ΕΙΔΗ ΧΟΡΩΝ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ |
|
Α | |
αγγελική : είδος παντομιμικού χορού που εκτελούσαν κατά τη διάρκεια των συμποσίων στις Συρακούσες. Αθήν. (ΙΔ' 629Ε, 27): "και την αγγελικήν δεν πάροινον ηκρίβουν όρχησιν" (και [οι Συρακούσιοι] τελειοποίησαν έναν άλλο χορό, την αγγελικήν, που χορευόταν σε συμπόσια). Ο Πολυδεύκης (Ονομ. IV, 103) λέει ότι ο χορός αυτός μιμούνταν αγγελικά σχήματα (μορφές) ("το δέ αγγελικόν εμιμείτο σχήματα αγγέλων" [ αγγελιοφόρων]. |
|
|
|
αγέχορος : επίσης ηγέχορος· ο αρχηγός του χορού. Πρβ. Αριστοφ. Λυσιστρ. 1281. Οι λέξεις αγησίχορος και ηγησίχορος έχουν την ίδια σημασία. (Σημείωση: ο όρος αγέχορος αμφισβητείται από μερικούς μελετητές.) | |
αλητήρ : είδος χορού, τοπικού της Σικυώνας στην Πελοπόννησο και της Ιθάκης. Πρβ. Αθήν. ΙΔ' 631D, 30 (βλ. το κείμενο στο λ. κίδαρις). Βλ. επίσης FHG H, 284, Αριστόξ. Συγκρίσεις. | |
αλώπηξ : όνομα κάποιου χορού. Ησ.: "όρχησις τις". Βλ. L. B. Lawler, The Dance in Ancient Greece, Λονδίνο 1964, δ. 69. | |
αναπάλη : αρχαιότατος χορός παρόμοιος με τη γυμνοπαιδική, που χορευόταν από γυμνά αγόρια ή εφήβους· οι χορευτές απομιμούνταν γυμναστικές κινήσεις και σχήματα. Αθήν. (ΙΔ' 631Β, 30): "έοικε δέ η γυμνοπαιδική τηι καλουμένηι αναπάληι παρά τοις παλαιοίς· γυμνοί γάρ ορχούνται οι παίδες πάντες" (η γυμνοπαιδική μοιάζει με το χορό, που στους αρχαίους ονομαζόταν αναπάλη· χορεύεται από όλα τα αγόρια γυμνά). | |
άνθεμα : (πληθ. του άνθεμον, το)· ένας ζωηρός και εύθυμος λαϊκός χορός, που γινόταν για να γιορταστεί ο ερχομός της άνοιξης και το άνθισμα των λουλουδιών. Η εκτέλεσή του γινόταν με κάποια μιμική δράση από δύο ομάδες αντρών, που χόρευαν και τραγουδούσαν μαζί. Στους Δειπνοσοφιστές (Αθήν. ΙΔ' 629Ε, 27) βρίσκουμε τις ακόλουθες λέξεις που τραγουδούσαν όταν χόρευαν, όπως έχουν διασωθεί : "που μοι τα ρόδα, που μοι τα ία, που μοι τα καλά σέλινα;" "ταδί τα ρόδα, ταδί τα ία, ταδί τα καλά σέλινα" (που είναι τα ρόδα μου, που είναι οι μενεξέδες μου, που είναι τα καλά μου σέλινα; εδώ είναι τα ρόδα, εδώ είναι οι μενεξέδες, εδώ είναι τα καλά σέλινα"). Σημείωση: η λέξη άνθεμον παράγεται από το ρ. ανθώ, ανθίζω. |
|
αντεπίρρημα : το έβδομο και τελευταίο μέρος της παράβασης. Αντιστοιχούσε στο πέμπτο μέρος της, που λεγόταν "επίρρημα" και σχηματιζόταν από τροχαϊκά τετράμετρα· το απάγγελνε ο κορυφαίος του χορού απευθυνόμενος στο κοινό. | |
αντιστροφή : η στροφή του χορού προς την αντίθετη διεύθυνση (από δεξιά προς αριστερά) κατά τη διάρκεια της δραματικής εκτέλεσης· το αντίθετο της στροφής. Αντιστροφή ονομαζόταν επίσης και η ωδή που τραγουδιόταν κατά τη στροφή του χορού. Αντιστροφή ήταν και το δεύτερο μέρος των λυρικών τραγουδιών στα αρχαία δράματα, που αντιστοιχούσε στο σχήμα στροφή - αντιστροφή. |
|
αντίστροφος : το έκτο μέρος της παράβασης· αντιστοιχούσε στο τέταρτο που λεγόταν στροφή΄(Πολυδ. IV, 112). Χρησιμοποιούνταν και με τη σημασία της αντιστροφής. | |
απόκινος : είδος ερωτικού χορού που χορευόταν από γυναίκες που κουνούσαν τη μέση τους. Πολυδ. (IV, 101): "Βακτριασμός δέ και απόκινος και απόσεισις ασελγή είδη ορχήσεων εν τηι οσφύως περιφοράι" (Ο βακτριασμός και ο απόκινος και η απόσεισις ήταν άσεμνα [αισχρά] είδη χορών, επειδή κουνούσαν γύρω [στριφογύριζαν] τη μέση). Τον απόκινο αναφέρει κι ο Αθήναιος (ΙΔ' 629C, 26): "Την δ' απόκινον καλουμ΄ρνην όρχησιν... ήν και πολλαί γυναίκες ωρχούντο, ας και μακτροκτυπίας (ή μακτριστρίας) ονομαζομένας οίδα" (και [υπήρχε] ο χορός που ονομαζόταν απόκινος... τον οποίο χόρευαν πολλές γυναίκες που λέγονταν "μακτροκτυπίαι" [ή "μακτρίστριαι"], καθώς ξέρω). Πιο κάτω ο Αθήναιος (629F) συμπεριλαμβάνει τον απόκινο στους ασελγείς χορούς. | |
αχόρευτος : χωρίς εξάσκηση στο χορό και στο τραγούδι· επίσης, εκείνος που δεν συνοδεύεται από όρχηση. Ο Πλάτων (Νόμοι Β' 654Α-Β) γράφει: "Ουκούν ο μέν απαίδευτος αχόρευτος έσται, τον δε πεπαιδευμένον κεχορευκότα θετέον;" (Να δεχτούμε πως ο απαίδευτος άνθρωπος είναι χωρίς εξάσκηση στο χορό και ο μορφωμένος με εξάσκηση [στο χορό];). Μεταφορικά θλιβερός, πένθιμος, περίλυπος. |
|
άχορος : το ίδιο όπως αχόρευτος. Ο Πολυδεύκης (IV, 81) γράφει: "ηύλουν δέ το άχορον μέλος, το πυθικόν" (έπαιζαν [με τον αυλό] το πυθικό αύλημα [σόλο] που είναι χωρίς χορό [ή: το πένθιμο πυθικό αύλημα]). Θυσία άχορος: θυσία εκτελούμενη χωρίς χορό. Σημείωση: Χρησιμοποιούμενο ως επίθετο του θεού Άρη σήμαινε μεταφορικά τρομερός, που προκαλεί τρόμο. |
|
Β | |
βακτριασμός : αντί μακτρισμός. Συμπεριλαμβάνεται από τον Πολυδεύκη (IV, 101) σ' έναν αριθμό ασελγών χορών, μαζί με τον απόκινο και την απόσειση. Χορευόταν από γυναίκες που στριφογύριζαν τη μέση τους. Στον Αθήναιο χρησιμοποιείται η λέξη μακτρισμός. |
|
|
|
βαλλισμός : είδος πηδηχτού χορού με στριφογυρίσματα και χοροπηδήματα, σε χρήση στη Σικελία και στη Ν. Ιταλία. Το ρήμα βαλλίζω χρησιμοποιούνταν με τη σημασία του πηδώ, χορεύω, χοροπηδώ κινώντας τα πόδια εδώ κι εκεί· Αθήν. (Η' 362Α): βαλλίζουσιν οι κατά τήν πόλιν άπαντες τηι Θεώι", και σε άλλη παράγραφο πιο κάτω (362Β-C), όταν ο Ουλπιανός, ένας από τους δειπνοσοφιστές, αμφισβητούσε την πραγματική σημασία του ρήματος βαλλίζω σχετικά με το χορό, ο Μύριλος αναφέρει διάφορα παραδείγματα της χρήσης του ρήματος στην ελληνική γλώσσα με τη σημασία του χορεύω. |
|
βαρύλλικα : (πληθ.) είδος θρησκευτικού χορού για γυναίκες προς τιμήν του Απόλλωνα και της Άρτεμης. Πολυδ. (IV, 104): "και βαρύλλικα, το μεν εύρημα Βαρυλλίχου, προσωρχούντο δέ γυναίκες Απόλλωνι και Αρτέμιδι". | |
