ΙΟΥΛΙΟΣ ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ - ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΝ (βιβλίο 2ο)


ρίς καί μυκτήρ καί μυκτήρες, καί παρά τοίς ιατροίς ρώθωνες: παρά δέ Σοφοκλεί (TGF 86 N) καί μύξαι οι μυκτήρες κέκληνται, όθεν ίσως καί εν τή κοινή χρήσει λύχνοι δίμυξοι, καί εν τή κωμωδία (Aristoph Vesp 249?) τό προμύξαι τόν λύχνον. ανατέτρηνται μέντοι οι μυκτήρες δύο αυλοίς εις ολκήν πνεύματος, καί εις τόν εγκέφαλον αναδιδούσι τοίς αυλοίς: οδόν δ' εις τήν υπερώαν έχουσι, καθ' ήν τρυπήμασιν εισρεί τε καί εκρεί τό πνεύμα. ρινός δέ σχήματα γρυπός, επίγρυπος, όν βασιλικόν οίονται, σιμός, όν εύχαριν νομίζουσιν: Πλάτων (Phaedr 253 E) δέ καί σιμοπρόσωπον είρηκεν εφ' ίππου. καί ανασιμήνασθαι λέγουσι τό οσφραινόμενον τώ σχήματι τής ρινός μυσάξασθαι. επί δέ τού σιμού φαίης άν ως έστιν η ρίς εκ μέσων κοίλη, ώσπερ επί τού γρυπού ρίς καμπύλη. ευθύρρις, εφ' ού τις άν είποι δικαία ρίς, ευθυτενής, εξ ίσου τό πρόσωπον διακρίνουσα: παραπέμπει γάρ καί ευθύνει τούς οφθαλμούς τή καθ' εαυτήν ανοχή. αίσθησις δ' εστίν οσφρήσεως, καί αέρος εισροή. λέγοις δ' άν από ρινός εύρινες, άρρινες, καί ρινηλατείν τό τάς οσμάς έλκειν, καί ρινηλάτην κύνα η τραγωδία (TGF adesp 426 N). καί κατ' άλληνχρείαν οσφράσθαι, τάς οσμάς υποδέχεσθαι, έλκειν τά αποφερόμενα πνεύματα τή ρινί, τή ευωδία ευφραίνεσθαι, τήν δυσωδίαν εκτρέπεσθαι, τά ευώδη ειδέναι. η μέν ούν αίσθησις όσφρησις καλείται, τό δέ δι' αυτής οσφράσθαι, οσφρώμενος, οσμώμενος. καί οσμή πνεύμα αύρα, όζει όδωδεν: 'Αριστοφάνης (Vesp 1059) δέ καί οζήσει είρηκεν. πνεί ευώδες, καί εύπνουν, καί εύπνοια, ευοσμία, εύοσμον, δυσώδες, αώδες, δύσοσμον, δυσοσμία, δυσωδία, κακοσμία. η γάρ οδμή (Hom ε 59 saep) καί ευοδμία (Sophocl TGF 341. 2) δοκεί μέν τοίς πολλοίς είναι καλά τά ονόματα, έστι δέ ποιητικά, εν δέ τοίς καταλογάδην 'Ιωνικά καί Αιολικά: παρά μόνω δ' 'Αντιφώντι (frg 173 Bl) οδμάς καί ευοδμίαν εύροι τις άν. καί μήν καί οσμυλία ιχθύων τι γένος, η υπό τών πολλών όζαινα καλουμένη: πολύποδος δ' εστίν είδος, έχον μεταξύ τής κεφαλής καί τών πλεκτανών αυλόν δυσώδες πνεύμα αφιέντα. τραπόμενον εις τούψον λαβείν οσμύλια καί μαινίδια καί σηπίδια φησίν 'Αριστοφάνης (I frg 247 Ko). καί μέντοι χρή λέγειν εισκρίνεται κατά τάς ρίνας τό πνεύμα, εισρεί, εκρεί, εισχείται, προχείται, εισπνέομεν, εκπνέομεν, εις τόν αέρα αναπνέομεν. καί αναπνοή παρά Πλάτωνι (Tim 79 E, 91 B): η γάρ παρά Θουκυδίδη (IV 100. 4) πνοή επί φυσήματος είρηται ή ανέμου. παρά δέ Ξενοφώντι (R Eq I 10) μυκτήρες ευπνοώτεροι. διακρίνομεν δέ τά πνεύματα, δοκιμάζοντες τάς οσμάς, καί πνεύμα ειλικρινές. καί οίνος ανθοσμίας καί ευώδης. ευώδες δέ καί τό εξ αρωμάτων πνεύμα. η δ' εν τοίς τράγοις δυσωδία ώσπερ καί η εν ταίς μασχάλαις, κινάβρα καλείται. καί γράσος δ' είρηται αλλαχού τε καί εν Πόλεσιν Ευπόλιδος (I frg 242 Ko). 
νοσήματα δέ ρινών τό μέν εκ ψύξεως κόρυζα καί κατάρρους, τό δέ δυσίατον πουλύπους. τό ρεύμα μύξα κατά `Ιπποκράτην (de morb II 19, VII 34 L) καί κόρυζα κατά τούς 'Αττικούς. καί τό ταύτην αφαιρείν απομύττειν. τό δ' απεμύττετο ‘ύλιζε τάς ρίνας’ έφη Κρατίνος (I frg 354 Ko): ήδη δέ τινες τών κωμικών (Menand III frg 493 Ko) τό επί κέρδει εξαπατάν απομύττειν είπον. μυκτηρίζειν δέ Λυσίας (frg 323 Tur) καί τό μυσάττεσθαι, από τού τώ μυκτήρι ενδείκνυσθαι τό δυσχεραίνειν. γίνεται δέ διά μυκτήρων καί τό ρέγχειν. τόν δ' είρωνα ένιοι (Timon Phl frg 50 W) μυκτήρα καλούσιν, καί μυκτηρισμόν τήν εξαπάτην Μένανδρος (III frg 1039 Ko). 
τής δέ ρινός μέρη, τά μέν κοιλώματα θαλάμαι, μυκτήρες, μυξωτήρες, οχετεύματα. αυτής δέ τής ρινός τό μέν υπό τάς οφρύς ηθμός, δι' ού διηθείται τό πνεύμα, τό δέ μέσον χόνδρος, τά δ' εκατέρωθεν επί τά μήλα νεύοντα οστώδη ρινός ράχις. τό δέ τά τρυπήματα διαιρούν ώσπερ τειχίον κίων καί διάφραγμα καί στυλίς: ένιοι δέ τό μέν ένδον διατειχίζον διάφραγμα ρινός, τό δ' υπέρ αυτό προύχον σαρκώδες, ως επί τό χείλος φέρον, κίονα. τό δ' ακρορρίνιον όλον σφαιρίον: καί τά μέν έξωθεν τού σφαιρίου εκατέρωθεν απήναι ή πτερύγια, τά δ' ένδοθεν μύξαι τε καί θαλάμαι, τό δέ έδαφος αυτών ληνοί. αι δ' υπό ρινί τρίχες μύσταξ καί υπορρίνιον, καί προπωγώνιον η πρώτη βλάστη: αι δέ πρός τώ κάτω χείλει πάππος, τό δ' εξ αμφοίν υπήνη. 
καί μήν επί γε τά ώτα ανιόντων, αι μέν υπέρ τό μέτωπον παρά τούς κροτάφους σάρκες μύες -- οι δέ καί κέρατα αυτούς εκάλεσαν -- τά δ' ώτα καί ακοαί, τό τε μέρος καί τό έργον. καί ακούειν, κατακούειν, υπακούειν, παρακούειν. υπήκοοι, κατήκοοι, ευήκοοι, δυσήκοοι, ανήκοοι, οξυήκοοι, βαρυήκοοι, αυτήκοοι, αξιάκουστον, ανηκουστείν, ανήκουστον ως Ξενοφών (Cyneg III 8), ανηκόως, ανηκουστία, άκουσμα: Αισχίνης δ' ο ρήτωρ (III 241) καί ακρόαμα είπεν, ώσπερ καί Ξενοφών (Conviv II 2, Hier I 14). φαύλον δ' ο Μενάνδρου (III frg 988 Ko) ακουστής αντί τού ακροατής. παρά δέ Πλάτωνι (Leg IV 711 E) ξυνήκοοι. καί εισακούσαι. καί ‘επήκοος γενού’ εν ευχή παρά τώ κωμικώ Φρυνίχω (I frg 73 Ko). κωφός, κωφότης. κυψέλη δέ τό εμφράττον τήν ακοήν καί κυψελίς: πεφράχθαι τά ώτα, καί επιλαβείν τά ώτα, καί εμπεπλήσθαι τήν ακοήν τό ταίν χεροίν φραγήναι καί επισχείν. καί διατεθρύληκέ μου τά ώτα. 
