ΙΟΥΛΙΟΣ ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ - ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΝ (βιβλίο 2ο)


'Ιούλιος Πολυδεύκης Κομμόδω Καίσαρι χαίρειν. όσα μέν παρά τοίς τήν ακριβή φωνήν έχουσι τών ανθρώπου μελών ήν ευρείν, ταύτα δή παρ' εκείνων έξειν έμελλον. πολλά δέ καί οι τώ περιπάτω συνήθεις εμήνυον ημίν, αυτοί τά παρ' αυτών καί τά παρά τών ιατρών αθροισάμενοι, παρ' ών καί ημείς τινά τούτων συνελέξαμεν: ών γάρ μετά τήν πείραν η γνώσις, τούτων η χρεία παρά τών πείρα γνόντων αναγκαία. έρρωσο. 
ερείς ούν τό σύνηθες άνθρωπος, ανθρώπιον, ανθρωπίσκος, ανθρώπινον, ανθρωπικώς, ανθρωπίνως, ανθρωπικόν, ανθρωποειδές. ανθρωπεία τέχνη, ως Θουκυδίδης (II 47. 3), ανθρωπίνη φύσις, ως Πλάτων (Theaet 149 C, Tim 90 C). ανθρωπίζεται, ως 'Αριστοφάνης (I frg 37 Ko). τό δέ ανθρώπου δέρμα ανθρωπήν `Ηρόδοτος (V 25) καλεί. προσήκοι δ' άν ανθρώπω φιλάνθρωπος, φιλανθρωπία, φιλανθρώπως, φιλανθρωπεύεσθαι. τό δέ εναντίον απάνθρωπος, απανθρωπία, απανθρώπως: ου γάρ καί απανθρωπεύεσθαι, πολυάνθρωπος δέ καί πολυανθρωπία καί ολιγανθρωπία. 
σπέρμα σπορά. σπείραι, αρόσαι, καταβαλείν τό σπέρμα, υποδέξασθαι, κυήσαι, γεννήσαι, τεκείν. έμβρυον, κύημα, ανεμιαίον κύημα, τρόφιμον, βιώσιμον. τό δέ κύημα καί κύος 'Αριστοφάνης κέκληκεν (I frg 609 Ko): ήτις κύουσ' εφάνη κύος τοσουτονί. αμβλώναι, αμβλωθρίδιον καί αμβλωθρίδιον φάρμακον, καί άμβλωσις, ως Λυσίας (frg 24 Tur), καί άμβλωμα, ως 'Αντιφών (frg 149 Bl), καί αμβλίσκειν, ως Πλάτων (Theaet 149 D). γέννημα, γέννησις, ως Πλάτων (Conviv 206 E). γονή η γέννησις, ως Ξενοφών(?). τόκος, τίκτει, επίτεξ, επίφορος καί επίτοκος: τοκώσα δέ είπε Κρατίνος (I frg 449 Ko). ατόκιον φάρμακον, ή τικτικόν, ή ωκυτόκια, ως 'Αριστοφάνης (Thesmoph 504). 