βαυκισμός : είδος ιωνικού χορού εύθυμου ή βακχικού χαρακτήρα· το όνομά του πήρε από το χορευτή Βαύκο. Πολυδ. (IV, 100): "και βαυκισμός, Βαύκου ορχηστού κώμος επώνυμος, αβρά τις όρχησις και το σώμα εξυγραίνουσα" (βαυκισμός, βακχικός χορός, ονομαζόμενος έτσι από το χορευτή Βαύκο· ένας μαλακός χορός που κάνει το σώμα μαλθακό). Σύμφωνα με τον Ησύχιο, έτσι ονομαζόταν και ένα είδος λυρικού τραγουδιού (ωδής), που προσαρμόστηκε στο χορό· "Ιωνική όρχησις και είδος ωδής προς όρχησιν πεποιημένον". |
|
βίβασις : είδος λακωνικού χορού που χορευόταν ιδιαίτερα στη Σπάρτη. Ήταν επίσης ένα είδος χορευτικού διαγωνισμού, στον οποίο επιτρεπόταν να παίρνουν μέρος αγόρια και κορίτσια. Σύμφωνα με τον Πολυδ. (IV, 102), οι συναγωνιστές έπρεπε να πηδούν ψηλά (άλλοτε εναλλάξ με κάθε πόδι, άλλοτε και με τα δύο πόδια) και να αγγίζουν τα οπίσθιά τους με τα πόδια τους. Ο αριθμός των πηδημάτων έκρινε το νικητή που έπαιρνε το βραβείο. Ο Πολυδεύκης αναφέρει ένα επίγραμμα για μια νικήτρια που πέτυχε να κάνει χίλια κομμάτια. | |
βρυαλλίχα και βρυλλίχα ή βρυδαλίχα (η) : είδος λακωνικού χορού προς τιμήν του Απόλλωνα και της Άρτεμης. Τον εκτελούσαν γυναίκες που φορούσαν ανδρική φορεσιά, ή άνδρες που φορούσαν γυναικεία φορέματα και χόρευαν με λάγνες κινήσεις του ισχύου. Η λέξη βρυλλίχα ή βρυδαλίχα σήμαινε, κατά τον Ησύχιο, ένα πρόσωπο που φορούσε γυναικεία φορέματα. Επίσης, η λέξη βρυλλιχίδει (Ησ.), ένα άτομο που φορούσε γυναικείο προσωπείο και φορέματα ("πρόσωπον [προσωπείο] γυναικείον περιτίθεται και γυναικεία ιμάτια ενδέδυται"). |
|
βρυαλ[λ]ίκτης : Ησ.: "πολεμικός χορευτής (ορχηστής)". | |
Γ | |
γέρανος : (α) χορός που τον εφεύρε, σύμφωνα με μια παράδοση, ο Θησέας· τον χόρεψε για πρώτη φορά στη Δήλο μαζί με τους επτά νέους και τις επτά νέες που έσωσε από τον Μινώταυρο στην Κρήτη. Οι κινήσεις του χορού επιζητούσαν να εκφράσουν τους πολύπλοκους ελιγμούς που οδηγούσαν μέσα από το λαβύρινθο προς τα έξω. Ο Πολυδεύκης (IV, 101) γράφει: "συνήθιζαν να χορεύουν το γερανό πολλοί μαζί, με τον ένα χορευτή πίσω από τον άλλο σε μια σειρά· τα άκρα της σειράς σε κάθε πλευρά τα κρατούσαν οι κορυφαίοι γύρω από τον Θησέα και [χόρευαν το γέρανο] πρώτα γύρω από τον Δήλιο βωμό, μιμούμενοι την έξοδο από το λαβύρινθο". Ο αρχηγός (κορυφαίος) του γέρανου λεγόταν γερανουλκός· Ησ.: "ο του χορού του εν Δήλωι γερανουλκός". (β) γέρανος (και γερανός) λεγόταν ο χορός που απομιμούνταν το πέταγμα των γερανών σε σειρά· πρβ. Λουκ. Περί ορχ. 34. |
|
Γέρανος |
|
γίγγρας : λεγόταν ένα είδος χορού συνοδευμένου από τον αυλό γίγγρα. Ο Πολυδεύκης (IV, 102) λέει: "ήν δέ καί γίγγρας προς αυλόν όρχημα, επώνυμον του αυλήματος" (υπήρχε και ένας χορός που λεγόταν γίγγρας και χορευόταν με συνοδεία αυλού· ονομαζόταν έτσι από το αύλημα το ίδιο). | |
γλαύξ : είδος κωμικού ή αστείου χορού, που αναφέρεται από τον Αθήναιο (ΙΔ' 629F, 27) μαζί με άλλους παρόμοιους χορούς ("γελοίαι ορχήσεις"). | |
γυμνοπαιδία, γυμνοπαιδίαι :
ετήσια τελετή ή γιορτή διαρκείας δέκα ημερών, που γινόταν στη Σπάρτη προς τιμήν του Απόλλωνα· αρχικά ήταν αφιερωμένη στη μνήμη των Σπαρτιατών που έπεσαν στη μάχη της Θυρέας. Κατά την τελετή γυμνοί έφηβοι και αγόρια εκτελούσαν γυμναστικές ασκήσεις και χορούς γύρω από τα αγάλματα του Απόλλωνα, της Άρτεμης και της Λητώς· με τις κινήσεις τους μιμούνταν την πάλη και το παγκράτιο. Τους στίχους και τη μουσική έγραφαν περίφημοι ποιητές - συνθέτες της εποχής, όπως ο Θάλητας και ο Αλκμάν. Ο χαρακτήρας των χορών και γενικά της γιορτής ήταν εξαιρετικά σοβαρός, ευπρεπής και μεγαλόπρεπος. |
|
γυμνοπαιδική : είδος χορού, παρόμοιου με την αναπάλη. Χορευόταν από αγόρια ή εφήβους γυμνούς, που μιμούνταν την πάλη και το παγκράτιο (μεικτός αγώνας πάλης και πυγμαχίας) με ρυθμικές κινήσεις· (Αθήν. ΙΔ' 630D-E, 28. Η γυμνοπαιδική ήταν ένας από τους τρεις χορούς της λυρικής ποίησης· οι δύο άλλοι ήταν η πυρρίχη και η υπορχηματική. Χορευόταν προς τιμήν του Διόνυσου και είχε δύο φόρμες (τύπους): την ωσχοφορική (προς τιμήν της Αθηνάς) και τη βακχική. |
|
γύπωνες : χορευτές στη Σπάρτη που, ανεβασμένοι πάνω σε ξυλοπόδαρα και ντυμένοι γυναικεία, χόρευαν με πηδήματα. Ο Πολυδεύκης (IV, 104) αναφέρει γι' αυτούς: "οι δέ γύπωνες, ξυλίνων κώλων επιβαίνοντες, ωρχούντο διαφανή τα ταραντίδια αμπεχόμενοι" (οι γύπωνες χόρευαν ανεβασμένοι σε ξυλοπόδαρα και ντυμένοι διαφανή γυναικεία φορέματα). | |
Δ | |
δάκτυλος : δάκτυλοι (πληθ.) ονομαζόταν ένα είδος απλού και στάσιμου, αλλά ποικίλου χορού. Ο Αθήναιος (ΙΔ' 629D, 27) περιλαμβάνει τους δακτύλους σε αυτό το είδος των χορών: "τα δε στασιμώτερα και ποικιλώτερα κια την όρχησιν απλουστέραν έχοντα καλείται δάκτυλοι, ιαμβική, μιλοσσική..." κτλ. Σημείωση: Η λέξη ποικιλώτερα στο κείμενο του Αθήναιου διαβάζεται από μερικούς πυκνότερα (σε πιο κλειστή σειρά) ή αποικιλώτερα. |
|
δεικηλιστής : (δωρ. δεικιλικτάς)· κωμικός ή μίμος που μιμούνταν διάφορους κωμικούς χαρακτήρες· ηθοποιός, γελωτοποιός, ιδιαίτερα στη Λακωνία· Ε.Μ. 260, 42: "δεικηλισταί, μιμηταί παρά Λάκωσι". Ο Αθήναιος (ΙΔ' 621F, 15) λέει ότι υπήρχαν πολλά άλλα ονόματα ("προσηγορίαι") σε διάφορα μέρη για τους δεικηλιστές· έτσι, στη Σικυώνα λέγονταν φαλλοφόροι· άλλοι τους ονόμαζαν αυτοκάβδαλους και άλλοι φλύακες (δωρ. τύπος του φλύαροι· μωρολόγοι, παλιάτσοι), ενώ οι Θηβαίοι, "οι οποίοι συνηθίζουν να δίνουν ονόματα για πολλά πράγματα", τους ονόμαζαν εθελοντές (εθελονταί). Πολλοί τους έλεγαν και σοφιστές. Οι αυτοκάβδαλοι, καθώς λέει ο Σήμος ο Δήλιος (Περί παιάνων), ονομάζονταν και ίαμβοι, όπως τα ποιήματά τους (Αθήν. ΙΔ' 622Β, 16). |
|
δεικηλιστική : είδος παντομιμικού χορού που χορευόταν σε λαϊκές γιορτές από προσωπιδοφόρους (μασκαράδες) που μιμούνταν διάφορους κωμικούς χαρακτήρες. | |
διποδία και διποδισμός· είδος λακωνικού χορού. Πολυδ.
