ΙΟΥΛΙΟΣ ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ - ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΝ (βιβλίο 2ο) |
τό δ' από στέρνων επ' αιδοία κατά τόν κενεώνα καλείται κοιλία καί γαστήρ, αφ' ής προγάστωρ καί γάστρις, καί γαστριμαργία καί γαστρίμαργος καί γαστροβόρος, καί γαστρισμός καί γαστρίσαι. καί γαστρίδιον εν τή κωμωδία (Aristoph Nub 391), καί γάστρα τρίποδος παρ' `Ομήρω (Σ 348 = θ 437). καί υπεγαστρίζετο τό εχόρταζεν η κωμωδία (III p 601. 1174 Ko), καί εν γαστρί έχειν `Ηρόδοτος (III 32), καί εγγαστρίμαντις. τό δ' υπ' αυτή στάχυς καλείται. τό δέ κατά μέσην γαστέρα κοίλον ομφαλός καί μεσομφάλιον, καί ο περί αυτόν τόπος γάγγαμον, επεί νεύρων εστί πλέγμα, καθάπερ τό δικτυώδες ό νύν καλείται γάγγαμον ή ως οι πολλοί σαγήνη. ομφαλού δέ τό εν μέσω ακρομφάλιον, τό δέ υπέρ αυτόν επομφάλιον. καί μεσόμφαλοι καλούνται πλακούντων τι είδος. καί ομφαλητόμος η μαιεύτρια: καί ώ αποτέμνει τούς ομφαλούς τών βρεφών, ομφαλιστήρ. οι δέ 'Αττικοί καί τόν τών σύκων πυθμένα ομφαλόν ωνόμαζον. τό δέ περί τώ ομφαλώ δέρμα γραία, ότι ρυσούμενον γήρως σύμβολον γίνεται. τό γε μήν υπέρ τόν ομφαλόν μέρος είποις άν επιγάστριον, όπερ ήπατι καί σπληνί επίκειται. τώ δ' επιγαστρίω οι κενεώνες υπόκεινται, ούς καί λαγόνας καλούσιν, ώσπερ τό υπό τόν ομφαλόν πάν άχρι τής υπέρ αιδοία τριχώσεως ήτρόν τε καί υπογάστριον. από δέ τού ήτρου καί ητριαία τεμάχη οι κωμωδοί (Aristoph frg 318. 6 Ko) λέγουσιν. αυτή δ' η τρίχωσις ήβη τε καί επίσιον. τό γάρ εφήβαιον ιατρών μόνων. τό δ' υπ' αυτά αιδοίον. ού τό πρόμηκες, δι' ού τό εκ κύστεως υγρόν επιρρεί, καυλός ονομάζεται, καί στήμα κατά τούς ιατρούς τό κατηρτημένον, τό δέ μή εκκρεμάμενον αυτού υπόστημα καί κύστεως τράχηλος, ώσπερ βάλανος τό τού καυλού άκρον: ής τό τρύπημα ουρήθρα. πόσθη δέ τό επ' αυτή δέρμα, ως ακροποσθία καί ακροπόσθιον τό πόσθης προύχον. ώ δέ τήν πόσθην απέδουν, τούτον τόν δεσμόν κυνοδέσμην ωνόμαζον. τό δέ τών όρχεων ή διδύμων αγγείον όσχεον, ού τό χαλώμενον λακόπεδον. τόν δέ αεί χαλαρώ τούτω κεχρημένον λακοσχέαν 'Αθηναίοι καλούσιν. τά μέντοι μεταξύ υποστήματος καί οσχέου καί μηρού
πλιχάδες καλούνται, όθεν καί τό διαβαίνειν οι ποιηταί αμφιπλίσσειν λέγουσι, καί τό περιβάδην αμφιπλίξ, ώ καί Σοφοκλής (TGF 539 N) κατεχρήσατο επί δρακόντων ειπάν ‘θαιρόν αμφιπλίξ ειληφότες,’ οίον περιβεβηκότες. καί Στράττις (I frg 63 Ko) τά θυγάτρια περί τήν λεκάνην άπαντα περιπεπλιγμένα, τουτέστι διηχότα τά σκέλη. καί παρ' `Ομήρω (ζ 318) δέ τό διέβαινον: ‘αί δ' εύ μέν τρώχων, εύ δ' επλίσσοντο πόδεσσιν.’ κρεμαστήρες δέ τά νεύρα ά τούς διδύμους ανέχει. τό δέ ραφή μέν προσεοικός, υπό δέ τόν καυλόν διά τού οσχέου μέσου υπό τόν ονομαζόμενον ταύρον, αφ' ού καί αταύρωτος παρά τοίς τραγωδοίς (Aeschyl Agam 236) η παρθένος, εις τόν δακτύλιον καταλήγον, περίνεος ονομάζεται ή τράμις ή όρρος. τών δέ όρχεων τό μέν άνω κεφαλή, τό δέ κάτω πυθμήν: τό δέ πάν τούτο αιδοία, ώσπερ καί τά γυναικών. ών τό μέν σύμπαν κτείς καί επίσιον, η δέ τομή σχίσμα. τό δέ εν μέσω σκαίρον σαρκίον νύμφη ή μύρτον ή επίδερις ή κλειτορίς: καί κλειτορίζειν τό ψηλαφάν τήν κλειτορίδα. τά δ' εκατέρωθεν σαρκώδη μυρτοχειλίδες ή κρημνοί ή πτερυγώματα. παραστάται δ' εισί πόροι από τών όρχεων εις τόν ουρητήρα κατάγοντες καί εκπέμποντες τό σπέρμα. από δέ τών ειρημένων ονόματα, από μέν γαστρός γαστρίς, γαστρίμαργος, γαστροβόρος, προγάστωρ, γαστρισμός. γαστρίζειν ου μόνον τό χορτάζειν λέγουσιν, αλλά καί τό πλήττειν εις τήν γαστέρα, ως 'Αριστοφάνης εν 'Ιππεύσιν (273. 452). Πλάτων δέ ο κωμικός (I frg 195 Ko) επί τού γαστριμάργου έπειτα δ' ουδείς εστ' ανήρ γαστρίστερος. τόν δέ Ψιττακόν γάστρωνα ο 'Αλκαίος (frg 37 B) καλεί. ''Ομηρος δέ (Σ 348 = θ 437) γάστρην μέν τρίποδος πύρ άμφεπεν. από δέ καυλού απεκαύλισεν. ο δέ πόσθης έρημος απεσκολυμμένος: παρά δέ τοίς Αιολεύσιν εκαλείτο απαιδοιώσθαι τό απεσκολύφθαι. τό μέντοι ανασπάσαι τό αιδοίον παρά τοίς αρχαίοις κωμικοίς (III p 414. 