίνω, καί ότι ή ύστερινή είναι ή καλλιοτέρα καί άρμοδιωτέρα πρός τό ήμέτερον εύ ζήν. Αύτήν λοιπόν άς έξετάσωμεν όσον δυνηθώμεν άκριβέστερα' καί βέβαια είς αύτήν θέλομεν εύρει τήν έλευθερίαν διασωσμένην, καί έξακολούθως, τήν είσοδον είς τήν άνθρωπίνην εύδαιμονίαν. 'Η νομαρχία, άδελφοί μου, εύρίσκεται τόσον είς τήν δημοκρατίαν, καθώς καί είς τήν άριστοκρατίαν, αί όποίαι είς άλλο δέν διαφέρουσι, είμή μόνον, ότι ή μέν δημοκρατία κλίνει είς τήν άναρχίαν, ή δέ άριστοκρατία είς τήν όλιγαρχίαν, ή όποία πολλάκις είναι χειροτέρα καί άπό τήν ίδίαν τυραννίαν. 'Επειδή όμως καί είς τάς δύο αύτάς διοικήσεις σώζεται ή 'Ελευθερία, άδιάφορος είναι ή έκλογή. 'Οθεν, κατά τό πλήθος τού λαού, καί κατά τό κλίμα, ποτέ μέν προτιμάται ή μία, ποτέ δέ ή άλλη. 'Αλλά τί έστί έλευθερία; Είς τήν άναρχίαν, ώ 'Ελληνες, έλεύθεροι είναι μόνον οί ίσχυρότεροι, είς μέν είς τήν μοναρχίαν, ούδείς δέ είς τήν τυραννίαν, καί όλοι είς τήν νομαρχίαν. 'Οθεν, κατά μέν τούς πρώτους ή έλευθερία άλλο δέν είναι, είμή ή έκτέλεσις τής θελήσεως τού καθενός, έπειδή, εύρισκόμενοι χωρίς νόμους, καί χωρίς κριτάς, ό μέν άρπαξ όνομάζει τάς άρπαγάς του άποτέλεσμα τής έλευθερίας του, όμοίως δέ καί ό άσωτος τάς άσωτίας του, καί ό κακός τάς κακίας του. Κατά δέ τούς δευτέρους, ώσάν όπού έπώλησαν τήν έλευθερίαν τους ένός, άλλο δέν έννοούσι μέ αύτήν τήν λέξιν, είμή τάς προσταγάς τού κυρίου των, καί είναι μόνον έλεύθεροι διά νά τόν ύπακούωσι. 'Ο τύραννος δέ καί οί δούλοι του άγνοούσι παντάπασιν τοιαύτην λέξιν, έπειδή ποτέ δέν τήν έδοκίμασαν, διά νά έχουν ίδέαν περί αύτής. 'Υπό τής νομαρχίας, τέλος πάντων, ή έλευθερία εύρίσκεται είς όλους, ώσάν όπού όλοι κοινώς τήν άφιέρωσαν είς τούς νόμους, τούς όποίους διέταξαν αύτοί οί ίδιοι, καί ύπακούοντάς τους καθείς ύπακούει είς τήν θέλησίν του, καί είναι έλεύθερος. 'Ιδού λοιπόν, όπού κατ' αύτούς ή έλευθερία είναι ή ύπακοή είς τούς νόμους, καί έν ένί λόγω, άλλο δέν είναι ή έλευθερία παρά ή αύτή νομαρχία. Αύτή είναι, άγαπητοί μου, έκείνη ή έλευθερία, όπού άλλοι μέν άστοχάστως ένόμιζον τήν άπώλειαν, άλλοι δέ παραφρόνως τήν άπείθειαν, καί άλλοι άλλως, ώς ή άπαιδευσία έδίδασκε τόν καθένα, άφευκτα άποτελέσματα τής δουλείας, ή όποία έβαρβάρωσεν τούς άνθρώπους, κατέφθειρεν τά ήθη, καί έξ αίτίας της ήμείς διαφέρομεν τόσον άπό τούς προγόνους μας, όπού είς μερικούς φαινόμεθα άλλοτρίου γένους. Φεύ! πού είσαι, έλευθερία ίερά! πού νόμοι! πού νομοδόται! 'Οσον γνωρίζομεν τήν άληθή σημασίαν σου, τόσον αύξάνει ό πόθος μας είς τό νά σέ άπολαύσωμεν. 'Εσύ είσαι ή μήτηρ τών μεγάλων άνδρών, σύ ό στύλος τής δικαιοσύνης, σύ ή πηγή τής εύτυχίας. 'Ε, πόσον καλόν λείπει έκείνων, όπού σέ ύστερούνται! Πόσον θέλουν κλαύσει όσοι μέχρι τούδε δέν σέ έγνώ- ριζον! 