(IV, 102): "και διποδία δε, όρχημα Λακωνικόν". Ησ.: "διποδία· είδος ορχήσεως, οι δε διποδισμός". Βλ. επίσης Αθήν. ΙΔ' 630Α, 27. Το ρήμα διποδιάζω συναντάται με τη σημασία του χορεύω το χορό διποδία. (β) διποδία, γενικά, ήταν η ένωση δύο μετρικών ποδών· επίσης, το να έχει κανείς δυο πόδια. |
|
Ε | |
εκατερίς, εκατερίδες : είδος ζωηρού πηδηχτού χορού, κατά τον οποίο οι χορευτές πηδούσαν και χτυπούσαν τα οπίσθια (τα ισχία) εναλλακτικά με τις φτέρνες (ή με τα χέρια), "εκατέραις ταις πτέρναις". Πολυδ. (IV, 102): "εκατερίδες δέ καί θερμαστρίδες, έντονα ορχήματα· το μέν χειρών κινούν, η δέ θερμαστρίς πηδητικόν" (εκατερίδες και θερμαστρίδες ζωηροί χοροί· στον πρώτο κινούν τα χέρια, ενώ στη θερμαστρίδα πηδούν)· βλ. επίσης Αθήν. ΙΔ' 630Α, 27. Ο Ησύχιος εξηγεί το ρήμα εκατερώ: "εκατερείν το προς τα ισχία πηδάν εκατέραις ταις πτέρναις" (εκατερείν, πηδώ πάνω προς τα ισχία [τα οπίσθια] με την κάθε φτέρνα χωριστά). |
|
εκπύρωσις : πυρπόληση, κάψιμο. Με την έκφραση "κόσμου εκπύρωσις" αναφέρεται στον Αθήναιο ένα είδος χορού: "καλείται δέ τις και άλλη όρχησις κόσμου εκπύρωσις. ης μνημονεύει Μένιππος ο κυνικός εν τωι Συμποσίωι (και μια άλλη όρχηση [χορός], που ονομάζεται "κόσμου εκπύρωσις" [πυρπόληση κόσμου;] και τη μνημονεύει ο κυνικός Μένιππος στο Συμπόσιό του). Καμιά πληροφορία δε δίνεται για το χαρακτήρα του χορού αυτού. | |
έξαρχος : αρχηγός του χορού· κορυφαίος. Λέγεται επίσης και ηγεμών του χορού. Σε γενική έννοια, αρχηγός. | |
επαγκωνισμός : είδος χορού που αναφέρεται από τον Αθήναιο (ΙΔ' 630Α) μαζί με άλλους χορούς, όπως ο καλαθίσκος, ο στρόβιλος κ.ά. | |
επικρήδιος : είδος κρητικού πολεμικού χορού (πυρρίχη). Αθήν. (ΙΔ' 629C, 26): "όθεν εκινήθησαν αι καλούμεναι πυρρίχαι και πας ο τοιούτος τρόπος της ορχήσεως· πολλαί γαρ αι παρονομασίαι αυτών, ως παρά Κρησίν ορσίτης και επικρήδιος" (και μπήκαν [τότε] σε χρήση οι λεγόμενες πυρρίχες και κάθε τέτοιο είδος χορού· πολυάριθμες είναι αληθινά οι ονομασίες τους, όπως λ.χ. στους Κρητικούς ο ορσίτης και ο επικρήδιος). Τίποτε το θετικό δεν είναι γνωστό για τα χαρακτηριστικά του στοιχεία. | |
επιλήνιος : δημοτικός χορός που προήλθε από τη μίμηση των κινήσεων των ανθρώπων που πατούσαν με τα πόδια τα σταφύλια για να τα συνθλίψουν. Ληνός ήταν η σκάφη (το πατητήρι), όπου πιέζονταν τα σταφύλια με τα πόδια για να βγει ο μούστος· επιλήνια λέγονταν τα τραγούδια που τα τραγουδούσαν την ώρα που πατούσαν τα σταφύλια. Έτσι λεγόταν και η γιορτή (το φεστιβάλ) του τρυγητού. | |
εσχάρινθον : λακωνικός χορός που αναφέρεται από τον Πολυδεύκη (IV, 105)· ονομάστηκε έτσι από το όνομα του εφευρέτη του ("εσχάρινθον μέν όρχησιν επώνυμον δ ήν του ευρόντος αυλητού"). | |
Η | |
ημιχόριον : μισός χορός (στο αρχαίο δράμα). Ο Πολυδεύκης (IV, 107) γράφει σχετικά: "οπόταν γαρ ο χορός εις δύο διαιρεθεί σε δύο μέρη, αυτό το πράγμα λέγεται διχορία, ενώ το καθένα από τα δ΄το τμήματα [λέγεται] ημιχόριο). | |
Θ | |
θερμαστρίς : είδος πολύ ζωηρού πηδηχτού χορού, κατά τον οποίο οι χορευτές πηδούσαν ψηλά στον αέρα και σταύρωναν τα πόδια σε σχήμα ψαλιδιού. Ησ.: "θερμαστρίς· όρχησις έντονος και διάπυρος τάχους ένεκα" (θερμαστρίς· χορός έντονος και φλογερός, εξαιτίας της ταχύτητάς του). Και ο Πολυδεύκης (IV, 102) γράφει: "θερμαστρίδες έντονα ορχήματα... η δε θερμαστρίς πηδητικόν" (οι θερμαστρίδες είναι χοροί έντονοι [ζωηροί]... και η θερμαστρίς είναι πηδηχτός [χορός]). Στον Αθήναιο (ΙΔ' 629D, 27) η θερμαστρίς περιλαμβάνεται στους μανιακούς (τρελούς) χορούς. Σημείωση: Αντί θερμαστρίς απαντά επίσης η λέξη θερμαυστρίς. Το ρήμα θερμαστρίζω και θερμαυστρίζω σήμαινε χορεύω τη θερμαστρίδα. Πρβ. Λουκ. Περί ορχήσεως 34. |
|
Ι | |
ιαμβική : είδος χορού που αναφέρεται από τον Αθήναιο (ΙΔ' 629D, 27) ως ένας "από τους λιγότερο ζωηρούς, τους πιο ποικιλμένους και πιο απλούς χορούς". | |
ίγδις : είδος κωμικού, αστείου (ή χιουμοριστικού) χορού, κατά τον οποίο οι χορευτές χτυπούσαν συνέχεια το έδαφος μιμούμενοι το κοπάνισμα με το γουδί. Η λέξη ίγδις σήμαινε το γουδί. Ο χορός αυτός αναφέρεται από τον Αθήναιο (ΙΔ' 629F, 27) ανάμεσα στους κωμικούς χορούς. Ο Αντιφάνης ο κωμικός το μνημονεύει επίσης στην κωμωδία του Κορόπλαθος: "γύναι, προς αυλόν ήλθες· ορχήσει πάλιν την ίγδιν" (ήρθες, γυναίκα, [για να χορέψεις] με συνοδεία αυλού· θα χορέψεις πάλι την ίγδι· Kock CAF II, 62, απόσπ. 127). Και λίγο πιο πέρα: "την θυΐαν [θυείαν] αγνοείς; τούτ' έστιν ίγδις" (δεν ξέρεις το γουδί; αυτό είναι η ίγδις). Συναντούμε επίσης για τον ίδιο χορό τη λέξη ίγδισμα (το κοπάνισμα με το γουδί. E.M. (S. 464, 51): "ίγδισμα |
|
ίθυμβος : βακχικός χορός και τραγούδι· Πολυδ. IV, 104: "και ίθυμβοι επί Διονύσωι" (και [ανάμεσα στους άλλους χορούς] οι ίθυμβοι προς τιμήν του Διονύσου). Ο Ησύχιος εξηγεί ότι ο ίθυμβος ήταν ένας "γελοιαστής" (γελωτοποιός). Στο λεξικό του Φωτίου (έκδ. S.A. Naber, 1864, I, 291): "ωδή μακρά και υπόσκαιος" (τραγούδι μακρό και χωρίς χάρη). | |
ιωνικόν : είδος χορού προς τιμήν της Άρτεμης στη Σικελία. Πολυδεύκης (IV, 103): "το δε ιωνικόν, Αρτέμιδι ωρχούντο Σικελιώται μάλιστα" (οι Σικελιώτες κυρίως χόρευαν το ιωνικό [ιωνικό χορό], προς τιμή της Άρτεμης). | |
Κ | |
καλαβρισμός
: ή κολαβρισμός· είδος άγριου πολεμικού χορού της Θράκης και της Καρίας στη Μ. Ασία· Πολυδ. (IV, 100): "κολαβρισμός· Θράκιον όρχημα και Καρικόν". Στον Αθήναιο (ΙΔ' 629D, 27) ο καλαβρισμός αναφέρται μαζί με τους χορούς που ήταν "λιγότερο ζωηροί, πιο ποικιλμένοι και πιο απλοί". Η μελωδία πάνω στην οποία χορευόταν ο καλαβρισμός ονομαζόταν κόλαβρος· Αθήν. ΙΕ', 697C: "Κτησιφών ο Αθηναίος ποιητής των καλουμένων κολάβρων". Επειδή η λέξη κόλαβρος σήμαινε, κατά τη Σούδα, "χοιρίδιο", ο χορός θα μπορούσε να ονομαστεί "χορός του χοίρου". Το ρήμα κολαβρίζω σήμαινε χορεύω τον κολαβρισμό· ο Ησύχιος λέει: "πηδώ". |
|
καλαθίσκος
: και χειροκαλαθίσκος· είδος χορού ή φιγούρας χορού. Ο Πολυδεύκης (IV, 105) περιλαμβάνει τον χειροκαλαθίσκο στα σχήματα της τραγικής όρχησης ("και σχήματα μην τραγικής ορχήσεως σίμη, χειροκαλαθίσκος"). Και στον Αθήναιο ο καλαθίσκος ή καλαθισμός αναφέρεται ανάμεσα στα χορευτικά σχήματα (ΙΔ' 629F, 27). Μια και η λέξη καλαθίσκος σημαίνει μικρό καλάθι, ο χορός μπορεί να ονομαστεί χορός του καλαθιού. |
|
καλλαβίς ή καλαβίς