επί δέ τών εν γυμνασίοις πληγών τά ώτα κατεαγέναι, καί ωτοκάταξις. ωτογλυφίς δ' είρηται παρά Πλάτωνι τώ κωμικώ εν Συμμαχία (I frg 148 Ko): ‘ωτογλυφίδα λαβούσα ανασκάλλεται.’ ο δέ φιλόσοφος Πλάτων (?) αμφωτίδας λέγει: καί νεώς δ' επωτίδες ονομάζονται καί αμφωτίδες. ενώτια ο κόσμος ο εν τοίς ωσίν: τά δ' αυτά καί ελλόβια καί ελικτήρες. εκαλούντο δέ τινες ώτα καί οφθαλμοί βασιλέως, οι τά λεγόμενα διαγγέλλοντες καί τά ορώμενα: από δέ τών ώτων τούτων τό ωτακουστείν πεποίηται. Αισχίνης δ' ο Σωκρατικός (p 29 C F Herm) καί επ' αμφότερα τά ώτα καθεύδειν λέγει. σκολιός δ' ο τής ακοής πόρος ο παραπέμπων τήν φωνήν εις τά περί τήν ψυχήν. μετά δέ τούς κροτάφους δύο οστών εισί πλαγίων συμβολαί, περιειληφότων τά ώτα, ονομάζονται δέ ζυγώματα καί καρκίνοι. τών γε μήν ώτων η μέν έξωθεν περιβολή κοχλίας, η δ' ένδοθεν σκάφος. καί τό μέν επί τούς κροτάφους επικλινές πτερύγιον, τό δέ κάτω λοβός, τό δ' ένδον κυψέλη, αφ' ής ο ρύπος κυψελίς, τό δέ κοίλον αστακός, τό δ' ώσπερ έδαφος κρότων. τού δέ κοίλου τό μέν υπό τό πέρας τού κροτάφου υπανεστηκός εις τό έσω νεύον τράγος, τό δ' αντικείμενον αντίτραγος, ώσπερ καί τού λοβού τό μέν προύχον προλόβιον, τό δέ περί τή κυψέλη τέττιξ, τό δ' υπέρ τόν τέττιγα τραχυνόμενον, όπερ εστί τής άνω περιφερείας πέρας, αντιλοβίς. καί τό μέν πρός τώ κροτάφω τού τράγου ακόνη, η δέ περί τή κυψέλη κοιλότης εχινίσκος, τό δέ κατά τό τρύπημα μέρος καμάρα, τό δ' εντός κύαρ. μήκων δέ τό κατά τήν ρίζαν υπό τόν λοβόν. η δέ πάσα περιαγωγή τού ωτός υπό τό πτερύγιον έλιξ, καί τό ανθεστηκός αυτή ανθέλιξ, καί τό υπ' αυτή κόγχη. ταύτα μέν δή ιατροί προσεξεύρον τά ονόματα: ο δ' 'Αριστοτέλης (Hist An I p 492 15) τά περί τό ούς μέρη ανώνυμα ώετο πλήν λοβού. 
ρινός δ' εκατέρωθεν ανέστηκεν υπέρ τάς παρειάς τά καλούμενα μήλα, ή εστιν υποφθάλμιος φρουρά τών οφθαλμών, ως διατειχίζοιντο εις ασφάλειαν άνωθεν μέν ταίς τών οφρύων προβολαίς, κάτωθεν δέ ταίς τών μήλων ανοχαίς. ωνόμασται δέ διά τό ανθείν εν ώρα. παρειαί δέ καί γνάθοι άν καλοίντο. καί όνομα μέν από τών παρειών ο ευπάρειος καί η καλλιπάρειος. λέγοιντο δ' άν ανθούσαι παρειαί, ευανθείς, ερυθαινόμεναι, λάμπουσαι, στίλβουσαι, ερυθριώσαι, υποφαίνουσαι τήν τής αιδούς χροιάν, ως υπολάμπειν αυταίς τό ήθος, ως εμφαίνεσθαι τήν αιδώ. 
περί δέ ταύταις η μέν πρώτη τριχών άνθη χνούς, όθεν καί τό χνοάζειν παρά τοίς ποιηταίς (Soph O R 742), καί ίουλος παρά τό έρπειν, καί πώγων, επειδάν υποπλησθή. καί γένειον δέ κατά χρήσιν ονομάζεται, όθεν καί ο αγένειος, βαθυγένειος, ευγένειος, μαδηγένειος, ει μή τραγικώτερον. παρά δέ τοίς ποιηταίς καί ευπώγων τις είρηται, αλλ' έστι σφόδρα ευτελές. παρά δ' ''Ιωνι τώ τραγικώ εν τώ επιγραφομένω Συνεκδημητικώ (F H G II p 49. 10) καί σπανοπώγων τις ονομάζεται, δασυπώγων δ' εν ταίς Θεσμοφοριαζούσαις 'Αριστοφάνους (v 33). καί πωγωνίας δέ, καί πώγωνες αι ακίδες παρά τοίς ποιηταίς, καί παρ' `Ομήρω (Ω 274) γλωχίνες. εν δέ τή τραγωδία (Eurip TGF 836 N) ‘πώγων πυρός’ η εις οξύ αναδρομή τής φλογός. 
έποιτο δ' άν τούτοις χείλη, ών τό μέν άνωθεν καλούμενον, τό δέ κάτωθεν ώσπερ καί αι υπ' αυτά γένυες καί σιαγόνες, ών η μέν υπερκειμένη πάσι τοίς ζώοις πλήν κροκοδείλων ακίνητος, η δέ υποκειμένη προσάγεται πρός κατεργασίαν τής τροφής, ή μόνοις κροκοδείλοις πέπηγεν. καί ''Ομηρος (α 64 saep) μέν έρκος οδόντων τά χείλη καλεί, οι δέ παλαιοί κωμικοί (Aristoph Vesp 1083) χελύνας. από δέ χειλών τά μέτρα, ισοχειλή μέν τά επίμεστα, καί επιχειλή τά ενδεά, ών υπεραίρει τό χείλος: επιχειλή δέ καί τά επιπόλαια πράγματα 'Αριστοφάνης(?) είπεν. Εύπολις δέ καί νεώς χείλη είρηκεν (I frg 324 Ko): ανωροθία η παρά τά χείλη τής νεώς. τό δέ συνάγειν τά χείλη μοιμύλλειν η κωμωδία (III frg 1080 Ko) καί μοιμυλλάν φησί, τό δέ διακινείν τά χείλη διαμυλλαίνειν: καί γάρ τά χείλη μύλλα προσαγορεύουσιν. ονομάζεται δ' αυτών τό μέν περί όλω τώ στόματι κημός, η δ' εν τώ άνω χείλει κοιλότης φίλτρον, η δέ εν τώ κάτω τύπος ή νύμφη. καί τό μέν προύχον αυτών προχειλίδια, η δ' εις άλληλα τών χειλών συμβολή προστόμιον, τά δ' εκατέρωθεν αυτών επί τάς γνάθους καταλήγοντα χαλινοί. 