81 Ko) αναστύψαι καλείται: τό δ' επεγείρειν αυτό τοίν χεροίν αναφλάν καί ανακνάν 'Αριστοφάνης εν 'Αμφιαράω (frg 36 Ko) λέγει. εκαλείτο δέ καί τύλος τό αιδοίον, όθεν καί Φερεκράτης (I frg 204 Ko) τό γυμνούν αυτό τή χειρί ‘αποτυλούν’ είπεν. νώτα τοίνυν υπ' αυχένι κείμενα τό μέν έγκυρτον έχει χελώνιον ονομαζόμενον, τά δ' εκατέρωθεν ωμοπλατών πτερύγια, ών τά πλάγια μεταυχένια. τό δέ μέσον νώτων τε καί τούτων μετάφρενον, περιεχουσών αυτό τών ωμοπλατών ών τά περί τώ νώτω πλατυνόμενα τράπεζαι καλούνται, τό δ' υπ' αυταίς ράχις. ής τό μέσον εν τώ νώτω κατά μήκος άχρις οσφύος κοιλαινόμενον κρίσις, καί ταύτης τό καταλήγον αντίστερνον. τό δ' από τής ράχεως οσφύς τό μέχρι γλουτών. τήν δέ ράχιν ένιοι τών ποιητών ωνόμασαν κλόνιν, ώσπερ 'Αντίμαχος (frg 65 Kinkel) ως είτε κλόνιος τεθορυίης σφονδυλίων έξ. επτακαίδεκα δέ εισιν οι σφόνδυλοι τήν συγκαμπήν τή ράχει παρέχοντες, δύο μέν καί δέκα ράχεως, ούς οναμάζουσι ράχεις, πέντε δέ οσφύος: καί τόν μέν υπό τώ άτλαντι καί τήν επ' αυτώ σάρκα λοφαδίαν ή λοφίαν, τόν δέ υπ' αυτώ μασχαλιστήρα, τούς δέ λοιπούς πλευρίτας καλούσιν, τόν δέ δωδέκατον διαζωστήρα. τήν δέ οσφύν καί πρότμησιν εκάλουν, ής ενσφονδύλια μέν τά οστά, ο δέ πρώτος σφόνδυλος εκαλείτο νεφρίτης, ως ο τελευταίος ασφαλτίτης. τό δέ μέσον τής οσφύος άκνηστις, κυρίως μέν επί τών τετραπόδων: ''Ομηρος (κ 161) δέ καί επ' ανθρώπου κέχρηται λέγων ‘κατ' άκνηστιν μέσα νώτα.’ από δέ νώτων ονόματα: κατά νώτου επιγενέσθαι εν πολέμω, καί τά νώτα δούναι, καί νωτίσαι παρά τοίς ποιηταίς (Soph O R 193 Eur Andr 1142) τό κατά νώτου τι απολιπείν. καί παρά Ξενοφώντι (Cyrop VI 2. 34) ‘νωτοφόρος’ ημίονος καί όνος: καί νωτείς δέ τούτους εκάλουν, ως τούς υπό ζυγώ ζυγίους. τόν δέ μαστιγίαν 'Αριστοφάνης (frg 830 Ko) νωτοπλήγα εκάλεσεν. περί δέ τοίς νώτοις επτά τραχύτητες ανεστάσιν, ών δύο μέν αι μετά τήν πρώτην άκανθαν ονομαζομένην καλούνται κυνόλοφα, κέρναι δέ αι πλάγιοι δύο: αι δέ λοιπαί κάτω προνεύουσιν. τών δέ σφονδύλων άρρεν μέν καλείται τό προύχον καί ενερειδόμενον, θήλυ δέ τό υποδεχόμενον κοίλον. τούς δέ σφονδύλους τούτους `Ριανός κύβους ωνόμασεν (Meineke An Alex p 202 frg 2) αυχένος εξ υπάτοιο κύβοις επιτέλλεται ιξύς. η μέντοι διά τών σφονδύλων πορεία, δι' ής ο μυελός τέταται, σωλήν καλείται καί ιερά σύριγξ. τών δέ πλευρών αι μέν μείζους γνήσιαι, αι δέ ελάττους νόθαι, αί καί εισίν υπό τώ στήθει: μεθ' άς τά ενιδρυμένα ταίς πλευραίς σπλάγχνα εγκοίλια καλείται. καί εκ μέν νώτων η ανωτάτω πλευρά μεγίστη οράται, εκ δέ πλαγίων αι μέσαι. καί τά μέν τών πλευρών οστά σπάθαι: τούτων δέ πλάται μέν τά ευρύτερα, ά καί αλλήλοις συμπέπηγεν, τά δέ στενά κωπία, ά ράχει γειτονεί. καί αι μέν πρώται δύο τήν επίκλησιν έχουσιν αντίστροφοι, δύο δέ αι μετά ταύτας στερεαί, δύο δ' επί ταύταις στερνίτιδες: αι δ' επί τούς χόνδρους καταλήγουσαι δύο παράσειροι, τέτταρες δέ αι νόθαι μαλθακαί. ίνα δέ οι σφόνδυλοι καταλήγουσιν, ιερόν οστούν καλείται: καί άρχεται μέν εξ ευρύτητος υπό τήν ράχιν, αποστενούται δέ κατά τόν κόκκυγα καλούμενον, ός καί σφονδύλιον καί ορροπύγιον ονομάζεται. ού τό υπεράνω οσφύς καί ιξύς, ως ζώνη τό κατ' αυτήν εν τοίς πρόσθεν. τισί δέ τό ιερόν οστούν τρητός κόκκυξ καλείται καί έστι πάντων μέγιστον. καί τό μέν εις δακτύλιον νενευκός αυτού κορυφή καλείται, τά δέ πλάγια ισχία τε καί σκάφια. ταύτα δέ ομφαλώ μέν αντίκειται, γλουτοίς δέ επίκειται, οί καί κοχώναι καί πυγαί προσαγορεύονται, καί προχώναι παρ' 'Αρχίππω εν τώ `Ρίνωνι (I frg 41 Ko) καί ισχία μέν εστιν αι εκατέρωθεν μετά τήν οσφύν σαρκώδεις προβολαί, τά δ' υπερέχοντα από τούτων γλουτοί καί εφέδρανα, αφ' ών έδρα καθέδρα ενέδρα, ενεδρεύειν εφεδρεύειν, έφεδρος. από δέ πυγών ονόματα εύπυγος, καλλίπυγος, καταπύγων, καί καθ' `Ησίοδον (Op 373) πυγοστόλος: οι δέ 'Αττικοί καί τόν μέσον τής χειρός δάκτυλον καταπύγονα ωνόμαζον. οι δέ ενδεώς πυγών έχοντες λίσποι καί υπόλισποι καλούνται καί λισπόπυγοι, εφ' ώ μάλιστα 'Αθηναίοι κωμωδούνται. τήν δέ ώδε έχουσαν καί διατράμιν Στράττις (I frg 74 Ko) ωνόμασεν. οι δέ ένδοθεν κατά τήν οσφύν μύες καλούνται ψόαι καί νευρομήτραι καί αλώπεκες: Κλέαρχος (FHG II p 324. 