: συνήθως στον πληθυντικό καλ[λ]αβίδες· χορός της "μέσης"· ένας έντονος και άσεμνος χορός, κατά τον οποίο περιστρεφόταν η μέση. Τον χόρευαν οι Λακεδαιμόνιοι. Ο Ησύχιος γράφει: "καλαβίς· το περισπάν τα ισχία· ή γένος ορχήσεως ασχημόνως των ισχίων κυτρουμένων" (καλαβίς· η περιστροφή των ισχίων· ή ένα είδος χορού [στον οποίο] τα ισχία λυγίζονταν [κάμπτονταν] κατά τρόπο άσεμνο). Ο Εύπολις στην κωμωδία του Κόλακες μνημονεύει τις καλλαβίδες με τους παρακάτω στίχους (Αθήν. ΙΔ' 630Α, 27): "καλλαβίδας δε βαίνει σησαμίδας δε χέζει" (περπατάει χορεύοντας καλλαβίδες και χέζει σουσαμόπιτες [σουσαμόπιτα, γλύκισμα των αρχαίων Αθηναίων, όπως το παστέλι]). Ο Αθήναιος αναφέρει τις καλλαβίδες ανάμεσα στα χορευτικά σχήματα (ΙΔ' 629F). |
|
καλλίχορος : ωραίος, καλός στο χορό (για τον Απόλλωνα)· που ταιριάζει σε ωραίους χορούς· εμφανίζεται και αντί του καλλίχωρος, με ωραίους τόπους για χορό (LSJ). | |
καρπαία
: δημοτικός ή πολεμικός χορός, που χόρευαν οι Αινιάνες και οι Μάγνητες, αρχαίες ελληνικές φυλές της Θεσσαλίας. Έγινε γνωστός από μια ενδιαφέρουσα και λεπτομερειακή περιγραφή του Ξενοφώντα στην Κύρου Ανάβαση (βιβλ. ς', Ι, 7-8). Τον χόρευαν δύο πρόσωπα και είχε σκοπό να περιγράψει με τις πολύπλοκες κινήσεις του την πάλη ανάμεσα σ' ένα γεωργό και ένα ληστή. Σύμφωνα με την περιγραφή του Ξενοφώντα, ο πρώτος χορευτής, ο γεωργός, αφού βάλει κατά μέρος τα όπλα του, μιμείται με το χορό του τις κινήσεις της σποράς και του ζευγαρίσματος, ενώ κοιτάζει γύρω σαν από φόβο. Ο δεύτερος χορευτής, ο ληστής, αρπάζει τα άρματα και του επιτίθεται. Η πάλη συνεχίζεται για ένα χρονικό διάστημα και τελειώνει, είτε με τη νίκη του ληστή, ο οποίος δένει το γεωργό και αρπάζει τα βόδια του, είτε με τη νίκη του γεωργού, ο οποίος συλλαμβάνει το ληστή, τον δένει πάνω στο ζυγό με τα βόδια και φεύγει. Η καρπαία χορευόταν με συνοδεία αυλού ("και ούτοι ταύτ' εποίουν εν ρύθμωι προς τον αυλόν"). Συναντούμε επίσης τη λέξη καρπέα ή κάρπεα· Ησ.: "κάρπεα· όρχησις Μακεδονική". |
|
καταχόρευσις : το πέμπτο και τελευταίο μέρος του πυθικού νόμου· γιορτή, εορτασμός με χορό· ο θριαμβικός χορός του Απόλλωνα για τη νίκη το πάνω στο δράκοντα. Το ρήμα καταχορεύω σήμαινε χορεύω για να γιορτάσω μια νίκη ή για να εκφράσω μια πολύ ζωηρή χαρά. | |
κελευστού όρχησις : χορός του κελευστή. Αναφέρεται στον Αθήναιο (ΙΔ' 629F, 27) ως ένας από τους χορούς με συνοδεία αυλού. | |
κερνοφόρος
: ένα είδος έντονου και ζωηρού χορού· στον Αθήναιο (ΙΔ' 629D, 27) περιλαμβάνεται, όπως η μογγάς και η θερμαστρίς, στους "μανιώδεις" χορούς. Ο Πολυδεύκης (IV, 103) λέει πως το κερνοφόρον όρχημα το χόρευαν άνδρες που έφεραν κέρνα ή εσχαρίδες (μικρά πύραυνα). |
|
κίδαρις
: ένας σοβαρός αρκαδικός χορός που αναφέρεται στον Αθήναιο (ΙΔ' 631D, 30): "η δ' εμμέλεια σπουδαία, καθάπερ και η παρ' Αρκάσι κίδαρις, παρά Σικυωνίοις τε ο αλητήρ" (η εμμέλεια είναι σοβαρή, όπως η κίδαρις στους Αρκάδες και ο αλητήρ στους Σικυώνιους). Η λέξη κίδαρις σήμαινε επίσης το κάλυμμα της κεφαλής των βασιλιάδων της Περσίας (τιάρα). |
|
κνισμός : είδος χορού που αναφέρει ο Πολυδεύκης (στο κεφ. "Περί ειδών ορχήσεως", IV, 100), χωρίς καμιά ένδειξη για το χαρακτήρα του. | |
κόρδαξ
: κωμικός χορός· επίσης, χορός της αρχαίς κωμωδίας. Τον θεωρούσαν χιουμοριστικό και κάποτε κοινό ή χυδαίο ή ακόμα άσεμνο. Ο Αθήναιος τον βάζει μαζί με την υπορχηματική όρχηση, προσθέτοντας ότι και οι δύο είναι "παιγνιώδεις" (ΙΔ' 630Ε, 28)· λίγο πιο κάτω (631D) λέει: "ο μεν κόρδαξ παρ' Έλλησι φορτικός" (ο κόρδαξ είναι στους Έλληνες οχληρός [ή αγροίκος, χυδαίος]). Ο Πολυδεύκης (IV, 99) τον χαρακτηρίζει κωμικό· "είδη δε ορχημάτων, εμμέλεια τραγική, κόρδακες κωμικοί, σικιννίς σατυρική". Η Σούδα γράφει: "κορδακίζειν· αισχρώς ορχείται. Κόρδαξ γαρ είδος ορχήσεως κωμικής". Η εκτέλεση του κόρδακα λεγόταν κορδακισμός και κορδάκισμα· Ησ.: "οι κορδακισμοί, τα αστεία και οι κωμικοί τρόποι των μίμων". Γενικά, κορδακισμός και κορδάκισμα χρησιμοποιούνταν με τη σημασία του άσεμνου χορού. Ο χορευτής του κόρδακα ονομάζονταν κορδακιστής. |
|
κορύβαντες
: ιερείς της Κυβέλης (ή της Ρέας) στη Φρυγία, συνδεδεμένοι και με τον Διόνυσο. Οι ιεροτελεστίες τους συνοδεύονταν με οργιαστική και έξαλλη όρχηση και με θορυβώδη και πολύ ερεθιστική μουσική. Η λέξη κορύβας, ως ουσιαστικό, σήμαινε ενθουσιασμό. Κορυβάντεια ρόπτρα, ταμπουρίνα κορυβάντεια. Κορυβάντειον, ο ναός· κορυβαντισμός, εξαγνισμός με κορυβαντική ιεροτελεστία. Το ρήμα κορυβαντίζω σημαίνει εξαγνίζω με κορυβαντική τελετουργία. Το ρήμα κορυβαντιώ, καταλαμβάνομαι από κορυβαντική φρενίτιδα, τρελαίνομαι κάπως ("παρεμμαίνεσθαι". Τίμαιος, Λεξ. Πλατωνικό)· κατά το LSJ, "εκτελώ την κορυβαντική τελετουργία". |
|
κορυθαλ[λ]ίστριαι
: χορεύτριες που χόρευαν προς τιμή της Αρτέμιδας κατά την τελετή του γάμου ή σε γιορτές εφήβων. Φορούσαν ανδρικά φορέματα και ξύλινες μάσκες και οι κινήσεις τους ήταν πάντα ευπρεπείς. Ο χορός τους συνδεόταν με τη γονιμότητα. Σημείωση: Κορυθάλη ή κορυθαλία ήταν μια επίκληση στην Άρτεμη (στη Σπάρτη), προστάτιδα της ευφορίας και της γονιμότητας. Έτσι ονομαζόταν επίσης ένας κλάδος ή στεφάνι ελιάς που φορούσαν κατά τους εορτασμούς αυτούς. |
|
κορυφαίος : ο αρχηγός του χορού στο αρχαίο δράμα. Ονομαζόταν και ηγεμών χορού και έξαρχος. Πολυδ. (IV, 106): "ηγεμών χορού· κορυφαίος χορού". | |
κρουπέζιον
: υποκοριστικό του κρούπεζα· ξύλινο παπούτσι χρησιμοποιούμενο για να χτυπά το χρόνο. Συνήθως ένα μικρό μετάλλινο κομμάτι στερεωνόταν από κάτω, ώστε το χτύπημα του χρόνου να είναι καθαρότερο και δυνατότερο. Πολυδ. (VII, 87): "τα δε κρουπέζια, ξύλινον υπόδημα, πεποιημένον εις ενδόσιμον χορού. Κρουπεζοφόρους δ' είπε τους Βοιωτούς Κρατίνος δια τα εν αυλητικήι κρούματα" (τα κρουπέζια [ήταν] ξύλινα παπούτσια [ή σαντάλια], που χρησίμευαν για να κρατούν το χρόνο στο χορό. Και ο Κρατίνος ονόμασε τους Βοιωτούς κρουπεζοφόρους [που έφεραν κρουπέζια] για το χτύπημα του χρόνου κατά τις αυλητικές εκτελέσεις). Με την ίδια σημασία συναντούμε και τις λέξεις κρούπεχα (πληθ. κρούπεζαι) και κρούπαλον. Τα κρουπέζια ή κρούπαλα τα φορούσε ο κορυφαίος του χορού, που οδηγούσε την όρχηση χτυπώντας το χρόνο. Ο όρος ποδοψόφος χρησιμοποιούνταν επίσης για τον άνθρωπο που χτυπούσε το χρόνο με το πόδι. |
|
κύκλιος : κυκλικός· στρογγυλός σε μια γενική έννοια. Κύκλιος χορός· χορός [όρχηση] με κυκλική διάταξη των χορευτών, που χορευόταν ιδιαίτερα γύρω από το βωμό (κυρίως του Διονύσου)· διθύραμβος. Καλλίμ. (Ύμνος στη Δήλο 313): "...περί βωμόν κύκλιον ωρχήσαντο, χορού δε ηγήσατο Θησεύς" (χόρεψαν τον κυκλικό χορό γύρω στο βωμό, με πρώτο το Θησέα). | |