οι δέ οδόντες ταίς γένυσιν εμπεφύκασι δύο καί τριάκοντα, εκκαίδεκα εκατέρα σιαγόνι εγγεγομφωμένοι. ών οι μέν μέσοι τέτταρες καλούνται τομείς καί γελασίνοι καί διχαστήρες καί κτένες, τό μέν ότι τέμνουσι τήν τροφήν, τό δ' ότι γυμνούνται γελώντων, τό δ' ότι τό προσπεσόν διαιρούσι, τό δ' ότι κτείνουσιν ό άν λάβωσιν: οι δ' εκατέρωθεν εν εκατέρα τή σιαγόνι δύο κυνόδοντες διά τήν οξύτητα, ως τοίς τών κυνών προσεικότες. καί ούτοι μέν μιάς ρίζης εκπεφύκασιν, παράκεινται δέ τούτοις εξηρτημένοι δύο ριζών οι γόμφιοι, πέντε εκατέρωθεν, ών τό προύχον μύλαι διά τό λεαίνειν ίσως τήν τροφήν ως η σιτουργός μύλη: εισί δέ πέντε τών τομέων εκατέρωθεν, τρισί ρίζαις εγγεγομφωμένοι. μεθ' ούς τελευταίοι οι σωφρονιστήρες εισίν, εκατέρωθεν οψίγονοι μετ' εικοστόν έτος αναφυόμενοι: κραντήρας δ' αυτούς άλλοι τε καί 'Αριστοτέλης (Hist Anim I p 501 24) καλεί, λέγων ενίοις καί μετ' ογδοηκοστόν έτος αυτούς ανασχείν. εν εκατέρα δέ τή σιαγόνι τούς ίσους ανταριθμητέον. τών μέντοι μυλών τό μέν πρός τή σαρκί βωμίσκον καλούσιν, τό δέ λεαίνον τά σιτία τραπέζας, τάς δέ κοιλότητας ολμίσκους, τό δέ συναμφότερον φάτνας. καί σύμπας μέν ο τών οδόντων στοίχος φραγμός ονομάζεται, τούτου δέ τό υπό τάς γνάθους γαμφήλαί τε καί σιαγόνες. αι δέ περιειληφυίαι σάρκες τούς οδόντας, ούλα μέν τά έξωθεν, ένουλα δέ τά ένδον: αι δέ μεταξύ τών οδόντων αρμογαί αρμοί. φησί δ' 'Αριστοτέλης (Hist An I p 501 b 22) ελάττους μέν είναι τούς γυναικών παρά τούς ανδρών οδόντας, τούτων δέ όσοι μέν πυκνούς έχουσι καί συνεχείς, μακροβίους είναι, τό δ' εναντίον οπόσοι αραιούς. ει δέ δεί τι καί παραμίξαι καί τής γλυκείας ιστορίας πρός τό τής ακοής επαγωγόν, Πύρρον μέν φασι τόν 'Ηπειρώτην τούς οδόντας είναί οι συμφυείς, έν οστούν γραμμαίς επιπολής εις οδόντων σχήμα τετυπωμένον, ταυτόν δέ τούτο καί Ευρυφυεί τώ Κυρηναίω συμπεσείν. περί δέ τήν 'Αλκάθου κώμην εν Κύπρω Μήστορι τώ Κυπρίω τοιούτον βρέφος τεχθέν εκτεθήναι τέρως υποψία, αίγα δ' αυτώ μαστόν παρασχείν, καί κληθήναι τραφέν τό μέν πρώτον Αιγινόμαν αύθις δέ Ευρυπτόλεμον, καί βασιλεύσαι Κυπρίων. ο δέ Νικοκλέους τού Κυπρίου πατήρ, ώ τάς παραινέσεις ο 'Αθηναίος σοφιστής έγραψεν, τό μέν όνομα αυτώ Τίμαρχος ήν, διστοίχους δ' είχεν άρα τώ 'Αριστοτέλους (frg 527 R) λόγω τούς οδόντας, κατά δέ τήν ''Ιωνος τού Χίου (T G F p 738. 30 N) δόξαν τριστοίχους `Ηρακλής. ονόματα δ' εξ οδόντων ‘σίδηρος ωδοντωμένος’ ο πρίων, καί οδοντοφυείν τά βρέφη, καί τό τών οδοντοφυούντων πάθος οδοντοφυΐα, καί οδονταλγία. καί τά ιατρών εργαλεία οδοντοξέστης καί οδοντάγρα. ο δέ οδόντα μή έχων νωδός, ως Εύβουλος (II frg 146 Ko) λέγει καί Φρύνιχος ο κωμικός (I frg 79 Ko): ανόδοντα δ' αυτόν καλεί Φερεκράτης (I frg 74 Ko). η δέ οδόντας προύχοντας έχουσα προόδων καλείται. 
προσήκοι δ' άν τώ στόματι τό χαίνειν, χανείν, κεχηνώς, αναχάσκειν παρά Ξενοφώντι(?) καί εγχανείν παρ' 'Αριστοφάνει (Ach 1197, Vesp 1007. 1349). εκ τούτου δέ καί ο κατάγελως καταχήνη είρηται παρά τοίς κωμικοίς (Aristoph Vesp 575, Eccl 630). καί χάνος δέ παρ' αυτοίς τό στόμα. 
τό μέν δή υπό τοίς χείλεσιν εκ τής κάτω σιαγόνος προύχον οξύγενύς τε καί γένυς ονομάζεται, καί τό υπ' αυτό σαρκώδες ανθερεών από τού θριξίν ανθείν, κατ' ενίους δέ λαυκανία, ετέρων (Hom X 323, ω 642) λαυκανίαν καλούντων τό πρός ταίς κλεισί κοίλον. τό δέ ένδον τών χειλών στόμα, ώσπερ καί η τών χειλών τομή. υπό δέ ενίων καί λογείον κέκληται καί μάσταξ, ό καί ''Ομηρόν (δ 287) φασι δηλούν λέγοντα ‘αλλ' 'Οδυσεύς επί μάστακα χερσί πίεζεν.’ καί μέντοι καί (I 324) τό ‘μάστακ' επεί κε λάβησι’ μάστακί φασιν ειρήσθαι, ίν' ή επειδάν λάβη τώ στόματι. τού δέ στόματος τό υπεράνω ουρανός καί υπερώα, ή επιτέταται δέρμα νευρώδες, τοίς οδούσιν ένδοθεν προσπεφυκός, ώσπερ τοίς παρισθμίοις θάτερον αυτού μέρος. ισθμού δέ διά στενότητα τής φάρυγγος κληθείσης, τά εκατέρωθεν εικότως παρίσθμια ήκουεν, καλούνται δέ καί αντιάδες εκ τού τόπου. τό δέ ενδοτάτω κατηρτημένον από τής υπερώας κίων καί κιονίς, περί ό σχίζεται τό αθρόον τού ποτού τε καί τής τροφής, ως μή καταπνιγοίμεθα τώ δαψιλεί τής επιρροής. υπ' ενίων δέ τούτο καί χόνδρος εκλήθη καί γαργαρεών -- υπερήρτηται δέ στομάχου τε καί βρόγχου -- καί ήν νοσήσασα φλεγμήνη ή καί εις ωχρότητα υποτραπή, σταφυλή καλείται ή καί ως 'Αριστοτέλης (Hist Anim I p 493 A 2) σταφυλοφόρος. τό δέ μετ' αυτήν πόλος. πάν δέ τό στομάχου καί βρόγχου υπερκείμενον φάρυγξ καί φαρύγετρον ονομάζεται. 
τά δέ εκ τού στόματος ονόματα εύστομος ίππος καί αυλός καί άσμα, καί άστομος ίππος καί αυλός ο άγλωττος. καί αηδόνες παρά Σοφοκλεί (Oed C 18) ευστομούσιν. είποις δ' άν καί λιμένος στόμα, καί άστομον καί εύστομον λιμένα. ''Ομηρος (Κ 8) δέ καί πολέμου κέκληκε στόμα. έστι δέ καί στομώσαι λιμένα τε καί σίδηρον: 'Αριστοφάνης (Nub 1092, 1094) δέ στομώσαι είρηκε τό λάλον απεργάσασθαι. στόμιν δέ ίππον Αισχύλος (TGF 442 N) είρηκε τόν τραχύν. στόμιον δέ καί χαλινού τι μέρος, καί υποστόμιον: Καλλίας δέ ο κωμικός (I frg 24 Ko) καί μετάλλου στόμιον είρηκεν. πρόστομον δέ ξίφος είρηται τό εστομωμένον καί τομόν: τό δέ μαλακόν καί άστομον απρόστομον, ως Μάγνης ο κωμικός (I frg 7 Ko). στομώδη δέ τά εύστομα καί εύφημα Σοφοκλής (TGF 993 N), στομοδόκον δέ τόν στωμύλον καί λάλον Φερεκράτης (I frg 234 Ko): καί ο στωμύλος δ' αυτός καί η στωμυλία εκ τού στόματος παρήκται. είρηκε δέ 
που Πλάτων (Cratyl 417 E) καί στομαυλείν. καλείται δέ καί τό εν στόματι νόσημα στομαλγία, καί η φλυαρία ούτως άν καλοίτο καί ευρύστομος ο ώδε έχων στόματος. καί επιστομίσαι τό επισχείν λέγοντα. καί χαλκόστομον παρά τοίς ποιηταίς τό χαλκόπρωρον ή χαλκέμβολον. καί αναστομώσαι τάς τάφρους φησίν `Ηρόδοτος(?) καί Καλλίας ο κωμικός (I frg 19 Ko): τραυλή μέν εστιν, αλλ' ανεστομωμένη. 
αποστοματίζεσθαι δέ τούς παίδας Πλάτων που (Euthyd 276 C) λέγει, οίον υπό τών διδασκάλων επερωτάσθαι τά μαθήματα ως από στόματος λέγειν. λέγεται δέ τι καί από στόματος ειπείν επί τού αγράφου λόγου. καί ‘εξ ενός στόματος’ Πλάτων που (Rpb II 364 A) λέγει. 
καί μήν τό μέν απορρέον τού στόματος πτύσμα καί πτύαλον καί σίαλον, τά δέ απ' αυτού ονόματα πτύειν, αποπτύειν, καταπτύειν: κατάπτυστον, απόπτυστον: 'Ανακρέων (frg 152 B) δέ καί καταπτύστην είρηκεν. αρρωστήματα δέ τών εντός στόματος βήξ καί λύγξ καί βράγχος καί βραγχάν καί έλκωσις καί φλεγμονή καί κυνάγχη καί συνάγχη. 