72 Ko) δέ ούτως ονομάζει τούς έξωθεν κατά τής ράχεως μύς. κοτύλας δ' άν είποις τάς τών περί τοίς ισχίοις οστών κοιλότητας, αί τή κεφαλή τών μηρών εισίν ενηρμοσμέναι. πλήκτρον δέ μηρού καλείται καθό η κεφαλή τού μηρού τή κοτύλη συνάπτει, αυτή δέ η κεφαλή κοτυληδών. αι δέ υπό τούς γλουτούς επί τούς μηρούς καταφερείς σάρκες υπογλουτίδες. τά δ' έμπροσθεν παρά τούς μηρούς βουβώνες, οίς καί τό πάθος ο βουβών επιγίνεται: καί τό βουβωνιάν εκείθεν, ως Καλλίας (I frg 26 Ko). καλείται δέ καί τό νεύρον τό συνέχον τήν κοτύλην πρός τόν μηρόν ισχίον: ομώνυμον δ' εστίν αυτώ καί τό άρθρον. καί τό μέν τή κοτύλη συνηρμοσμένον οστούν στρογγύλον μηρού κεφαλή, μηρός δέ τό από τούτου μέχρι γονάτων μέρος, αφ' ού εύμηρος καλλίμηρος, μηριαία, παραμηριαία καί παραμηρίδια, καί η Λάκαινα φανόμηρις. η δέ περί τή κεφαλή τού μηρού τών οστών έκφυσις τροχαντήρ ονομάζεται. μύες δέ αι πρό τών άρθρων εν ταίς κινήσεσιν επανιστάμεναι σάρκες. τά δ' εντός τών μηρών παραμήρια, τά δέ μεταξύ αυτών μεσομήρια. γόνυ δέ η μετά τούς μηρούς συγκαμπή, αφ' ού καί τό γονατίζειν παρά Κρατίνω τώ κωμωδοποιώ (I frg 399 Ko). λέγεται δέ τι καί καλάμου γόνυ, καί παρ' `Ομήρω (ρ 225, ς 74) επιγουνίς. γόνατος δέ τό μέν τώ τού μηρού τέλει συνηρμοσμένον κνήμης κεφαλή, τό δ' έξωθεν επικείμενον πλατύ καί περιφερές οστούν, ώσπερ φράγμα τού γόνατος, επιγονατίς τε καί κόγχη καί κόγχος καί μύλη, κατά δέ `Ιπποκράτην (mochl 1) επιμυλίς, κατά δέ `Ιππώνακτα (frg 128 B) μυλακρίς. η μέντοι κωμωδία τήν αλετρίδα μυλακρίδα καλεί ή ζώόν τι εν τώ μυλώνι γινόμενον, ως 'Αριστοφάνης λέγει (I frg 583 Ko) ίνα ξυνώσιν ώπερ ήδεσθον βίω, σκώληκας εσθίοντε καί μυλακρίδας. ο δέ πρός τώ γόνατι μύς επιγουνίς, η δέ κατόπιν αντικειμένη τή κόγχη κοιλότης ιγνύη. κνήμη δέ τό επί τώ γόνατι καί τή ιγνύι πάν εκατέρωθεν. δύο δέ έχει οστά η κνήμη, ισομήκη μέν, ου μήν ισοπαχή: ών τό μέν έξωθεν, όπερ εστίν έλαττον, παρακνήμιον καλούμεν, τό δέ ένδοθέν τε καί μείζον προκνήμιον. τής δέ κνήμης απάσης τό μέν πρόσθεν αντικνήμιον, τό δ' όπισθεν εις μύν επηρμένον γαστροκνήμιον: ένιοι δ' ωήθησαν τό μέν πρόσθεν κνήμην, τό δ' όπισθεν αντικνήμιον είναι. τά δ' από κνήμης ονόματα εύκνημος καί κνημίς καί ‘ευκνήμιδες 'Αχαιοί,’ καί σκελίδες ολόκνημοι εν τή κωμωδία (I frg 108, 13 Ko), καί κνημοί ορών. τά δ' εκατέρωθεν τού μείζονος οστού, ό τήν κνήμην φέρει κερκίς καλούμενον, μικρά οστάρια, ά περόναι λέγονται καί παρακερκίδες, ταύτα δέ καί στήριγγες παρ' ενίοις καλούνται. τό δέ πλατύ νεύρον, ό πρός τήν πτέρναν παύεται από ιγνύος αρξάμενον, τένων. |
τό δέ υπό τή κνήμη μέρος καλείται σφυρόν καί πέζα, αφ' ών ονόματα εύσφυρος, καλλίσφυρος, εύπεζος, αργυρόπεζος, ‘αργυρόπεζα Θέτις.’ παρά δέ τήν πέζαν εκατέρωθεν προύχουσιν αστράγαλοι, εις ούς αι περόναι καταλήγουσιν: οι δέ αστραγάλους ου τά προύχοντα αλλά τά ένδον κρυπτόμενα υπό σφυρόν. ραιβούς δέ καλούσιν οίς καμπύλα εις τό ένδον τά σκέλη, βλαισούς δέ οίς τό από τών γονάτων εις τό έξω απέστραπται: καί τό μέν 'Αρχίλοχος (frg 58. 4 B), τό δέ Ξενοφών (R Eq I. 3) λέγει. σκέλος μέν δή πάν ονομαστέον τό εκ μηρού καί γόνατος καί κνήμης καί σφυρού καί ποδός: τό δ' εκ μηρού τε καί κνήμης κώλον καί κωλήνα. ονόματα δ' απ' αυτών τό υποσκελίζειν, καί ως Ξενοφών (Memorab III 3. 4) κακοσκελής, καί σκελίς η νύν καλουμένη πέρνα εν τή κωμωδία (I frg 108. 