κωμαστική όρχηση : είδος βακχικού χορού συνδεδεμένου με τον κώμο. Επίσης, κωμαστικά μέλη, τραγούδια που τραγουδιόνταν στον κώμο. | |
κώμος : είδος βακχικού χορού, που παρουσιαζόταν συνήθως στις διονυσιακές τελετές· Πολυδ. (IV, 100): "και ήταν επίσης ο κώμος, είδος όρχησεως". | |
Λ | |
λομβρότερον : είδος άσεμνου χορού που αναφέρει ο Πολυδεύκης (IV, 105): "λομβρότερον δέ, ήν ωρχούντο γυμνοί σύν αισχρολογίαι" (και το λομβρότερον, που χορευόταν από γυμνούς άνδρες με αισχρολογίες). Κατά τον Δημ. και LSJ, λομβρότερον είναι ο συγκριτικός βαθμός του λομβρός και σημαίνει "πιο άσεμνος, πιο αισχρός". | |
Μ | |
μαγωδός
: κωμικός της παντομίμας, που με συνοδεία τυμπάνων και κυμβάλων μιμούνταν αισχρούς και κακοήθεις χαρακτήρες, όπως μοιχούς και μαστροπούς. Στον Αθήναιο (ΙΔ' 621C, 14) διαβάζουμε: "ο μαγωδός, όπως ονομάζεται, συνοδεύεται από τύμπανα και κύμβαλα, και όλα τα φορέματά του είναι γυναικεία· χορεύει με άσεμνες χειρονομίες και κάνει καθετί ξετσίπωτο, πότε υποκρινόμενος τις μοιχαλίδες ή τις μαστροπούς, και πότε έναν μεθυσμένο που πάει να συναντήσει την ερωμένη του σε οργιαστικό γλέντι". μαγωδία και μαγωδή είναι η παντομιμική εκτέλεση του μαγωδού. Η μαγωδία πήρε το όνομά της από τα μαγικά μέσα που χρησιμοποιούσε ο μαγωδός και από τις μαγικές δυνάμεις που πρόβαλλε. |
|
μακτρισμός
: ασελγής χορός που χορευόταν από γυναίκες με στριφογύρισμα των ισχίων. Στον Αθήναιο (ΙΔ' 629C, 26), ο μακτρισμός είναι νεότερη ονομασία του χορού απόκινος· σ' έναν κατάλογο όμως γελοίων ή κωμικών χορών, στην παράγραφο 629F, ο μακτρισμός και ο απόκινος αναφέρονται σαν δύο διαφορετικοί χοροί. Ο Πολυδεύκης (IV, 101) χρησιμοποιεί τη λέξη βακτριασμός για τον ορισμό του μακτρισμού. |
|
μήνες : είδος χορού που αναφέρεται από τον Πολυδεύκη (IV, 104) ότι πήρε το όνομά του από τον επινοητή του, ένα μαχητή ή αθλητή που λεγόταν Μήν: "επώνυμον δ' ήν τυ ευρόντος αθλητού". Η λέξη δεν εμφανίζεται αλλού. | |
μίμαυλος : μίμος συνοδευόμενος από αυλό· "Κλέων ο μίμαυλος" (Αθήν. Ι' 452F). Ησ.: "μιμαυλείν· ειμί μίμαυλος". | |
μιμητική : η τέχνη της μίμησης. Κατά τον Πολυδεύκη (IV, 104) ήταν είδος χορού, όπου οι χορευτές μιμούνταν "εκείνους που συλλαμβάνονταν να κλέβουν". | |
μογγάς : είδος πολύ έντονου (τρελού) χορού, που αναφέρεται από τον Αθήναιο (ΙΔ' 629D, 27): "μανιώδεις δ' εισίν ορχήσεις κερνοφόρος και μογγάς και θερμαστρίς (μανιώδεις [ορμητικοί, τρελοί] χοροί είναι η κερνοφόρος, η μογγάς και η θερμαστρίς). | |
μόθων : είδος άσεμνου και αισχρού χορού, με πηδήματα των ποδιών ως τα οπίσθια. Πολυδ. (IV, 101): "ο δε μόθων, όρχημα φορτικόν και ναυτικόν" (και ο μόθων είναι ένας άσεμνος και ναυτικός χορός). | |
μολοσσική : είδος χορού, που αναφέρεται από τον Αθήναιο (ΙΔ' 629D, 27) σαν ένας από τους λιγότερο ζωηρούς, πιο ποικιλμένους και απλούστερους χορούς. | |
μορφασμός : είδος κωμικού χορού, κατά τον οποίο οι χορευτές μιμούνταν διάφορα ζώα. Ο Πολυδεύκης (Περί ορχήσεως IV, 103) λέει: "ο δε μορφασμός παντοδαπών ζώων μίμησις ήν" (ο μορφασμός ήταν μίμηση ζώων όλων των ειδών). Στον Αθήναιο (ΙΔ' 629F, 27) ο μορφασμός περιλαμβάνεται στους αστείους (κωμικούς) χορούς. | |
Ν | |
νιβατισμός : είδος φρυγικού χορού που αναφέρεται από τον Αθήναιο (ΙΔ' 629D, 27), χωρίς άλλη πληροφορία. Ο Ησύχιος λέει: "είδος ορχήσεως βαρβαρικής". | |
Ξ | |
ξιφισμός : χορός του σπαθιού. Πολυδ. (IV, 100): "εκαλείτο δέ τι και ξιφισμός" (και [ένα είδος χορού] ονομαζόταν ξιφισμός). Ο Ησύχιος και ο Αθήναιος θεωρούν τον ξιφισμό σχήμα (φιγούρα) χορού. (Ησ.: "σχήμα ορχηστικόν της λεγομένης εμμελείας ορχήσεως". | |
Ο | |
όκλασμα : είδος ζωηρού χορού περσικής προέλευσης, κατά τον οποίο περιοδικά έκαμπταν τα πόδια σε όκλαση. Τον εκτελούσαν γυναίκες κατά την τελετή των Θεσμοφορίων προς τιμή της Δήμητρας της Θεσμοφόρου. Πολυδ. (IV, 100): "και όκλασμα, ούτω γαρ εν Θεσμοφοριαζούσαις ονομάζεται το όρχημα το περσικόν και σύντονον..." (και το όκλασμα· έτσι ονομάζεται ο πολύ ζωηρός περσικός χορός που χορεύεται από θεσμοφοριάζουσες [γυναίκες που έπαιρναν μέρος στα Θεσμοφόρια]). | |
όρμος : είδος κυκλικού χορού. Κατά την περιγραφή του Λουκιανού (Περί ορχήσεως 12) χορευόταν από μικτή ομάδα κοριτσιών και εφήβων, σε σχηματισμό που έμοιαζε με περιδέραιο. Οδηγώντας (σύροντας) το χορό, ένας έφηβος μιμούνταν πολεμικά σχήματα με νεανικές κινήσεις. Μια κορασίδα ακολουθούσε με σεμνές και συγκρατημένες κινήσεις. Έτσι, καταλήγει ο Λουκιανός, σύνεση και γενναιότητα συνδυάζονταν στον όρμο. | |
ορσίτης : κρητικός πολεμικός χορός που αναφέρεται στον Αθήναιο (ΙΔ' 629C, 26). Μερικοί συγγραφείς πιστεύουν ότι και οι δύο χοροί ορσίτης και επικρήδιος είναι διαφορετικά ονόματα του ίδιου χορού. Τίποτε δεν είναι γνωστό για το χαρακτήρα του. | |
όρχησις : χορός. | |
ορχηστική
: η τέχνη του χορού. Η όρχηση είναι μια τέχνη, που οι Έλληνες καλλιεργούσαν από πολύ μακρινή εποχή. Σύμφωνα με μια πανάρχαιη παράδοση, η Ρέα, μητέρα των ολύμπιων Θεών, ήταν η πρώτη που μαγεύτηκε από αυτή την τέχνη· εκείνη με τη σειρά της δίδαξε το χορό στους ιερείς της, τους Κουρήτες στην Κρήτη και τους Κορύβαντες στη Φρυγία. Στα ομηρικά χρόνια το τραγούδι και ο χορός ήταν απαραίτητα στοιχεία κάθε θρησκευτικής τελετής και κάθε εθνικής ή κοινωνικής γιορτής. Ακόμη και στα μυστήρια, ο χορός ήταν ένα μέσο μύησης· ο Λουκιανός στο βιβλίο του Περί ορχήσεως (παρ. 15) λέει πως καμιά αρχαία τελετή δε γινόταν χωρίς όρχηση· και πως ο Ορφέας και ο Μουσαίος, εξαίρετοι χορευτές οι ίδιοι, έχουν νομοθετήσει ότι η μύηση πρέπει να γίνεται με το ρυθμό της όρχησης ("συν ρυθμώι ορχήσει μυείσθαι"). Θεωρούνταν πλεονέκτημα για τον καθένα, κυρίως για τις ανώτερες τάξεις, να μυηθούν στα μυστικά της τέχνης της Τερψιχόρης· τα δύο παιδιά (γιοί) του Αλκίνοου, βασιλιά των Φαιάκων, χόρεψαν με θαυμαστή τέχνη στη γιορτή που δόθηκε προς τιμή του Οδυσσέα (Οδύσ. ι 370-380). Ο Λουκιανός αναφέρει το παράδειγμα του Σωκράτη, ενός από τους θαυμαστές αυτής της τέχνης και της ευεργετικής της επίδρασης. Μπορούμε να πάρουμε κάποια ιδέα των βημάτων, των κινήσεων, των χορογραφικών συνδυασμών και γενικά του χαρακτήρα των διαφόρων χορών από παραστάσεις σε αγγεία, ανάγλυφα, τοιχογραφίες, επιγραφές, καθώς και από λίγους αρχαίους συγγραφείς που ασχολήθηκαν με την τέχνη της όρχησης και με τους διάφορους χορούς της εποχής τους. Ιδιαίτερη αναφορά μπορεί να γίνει στα ακόλουθα έργα: Πλάτων, Νόμοι Ζ'· Ξενοφών, Συμπόσιον Β' ΙΧ (περιγραφή χορών από επαγγελματίες χορευτές)· Πλούταρχος, Προβλήματα συμποσιακά ΙΧ, 15 (τεχνική ανάλυση των τριών μερών της όρχησης: φοράς, σχήματος και δείξης)· Λουκιανός, Περί ορχήσεως (λεπτομερειακή εξέταση της τέχνης της όρχησης και της μεγάλης ηθικής και παιδευτικής αξίας της, περιγραφή ορισμένων χορών κ.