καί μήν καί γλώττα, τό κάλλιστον τών εν τώ προσώπω μερών, υπό τό τών οδόντων έρκος καί προτείχισμα καθιδρυμένη, λόγου τε πηγή καί χορηγός καί γεύσεως γνώμων, διακρίνουσα τών χυμών έκαστον, τή μέν υγρότητι τής ένδον επιστροφής τάς φωνάς τυπούσα, τή δ' ανανεύσει τάς τροφάς παραπέμπουσα, καλείται μέν υπ' ενίων γεύσις καί πλήκτρον, τό μέν από τού έργου, τό δ' ότι πλήττουσα τόν αέρα τόν λόγον εργάζεται, πλέγμα δ' εστίν εξ υμένων καί φλεβών σαρκώδες αραιά τε καί ευέλικτος, κάτωθεν μέν λεία κατά τούδαφος τού στόματος, άνωθεν δέ τραχεία κατά τό πρός τήν υπερώαν μέρος, οξεία δέ καθό συμμίσγει τώ αέρι. καί τούτο μέν καλείται προγλωσσίς, η δέ σάρξ ής εκδέδεται πρός τήν κάτω σιαγόνα συναπτομένη επίκλην υπογλωσσίς εστιν. εξίσχουσα δέ ένδοθεν εκ τής τού στόματος κοιλότητος η γλώττα καί φλεψί συνδεδεμένη κατά τήν ένδον ρίζαν έχει σάρκα παραπλησίαν, ου μεγάλην, εοικυίαν κιττού πετάλω, τήν μέν πλατύτητα πρός τή γλώττη έχουσαν, τήν δ' οξύτητα πρός τό είσω τού στόματος μέρος επεστραμμένην, καί τήν οδόν τής τροφής επιφράττουσαν, ως μή αθρόα καταφέροιτο περί τουτί τό φράγμα κοπτομένη. καλείται δέ γε επιγλωσσίς ήδε η σάρξ. τώ δέ ονομαζομένω βρόγχω καί στομάχου τοίς πρώτοις άκροις η γλώττα προσφυής εστιν, εκ τών εγκεφάλου μηνίγγων κατηρτημένη. καί τό πλέον τής εις τήν γεύσιν αισθήσεως έχει κατά τό πρός τή φάρυγγι μέρος, ό γεύσιν καί κεφαλίνην καλούσιν, ώσπερ τάς εκατέρωθεν τής γλώττης κοιλότητας χηραμούς: οι δέ παράσειρα προσαγορεύουσιν. 
έργα μέν ούν γλώττης γεύσις καί φωνή καί λόγος, ονόματα δέ από μέν γλώττης εύγλωττος καί ευγλωττία, θρασυγλωττία καί γλωσσαλγία, καί δίγλωττος, πολύγλωττος, αλλόγλωσσος, ομόγλωσσος ως Ξενοφών (Cyrop I 1. 5). καί υπογλωττίς στεφάνου τι είδος, καί εγγλωττογάστορες παρά τοίς κωμικοίς (Ar Av 1696. 1702) οι από τής γλώττης βιούντες. καί αυλού γλώττα, καί γλωττοκομείον τό τάς γλώττας υποδεχόμενον αγγείον, καί γλωττοποιός ο τεχνίτης, καί αυλός άγλωττος: 'Αριστοφάνης (frg 734 Ko) δέ άγλωττον τόν ειπείν αδύνατον έφη, Σοφοκλής δέ (Trach 1049) άγλωττον τόν βάρβαρον. αγλωττίαν δέ 'Αντιφών (frg 141 Bl) είρηκεν: υπομόχθηρος δέ ο αθυρόγλωσσος παρ' Ευριπίδη (Orest 903). οι δέ κωμικοί (Aristoph Thesm 131) καταγλωττίζειν εν φιλήματι καί καταγλωττισμός: καί επιγλωττωμένω οίον λοιδορουμένω, καί παλίγγλωσσον τόν δύσφημον, καί (Aristoph Lysistr 37) ‘ουκ επιγλωττήσομαι’ ήγουν ου λοιδορήσομαι. γλώττας δέ τάς τών υποδημάτων έλεγον, ως Αισχίνης ο Σωκρατικός. αλλά καί τάς ποιητικάς φωνάς γλώττας εκάλουν, ως 'Αριστοφάνης (frg 222 Ko): πρός ταύτας δ' αύ λέξον `Ομήρου γλώττας, τί †καλείται† κόρυμβα. καί γλώσσης χαρακτήρας ως `Ηρόδοτος (I 142 et saep), καί γλώτταν `Ελλάδα ή βάρβαρον, Περσίδα ή 'Ατθίδα, καί καθ' έκαστον έθνος καί πόλιν. καί από γλώττης ειπείν τό από μνήμης καί μή τά γεγραμμένα. τό δέ επιγινόμενον τή γλώττη ελκύδριον ολοφλυκτίς καλείται εν τοίς Τιτανόπασι τοίς Μυρτίλου (I frg 3 Ko). από δέ γεύσεως γεύσασθαι, άγευστος, γεύμα, γευστήριον. κρίνειν χυμούς οξείς, δριμείς, οδαξητικούς, πικρούς, αλμυρούς, αλυκούς -- Πλάτων γάρ καί τώ αλυκώ ονόματι εν Τιμαίω (65 D) κέχρηται -- δυσχερείς, αηδείς, γλυκείς, ηδείς, ευμενείς, εκλυσσώντας. από δέ φωνής φώνημα, εύφωνος, άφωνος, έμφωνος: Φίλιστος (FHG I 62) δέ καί δίφωνον λέγει. φώνησις, επιφώνησις. σμικρόφωνος, μεγαλόφωνος, λαμπρόφωνος καί ως Δημοσθένης (XVIII 313) λαμπροφωνότατος, δύσφωνος, ισχνόφωνος, πολύφωνος, ηδύφωνος, χαλκόφωνος, βαρβαρόφωνος, βαρύφωνος, ομόφωνος, γυναικόφωνος ως 'Αριστοφάνης (Thesm 192), καί στενόφωνον όργανόν τι, καί καλλιφώνους υποκριτάς, καί στρηνόφωνος παρά Καλλία τώ κωμικώ (I frg 30 Ko). καί τά πράγματα ευφωνία, αφωνία, σμικροφωνία, μεγαλοφωνία, λαμπροφωνία, πολυφωνία, ηδυφωνία, δυσφωνία, καλλιφωνία: από γάρ τών άλλων ουκ έστιν ειπείν τά πράγματα, πλήν τήν βαρυφωνίαν παρ' 'Αλέξιδι (II frg 311 Ko), ώσπερ καί θρασυφωνίαν τό μέν πράγμα είποις άν, ουκ όν τής Πλάτωνος (Leg IX 879 E) θρασυξενίας αηδέστερον, τό δέ όνομα θρασύφωνος βίαιον. καί γλυκυφωνίαν άν φαίης, ουκ άν καί γλυκύφωνον προσειπών, καί ξενοφωνίαν, τόν ξενόφωνον παρείς, καί συμφωνίαν: ο δέ σύμφωνος πάνυ ευτελές. καί τήν διαφωνίαν ερείς, ου μήν καί τό διάφωνον. τά δέ επιρρήματα ευφώνως ομοφώνως, αφώνως, σμικροφώνως, μεγαλοφώνως, ηδυφώνως: τά γάρ από τών άλλων ου λεία πρός τήν ακοήν. παρά δέ Πλάτωνι (Gorg 482 B) συμφωνεί καί διαφωνεί. 