βρέφος νεογενές, νεόγονον, αρτιγενές, αρτίγονον, πρωτότοκον, αρτίτοκον, πρωτόγονον, νήπιον, άρτι από γονής, άρτι εξ αμφιδρομίων. τό δέ νεογιλλόν 'Ισαίος μέν είρηκεν εν τώ κατ' 'Αρεσαίχμου (frg 12 Tur), εμέ δ' ουκ αρέσκει. άμεινον δ' αυτού τό παρ' `Ηροδότω (II 2) νεογνόν: αλλά καί τούτο 'Ιωνικόν. αυτοετές, έτειον, διετές, καί τά εφεξής. έτι εν γάλακτι, επιμάστιον, επιμαστίδιον, άρτι από θηλής, άρτι από μαστού. παιδίον, παιδάριον, παιδίσκος, παίς, κόρος, ήθεος, ούπω πρόσηβος, ήδη πρόσηβος. καί αντίπαις υπό τών νέων κωμωδών (III 466 frg 318 Ko) εκλήθη. Πλάτων δ' ο κωμικός (I frg 206 Ko) καί παλλάκια είρηκεν: παίδες, γέροντες, μειράκια, παλλάκια. έφηβος, άρτι εξ εφήβων: τούτον δέ καί αφειμένον ωνόμαζον, καί περυσινόν έφηβον. άρτι ηβάσκων. τόσα αφ' ήβης γεγονώς έτη: τό γάρ πρωθήβης ποιητικόν (Hom Θ 518 saep). μειράκιον, μειρακίσκος, μειρακύλλιον. καί βούπαις παρ' Ευπόλιδι (I frg 402 Ko). είτα αγένειος, λειογένειος, ιούλω νέον υπανθών παρά τά ώτα καθέρποντι ή περί τήν υπήνην ανέρποντι, υπηνήτης, εν ήρι τής ώρας, εν ακμή, εν άνθει. παρηνθηκώς, παρηβηκώς, άφηβος, αφηβηκώς, απηνθηκώς, εκ μειρακίων εις άνδρα παραγγείλας, ανδριζόμενος, εντελής τήν ηλικίαν, ένακμος, εν τώ μεσεύοντι τών ηλικιών, εν τή κορυφή τών καθ' ηλικίαν αναβάσεων, εις ανδρών ηλικίαν υπαλλάττων, γενειών, γενειάσκων, πώγωνος υποπιμπλάμενος, πωγωνίας, ως Κρατίνος (I frg 439 Ko). προφερής δέ λέγεται ο τώ μέν χρόνω νεώτερος, τή δέ όψει δοκών πρεσβύτερος: σκληφρός δέ ο εκείνω πεφυκώς υπεναντίος, τούτον δέ καί νεοειδή άν είποις. Θεόπομπος δέ αυτό εν Στρατιώτισιν (I frg 58 Ko) επί γυναικός είρηκεν ο κωμικός. νεανίσκος, νεανίας: ο γάρ νέαξ, ει καί τών ειρημένων εστίν, αλλά κωμικώτερον (I 776 frg 10 Ko) άν είη. τό δέ τούτων πλήθος νεολαία. είτα ανήρ, τήν μάχιμον ηλικίαν έχων, τήν στρατεύσιμον ηλικίαν έχων, τών εκ καταλόγου, ακμάζων, σφριγών. εκ τής απομάχου ηλικίας, εκ τής αμάχου, εκ τής απολέμου, εκ τής αστρατεύτου, υπέρ τόν κατάλογον, υπέρ τά εξήκοντα γεγονώς έτη, δημηγόρου ηλικίαν έχων, προπόλιος, υποπόλιος ως Δημοσθένης(?), μεσαιπόλιος, μεσήλιξ, πολιός: τό γάρ πολιοκρόταφος ου καθ' ημάς. ωμογέρων, πρεσβύτης, όθεν καί πρεσβεία τά γέρα τά τοίς πρεσβυτέροις διδόμενα. καί τό κατά πρέσβιν τό καθ' ηλικίαν, ό καί πρεσβύτερον. καί πρεσβεύειν τό προτιμάν παρά Πλάτωνι (Leg IX 879 B saep), καί τό ‘ουδέν εστι πρεσβύτερον’ αντί τού ουδέν τιμιώτερον. 