λπ.)· Λιβάνιος, Προς Αριστείδην υπέρ των ορχηστών ή υπέρ των μίμων. Επίσης, Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί ΙΔ'· Πολυδεύκης, Ονομαστικόν (IV, 14, Περί ειδών ορχήσεως) κ.λπ. ορχηστής: αρσ. (και ορχηστήρ, επικός τύπος), ορχηστρίς: θηλ. χορευτής. ορχηστοδιδάσκαλος: δάσκαλος χορού. όρχημα: χορός. Ιάπτειν ορχήματα σήμαινε ετοιμάζομαι να αρχίσω το χορό. ορχήσεως σχήματα: φιγούρες χορού. Πολλά και διάφορα χορευτικά σχήματα (φιγούρες) μνημονεύονται στον Αθήναιο (ΙΔ' 629F, 27), στον Πολυδεύκκη, στον Ησύχιο και σε άλλους. |
|
Π | |
παιδικός : παιδικός χορός, χορός αγοριών. Πλάτων (Νόμοι Β', 664C): "ο Μουσών χορός ο παιδικός". | |
περσικόν : είδος χορού περσικής προέλευσης. Στον Ξενοφώντα (Ανάβασις VI, 1, 10) διαβάζουμε: "τελικά [ο Μυσός] χόρεψε τον περσικό χορό χτυπώντας τις ελαφρές ασπίδες, και έκαμπτε τα γόνατα και ξανασηκωνόταν· και τα έκανε όλα αυτά με ρυθμό, με συνοδεία αυλού". Αριστοφ. (Θεσμοφοριάζουσαι 1175): "επαναφύσα περσικόν" (παίξε πάλι στον αυλό την περσική [χορευτική μελωδία]). | |
πινακίς
: είδος χορού συνοδευόμενου από αυλό. Αθήν. (ΙΔ' 629F, 7): "χόρευαν με συνοδεία αυλού το χορό των κωπηλατών και την καλούμενη πινακίδα". Και ο Πολυδεύκης (IV, 103): "τας δε πινακίδας ωρχούντο ουκ οίδα είτ' επί πινάκων, είτε πίνακες φέροντες" (χόρευαν τις πινακίδες, δεν ξέρω, όμως, πάνω σε πινάκια ή κρατώντας πινάκια). Σημείωση: Η πινακίς ήταν ένα μικρό πινάκιο, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και σκεπασμένο με κερί· το χρησιμοποιούσαν για να κρατούν σημειώσεις, λογαριασμούς κ.λπ. |
|
ποδίκρα : είδος λακωνικού χορού που αναφέρει ο Ησύχιος, χωρίς καμιά ένδειξη για το χαρακτήρα του ("όρχησις προς πόδα γινομένη, Λάκωνες"). | |
ποδισμός : είδος χορού, αναφερόμενου από τον Πολυδεύκη (IV, 99) στο κεφάλαιο Περί ειδών ορχήσεως, χωρίς άλλη πληροφορία, εκτός από το όνομα του χορού. | |
πρόσχορος : μέλος ενός χορού, ιδιαίτερα συγχορευτής. Πολυδ. (IV, 106): "πρόσχορον δε και συγχορεύτριαν είρηκε την χορεύουσαν Αριστοφάνης" | |
πρύλις
: είδος πολεμικού χορού, κρητικός πυρρίχιος, χορευόταν με οπλισμό. Καλλίμαχος Ύμνος στον Δία (51): "Κούρητές σε περί πρύλιν ωρχήσαντο" (οι Κουρήτες χόρεψαν τον πολεμικό χορό γύρω σου). Σύμφωνα με μερικές πηγές, η πυρρίχη ονομαζόταν πρύλις από τους Κυπρίους (Αριστοτ. απόσπ. 519 στα Schol. Pind. Carm. του A. B. Drachmann, II, 52· FHG II, 166, απόσπ. 205 και σ. 182, απόσπ. 257α). |
|
πυρρίχη
: το πιο σημαντικό είδος (ή τάξη) πολεμικού χορού. Η πυρρίχη
ήταν ένας μεγαλοπρεπής, γρήγορος, λαμπρός και εντυπωσιακός χορός· χορευόταν είτε από ένα πρόσωπο είτε από ένα ή περισσότερα ζεύγη χορευτών, που έφεραν πανοπλία (ασπίδα και δόρυ ή σπαθί) και μιμούνταν τις κινήσεις των πολεμιστών, σε επίθεση και σε άμυνα. Χορευόταν συνήθως στις δωρικές πολιτείες, κυρίως στη Λακωνία. Στη Σπάρτη χορευόταν από νέους, κατά την τελετή των Διόσκουρων (Κάστορα και Πολυδεύκη). Τον 6ο αιώνα π.α.χ.χ. εισάγεται και στην Αθήνα, στον εορτασμό των Παναθηναίων· στο χορό συμμετείχαν παιδιά, νέοι και άνδρες. Σε νεότερα χρόνια η πυρρίχη εκφυλίστηκε σε χορό των συμποσίων· ο Ξενοφών (Ανάβασις σ' 1 και 12) αναφέρει πως, κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου, μια ορχηστρίδα με ελαφριά ασπίδα χόρευε την πυρρίχη με ανάλαφρο τρόπο. Στην εποχή του Αθήναιου (2ος - 3ος αι. μ.α.χ.χ.), η πυρρίχη χορευόταν ακόμα στη Λακωνία, αλλά ως προγύμνασμα για τον πόλεμο· "όλοι οι άρρενες στη Σπάρτη μαθαίνουν να χορεύουν την πυρρίχη από την ηλικία των πέντε ετών. Η πυρρίχη στην Αθήνα, επειδή έχει διονυσιακό χαρακτήρα, είναι πιο ήπια, γιατί οι χορευτές τώρα φέρουν θύρσους (ραβδιά καλαμιού με φύλλα κισσού και αμπέλου), αντί σπαθιά και λαμπάδες" (ΙΔ' 631Α, 29). |
Γλυπτό με γυμνούς άνδρες που χορεύουν τον πυρρίχιο |
Η ετυμολογία της λέξης πυρρίχη δεν έχει διασαφηνιστεί. Κατά τον Αριστόξενο (Αθήν. 630D), ο χορός αυτός ονομάστηκε πυρρίχη από έναν Λάκωνα (ή Κρητικό, κατά τον Πολυδεύκη, IV, 99) ήρωα ή χορευτή, ονομαζόμενο Πύρριχο· ο Αθήναιος προσθέτει πως κατά την εποχή του το όνομα Πύρριχος συνηθιζόταν ακόμα στη Λακωνία. Άλλοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η λέξη παράγεται από τον Πύρρο, άλλο όνομα του Νεοπτολέμου, γιού του Αχιλλέα, ο οποίος, σύμφωνα με μια παράδοση, υπήρξε ο πρώτος που χόρεψε την πυρρίχη, μετά τη νίκη του στη σύγκρουση με τον Ευρύπυλο, σύμμαχο των Τρώων. Σύμφωνα με μια άλλη υπόθεση, το όνομα προήλθε από τη λέξη "πυρά" (νεκρική πυρά), γιατί ο Αχιλλέας χόρεψε πρώτα την πυρρίχη γύρω από την πυρά, πάνω στην οποία κάηκε ο σορός του φίλου του Πάτροκλου. Ο Πρόκλος (Χρηστομ.) αναφέρει πως "μερικοί αποδίδουν την επινόηση της πυρρίχης στους Κουρήτες· άλλοι στον Πύρρο, γιο του Αχιλλέα." Η πυρρίχη είχε σημαντικό παιδευτικό χαρακτήρα και γι' αυτό δινόταν ιδιαίτερη προσοχή στα τραγούδια που συνόδευαν το χορό. Αθήν.: "τακτέον δ' επί της πυρρίχης τα κάλλιστα μέλη και τους ορθίους ρυθμούς" (στην πυρρίχη έπρεπε να γίνεται χρήση των πιο ωραίων μελωδιών και των εξυψωτικών ρυθμών). Η πυρρίχη συνοδευόταν από τραγούδια που τραγουδούσαν είτε οι χορευτές οι ίδιοι ή, συνηθέστερα, άλλοι εκτελεστές. πυρριχίζω : χορεύω την πυρρίχη. πυρρίχιος : ο χορός της πυρρίχης. |
|
Σ | |
σίκιννις
: χορός του σατυρικού δράματος, που χορευόταν με γρήγορες, ζωηρές κινήσεις και πηδήματα και με πολύ θόρυβο. Ο Πολυδεύκης (IV, 100) θεωρεί τη σίκιννι ένα από τα τρία κύρια είδη χορών, μαζί με την εμμέλεια και τον κόρδακα. ("Εϊδη δε ορχημάτων, εμμέλεια, τραγική, κόρδακες, κωμική, σίκιννις, σατυρική"). Κατά τον Αθήναιο, μερικοί πιστεύουν πως η σίκιννις εφευρέθηκε από ένα βάρβαρο (ξένο) ή Κρητικό, που ονομαζόταν Σίκιννος· κατά τον Αθήναιο, επίσης, ο Σκάμων ισχυρίζεται πως το όνομά της προήλθε από το ρήμα σείεσθαι και πως την πρωτοχόρεψε ο Θέρσιππος. Σύμφωνα με άλλους συγγραφείς, η σίκιννις χορευόταν από Σατύρους και το όνομά της προήλθε από τις εξαιρετικά γρήγορες κινήσεις του χορού. Ο Λουκιανός (Περί ορχησ. 22) υποστηρίζει ότι η σίκιννις εφευρέθηκε από τη Σίκιννι: "ή εκ Σικίννιδος, νύμφης της Κυβέλης, μολονότι από την αρχή χορευόταν προς τιμήν του Σαβάζιου). Σαβάζιος ή Σεβάζιος ήταν μια φρυγική θεότητα, τα μυστήρια της οποίας έμοιαζαν με τις τελετές του Βάκχου. |