13 Ko), καί παρά Πλάτωνι (Tim 34 A) ‘ασκελές καί άπουν:’ τάχα δέ καί ο σκελετός καί σκελετεύειν καί κατεσκελετευμένος από τής τών μερών τούτων ως πρός τό πάν σώμα ισχνότητος. Μένανδρος (III frg 1054 Ko) δέ καί περισκελίδας είρηκε φορείν τάς κόρας. ασκωλιάζειν δέ έλεγον τό τώ ετέρω ποδί άλλεσθαι. πούς δέ ονομάζεται τό μετά τούς αστραγάλους πάν: αφ' ού ονόματα εύπους ωκύπους ταχύπους καί ως Πλάτων (Tim 63 A) αντίπους, ευποδία αποδία, ποδωκία ποδώκης, αρτίπους καί ως Πλάτων (Leg II 652 B) παραποδισθώμεν, καί Ξενοφών (Memor III 3. 4, R Eq I 2) κακόποδας. καί δίπους καί τρίπους καί τά εφεξής, ών μόνον ο οκτώπους ειδικώτερον εκφέρεται. τούτοις άν προσήκοι καί εμπόδια καί εμποδίσματα, εμποδίζειν, εμποδών ίστασθαι, επί πόδα αναχωρείν, καλόπους, ποδοκάκη, ποδάγρα, ποδαγράν. Πλάτων (Epinom 981 D) δέ καί τά ‘πολύποδα καί άποδα’ είρηκεν. καί ο πολύπους δ' εκ τούτων άν είη καί η χαμαίπους: εκάλουν δέ ούτω τήν ουκ επί ζεύγους κομιζομένην νύμφην. ποδοστράβη, ποδόνιπτρον, ποδονιπτήρ, ποδεών ασκού, ποδήρεις χιτώνες, ποδαλγία ποδαλγής. ο δέ κωμικός Πλάτων (I frg 248 Ko) καί ποδάρια είρηκεν. καί ποδεία τούς περί τοίς ποσί πίλους Κριτίας (TGF p 774, 7 N), άπερ Αισχύλος (TGF 259 N) πέλλυτρα καλεί. λέγεται δέ τι καί περί πόδα, τό αρμόττον, από τών υποδημάτων. ‘ανεπόδιζον’ δέ ‘τόν γραμματέα’ Αισχίνης ο ρήτωρ (III 192) έφη επί τού πάλιν αναγινώσκειν εποίουν, καί αναποδιζόμενα 'Αντιφών (Soph frg 84 Bl) τά πάλιν εξεταζόμενα. μέρη δέ ποδός τό μέν άνω πρό τών δακτύλων πεδίον ή όρος ή πολυόστεον, εξ οστών καί νεύρων συγκείμενον: ού τό έμπροσθεν μετά τούς δακτύλους ταρσός, τό δ' απολήγον τού ποδός κατόπιν πτέρνα, αφ' ής καί τό πτερνοκοπείν, όπερ εστί τό ταίς πτέρναις κτυπείν πρός τά εδώλια εν τοίς θεάτροις, οπότε τινά θορυβοίεν. καί πτερνίδες εν τή μέση κωμωδία (Alex II frg 329 Ko) καλούνται οι πυθμένες τών ιατρικών λεκανίδων. τό δέ κάτωθεν τό μέν όλον τύλωμα, τούτου δέ τό μέν προύχον υπό τούς δακτύλους στήθος ποδός ή προστηθίς, τό δέ μετά τό στήθος κοίλον ποδός. δάκτυλοι δέ ποδός τάς αυτάς επί τοίς μέρεσι προσηγορίας έχουσιν άσπερ οι τών χειρών. καί τά μέν υπό τούς δακτύλους ρήγματα χίμετλα ονομάζεται -- οι δέ καί αυτό τό μέρος ού επιγίνεται, χίμετλον ονομάζεσθαι νομίζουσιν -- τά δέ υπέρ τούς δακτύλους κρούματα πταίσματα: 'Αριστοφάνης (I frg 773 Ko) δέ καί επιπταίσματα αυτά καλεί, τό μέντοι προσπταίσαι εν τοίς Σφηξί (275) προσκόψαι είρηκεν. ποσί δ' άν προσήκοι καί τό υπόδημα, υποδείσθαι, υποδούμενος, ανυπόδητος, ανυποδησία, καί βάσιν δ' άν είποις τόν πόδα, Πλάτωνος (Tim 92 A) ειπόντος ‘θεού βάσεις υποτιθέντος πλείους:’ αφ' ού καί τό βάσιμον καί τό άβατον. καί βάσις δέ παρά τοίς μουσικοίς λέγεται τό τιθέναι τόν πόδα εν ρυθμώ. καί βατήρ ο ουδός εφ' ού βαίνομεν, ως 'Αμειψίας (I frg 26 Ko) επ' αυτόν ήκεις τόν βατήρα τής θύρας. καί βεβώτας ο Πλάτων (Tim 63 C, Phaedr 254 B) τε καί Ξενοφών(?) λέγουσιν. καί ‘διαβατήρια’ Ξενοφών (Hellen III 4. 3) ιερά, καί αποβατήρια. καί διαβατός ποταμός καί άβατος Πλάτων (Leg X 892 E), καί διαβιβάτε Δημοσθένης (XXIII 157), καί διαβάτην 'Αριστοφάνης (I frg 765 Ko). καί επιβασίαν τή δίκη `Υπερείδης (frg 242 Bl), καί ‘επιβατεύων τού Σμέρδιος ονόματος’ `Ηρόδοτος (III 63). τών τοίνυν εντός από τών μετά τήν επιγλωττίδα τόπων αι μέν εκατέρωθεν προύχουσαι σάρκες αντιάδες καί παρίσθμια καλούνται, αι δ' υπ' αυτάς, όμοιαι μέν τήν ερυθρότητα, μείζους δέ καί περιφερέστεραι, μήλα. προσπεφύκασι δέ κατά λεπτούς υμένας στομάχω, όν βρόγχον καί αρτηρίαν ένιοι καλούσιν, οι δέ καί φάρυγγα. ταίς γε μήν αντιάσιν οστούν υπόκειται περιειληφός τήν τού βρόγχου κεφαλήν, καλούμενον υπ' ενίων υοειδές, ότι προσέοικε τώ τού γράμματος σχήματι: `Ηρόφιλος δ' αυτό, διά τό παρεστηκέναι ταίς αντιάσι, παραστάτην