γέρων, προγήρως, γηραιός, ως Θουκυδίδης (VI 54. 2) καί 'Αντιφών (IV α 2), εσχατογήρως, βαθυγήρως. καί γερουσία τό τών γερόντων συνέδριον, καί γεροντικά λουτρά παρά Πλάτωνι (Leg VI 761 C), καί γερόντειαι παλαίστραι παρ' 'Αντιφάνει (II frg 332 Ko). τούς δέ γέροντας καί γεραιτέρους Ξενοφών (Cyrop I 5. 5) εκάλεσεν. Πλάτων (Euthyd 272 C) δ' είρηκέ τινα καί γεροντοδιδάσκαλον. προσήκοι δ' άν τώ γήραι καί τό γηροτροφείν, καί τό γηροτροφείσθαι, καί τό γηροκομείν, καί τό εγγηροτροφηθήναι, καί γηροτρόφοι, καί εγγηράναι καί καταγηράναι. `Υπερείδης δέ (frg 233 Bl) καί γηροβοσκόν είρηκε, καί ''Αλεξις (II frg 312 Ko) γηροβοσκεία, Ξενοφών (Cyrop VIII 7. 22) δέ τήν αγήρατον δόξαν, `Υπερείδης (frg 221 Bl) δέ τόν αγήρατον χρόνον, Σοφοκλής (Antig 608) δέ τόν αγήρω, καί Πλάτων (Tim 33 A) τόν αγήρω, καί Ευριπίδης δέ ‘κόσμον αγήρω’ (TGF 910. 6), Θουκυδίδης (II 43; 44. 4) δέ τόν αγήρων, ως καί Ευριπίδης (TGF 999 N) τήν αγήρων αρετήν, καί Δημοσθένης (LX 36) τιμάς αγήρως. ερείς δέ πολυετής, μακρόβιος, πολυχρόνιος, μακροβίοτος καί μακροχρόνιος: Πλάτων γάρ εν Τιμαίω(?) λέγει μακροχρονιώτερον. λέγοιτο δ' άν καθ' `Υπερείδην (I p 14. 13 Bl) καί ‘επί γήρως οδώ,’ επί δυσμαίς τού βίου, ως υποφέρεσθαι τήν γλώτταν, ως συγκεχύσθαι τό φθέγμα εις ασάφειαν, ως παράφορον είναι τήν φωνήν, ως λελύσθαι τώ χείρε, ως ακρατείς είναι διά γήρας, ως υποτρέμειν τώ πόδε, ως υπολισθαίνειν, ως είναι σφαλερούς, αβεβαίους, παραφόρους, απαγείς, ου στασίμους, ουκ ευσταθείς. έπεται δέ τούτοις καί τά κωμικά σκώμματα (III 558 frg 860 et 895 Ko), Κρόνος, κρονικός, κρονόληρος, πρεσβύτερος Κρόνου, νωδογέρων, τυμβογέρων, μακκοών, παρανοών, παραγεγηρακώς, παραφρονών, παραλλάττων, εξεστηκώς υπό γήρως, παρακεκινηκώς υφ' ηλικίας, υπέρ τάς ελάφους βεβιωκώς, υπέρ τάς κορώνας, ταίς νύμφαις ισήλιξ. 
επί δέ τών θηλειών τά μέν πρώτα ταυτά μέχρι τού παιδάριον -- καί γάρ τούτο κοινόν αμφοίν, θηλειών τε καί αρρένων -- τά δ' εφεξής παιδίσκη, κόριον παρά Ευπόλιδι εν Αιξίν (I frg 422 Ko), κόρη, κορίσκη, κορίσκιον. τό γάρ κοράσιον είρηται μέν, αλλά ευτελές, ώσπερ καί τό κορίδιον. καί πράγμα δέ κορικόν τό παρθενικόν: αλλ' ουδέ τούτο προσίεμαι. καί Φρύνιχος (I frg 67 Ko) μέν ο κωμικός τάς νέας αφήλικας λέγει, ήσαν δέ καί γυναίκες ¦ αφήλικες: Φερεκράτης (I frg 206 Ko) δέ τήν γεραιτέραν ως αφηλικεστέραν, ως καί Κρατίνος (I frg 369 Ko) αφήλικα γέροντα. ερείς δέ παρθένος ωραία γάμου. 'Αριστοφάνης (I frg 582 Ko) δέ καί κυαμίζειν έφη τάς ακμαζούσας: άλλαι δέ κυαμίζουσιν αυτών, εισί δέ ήδη πρός άνδρας εκπετήσιμοι σχεδόν. 