είποις δ' άν φωνήν υψηλήν, υπέρογκον, λαμπράν, πλατείαν, βαρείαν, λευκήν, εκκεκαθαρμένην, ηδείαν, επαγωγόν, ευμελή, ευπειθή, ευάγωγον, ευκαμπή, ευέλικτον, γλυκείαν, λιγυράν, σαφή, διαφανή, μέλαιναν, φαιάν, σμικράν, στενήν, δυσήκοον, ασαφή, συγκεχυμένην, εκμελή, αμελή, ανάγωγον, απειθή, δυσκαμπή, τραχείαν, διεσπασμένην, αηδή, λυπηράν, βραγχώδη, χαλκίζουσαν, οξείαν. καί φθέγμα δέ ομοίως κατά τήν υφήγησιν τών προειρημένων, καί φθέγξασθαι, φθογγή καί φθόγγος, εύφθογγος, άφθογγος. προσφθεγκτήρια πρό γάμων εορτή. καί πρόφθεγξις. καί τρυγερούς τά φθέγματα, ως έφη Πολύζηλος ο κωμικός (I frg 12 Ko): ‘αλλ' ου τρυγερούς τά φθέγματ' ουδέ γλύξιδας.’ από δέ λόγου ονόματα λέγειν, καταλέγειν, κατάλογος, υπόλογος, επίλογος, διάλογος. απόλογος 'Αλκίνου επί τών μακρών ρήσεων. ‘ανάλογον τά φυόμενα φύεσθαι’ Πλάτων εν τώ περί ψυχής (110 D): εν δέ τώ Τιμαίω (56 C) ‘αναλογιών’ καί (32 C) ‘αναλογίας.’ καί Θουκυδίδης (III 16. 2, II 85. 2) ‘πολύν τόν παράλογον’ φησίν. καί παραλογίσασθαι, καί τά αμφίλογα λογίσασθαι, αντιλογίσασθαι, λογισταί, λογιστήριον, αλογίστως, αλόγιστον. αντιλογία, απολογία, απολογήσασθαι: 'Αντιφών (II γ 1) δέ καί απελογήθη έφη. εύλογον, ευλόγως καί ως 'Ισοκράτης (VI 28) ευλογωτέρως, ευλογείν, ευλογήσασθαι, ευλογία, κακολογία ως `Υπερείδης (frg 247 Bl), κακολογεί ως Δημοσθένης (frg 55 Tur), καί αλογία, αισχρολογία ως Ξενοφών (RLac V 6). καί ως Πλάτων (Sophist 241 A) άλογα καί αδιανόητα. καί ως Θουκυδίδης (III 36. 4, VIII 84) αναλογισμός, καί αναλογίζεται ως Πλάτων (Theaet 186 A saep). ο δ' αυτός (Phaedr 261 D) καί αντιλογική τέχνη φησίν, 'Αντιφών (frg 149 Bl) δέ αντιλογούμενοι, Θουκυδίδης (IV 92. 4) δέ ‘όρος ουκ αντίλεκτος.’ καί αλόγως, καί αξιολογώτατος. 'Αντιφών (frg 151 Bl) δέ απαρτιλογία, ώσπερ καί `Ηρόδοτος (VII 29). ούτος (I 90) δέ καί επαλιλλόγησε, κενολογήσω δέ Εύπολις (I frg 418 Ko), ‘ίνα δέ μή μακρολογώ’ `Υπερείδης (IV 13 p 60, V 4 p 62 Bl). ομολογία καί ομολογείν καί ομολογήματα ως Πλάτων (Gorg 480 B saep), καί ομόλογον. φιλόλογος, πολυλόγος, μισόλογος, φιλολογία, βραχυλογία, βραδυλογία, πολυλογία, μισολογία, κουφολογία, υψηλολογία, ψευδολογία παρά Δημοσθένει (XXXV 32), μακρολογία, μακρηγορία. λογοποιός, λογοποιία, λογοποιούσιν. απελογίζετο. μυθολογία, διαμυθολογούντες. λογογραφία, λογογράφος, λογογραφική ως ο Πλάτων (Phaedr 264 B). γενεαλογία, γενεαλογείν. αναμφιλόγως παρά Ξενοφώντι (Cyrop VIII 1. 44). παρά δέ Κριτία (frg 45 Bach) καί λογεύς ο ρήτωρ. οι δέ ‘Περσών λόγιοι’ παρ' `Ηροδότω (I 1), καί (II 98) λογίμη πόλις. καί παρά Φαίδωνι λογάρια καί λογοποιήματα, παρά δέ Θεοπόμπω τώ κωμικώ (I frg 96 Ko) υπολογείν. λέξις, διάλεξις, διάλογος, διάλεκτος, διαλέγεσθαι, διαλεκτικός καί διαλεκτικώς. καί λεκτικός παρά Δημοσθένει (LXI 2), καί λεκτικώτατος παρά Ξενοφώντι (Cyrop V 5. 46). η δέ κωμωδία (Aristoph Ran 876) λεπτολόγος είρηκε καί (Aristoph Nub 320) λεπτολογείν καί (Aristoph Nub 130) λεπτολογίαν. προσδιαλεγόμενος, προσδιαλέγεσθαι. πρόλογος, προλογείν. λογιστικός, λογιστικώς. λογομύθιον. κακολόγος, κακήγορος, καί ως 'Αντιφών (frg 172 Bl) ηδυλόγος καί μετριολόγος. μετεωρολόγος δέ Πλάτων (Cratyl 401 B saep) καί (Cratyl 404 C) μετεωρολογών. μικρολόγον δέ `Υπερείδης (frg 255 Bl) μέν τόν εις αργύριον ανελεύθερον, 'Ισοκράτης (XII 8) δέ τόν μεμψίμοιρον. καί ταπεινολογία δέ καί οικτρολογία καί ελεεινολογία (Plat Phaedr 272 A) τά (?) τού Πλάτωνος, τούτοις προσήκει. μικρολογείσθαι δέ είρηκεν Εύπολις (frg 431 Ko), καί μικρολογήσωμεν Κρατίνος (frg 429 Ko), καί δεινολογείται `Ηρόδοτος (IV 68). καί δεκατηλόγους δέ καί πεντηκοστολόγους Δημοσθένης (XXIII 177, XXI 133). `Υπερείδης (frg 174 Bl) δέ ‘διειλεγμένος’ επί αφροδισίων: 'Αριστοφάνης (frg 343 Ko) δέ διαλέξασθαι έφη. κακηγορείν, κακολογείν. λέγεται δέ καί λογοδαίδαλος, ελλόγιμος. ''Ερμιππος δέ ο κωμικός (I frg 92 Ko) καί περιλέγειν είρηκε τό περιέρχεσθαι τώ λόγω καί οίον περισσά λέγειν. καί τό λαλείν δέ καί ο λάλος καί λαλίστερος, καί η λαλιά, καί τό καταλαλείν παρά 'Αριστοφάνει (frg 145 Ko) καί ομοίως η λάλησις (frg 803 Ko), καί απεριλάλητος Αισχύλος (Aristoph Ran 838 cf I frg 667 Ko). 
τών δέ τής γλώττης έργων τά ονόματα βοή, βοάν, εκβοάν, παραβοάν, καταβοάν, επιβοάν. επιβόητος, περιβόητος. περιβοήτως ως Αισχίνης (I 113), καί ως Θουκυδίδης (I 73, VIII 85. 2, 87. 3) καταβοή. μεγαλήγορος δέ παρά Ξενοφώντι (Cyrop VII 1. 17), καί μεγαληγορείν καί μεγαληγορία. καί συνήγορος, συνηγορείν, συνηγορία, συναγορεύειν. προήγορος, προηγορείν, προαγορεύειν, προαγόρευσις, αναγόρευσις. καί δημηγόρος, δημηγορείν, δημηγορία. ισηγορία, κακηγορία, κακήγορος, κακηγορίστερος παρά Φερεκράτει (I frg 96 Ko), καί κακηγορίστατος παρά 'Εκφαντίδη (I frg 5 Ko). προσήγορος, ευπροσήγορος, απροσήγορος, δυσπροσήγορος, προσαγόρευσις, προσαγορεύσαι, προσηγορία. απειπείν, απαγορεύσαι: 'Ισαίος (frg 147 Tur) δέ απειρηκώς έφη οίον απολελαληκώς, Πλάτων (Soph 258 C) δέ απόρρησιν τήν απαγόρευσιν καί (Theaet 200 D) απαγορεύειν τό αποκαμείν: ‘απορρηθέν’ δέ ‘αυτώ’ Δημοσθένης (XXXIII 21) είπε τό απαγορευθέν. ‘υπό δέ γένους απορρηθήναι παντός’ Πλάτων (Leg XI 929 A), οίον αποκηρυχθήναι. εκ δέ τών αυτών εστίν ειπείν, ειπών, απειπείν, απειπών: επανειπών αργύριον, οίον επικηρύξας. καί ρητόν τι καί απόρρητον, καί ρήσις καί απόρρησις καί ανάρρησις καί διάρρησις καί πρόρρησις, καί αρρησία η σιωπή παρά Νικοφώντι (I frg 23 Ko), καί ρήμα καί πρόσρημα, καί πρόσρησις, καί ρήτωρ, καί ευρήμων καί κακορρήμων καί αρρήμων, καί επίρρητος, καί μεγαλορρημοσύνη καί ευρημοσύνη καί ευθυρρημοσύνη. καί ως Δημοσθένης (Epist IV 11) αισχρορρημοσύνη. απειπείν, συνειπείν. διαρρήδην, διαφάδην. φήσαι, συμφήσαι, αποφήσαι. καί φάσις: απόφασις δέ επί διαιτητού, ήν καί γνώσιν καλεί Δημοσθένης (VII 9 saep). καί αντίφης Πλάτων (Gorg 501 C), καί απόφησιν ''Ομηρος (Η 362), καί αποφήνασθαι γνώμην οι ρήτορες. 