'Ημείς δέ, ναί ίερά 'Ελευθερία, μέ τούς όδόντας μας θέλομεν συντρίψει τάς άλύσους μας, διά νά τρέξωμεν πρός άπάντησίν σου. Είναι άδύνατον αί έλληνικαί ψυχαί νά κοιμηθούν πλέον είς τήν ληθαργίαν τής τυραννίας! 'Ο λαμπρός ήχος τών άρμάτων των πάλιν θέλει άκουσθή πρός κατατρόπωσιν τών τυράννων των, καί ταχέως. 'Αλλά πρίν είσέλθω είς τήν έπαρίθμησιν τών καλών τής αύτής νομαρχίας, κρίνω άναγκαίον νά σάς φανερώσω τι προλαβόντως περί τής όμοιότητος τών άνθρώπων, καί τούτο διά νά μήν άπατηθώσιν όσοι ήθελαν νομίσει νά εύρωσιν είς αύτήν τήν διοίκησιν μίαν άπόλυτον όμοιότητα. Τρείς είναι λοιπόν αί αίτίαι τής άνομοιότητος τών άνθρώπων, άδελφοί μου, άγκαλά καί αύτοί νά διαφέρωσι κατά πολλούς τρόπους. 'Η πρώτη άπό αύτάς είναι ή ίδία φύσις, ή όποία άλλους μέν έκαμεν δυνατής κράσεως, καί άλλους άδυνάτου, έχάρισε μερικών περισσότερον πνεύμα, καί άλλων τινών όλιγότερον, καί ούτως οί άνθρωποι διαφέρουσιν έν πρώτοις άναμεταξύ των κατά φυσικόν τρόπον. 'Η δέ δευτέρα είναι ή άνατροφή, διά τής όποίας ό άνθρωπος άποκτά τάς άρετάς καί τήν σοφίαν, ήτοι τά καλά ήθη. 'Οθεν, οί άνθρωποι διαφέρουσιν άκόμη καί κατά τά ήθη. 'Η τρίτη, τέλος πάντων, είναι ή τύχη, καί ούτως ό πτωχός διαφέρει άπό τόν πλούσιον. 'Η άναρχία, λοιπόν, κατέστησε κατ' άρχάς τήν άπλήν φυσικήν άνομοιότητα άνυπόφορον, καί έξακολούθως ή μοναρχία, καί μετ' αύτής ή τυραννία, ήθέλησαν νά μετριάσουν όπωσούν τήν φυσικήν άνομοιότητα, καί αίφνιδίως έπροξένησαν είς τήν άνθρωπότητα τήν άκατάστατον καί φοβεράν άνομοιότητα τών ήθών τε καί τής τύχης, όπού θεωρώντας τήν σήμερον τινάς τούς άνθρώπους, πρέπει νά άνατριχιάζη άπό τοιούτον έλεεινόν θέαμα, εύρίσκοντας πολλά μεγαλειτέραν διαφοράν άπό ένα άνθρωπον είς άλλον, παρά άπό τόν άνθρωπον είς ένα ζώον. (1) 'Αλλο μέσον δέν ήτον λοιπόν νά παρηγορήση τήν άνθρωπότητα, είς τόσον κακήν κατάστασιν εύρισκομένην, παρά μία καλή διοίκησις, καί διά τούτο ή νομαρχία, χωρίς νά θελήση ματαίως νά κάμη όλους δυνατούς, όλους πεπαιδευμένους, όλους πλουσίους, ή τούναντίον, έμετρίασε μόνον μέ τούς νόμους τήν φυσικήν άνομοιότητα, καί τόσον καλώς έξίσωσε τάς λοιπάς, ώστε όπού έκαμε νά χαίρωνται οί άνθρωποι μίαν έντελή όμοιότητα, άγκαλά καί κατά φύσιν άνόμοιοι. Αύτή έδωσεν εύθύς τόπον τών δυνατών, νά διαυθεντεύσουν τήν πατρίδα των, έπαρηγόρησεν τούς άδυνάτους, μέ τό σκήπτρον τής δικαιοσύνης, έδίδαξε τούς άτάκτους νά εύρωσι τήν εύτυχίαν των είς τήν χρηστοήθειαν, έβράβευσεν τούς καλοηθείς, καί τέλος πάντων, χωρίς νά έμποδίση τό άκατάστατον τού συμβεβηκότος, έτίμησε μόνον τήν άξιότητα τού ύποκειμένου, καί ούτως μή καταφρονούσα ----- |
||
Επιστροφή στα περιεχόμενα - | - Συνέχεια |