ωνόμαζεν. ο δέ στόμαχος πρόσκειται μέν ένδοθεν τή ράχει, κατατείνει δ' εις πνεύμονα, ονομάζεται δέ καί οισοφάγος, καί τά νεύρα τά εκατέρωθεν αυτού τόνοι. ένθα δέ κοιλία συνάπτει, καλείται τούτο στόμα κοιλίας. παρέοικε δέ τό κάτω τού στομάχου, καθό τώ πνεύμονι εμβέβηκε, διά τό εκ στενότητος ανευρύνεσθαι κώδωνι σάλπιγγος. έστι μέντοι καί τό υπό τή γλώττη πρός τήν υποδοχήν τών ποτών τε καί σιτίων τού λοιπού μήκους πλατύτερον, ευαίσθητον δ' αυτού τό πρός τή κοιλία καί νευρώδες. έξωθεν δέ σαρκώδης εστί, καθό τώ βρόγχω γειτονεί, τά δ' ένδοθεν στρογγύλος αρτηριώδης. επίκειται δ' αρτηρία τε καί ταίς από καρδίας εις ράχιν ανατεινούσαις φλεψίν. πλέγματα δ' αυτόν ποιεί τέτταρα, ή ως ένιοι τρία, φλέβες αρτηρίαι νεύρα: τούς γάρ υμένας εξαίρουσιν. καί όρνισι μέν όμοιόν τι τούτω πρόσκειται, πρηγορεών καλούμενον, ένθα προαθροίζεται η τροφή: τών δέ μηρυκαζομένων τήν πρώτην κοιλίαν ήνυστρον καλούσιν. ο δέ βρόγχος στομάχου προκείμενος, εις πνεύμονα ανανεύων, τή γλώττη καί τώ στομάχω προσπέφυκεν, ερρίζωται δ' εν μέσω τώ πνεύμονι, τή μέν κατά τούς οπισθίους λοβούς εγκείμενος, οί τοίς νώτοις προσίζουσιν, τή δέ κατά τούς υπό τοίς στέρνοις: σχίζεται γάρ εις πλείους λεπτάς αποφύσεις, αί καλούνται σήραγγές τε καί βρόγχια καί αορταί. αυτός δ' εις στρογγύλον είδος αποτετορνευμένος, εκ μέν τού κατόπιν τώ στομάχω γειτνιών, ώσπερ δ' εκ κύκλων πολλών συγκείμενος χιτώνας καί ούτος έχει τέτταρας, συμπεπλεγμένος εκ νεύρων φλεβών αρτηριών υμένων. ''Ομηρος μέντοι τόν στόμαχον καί (N 388) λαιμόν καί (X 325) λαυκανίαν καλεί, καί φησί ‘ψυχής ώκιστον όλεθρον’ είναι, ότι διαιρεθείς απόλλυσι τήν οδόν τής τροφής. τόν δέ βρόγχον ασφάραγον καλών (X 328) καί φωνής όντα πορείαν επιστάμενος, άτμητον επί ''Εκτορι τετήρηκεν, (X 329) όφρα τί μιν προτιείποι αμειβόμενος επέεσσιν. ή γε μήν φάρυγξ στομάχου εστίν αρχή, ως βρόγχου λάρυγξ, καί φαρύγεθρον: λαρυγγίζειν δ' είρηκε Δημοσθένης (XVIII 291), όπερ οι παλαίτεροι φαρυγγίζειν. τό δ' έξω προύχον αυτού περί τόν τράχηλον γαργαρεών καί πρόλοβος. τού δέ στομάχου καταλήγοντος εις τήν κοιλίαν, ως προύλεγον (II 202), η τής κοιλίας ευρυχωρία κείται κατά τό λαιόν μέρος, τό μέν στόμα κατά τόν χόνδρον μέσον έχουσα, τό δέ λοιπόν σώμα υπό τώ διαφράγματι. τής δέ κοιλίας εκπέφυκεν έντερον κατά τά δεξιά μάλλον νενευκός, τή ράχει μάλιστα προσκείμενον, ό καλείται πυλωρός: παραπέμπει δ' εις τήν ονομαζομένην νήστιν τήν τροφήν, ή εστιν έκτοσθεν μέν πλέγμα νευρώδες, έντοσθεν δέ καί σαρκώδες αυτή παραμέμικται. κείται δ' υπό τήν νόθην πλευράν τήν εν αριστεροίς μέχρι τής λαγόνος παρήκουσαν, κενόν δ' έστι διά παντός τούτο τό έντερον, όθεν καί νήστις κέκληται. ταύτης δέ τής νήστεως τό λεπτόν έντερον εκπέφυκεν, υπό τόν ομφαλόν κείμενον έλιγμα, πάντα συμπληρούν τόν τόπον. λήγει δ' εις δύο τέλη, ών τό μέν καλείται κόλον καί κάτω κοιλία, ήν νειαίρην ''Ομηρος (E 539) καλεί, κείται δ' εν δεξιοίς, παρά τό υποχόνδριον: αφ' ού καί τό κολάζεσθαι καί κόλασις καί κολαστήρια, διά τό φέρειν τό εν αυτώ πάθος τοίς σώμασιν οξείας τινάς αλγηδόνας. τό δ' ετέρωθεν τώ λεπτώ εντέρω λήγοντι συνάπτον ονομάζεται τυφλόν έντερον, τή μέν ράχει προσιζάνον, κατά δέ τήν λαγόνα τήν δεξιάν κείμενον. καί τώ μέν κόλω τό απευθυσμένον ύπεστιν, αρχός δέ κόλου τέλος καταλήγον εις τόν δακτύλιον, τή οσφύι προσπεφυκός. ο δέ δακτύλιος εντέρου μέν τέλος, οδός δέ τών εκ κοιλίας περιττών, ουτωσί μέν ιδείν μεμυκώς, επί δέ πλείστον ανοιγόμενος, όν οι μέν σφιγκτήρα οι δέ στεφάνην καλούσιν. τό μέντοι μεσεντέριον έστι μέν υμήν εκ φλεβών καί νεύρων συμπλακείς, νεφροίς δέ καί κοιλία γειτνιά, τήν τροφήν αναπέμπον εις τό ήπαρ. από δ' εντέρου ονόματα δυσεντερία παρά Πλάτωνι (Theaetet 142 B et Tim 86 A) καί λειεντερία παρ' `Ιπποκράτει (Prorrhet 23), καί εντεριώνη τό εντός τών