κεφαλή γε μήν υπόκειται τράχηλος. καλείται δέ καί αυχήν καί δειρή, όθεν καί υποδερίς τό εν τοίς πρόσθεν τού τραχήλου τελευταίον. εφέστηκε δέ σφονδύλοις επτά ο τράχηλος, ούς ''Ομηρος (κ 560) αστραγάλους καλεί, καί (Υ 483) σφονδυλίωνα τόν μυελόν τόν εν αυτοίς. ονομάζονται δέ οι σφόνδυλοι καί στροφείς παρά τήν επ' αυτοίς τού τραχήλου στροφήν, καί στρόφιγγες παρά Φερεκράτει (I frg 236 Ko). κατατείνουσι δέ διά ράχεως, τόν μυελόν εξ εγκεφάλου διαφέροντες, ός μήνιγξί τε φράττεται καί νεύροις παραπέμπεται. τό δέ πάν αυτών σύστημα καλείται γύης. τών δέ σφονδύλων ο μέν πρώτος, ο σύν τώ τραχήλω στρεφόμενος, επιστροφεύς ονομάζεται: `Ιπποκράτης (Epid II 2. 24) δ' αυτόν καί οδόντα δοκεί καλείν. τοίς δέ πλαγίοις αυτού δύο κοιλότητες μία εκατέρωθεν ένεισιν, εις άς ενίζουσι υπό τήν παρεγκεφαλίδα προύχουσαι προβολαί δύο, κεφαλής κορώναι καλούμεναι. τών δέ σφονδύλων ο δεύτερος ακίνητος ών άξων ονομάζεται, προβολάς δέ έχει δύο, μίαν εκατέρωθεν, τήν μέν τώ πρώτω τήν δέ τώ τρίτω τών σφονδύλων ενηρμοσμένας: καλούνται δέ κάτοχοι. παραπλησίων δ' όντων τών επί τούτοις τεττάρων ο τελευταίος ως αχθοφορών άτλας ονομάζεται. τούτω δέ υπηρείσθησαν ωμοπλάται, καταλήγουσαι μέν ειςτάς ακρωμίας, υπερείδουσαι δέ τάς κλείδας, ών τό μέν τι μέρος τοίς σφονδύλοις υπό νεύρου τινός προσήρτηται, τό δέ υπό τό στέρνον εις τόν τράχηλον παύεται καί κατακλείς ονομάζεται. τάς δ' ωμοπλάτας εισίν οί καί επινωτίους καί πλάτας εκάλεσαν. κλειδών δέ τό μέν πρός ωμοπλάταις επωμίς, τό δέ πρός τραχήλω παρασφαγίς, ότι τό κοίλον, ή διεστάσιν αι κλείδες, καλείται σφαγή, υπ' ενίων δέ καί θυμός. 
υποκειμένης δέ κατά τήν κοιλότητα τώ τραχήλω τής φάρυγγος ένδοθεν, τό έξωθεν υπό τάς οργάς υπό τού φυσάσθαι πιμπράμενον καί ανοιδαίνον πρηστήρ ονομάζεται, τό δέ εν μέσω πρηστήρων τε καί φάρυγγος αγκτήρ. αφ' ού τό μέχρι γενύων παρωτίδες, ών τό μέχρι κλειδών μέρος τέρθρον, η δέ όπισθεν κατά τόν στροφέα σφόνδυλον κοιλότης επισφαγίς προσείρηται: καί ταύτην περιέχουσι τένοντες. τό δέ μέχρι τέρθρων κύρτωμα παραλοφία, διότι λοφιάν τήν κατά νώτον προβολήν καλούσιν. η μέντοι σύμπασα τού αυχένος περιαγωγή περίδειρον ονομάζεται. ονόματα δέ εκ μέν τραχήλου τό εκτραχηλίσαι καί εις τράχηλον ώσαι, εκ δέ αυχένος υψαύχην καί υψαυχενείν. καί μεσαύχενας τούς ασκούς 'Αριστοφάνης (frg 725 Ko) κέκληκεν. βυσαύχην δέ εκαλείτο ο τούς μέν ώμους ανέλκων τόν δέ αυχένα συνέλκων, όν επίβουλον 'Αριστοτέλης φυσιογνωμονεί (p 811 17): οι δέ εριαύχενες σφόδρα ποιητικόν (Κ 305). 
υποτραχήλιον μέν ούν καλούσι τό υπό τούς αυχένας, μεταξύ ωμοπλατών καταλήγον επί τό μετάφρενον, μετάφρενον δέ τό υπ' αυτό μέχρι μέσου νώτου, κατά τό τών φρενών διάζωμα. υπορραχίς δέ εστιν η μέχρις οσφύος κοιλότης. από δέ ράχεως ονόματα ραχίζειν τό κόπτειν, καί ράχετρον τό μέσον τής ράχεως, καί ραχετρίσαι τό διακόψαι. 
καί μήν επί γε τάς χείρας ιούσι τό μέν υπερέχον τού βραχίονος ακρωμία καί ώμου κεφαλή καί ακροκωλία καί επωμίς. από δέ ώμου ονόματα καί η εξωμίς καί η εξωμιδοποιία. ίνα δέ ενερείδεται τουτί τό άρθρον, εντύπωσις καλείται ή ωμοκοτύλη. καί νεύροις μέν κατήρτηται παρά πλευράς παραιωρουμένης τής χειρός, στάσης δέ εις πυγμήν ενιζάνει τή τής εντυπώσεως κοιλότητι. στρογγύλος δέ ών ο βραχίων καί κεκλιμένος, ότι εστί τού πήχεως βραχύτερος, ή πρός τόν αγκώνα καταβαίνει, διευρύνεται. καλείται δέ αυτού τά μέν έξωθεν μύες, τά δ' ένδον παρωλένια, τό δέ πρός τώ ώμω προύχον βραχίονος κεφαλή, αι δέ υπό τή ακρωμία κοιλότητες μασχάλαι, αφ' ών ονόματα αμφιμάσχαλος καί ετερομάσχαλος χιτών. η δέ μασχάλη υπό μέν τών ιδιωτών καλείται μάλη, υπό δέ τών 'Αττικών ουχί, αλλά τό υπό αυτή φερόμενον υπό μάλης φέρεσθαι λέγουσιν. τά μέντοι παρωλένια καί αγκάλαι καί αγκαλίδες, καί ευάγκαλον τό εύφορον ή τό ηδύ. ίσως δέ από τούτων καί αγκαλίδες οι τών ξύλων δεσμοί, καί αγκαλιδαγωγοί καί αγκαλιδηφόροι, καί τό εναγκαλίσασθαι καί προσαγκαλίσασθαι: καί παραγκαλίσασθαι τό τούς αγκαλιδηφόρους αυτούς τι παραφορτίσασθαι. 
ο τοίνυν πήχυς έχει οστά δύο τό μέν υπερογκότερον, τό δέ βραχύτερον. καί ίνα γε τώ βραχίονι συνήρθρωται, τό μέν πάν αγκών καλείται, αφ' ού γαλιάγκων παρ' `Ιπποκράτει (de articul 12 IV 114 L), τό δέ έξωθεν αυτού προύχον ολέκρανον, αφ' ού καί τό ολεκρανίζειν παρά τοίς κωμικοίς (III p 589. 1093 Ko). τόν δέ πήχυν καί ωλένην καλούσιν, όθεν καί η ''Ηρα λευκώλενος, καί ακρωλένια τά άκρα τού πήχεως. ού τό μέν άνωθεν επίπηχυ, τό δέ κάτωθεν αγοστός. ένιοι δέ καί τό πρός τή ακρωμία άρθρον καί τό πρός τώ αγκώνι κορύνας καλούσιν, οι δέ τόρμους ή κονδύλους. καί τού πήχεως τήν υπό τώ βραχίονι συμβολήν κατά μέν τήν ένδοθεν κοιλότητα ολέκρανον καλείσθαι νομίζουσιν, κατά δέ τήν έξωθεν προβολήν αγκώνα: τό γάρ κορωνόν ομώς εστιν ιατρικόν, ονομάζουσι δέ τούτο καί κύβωλον. καί κύβιτον είποις άν ως `Ιπποκράτης (de locis in hom 6 VI 286 L): δοκεί δ' είναι Δωρικόν τούνομα τών εν Σικελία Δωριέων, όθεν 'Επίχαρμος (frg 213 Kaibel) καί τό παίειν τώ αγκώνι κυβιτίζειν λέγει. αυτή δέ η συμβολή τού πήχεως πρός τόν βραχίονα βαθμίς καλείται. τών μέντοι περί τώ πήχει δύο οστών τό σμικρότερον κερκίς ονομάζεται καί παραπήχειον, ως τού μείζονος έχοντος τήν τού πήχεως προσηγορίαν, ό καί προπήχειόν τινες καλούσιν. ού τό πέρας καρπός ονομάζεται, συγκείμενον εξ οστών οκτώ. καί προκάρπιον μέν καλείται τό πρό τού καρπού -- τώ δέ καρπώ καί προβολή τις αστραγάλω προσφερής συμπέφυκεν -- , μετακάρπιον δέ τό πρό τών δακτύλων πλατυνόμενον, αφ' ού εις εκείνους η χείρ σχίζεται. καί τό μέν ένδοθεν τής χειρός σαρκώδες, από τού μεγάλου δακτύλου μέχρι τού λιχανού, καλείται θέναρ, τό δέ έξωθεν οπισθέναρ, τό δέ από τού λιχανού έως τού μικρού δακτύλου υποθέναρ. τό δέ μεταξύ θέναρος καί υποθέναρος καί στήθους κοίλον χειρός ονομάζεται, ό καί κοτύλην ένιοι καλούσιν. στήθος δέ τό μετά τό κοίλον πρό τού μετακαρπίου: τό δέ στήθος καί άνδηρον καλείται. ένιοι δέ τό μέν πρόσθιον τής δρακός πάν θέναρ οίονται καλείσθαι, καί `Ιπποκράτης (de fractur 4 III 428 L) καί ''Ομηρος (Ε 337) τούτο υποδηλούσιν, τό δέ αντικείμενον πάν οπισθέναρ ή κτένας. καί προκάρπια καί δώρα, καί τούτων τά μέν πρός καρποίς στήθη, τά δέ πρός δακτύλοις υπόχηλα καί ταρσόν καί κράτος. τών δέ δακτύλων τά μέν προύχοντα κατά 