|
σιμωδία : είδος άσεμνου χορού. | |
σκωψ και σκωπίας
: είδος χορού, κατά τον οποίο οι χορευτές στρέφουν το λαιμό κατ' απομίμηση της κουκουβάγιας. Πολυδ. (IV, 103): "ην δε τις και σκωψ, το δ' αυτό σκωπίας, είδος ορχήσεως έχον τινά του τραχήλου περιφοράν κατά την του όρνιθος μίμησιν, ός υπ' εκπλήξεως τήν όρχησιν αλίσκεται" (υπάρχε και ένα είδος χορού, που λεγόταν σκωψ και σκωπίας, με περιστροφική κίνηση του λαιμού κατ' απομίμηση του πουλιού, που καταλαμβάνεται από έκπληξη) Στον Αθήναιο (ΙΔ', 629F, 27), οι λέξεις σκωψ και σκώπευμα περιλαμβάνονται στα χορευτικά σχήματα. |
|
σοβάς : είδος χιουμοριστικού ή κωμικού χορού (Αθήν. ΙΔ' 629F, 27). | |
στρόβιλος
: είδος χορού με περιστροφική κίνηση, όμοιος με το βαλλισμό (Πολυδ. IV, 101 και Αθήν. 630Α, 27). Ο Φρύνιχος στην Επιτομή του (σ. 110) γράφει: "στρόβιλος... και μεταφορικώς κέχρηται επί ωδής κιθαρωδικώς πολύν έχουσης τον τάραχον" (στρόβιλος... χρησιμοποιείται μεταφορικά για το κιθαρωδικό τραγούδι που έχει πολλή ταραχή). Μερικοί μελετητές δίνουν στη λέξη στρόβιλος (όπως χρησιμοποιείται στην κωμωδία του Φερεκράτη Χείρων, στο απόσπασμα που διασώθηκε) τη σημασία ενός μικρού υποστηρίγματος που τοποθετούνταν κάτω από τις χορδές και τροποποιούσε το κούρδισμα μιας ή περισσότερων χορδών, όταν στρεφόταν. |
|
στροφή : η στροφή του χορού στο αρχαίο δράμα από αριστερά προς τα δεξιά, πάνω στην ορχήστρα· επίσης, η ωδή που τραγουδούσαν κατά τη στροφή· η στροφή του χορού προς την άλλη πλευρά λεγόταν αντιστροφή· έτσι λεγόταν και η ωδή που τραγουδούσαν κατά την αντιστροφή. | |
συγχορευτής : εκείνος που χορεύει με άλλους· σύντροφος στο χορό (Δημ., LSJ). Θηλυκό: συγχορεύτρια. Το ρήμα συγχορεύω σήμαινε, όπως και σήμερα, χορεύω με άλλους, συμμετέχω στο χορό. | |
σύγχορος : σύντροφος στο χορό (χορωδία, κυρίως) | |
συρτός : (ή σύρτης)· είδος χορού που μνημονεύεται στην Επιγραφή του Επαμεινώνδα (μέσα του 1ου αι. μ.α.χ.χ.), που βρέθηκε στη Βοιωτία· είναι η ακόλουθη: "τας δε πατρίους πομπάς μεγάλας και την των συρτών πάτριον όρχησον θεοσεβώς επετέλεσεν" (με θεοσέβεια τέλεσε τις μεγάλες εθνικές πομπές και την εθνική όρχηση του συρτού). | |
σχιστάς έλκειν : έκφραση που σήμαινε χορεύω ή εκτελώ μια φιγούρα ενός γυναικείου χορού με τολμηρές κινήσεις των σκελών. Πολυδ. (IV, 104): "ην δε και σχιστάς έλκειν, σχήμα ορχήσεως χορικής, έδει δε πηδώντα και επαλλάττειν τα σκέλη" (και υπήρχε επίσης η σχιστάς έλκειν, μια μορφή (φιγούρα) χορικής όρχησης, [κατά την οποία] έπρεπε κανείς να πηδά και να διασταυρώνει τα σκέλη). | |
Τ | |
τελεσιάς
: είδος πολεμικού ή ενόπλιου χορού. Κατά τον Ιππαγόρα (Αθήν. ΙΔ', 630Α, 27), "η τελεσιάς είναι πολεμικός χορός· το όνομά της προέρχεται από κάποιον Τελεσία, που τον χόρεψε ένοπλος". Ο Πολυδεύκης επίσης αναφέρει (IV, 100): "ενόπλιοι ορχήσεις πυρρίχη τε και τελεσιάς, επώνυμοι δύο Κρητών ορχηστών, Πυρρίχου τε και Τελεσίου" (η τελεσιάς και η πυρρίχη είναι ενόπλιοι χοροί, που ονομάστηκαν έτσι από δύο Κρητικούς χορευτές, τον Πύρριχο και τον Τελεσία). |
|
τετράγωνος χορός : χορός (χορωδία) τοποθετημένος σε τετράγωνο σχήμα· Τίμαιος (FHG I, 201, απόσπ 44 και Αθήν. Ε' 181C, 28): "Οι δε Λακωνισταί λεγόμενοι εν τετραγώνοις χοροίς ήδον" (οι λεγόμενοι λακωνιστές τραγουδούσαν [τοποθετημένοι] σε τετράγωνο σχήμα). | |
τετράκωμος : είδος πολεμικού χορού· επίσης θριαμβευτικό (επινίκιο) τραγούδι και χορός προς τιμή του Ηρακλή. Πολυδ. (Περί ορχήσεως IV, 100): "και τετράκωμος, Ηρακλέους ιερά και πολεμική [όρχησις]". Ησυχ.: "τετράκωμος, μέλος τι συν ορχήσει πεποιημένον εις Ηρακλέα επινίκιον" (τετράκωμος, επινίκιο τραγούδι με χορό προς τιμή του Ηρακλή). | |
τυρβασία : είδος βακχικού χορού που χορευόταν σε μια γιορτή προς τιμή του Διονύσου· είχε ένα πολύ ζωηρό και θορυβώδη χαρακτήρα, Πολυδ. (IV, 104): "τυρβασίαν δ' εκάλουν το όρχημα το διθυραμβικόν" (ονόμαζαν τυρβασία ένα διθυραμβικό χορό). Ησύχ.: "τυρβασία· χορών αγωγή τις διθυραμβικών" (τυρβασία· κάποια ρυθμική κίνηση διθυραμβικών χορών). | |
τύρβη
: θορυβώδης βακχική γιορτή. Παυσανίας (Κορινθιακά Β', 24): "τωι Διονύσωι δε και εορτήν άγουσι [Αργείοι] καλούμενοι Τύρβην" ([οι Αργείοι] τελούν και εορτή προς τιμή του Διονύσου, που ονομαζόταν τύρβη). Τύρβη ήταν και το όνομα του χορού που εκτελούσαν στη γιορτή. Οι όροι τυρβασία και τύρβη πιθανόν να είχαν την ίδια σημασία. Σημείωση: η λέξη τύρβη σήμαινε θόρυβο, ταραχή. |
|
Υ | |
υπογύπωνες : χορευτές, οι οποίοι κρατούσαν μπαστούνια και χόρευαν μιμούμενοι τους γέροντες. Πολυδ. (IV, 104): "οι δε υπογύπωνες, γερόντων υπό βακτηρίαις την μίμησιν είχον" (οι υπογύπωνες με μπαστούνια μιμούνταν τους γέρους). Και ο χορός τους λεγόταν υπογύπωνες. | |
υπόρχημα, υπορχηματική
: α) υπόρχημα ήταν ένα μέλος που τραγουδιόταν με όρχηση προς τιμήν του Απόλλωνα. Υπόρχημα λεγόταν και ο ίδιος ο χορός. Ο Λουκιανός (Περί ορχήσεως 16) λέει: "Στη Δήλο οι θυσίες όχι μόνο δε γίνονταν χωρίς όρχηση, αλλά γίνονταν και με χορό και με μουσική.. τα τραγούδια που σύνθεταν γι' αυτούς τους χορούς λέγονταν υπορχήματα". Και ο Πρόκλος (Χρηστομ. 17): "Υπόρχημα δε το μετ' ορχήσεως αδόμενον μέλος" (υπόρχημα ήταν ένα τραγούδι που τραγουδιόταν με όρχηση). Στο Ετυμολ. Μέγα σημειώνεται: "Υπορχήματα δε, άτινα πάλιν έλεγον ορχούμενοι και τρέχοντες κύκλωι του βωμού, καιομένων των ιερείων" (Υπορχήματα [ήταν] εκείνα τα τραγούδια που τραγουδούσαν ενώ χόρευαν και έτρεχαν γύρω από το βωμό, κατά το κάψιμο των σφαγίων). Το υπόρχημα είχε τρία σχήματα (φιγούρες)· στο πρώτο, όλα τα μέλη του χορού χόρευαν και τραγουδούσαν μαζί· στο δεύτερο, ο χορός μοιραζόταν σε δύο ομάδες, από τις οποίες η μια χόρευε και η άλλη τραγουδούσε· στο τρίτο, ο κορυφαίος τραγουδούσε, ενώ όλοι οι άλλοι χόρευαν. Το υπόρχημα συνοδευόταν στην αρχή από τη φόρμιγγα και αργότερα από τον αυλό και την κιθάρα (ή τη λύρα)· Λουκιανός Περί ορχ.16: "και εμπέπληστο των τοιούτων η λύρα" (και η λύρα γέμιζε όλα αυτά). Ο Πολυδεύκης (IV, 82) λέει πως ο δακτυλικός αυλός χρησιμοποιούνταν στα υπορχήματα. β) υπόρχησις : άλλος όρος για το υπόρχημα. γ) υπορχηματική όρχησις : σύμφωνα με μερικούς συγγραφείς, ήταν ένα είδος παιχνιδιάρικου χορού συνοδευόμενου από τραγούδι. Ήταν ένας από τους τρεις χορούς της λυρικής ποίησης (οι άλλοι δύο ήταν η πυρρίχη και η γυμνοπαιδική) και συνδεόταν με την κωμική όρχηση κόρδαξ (Αθήν. ΙΔ', 630D-E, 28). Κατά τον Πίνδαρο, τον χόρευαν οι Λάκωνες, άνδρες και γυναίκες ("ορχούνται δε ταύτην παρά τωι Πινδάρωι οι Λάκωνες, και εστίν υπορχηματική όρχησις ανδρών και γυναικών". Αθην. 631C, 30). |