ράβδων, ό εξαίρουσιν οι βουλόμενοι κενώσαι τήν ράβδον εις σύριγγα ή αυλόν ή τι τοιούτον. εντερονείαν δέ τά καλούμενα εγκοίλια τών νεών 'Αριστοφάνης (Eq 1185) ωνόμασεν. εκ μέν δή τού περιφερούς τής κοιλίας εκπέφυκεν, αυτήν τε καί μέρος τού άλλου εντέρου καλύπτον, τό ονομαζόμενον επίπλοον: ο δ' από τών νεφρών επί πάντα τά έντερα σχιζόμενος χιτών περιτόναιον καλείται. τού δ' ήπατος εν τοίς δεξιοίς κειμένου καί τό νεαρόν αίμα διά φλεβών εκ κοιλίας υποδεχομένου, τά μέν πρός ταίς φρεσί καί τώ περιτοναίω κυρτά, τά δέ κάτωθεν επιψαύοντα τής γαστρός σιμά ονομάζεται. τό δέ μέγιστον έργον ήπατος διακρίναι τήν τροφήν εις αίμα καί χολήν, καί τής μέν αγγείόν τι πληρώσαι, ό έγκειται τώ μεγίστω λοβώ καί ομωνύμως τώ υπ' αυτώ υγρώ καλείται χολή, τό μέν στενόν αυχένα καλούμενον έχουσα, τό δέ πλήρες πυθμένα. από δέ χολής χολάν, μελαγχολάν, χολωθήναι, επίχολος, υπόχολος, χολέρα, χολημεσία, χολόβαφος, χολοβαφίνη: ούτω γάρ επί τών πλασμάτων οι 'Αττικοί τήν χρυσοειδή εκάλεσαν, ως υπόχολον τόν μελαγχολώντα. καί ακρόχολον δέ καί ακροχολούντα Πλάτων (Leg V 731 D) λέγει. τό δ' αίμα διά φλεβών εις πάν διασπείρεται τό σώμα. από δ' αίματος αιμάξαι, αιμάσσων, αιματηρόν, ύφαιμον, αιματώδες, αίμα εμών, αίμα σχάσαι τό λύσαι φλέβα, ‘τώ κέντρω εξαιμάσσειν,’ καί έναιμον, καί εναιμώδες παρά 'Αντιφώντι (p 150 not Bi), καί αναίμους δέ καί ολιγαίμους. καλείται δέ τού ήπατος τό μέν τι πύλαι, καθ' άς υποδέχεται τό αίμα, όπερ διά μιάς φλεβός εις πάσας τάς φλέβας απ' αυτών αναπέμπεται: τό δέ λοβοί ηπατίαι, καθάπερ οι τού πνεύμονος πνευμονίαι. |
επίκειται δ' αυτώ τό διάφραγμα, συγκείμενον εκ φλεβών, ό καί διαφράττει από τού ήπατος πνεύμονα καί καρδίαν. τά δ' απ' αυτού ονόματα φράττειν, αποφράττειν, εμφράττειν, επιφράττειν, φράγμα, φραγμός. τώ δέ διαφράγματι η γαστήρ υπόκειται, καί καλείται άνω κοιλία. υπέρκειται δ' αυτού η καρδία, κόλπους έχουσα αίματός τε καί πνεύματος, ών τό μέν εκπέμπει δι' αρτηριών, τό δέ αναπέμπει διά φλεβών. οι δέ κόλποι καλούνται κοιλίαι, η μέν αριστερά παχυτέρα τε καί πνεύματος ούσα άφεσις, η δέ δεξιά λεπτοτέρα μέν, επί μείζονος δέ τής ευρυχωρίας, αφ' ής οι τού αίματος οχετοί φέρονται. κείται δ' υπό μαστόν αριστερόν. όνομα δ' απ' αυτής ευκάρδιος, καί καρδιώττειν: ούτω δ' οι Δωριείς τό παρά Ξενοφώντι (Anab IV 5. 7) βουλιμιάν καλούσιν. καλείται δέ τις καί περικάρδιος υμήν, ο διαφράττων τόν θώρακα, ός καί χιτών ονομάζεται. η μέν δή βάσις τής καρδίας καλείται κεφαλή, τό δέ προύχον οξύ πυθμήν, τά δ' εκατέρωθεν κοίλα ώτα. πρός δέ τή κεφαλή τής καρδίας όπισθεν κατά τόν έβδομον σφόνδυλον έστι τις σάρξ αδένι εοικυία, ή καλείται θύμος. είποις δ' άν τινας καί τραχείας αρτηρίας αί κείνται πρό τού στομάχου, δι' ών ο θώραξ αναφυσώμενος τώ πνεύματι καί συνιζάνων εις τόν πνεύμονα αναθλίβεται. ο δέ πνεύμων κείται μέν υπέρ τό διάφραγμα, ό καλούσι καί φρένας, ώσπερ τούς εν ταίς πλευραίς υμένας υπεζωκότας: τή δέ τού θώρακος ευρυχωρία, ή καλείται κενά θώρακος, ο πνεύμων χρήται πρός τήν τού πνεύματος εκροήν. ονομάζοις δ' άν απ' αυτού πνείν, αναπνείν, αποπνείν, εκπνείν, διαπνείν, πνέων, αποπνέων, εκπνέων, διαπνέων, διαπνεόμενος, πνεύμα, εμπνέων, εμπνείν, επιπνέων, επιπνείν, επίπνους, εύπνους, καταπνεόμενος, αναπνοή, περιπνευμονία, δύσπνοια, έμπνους, επίπνοια, διάπνοια. περί μέντοι τήν κοιλίαν κατά τά λαιά υπό τό διάφραγμα τόν σπλήνα κείσθαι συμβέβηκεν, όν ο Πλάτων (Tim 72 C) εκμαγείον τού ήπατος γεγενήσθαι φησίν: άλλην γάρ ουδεμίαν χρείαν παρέχεται. κεφαλή δ' αυτού τό παχύτατον ονομάζεται. λέγεται δέ καί σπληνίον. όνομα δ' απ' αυτού τό σπληνιάν, όπερ εστί τόν σπλήνα αλγείν. η δέ τών νεφρών θέσις, αφ' ών καί νεφρίτις νόσος, υπό σπληνί καί ήπατι, καθ' ετέραν τήν λαγόνα τών νεφρών εκάτερος κείμενος, καί τό απορρέον τού σώματος υγρόν εις