τάς συμβολάς κόνδυλοι, αφ' ών καί η πληγή κέκληται, τά δέ υπ' αυτούς άρθρα σκυταλίδες ή ως 'Αριστοτέλης (Hist Anim I p 493. 28) φάλαγγες: τρείς δ' εισίν εκάστω τών τεττάρων, δύο δέ τώ μείζονι. ονομάζονται δέ οι δάκτυλοι μικρός, παράμεσος, μέσος, λιχανός, αντίχειρ ή μέγας. τά δ' επί τώ μετακαρπίω πρό τών κονδύλων μετακόνδυλα, ών τά μέν κάτω άρθρα, τά δ' υπό ταίς φάλαγξι ριζωνυχίαι: εξ αυτών γάρ αι τών ονύχων αρχαί. μεθ' άς όνυχες, υφ' οίς τά νεύρα παύεσθαι λέγουσιν: ών τά μέν υπό τώ όνυχι κρυπτά, τά δ' άνωθεν άργεμοι, τά δ' εκατέρωθεν παρωνυχίαι, τά δέ μετ' αυτάς γωνίαι. τό δέ πρός ταίς ριζωνυχίαις λευκόν ανατολή. καί τά μέν επιφαινόμενα τοίς όνυξι νεφέλια, τά δ' ένδοθεν τών δακτύλων πέρατα ράγές τε καί κορυφαί. από δέ τών ονύχων ονυχίσασθαι καί απονυχίσασθαι, ώ καί μάλλον χρηστέον, είρηται δέ τό εξονυχίσασθαι, φαύλως δέ. τής μέν ούν όλης χειρός οστά έξ καί είκοσιν είναί φησιν ο Σολεύς Κλέαρχος, είς τών 'Αριστοτέλους μαθητών (FHG II p 324. 72): αλλ' εάν συγκλείσης τήν χείρα, τό μέν έξωθεν καλείται πυγμή, αφ' ής καί πύκτης, πυκτεύειν, εξεπύκτευσεν, πύξ έπαισεν, πύξ επάταξεν, πύξ έπληξεν: η δέ συνεχής τών χειρών συναγωγή, πυκνώς εις πλήθος επιφερομένη, πίτυλος καλείται. τό δέ ένδοθεν δράγμα, αφ' ού καί τό τών ασταχύων, καί δράξ καί δράκος, καί δράττεσθαι καί επιδράττεσθαι. 
από δέ τής χειρός εύχειρ, θρασύχειρ, αρτίχειρ, ευχειρία, θρασυχειρία, ου μήν αρτιχειρία. χειρουργία, χειροτεχνία, χειροτέχνης: ο γάρ χειρουργός ευτελές, χειρουργείν δέ καί χειροτεχνείν, καί χειρουργικός καί χειρουργικώς, χειροτεχνικός καί χειροτεχνικώς, χειρώσασθαι, εγχειρήσαι, εγχείρημα, επιχείρημα, επιχείρησις. εύχειρ, ταχύχειρ ως Κριτίας (TGF p 775. 8 N), καί απ' αυτών ευχειρία, ταχυχειρία. καί χειροτεχνία ως Πλάτων (Rpb IX 590 C). οξύχειρ γάρ καί οξυχειρία, τό μέν παρά Μενάνδρω (frg 1048 Ko) είρηται, τό δέ παρ' 'Αλέξιδι (II frg 323 Ko), καί πολυχειρία παρά Θουκυδίδη (II 77. 3). εν χειρών νόμω αμύνασθαι, εις χείρας ελθείν, ‘εις τούς υπό χείρα τήν οργήν αφήκεν.’ χειραγωγός, χειραγωγείν. καί χείρα υπέχειν. τό κατά χειρός ύδωρ χέρνιβα ή χέρνιβον ''Ομηρος (α 136 saep, Ω 304), καί χερνίψασθαι, Φιλωνίδης (I frg 14 Ko) δέ καί χερνίμματα. 'Αριστοφάνης (frg 710 Ko) δέ ‘αμεταχειρίστων τών κοινών’ είπεν. αποχειροβιώτων δέ Ξενοφών (Cyrop VIII 3. 37). χειρόμακτρον, χειρόνιπτρον. χείρ στρατιωτική, καί πολλή χειρί, καί χείρ δεξιά επί χειροτεχνίας τινός, καί Πολυκλείτου χείρ τό άγαλμα, καί 'Απελλού χείρ η γραφή. πολύχειρ καί πολυχειρία. χειροτονία, αντιχειροτονία, επιχειροτονία, χειροτονείν, επιχειροτονείν, αντιχειροτονείν, εκατόγχειρ, μακρόχειρ, είτε κατά Πολύκλειτον ο `Υστάσπου Δαρείος, είτε κατά 'Αντιλέοντα Ξέρξης, είτε κατά τούς πλείστους '~Ωχος ο επικληθείς 'Αρταξέρξης, ήτοι τήν δεξιάν έχων προμηκεστέραν ή τήν αριστεράν ή αμφοτέρας: οι δέ ότι τήν δύναμιν επί πλείστον εξέτεινεν. από δέ χειρών καί χειρίδες παρά Ξενοφώντι (Cyrop VIII 3. 13), καί χειριδωτοί χιτώνες. καί χειροποίητον παρά Δημοσθένει (VI 24), καί χειρώνακτες παρά Σοφοκλεί (TGF 760. 1 N), καί χειρωναξία παρά `Ηροδότω (II 167), καί χειροήθεις παρά Δημοσθένει (III 31). `Υπερείδης δ' εν τώ υπέρ Λυκόφρονος (p 28a Bl) καί τό υπό τών πολλών ονομαζόμενον χειρόγραφον χείρα ωνόμασεν, ειπών ‘ούτε γάρ τήν εαυτού χείρα δυνατόν αρνήσασθαι.’ έστι δέ καί ναύμαχον όπλον χείρ σιδηρά. χειροπέδας `Ηρόδοτος(?) είρηκεν, `Ιππώναξ (frg 139 B) δέ χειρόχωλον τόν τήν χείρα πεπηρωμένον. χειρόδοτον δέ δάνεισμα τό άνευ συμβόλου. καί χειρομάντεις αι εκ τών χειρών μαντευόμεναι. χειριάν δέ εκάλουν τό κατερρήχθαι τάς χείρας ή αλγείν εκ κόπου, όθεν καί χειρόποδες οι τούς πόδας κατερρηγμένοι. χειρονομήσαι δέ τό ταίν χεροίν εν ρυθμώ κινηθήναι: `Ηρόδοτος (VI 129) δέ είρηκεν επί `Ιπποκλείδου τού 'Αθηναίου τοίς ποσίν εχειρονόμησεν, Κρατίνος (frg 453 Ko) δέ καί χειρονομησείοντας είπεν. καί ακροχειρισμός δέ τίς εστιν εν παγκρατίου μελέτη, καί ακροχειρίσασθαι. καί διαχειρίσαι χρήματα καί μεταχειρίσασθαι. καί διά χειρός έχειν τήν πόλιν. καί αυτοχειρία, αυτοχειρί, αυτόχειρ. τό γάρ παρά Φιλίστω (FHG I p 192. 60) αυτοχειρίσαντες παμμίαρον. αχείρωτον δέ Σοφοκλής (TGF 927 N) είρηκε τό αχειρούργητον, δυσχείρωτα δέ Δημοσθένης (LXI 37), εγχειρίθετον `Ηρόδοτος (V 106), εγχειρητής δέ καί εγχείρησις 'Αριστοφάνης (frg 770, 771 Ko), επιχειρηταί δέ Θουκυδίδης (VIII 96. 5), καί εγχειρητικώτερος Ξενοφών (Hell IV 8. 22), καί εγχειρήματα Δημοσθένης (XXVII 34), καί επιχειρήματα. εγχειρίδιον τό ξίφος Ξενοφών (Hell II 3. 23), Αισχύλος (Suppl 22) δέ καί τάς ικετηρίας. λέγοιτο δ' άν καί χείρ ακρατής ή εγκρατής, καί τό έργον αυτής κρατείν, αντιλαμβάνεσθαι, καί τό πράγμα αντίληψις καί αντιλαβή, καί λήψις καί λαβή, καί απρίξ αντειλήφθαι. έστι δ' από χειρών άψασθαι, αφή καί ως Πλάτων (Parm 149 A) άψις, απτόν, αναφές: τό γάρ αφάσθαι ποιηταίς (Hom Ζ 322) δεδόσθω. από δέ αγκώνων γαλιάγκων κατά 'Αριστοτέλην(?), καί από πήχεων εύπηχυς, καλλίπηχυς, ροδόπηχυς, ώσπερ από δακτύλων ροδοδάκτυλος. καί δακτύλιος καί δακτυλίδια τά γυναικεία, καί δακτυλιογλύφος καί δακτυλιογλυφία παρά Πλάτωνι (Alc I 128 C). καί δακτυλοδεικτείται ως Δημοσθένης (XXV 67), καί επί δακτύλων θείναι τό λογίσασθαι, καί δακτυλήθρας ως Ξενοφών (Cyrop VIII 8. 17). καί δάκτυλος ο ρυθμός. καί τούς 'Ιδαίους Δακτύλους κεκλήσθαι λέγουσιν οι μέν κατά τόν αριθμόν, ότι κακείνοι πέντε ήσαν, οι δέ κατά τό τή `Ρέα πάνθ' υπουργείν, ότι καί οι τής χειρός δάκτυλοι τεχνίταί τε καί πάντων εργάται. 