|
X | |
χειρονομία
: α) παντομιμική κίνηση των χεριών εκτελούμενη με ρυθμό είτε χορεύοντας είτε κατά τη διάρκεια θεατρικής παράστασης· χρησιμοποιούνταν για να εκφράσει με τις κινήσεις των χεριών διάφορα νοήματα ή σκέψεις. Πολυδ. (ΙΙ, 153): "χειρονομήσαι δε, το ταιν χεροίν εν ρυθμωι κινηθήναι. Ηρόδοτος δε είρηκεν επί Ιπποκλείδου του Αθηναίου τοις ποσίν εχειρονόμησεν" (χειρονομώ σημαίνει κινώ τα χέρια με ρυθμό. Και ο Ηρόδοτος είπε πως ο Αθηναίος Ιπποκλείδης εχειρονόμησε [εκφράστηκε] με κινήσεις των ποδιών. Ο Πλούταρχος (Περί σαρκοφαγίας Β' 997C): "μη πυρρίχαις χαίρειν, μηδέ χειρονομίαις, μηδ' ορχήμασι". β) είδος πυρρίχης η άλλη ονομασία της. Αθήν. (ΙΔ', 631C): "καλείται δ' η πυρρίχη και χειρονομία". |
|
χειρονόμος : ο εκτελεστής χειρονομιών· ο χορευτής, που χορεύοντας εκτελούσε ταυτόχρονα και χειρονομίες. Ησύχ.: "χειρονόμος· ορχηστής". | |
χορεία
: α) είδος θρησκευτικού χορού που εκτελούσαν μπροστά στα ιερά, κατά την πομπή των Ελευσινίων. Γενικά, ένας χωρικός [χορωδιακός] χορός. Επίσης, κυκλικός χορός με τραγούδι. Σήμαινε ακόμα και χορική εξάσκηση, εκγύμναση του χορού. Πλάτων (Νόμοι Β', 654Α): "χορεία γε μήν όρχησίς τε και ωδή το ξύνολόν εστι" (χορεία, βέβαια, είναι το σύνολο χορού και τραγουδιού). Και η ΣΟύδα επίσης γράφει: "χορείαν, την μετά ωδής όρχησιν" (χορεία· όρχηση με τραγούδι). β) μια χορευτική μελωδία· Πρατίνας: "κισσοχαίτ' άναξ, άκουε τάν εμάν δώριον χορείαν" (κισσοστεφανομένε θεέ, άκουσε τη δωρική μου χορεία" [το τραγούδι μου στη δωρική αρμονία]. |
|
χόρευμα : χορικό όρχημα, χορός. Ευριπ. (Φοίνισσαι 655): "Βάκχιον χόρευμα" (βακχικός χορός). | |
χορεύς
: μέλος του χορού, τραγουδιστής ή χορευτής. Ησύχ.: "χορεύς, μελωιδεί· βακχεύς ορχείται". χόρευσις : όρχηση (Σούδα στο λ. χορεία). Πίνδαρος (Παιάν 6, 9): "ορφανόν ανδρών χορεύσιος ήλθον" χορευτής : κυρίως, χορικός χορευτής, μέλος του χορού στο δράμα. χορεύω : χορεύω με συνοδεία τραγουδιού (ή οργανικής μουσικής). Παίρνω μέρος σ' ένα χορό, σε χορευτική ομάδα. Γιορτάζω ή τιμώ με χορική όρχηση, κινούμαι σε κύκλο, σε κυκλική κίνηση. |
|
χορηγός
: ο αρχηγός του χορού, που αργότερα ονομαζόταν κορυφαίος. Στην Αθήνα, ο χορηγός ήταν επίσης το πρόσωπο που πλήρωνε τις δαπάνες της οργάνωσης του χορού και της δραματικής παράστασης. Αγέχορος ή ηγέχορος ήταν άλλοι όροι για το χορηγό· επίσης, χορηγέτης, ηγεμών (του χορού). Πλάτων (Νόμοι Β', 665Α): "Θεούς δε, έφαμεν, ελεούντας ημάς συγχορευτάς τε και χορηγούς ημίν δεδωκέναι τον τε Απόλλωνα και Μούσας, και δη και τρίτον, έφαμεν, ει μεμνήμεθα Διόνυσον" (όπως είπαμε, οι θεοί, από ευσπλαχνία, μας χάρισαν συγχορευτές και αρχηγούς χορού τον Απόλλωνα και τις Μούσες και, όπως είπαμε, έναν τρίτο, αν θυμούμαστε τον Διόνυσο). Ο Δημήτριος ο Βυζάντιος, στο τέταρτο βιβλίο του έργου του Περί ποιήσεως, λέει: "εκάλουν δε και χορηγούς ουχ ώσπερ νυν τους μισθουμένους τους χορούς, αλλά τους καθηγουμένους του χορού, καθάπερ αυτό τούνομα σημαίνει" (και ονόμαζαν [αρχηγούς χορού] όχι, όπως σήμερα, εκείνους που μισθώνουν τους χορούς, αλλά τους αρχηγούς του χορού, όπως φανερώνει η ετυμολογία της λέξης" (Αθήν. ΙΔ' 633Α-Β, 33). |
|
χοροδιδάσκαλος : δάσκαλος του χορού, εκγυμναστής χορού, εκείνος που γύμναζε και προετοίμαζε το χορό για τη δραματική παράσταση. Στην αρχή, η εκγύμναση του χορού ήταν ευθύνη του ίδιου του δραματουργού. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο Ευριπίδης αντιλήφθηκε ένα μέλος του χορού να περιγελά· στράφηκε τότε και του είπε με θυμό: "αν δεν ήσουν αναίσθητος και ανίδεος [αμαθής], δε θα γελούσες, όταν εγώ τραγουδούσα στη μιξολυδική αρμονία". | |
χορολέκτης : εκλέκτορας χορού, εκείνος που διάλεγε τα μέλη ενός χορού (Πολυδ. IV, 106). Επίσης, χοροποιός· εκείνος που σχημάτιζε το χορό. | |
χορός
: α) σύνολο ρυθμικών κινήσεων του σώματος, των χεριών και των ποδιών. Άλλος όρος για την όρχηση· β) σύνολο τραγουδιστών και χορευτών· ο χορός στο αρχαίο δράμα· γ) ο τόπος όπου γινόταν η όρχηση, ιδιαίτερα στον Όμηρο· Ομ. Οδ. θ 260: "λείηναν δε χορόν, καλόν δ' εύρυναν αγώνα" (ισοπέδωσαν [έκαναν λείο] το μέρος για το χορό [το χοροστάσι] και πλάτυναν καλά το χώρο). Στη Σπάρτη η αγορά λεγόταν χορός, γιατί οι νέοι συνήθιζαν να χορεύουν εκεί τις γυμνοπαιδίες. Παυσ. (Γ', 11, 9): "Σπαρτιάταις δε επί της αγοράς Πυθαέως τέ εστιν Απόλλωνος και Αρτέμιδος και Λητούς αγάλματα· χορός δε ούτος ο τόπος καλείται πας, ότι εν ταις γυμνοπαιδίαις... οι έφηβοι χορούς ιστάσι τωι Απόλλωνι" (στην αγορά τους οι Σπαρτιάτες έχουν αγάλματα του Πυθέα Απόλλωνα, της Αρτέμιδας και της Λητώς. Όλος αυτός ο τόπος ονομάζεται χορός, γιατί κατά τις γυμνοπαιδίες... οι έφηβοι εκτελούν χορούς προς τιμήν του Απόλλωνα). |
|
χοροστάτης
: εκείνος που σχημάτιζε το χορό· που συγκέντρωνε τα μέλη ενός χορού (χορολέκτης). Επίσης, αρχηγός, ηγέτης χορού (χορηγός). Ησύχ.: "χοροστατών· χορού κατάρχων" (χοροστατών· αρχηγός χορού). Το ρήμα χοροστατώ σήμαινε ηγούμαι του χορού, σχηματίζω το χορό, εκλέγω τα μέλη του. χοροστασία : σχηματισμός ενός χορού· επίσης, η εκτέλεση της όρχησης, επομένως όρχηση, χορός. Ησύχ.: "χοροστασία· χορός". χοροστάς : (η)· συνήθως στον πληθυντικό, χοροστάδες· γιορτές που εκτελούνταν με χορικούς χορούς. χοροψάλτρια : η κιθαρίστρια που συνόδευε το χορό, παίζοντας χωρίς πλήκτρο. |
|
χρεών αποκοπή : είδος χορού που περιλαμβάνεται σ' ένα κατάλογο κωμικών [γελοίων] χορών στον Αθήναιο (ΙΔ' 629F, 27)· καμιά πληροφορία δε δίνεται ως προς τα σχήματα (φιγούρες) και τον τρόπο της εκτέλεσής του. Ο Cobet και ο Bapp υποθέτουν ότι η έκφραση είναι "κρεών αποκλοπή"· η έκφραση αυτή έχει κάποια σχέση με ένα χορό που αναφέρει ο Πολυδεύκης (IV, 105): "μιμητικήν δε εκάλουν δι' ης εμιμούντο τους επί κλοπήι των εώλων μερών [κρεών] αλισκομένους" (ονόμαζαν μιμητική όρχηση εκείνη κατά την οποία μιμούνταν αυτούς που συλλαμβάνονταν γιατί είχαν κλέψει μπαγιάτικα κρέατα). | |
Επιστροφή στα περιεχόμενα | Διαβάστε: "Ο χορός ως δεσμός με την αρχαιότητα" |