κύστιν διηθών. ή γε μήν κύστις κατά τήν ευρυχωρίαν τών πλατέων οστών κειμένη τό υγρόν εφ' εαυτήν συλλέγει. καί μήν επί γυναικών μέσον αρχού τε καί κύστεως κείται τό μητρώον χωρίον, ό μήτραν τε καλούσι καί υστέραν καί δελφύν, αφ' ής καί αδελφοί οι εν τή αυτή μήτρα συστάντες, ως άλοχος παρά τοίς ποιηταίς (Hom I 336 saep) η επί τό αυτό λέχος αναβαίνουσα καί άκοιτις (Hom Γ 138 saep) η τής αυτής κοίτης μετέχουσα. `Ιπποκράτης (de fem steril 222) δ' ου δελφύν μόνον αλλά καί γονήν τήν μήτραν καλεί, εν ή τό τ' έμβρυον συνίσταται καί τρέφεται καί τό έμμηνον αίμα συναθροίζεται. τής δέ μήτρας αι επί τά άνω καί τά πλάγια εκφύσεις κεραίαι καλούνται καί πλεκτάναι, τά δ' εκατέρωθεν ώμοι, καί τό άκρον αυχήν ή τράχηλος: ού στόμα ο πρώτος πόρος, τό δ' εφεξής κοίλωμα γυναικείος κόλπος. δύο δέ δή περί τώ εμβρύω χιτώνες εισίν, ών τόν μέν ένδοθεν λεπτότερον όντα καί μαλακώτερον αμνίον 'Εμπεδοκλής (FPG III poes phils 70 Diels) καλεί, τό δ' έξωθεν επ' αυτώ, τό πρός τή υστέρα, χόριον ονομάζεται, ού καί ο ομφαλός εκπέφυκεν. καί 'Αντιφών (p 150 not Bl) δ' είρηκεν ‘εν ώ τό έμβρυον αυξάνεταί τε καί τρέφεται, καλείται χόριον.’ οι δέ παραπέμποντες εξ εκατέρων τών νεφρών τό ούρον τόποι ουράναι τε καί ουρητήρες καλούνται: η δέ τραγωδία (Aeschyl TGF 180 N) τήν αμίδα ουράνην εκάλεσεν. καλείται δέ τις καί περιτόναιος υμήν, τώ παντί υπογαστρίω συμπεφυκώς, καί περιειληφώς κοιλίαν καί έντερα καί πάντα τόν από διαφράγματος τόπον μέχρι επισίου. καί μήν έκ γε τού σπληνός έτερος υμήν τού προτέρου λεπτότερος εκπεφυκώς, υπό τό περιτόναιον κείμενος, τά υπό τώ διαφράγματι περιειληφώς, επίπλους ονομάζεται: 'Αντιφών (p 150 not Bl) δ' αυτόν καί αρρενικώς καί ουδετέρως καλεί. ιατροί δέ καί αδένας τινάς καλούσιν: όγκοι δ' εισίν εν μέσω σαρκός καί πιμελής συνιστάμενοι, μάλιστα περί βουβώνάς τε καί μασχάλας καί σιαγόνας καί μεσεντέριον, περί ά καί αι χοιράδες συνίστανται. τών δέ φλεβών η κοίλη καλουμένη μεγίστη τ' εστί καί από καρδίας άρχεται, καί πάσα τώ ήπατι προσπέφυκεν, δι' ής από τού ήπατος ανέλκει τό αίμα η καρδία. ώσπερ καί τών αρτηριών ή μεγίστη καλείται, ούτω καί έστι, καί κείται κατά τήν ράχιν λαμβάνουσά τε τό πνεύμα παρά καρδίας καί διασπείρουσα εις τάς άλλας αρτηρίας, ως εις πάν διαδίδοσθαι τό σώμα. σύγκειται μέν δή ο πάς άνθρωπος εκ ψυχής τε καί σώματος, καί έστιν η ψυχή πνεύμα ή πύρ ή αίμα ή ό τι άν δοκή τοίς σοφοίς, μέρη δ' αυτής νούς επιθυμία θυμός. καί ο μέν νούς καί λογισμός καί ηγεμονικόν, είτε περί εγκεφάλω κατά Πυθαγόραν καί Πλάτωνα (Tim 73 D) ιδρυμένος, είτε εν παρεγκεφαλίδι ή μήνιγξιν, ως πολλοίς τών ιατρών δοκεί, είτε κατά τό μεσόφρυον, ως έλεγε Στράτων, είτε περί τό αίμα, ως 'Εμπεδοκλής τε καί 'Αριστοτέλης, είτε περί τήν καρδίαν, ως η Στοά. θυμού δέ τόπος άντικρυς η καρδία, καθάπερ ο περί τό ήπαρ τόπος επιθυμίας. καί από μέν ψυχής ονόματα εύψυχος έμψυχος άψυχος, ευψύχως εμψύχως αψύχως, ψυχαγωγία ψυχαγωγείν, φιλόψυχος φιλοψυχείν, αναψύχων αποψύχων παραψύχων, παραψυχή. από δέ νού νόησις, διάνοια, περίνοια, εύνοια, αγχίνοια, επίνοια, έννοια, υπόνοια, πολύνοια, απόνοια, διχόνοια, μετάνοια, παράνοια, άνοια, πρόνοια: καθώς 'Αντιφών (frg 168 Bl) επινόημα, καί ανοητία ως 'Αριστοφάνης (I frg 746 Ko) καί διανόησις ως Πλάτων (Tim 87 C saep) καί διανοήματα. καί τά ρήματα νοείν, διανοείσθαι, περινοείν, ευνοείν: τό δ' επινοείν ευτελέστερον, καί τό διχονοείν: διχογνωμείν γάρ καί στασιάζειν καί διεστάναι καί εξεστασιάσθαι καί απερρήχθαι καί απεσχίσθαι επί τούτου ως αμείνω λέγουσιν, υπονοείν μέντοι καί μετανοείν καί παρανοείν. τό δ' απονενοήσθαι φαυλότερον, προνοείν δέ καί ανοηταίνειν. καί τά ονόματα νοήμων, διανοητικός καί περινοητικός. καί εύνους, καί ευνοϊκός ως 'Ισαίος (frg 160 Tur), αγχίνους, πολύνους, απονενοημένος, δύσνους, κακόνους, προνοητικός, άνους, ανόητος. από