τών δέ μέτρων έστι μέν τι καί δάκτυλος, δοχμή δέ συγκλεισθέντες οι τέτταρες δάκτυλοι, τό δ' αυτό καί παλαιστή θηλυκώς καί παλαιστής αρρενικώς, καί δώρον, καί εκκαιδεκάδωρα (Hom Δ 109) τά εκκαιδεκαπάλαιστα. τό δέ από καρπού έως άκρων δακτύλων, η πάσα χείρ, ορθόδωρον. ει δέ τούς δακτύλους αποτείνας από τού μεγάλου πρός τόν μικρότατον μετροίς, σπιθαμή τό μέτρον. ει δέ τόν μέγαν δάκτυλον τώ λιχανώ αντιτείνας, τό μέτρον λιχάς. από δέ ολεκράνου πρός τόν μέσον δάκτυλον άκρον τό διάστημα πήχυς. ει δέ συγκάμψειας τούς δακτύλους απ' αγκώνος επ' αυτούς, πυγών τό μέτρον, ει δέ συγκλείσειας, πυγμή. ει δ' άμφω τάς χείρας εκτείνειας, ως καί τό στέρνον αυταίς συμμετρείν, οργυιά καλείται τό μέτρον. 
χειρών δέ η μέν δεξιά κατά τήν θέσιν, η δέ αριστερά, λαιά, σκαιά, ευώνυμος. καί δεξιός, επιδέξιος, δεξιώς, επιδεξίως, επιδέξια: δηλοί δέ τούτο παρά μέν Πλάτωνι (Theaet 175 E) τό δεξιώς ‘αναβάλλεσθαι δέ ουκ επισταμένου επιδέξια,’ παρά δέ Λυσία (frg 272 Tur) τό εκ δεξιάς χειρός ‘εισιόντων πρός τή Νεμέα έστηκεν επιδέξια,’ παρά δέ Ευπόλιδι (frg 325 Ko) προπόσεως σχήμα ‘όταν δέ δή πίνωσι τήν επιδέξια.’ αμφιδέξιος, περιδέξιος. δεξιώσασθαι: Ξενοφών (Cyrop VI 3. 36) δέ είρηκε καί δεξιωσάμενος. δεξίωσις, δεξιάν δούναι ή λαβείν, δεξιάν προτείναι, δεξιάν εμβαλείν, ‘δεξιάν πέμποντι βασιλεί’ ως Ξενοφών (Agesil III 4). καί ‘μανθάνει τά δεξιά’ οίον τά σοφά, ως 'Αριστοφάνης (Ran 1114). τό δέ δεξίωμα εκ μόνων τών μέτρων. σκαιός, σκαιώς αριστερός: τό δ' επαρίστερος ιδιωτικόν, τό γε μήν αμφαρίστερος 'Αττικόν. τάχα δέ καί ο αριστεροστάτης εν χορώ προσήκοι άν τή αριστερά, ως ο δεξιοστάτης τή δεξιά. αλλά καί εν δεξιά εισπλέοντι, καί ομοίως εν αριστερά. 
από δέ ονύχων άκρων ακρωνύχια τά άκρα τών χειρών καί τών ποδών. προσήκοι δ' άν οίμαι δακτύλοις καί τά άκρα, ακρότατα, ακρωλένια, ακρόδρυα, ακροχειρισμός, ακροκώλια, ακρώρεια, ακροθίνια, καί παρ' Ευριπίδη (Hercul 476) ηκροθινιαζόμην, καί ακροφύσιον καί ακροτελεύτιον παρά Θουκυδίδη (IV 100. 2, II 17. 1), καί όσα άλλα εκ τών άκρων. 
από γε μήν αυχένος τό μέν σύμπαν έως ισχίων θώραξ καί όλμος, τό δέ υπό τάς κλείδας στήθος, ού τά εντός εντοσθίδια. καλείται δέ καί προστηθίδια ίππων όπλα. τό δέ από θυμού καταβαίνον στέρνον, όθεν ευρύστερνος καί εύστερνος, καί προστερνίσασθαι καί προστερνίδια: καί στερνόμαντιν Σοφοκλής (TGF 56 N) τόν καλούμενον εγγαστρίμυθον. τό δέ στηθών μέσον στηθύνιον. επί δέ τοίς στέρνοις μαστοί, αφ' ών καί τά τής γής υπερέχοντα μαστοί κέκληνται. οι δέ μαστοί καί τιτθοί καλούνται καί τιτθία, μάλιστα δέ επί γυναικών. τό δέ υπ' αυτούς προκάρδιον. από δέ τιτθών τιτθαί αι θηλάζουσαι: θηλάζειν γάρ καλείται τό τόν μαστόν επισχείν, θηλάζεσθαι δέ τό έλκειν τό γάλα εκ τών μαστών. τούτων δέ θηλή τό άκρον, όθεν τό θηλάζειν καί θηλήν επισχείν. ο δέ περί τή θηλή μελαινόμενος κύκλος φώς, η δέ πρώτη τού γάλακτος υπ' αυτώ πήξις κύαμος, τό δέ υποπιμπλάμενον τού γάλακτος κόλπος καί άσκωμα. μόνα δέ εν στήθεσιν έχει μαστούς άνθρωπος καί νυκτερίς καί ελέφας. καί ούτω μέν ο Σολεύς (Clearchus FHG II p 325. 72): ο δέ Σταγειρίτης (Hist Animal II 497 b) τόν ελέφαντα πρός τώ στήθει φησίν, ουκ εν τώ στήθει τούς μαστούς έχειν. προκάρδιον δέ τό υπό τώ στήθει έγκοιλον μαλακόν καί σαρκώδες, κατά τό στόμα τής κοιλίας: υπόκειται δέ τώ χόνδρω τού στήθους, ό εστιν οστούν εκπεφυκός τού στήθους, ό καί ξιφοειδές καλείται. τό δέ υπό τό στέρνον έγκοιλον, ό καλούσι σφαγήν, καί αντικάρδιον υπ' ενίων ωνόμασται. καί δή τό μέν υπό προκαρδίω χόνδρος, τό δέ υπό τώ χόνδρω υποχόνδριον. τούτοις δέ πλευραί πρόσκεινται οκτώ, περιαγόμεναι εις τά νώτα, μείζους τε καί ελάττους, αι μέν μείζους καλούμεναι γνήσιαι, αι δέ ελάττους νόθαι, αί μάλιστα τώ στήθει πλησιάζουσιν. τό δέ υπό τάς πλευράς οστών χήτει κενεών καλείται καί ζώνη, αφ' ής ονόματα ζώννυσθαι, ζώμα, διάζωμα, καί ζωστήρ, καί ζώνη τι όπλον ομώνυμον τώ μέρει: 'Αναξανδρίδης (II frg 69 Ko) δέ καί περιζώστραν είρηκεν ως δεί παχείαν τήν περιζώστραν έχειν, δήλον ότι τήν ζώνην, ήν `Ρωμαίοι καλούσι φασκίαν. καί τό ζώννυσθαι δέ καί διαζώννυσθαι εκ τούτων. καί η μέν περί τάς πλευράς νόσος πλευρίτις, ώσπερ η περί τά άρθρα αρθρίτις, καί νεφρίτις η περί τούς νεφρούς. αλλά τά μέν υπό μασχάλην πλευρά ονομάζεται, τά δέ οστά πλευραί, ών τά μέσα μεσοπλεύρια. επτάπλευροι δέ Λίγυες ή εισίν ή καλούνται. καί τρίγωνόν τι ισόπλευρον ονομάζεται, καί παραπλευρίδια τά παρά ταίς τών ίππων πλευραίς όπλα. καταλήγει δέ εις τούς περί νώτον σφονδύλους τά τών πλευρών άκρα, κακείνοις εμπέπηγε κατά τάς εκ πλαγίων κοιλότητας. δώδεκα δ' εισίν εκατέρωθεν αι ξύμπασαι πλευραί, ών τινές μέν τώ στέρνω συνάπτονται, αι δέ περί τόν θώρακα παύονται, αυταί εαυτάς φέρουσαι. 

Συνέχεια

Επιστροφή στα περιεχόμενα