δέ τών άλλων μετοχαίς χρηστέον, Πλάτων (Sophist 238 C) δέ καί αδιανόητα είρηκεν. τά δ' επιρρήματα εύνως, ευνοϊκώς, ευνοϊκωτέρως ως Δημοσθένης (LVII 1), κακόνως, ανοήτως, αγχίνως, πολύνως, δύσνως: τά γάρ από τών άλλων βιαιότερα. από δέ θυμού θυμούσθαι, θυμούμενος, θυμικός, θυμοειδής, άθυμος, εύθυμος, ευθυμία, αθυμία, αθυμών, αθυμούσιν ως 'Αντιφών (frg 145 Bl), αθύμως ως 'Ισοκράτης (IV 44), αθυμοτέρως ως 'Ισαίος (frg 142 Tur), θυμόσοφος, βαρύθυμος, οξύθυμος, καί οξυθυμίας, καί ωξυθυμήθη παρ' 'Αριστοφάνει (I frg 894 Ko). τάχα δέ καί τό ευθυμείσθαι, καί οξυθύμια τά καθάρματα. ενθυμίαν (V 16. 4) δέ καί ενθύμησιν (I 132. 6) Θουκυδίδης, καί (V 32. 1) ‘ενθυμιζόμενοι τάς εν ταίς μάχαις συμφοράς.’ καί ενθυμήματα δέ παρ' 'Ισοκράτει (IX 10). από δ' επιθυμίας επιθυμείν, επιθυμών, επιθυμητικός, επιθυμητικώς, επιθυμητής, καί επιθύμημα ως παρά Πλάτωνι (Leg III 687 C), καί επιθύμησις κακών παρ' 'Ισαίω (frg 158 Tur), καί επιθυμήματα παρά Φιλυλλίω (I frg 30 Ko). τό δέ σώμα σύγκειται εξ οστών, χόνδρων, μυελού, σαρκών, πιμελής, δέρματος, νεύρων, αρτηριών, φλεβών, υμένων, μηνίγγων. καί έστι τά μέν οστά στήριγγες τού σώματος στερεαί καί αναίσθητοι καί άναιμοι, κινήσεως υπηρέτιδες. ονόματα δ' απ' αυτών οστώδης καί ανόστεος, οστέινος καί τό 'Αττικώτερον όστινος: η δέ νέα κωμωδία (III p 467. 329 Ko) καί οστοθήκην καί οστοκόπον λέγει. ο δέ χόνδρος συγκείμενος εκ νεύρων τε καί οστών, καί εκατέρω τούτων εκ μέρους προσεοικώς, μάλιστα δοκεί είναι τών οστών τέλος. αι δέ σάρκες επίβλημα μαλακόν λιπαρόν, επιβεβλημένον τοίς οστοίς κάλλους τε καί σκέπης είνεκα: αφ' ών ονομάζεται εύσαρκος ευσαρκία, πολύσαρκος πολυσαρκία. 'Αριστοφάνης (I frg 711 Ko) δ' είρηκεν ‘ως ουχ έτερον άνδρα σάρκινον,’ Εύπολις (I frg 387 Ko) δέ ‘σαρκίνη γυνή,’ `Ηρόδοτος (IV 64) δέ σαρκίσαι τό τού δέρματος τήν σάρκα αφελείν. η δέ πιμελή λευκή μέν εστι τήν χρόαν, προσπέφυκε δέ τή σαρκί, καί καλείται στέαρ, συνίσταται δέ περί τούς υμένας μάλιστα. καί φαίης άν απ' αυτής πιμελώδης, περιπίμελος. νεύρα δ' εστί σύνδεσμος οστών είκων τε καί τεινόμενος, αφ' ών καί αι νευραί κέκληνται. ταμιεύουσι δέ μάλιστα τάς κώλων κάμψεις τε καί εκτάσεις καί τάς τών άρθρων συγκαμπάς. όθεν καί τό ισχύειν νεύρα έχειν λέγουσι, καί τά χρήματα νεύρα τών πραγμάτων Δημοσθένης (apud Aeschin III 166) φησίν: ως τό (Demosth III 31) ‘εκνενευρισμένοι καί περιηρημένοι χρήματα καί συμμάχους.’ Θεόπομπος δ' ο κωμικός (I frg 71 Ko) καί άνευρον είρηκεν: άπνους, άνευρος, ασθενής, ανέντατος. μυελός δ' εστίν οστών πλήρωμα λευκόν υπέρυθρον, μήνιγξιν αμπεχόμενον. αι δέ μήνιγγες εκ νεύρων καί υμένων συμπλακείσαι τόν τε περί εγκεφάλω καί παρεγκεφαλίδι μυελόν καί τόν διά σφονδύλων περιέχουσιν. αρτηρίαι δ' εισίν οδοί πνεύματος ως φλέβες αίματος. από δέ τού δέρματος ονόματα δορά, δέρις, δέρη καί δειρά διά τό εκείθεν τά ζώα γυμνούσθαι τής δοράς. προσήκοι δ' άν δέρματι καί ταύτα, υποδερίς, περιδερίς, δέραιον, περιδέραιον, δειράδες. κοινή δ' από σώματος ονόματα ασώματος, φιλοσώματος, ευσώματος, φιλοσωματία, ευσωματία, πολυσώματος, δούλα σώματα, σώματα οικεία, σωμασκία, σεσωμασκηκώς, σωματοφύλακες, σωματοειδές, σωμάτιον η τών υποκριτών σκευή. αι τοίνυν αισθήσεις πέντε μέν εισιν, ουκ εν ενί δέ τόπω, αλλ' η μέν όσφρησις περί τάς ρίνας εξετάζεται, η δ' όψις περί τούς οφθαλμούς φαντάζεται, η δ' ακοή περί τά ώτα ενδιαιτάται, η δέ γεύσις περί τήν γλώτταν είληται, η δ' αφή περί όλον τό σώμα πολιτεύεται. από δέ τής αισθήσεως ονόματα αισθητόν αναίσθητον, αισθητικός, αναίσθητος, αναισθήτως, καί ως Πλάτων (Theaet 160 D) φησίν, ο αισθητής, ούτως ονομάσας τόν αισθανόμενον. καί αισθητικά μαθήματα. τό δ' έργον αισθάνεσθαι. τό δ' εναντίον τή αισθήσει όνομα αναισθησία. |
Επιστροφή στα περιεχόμενα |