μείραξ, μειρακίσκη, άγαμος, επίγαμος, νεόγαμος, γυνή, ηνδρωμένη, ανδρί μεμιγμένη, νέα, ακμάζουσα, νεάνις, αφηβηκυία, παρηβηκυία, πρός γήρας ρέπουσα, γραύς, καί ως 'Ισαίος (frg 151 Tur) γεραιτέρα, γραία, καί ως Θεόπομπος ο κωμικός (I frg 78 Ko) ‘πρεσβύτις’ φίλοινος, μεθύση, οινοκάχλη, κοχώνη. καί τά λοιπά τά αυτά τοίς άρρεσιν, οίον εσχατογήρως, βαθυγήρως καί τά τοιαύτα. 
ρήματα δέ τών προειρημένων κύειν, κυΐσκεσθαι -- επί τών κυουσών γάρ καί τούτο Πλάτων έταξεν, ειπών εν Θεαιτήτω (119 B) κυϊσκομένη καί τίκτουσα -- , κυείσθαι, γεννάσθαι, τίκτεσθαι. 
εις εφήβους τελείν. παιδεύεσθαι, τάχα δέ καί τό παίζειν καί η παιδεία καί τό παίδειον μάθημα παρά Πλάτωνι (Leg V 747 B et VII 810 A) καί ο παιδαριώδης παρά Νικοχάρει (I frg 21 Ko), καί τά παιγνιώδη παρά Ξενοφώντι (Hell II 3. 56), καί η παιδαγωγία παρά Πλάτωνι (Tim 89 D, Rpbl VI 491 E). τούτοις άν προσήκοι ηβάν, ηβάσκειν, εις μειρακίων ηλικίαν εξαλλάττειν, ακμάζειν, σφριγάν, νεάζειν, νεανιεύεσθαι: Ξενοφών (Cyrop I 2. 15) δέ καί νεανισκεύεσθαι έφη. τό δέ τολμάν νεανιεύεσθαι 'Αριστοφάνης (I frg 827 Ko) έφη, αφ' ού Λυσίας (frg 324 Tur) τό νεανιευόμενοι, καί νεανίαι. ανδρίζεσθαι δέ 'Αριστοφάνης (I frg 827 Ko) έφη, ανδρούσθαι, καί ανδριζόμενοι `Υπερείδης (frg 228 Bl). όθεν ανδρείως, καί ανδρικώς, ως Πλάτων (Theaet 204 E saep), καί ως 'Ισαίος (frg 146 Tur) ανδρικώ χορώ, καί ως 'Ισοκράτης (XII 31) ανδρωδώς. επαριθμείσθαι τώ καταλόγω. είτα παρηβάν, απανθείν, εις γήρας προχωρείν, λευκαίνεσθαι τήν τρίχα, πολιούσθαι, γηράν, γηράσκειν, καταγηράσκειν, ασθενείν, υπονοστείν, παρολισθάνειν, υποτρέμειν, ακρατώς έχειν αυτού, παρηωρήσθαι τά μέλη, λελύσθαι τά άρθρα, παραγηράν, παρανοείν, αλλοφρονείν, παραλλάττειν, εξεστηκέναι, μαίνεσθαι, παραφρονείν. 
Τά δέ τών μερών ονόματα τρίχες, τρίχωσις, τρίχωμα, κόμη, χαίτη, λάχνη: χρηστέον γάρ εσθ' ότε τώ ονόματι, κάν ή ποιητικόν (Hom λ 319): αι γάρ φόβαι καί έθειραι καί σμήριγγες καί έλικες τοίς μέτροις δεδόσθωσαν. γίνεται δ' απ' αυτών ονόματα εύθριξ, εύτριχος, καλλίτριχος, ευθύθριξ, καί απότριχες οι άνηβοι. τετανόθριξ, ουλοκάρηνος, καί ουλότριχες παρ' `Ηροδότω (II 104). 'Αρχίλοχος (frg 196 B) δέ αναστρέψας τρίχουλον είρηκεν. εν γάρ τοίς 'Αττικοίς λόγοις ουχ εύρον όνομα δηλούν τό πάν χωρίς ει μή τις λύσας είποι ούλας τάς τρίχας: ουλόκομος μέντοι είρηται παρ' 'Αλέξιδι (II frg 324 Ko), καί παρά Φερεκράτει (I frg 223 Ko) ουλοκέφαλος. ουλοκίκιννε δέ Τελέσιλλα (frg 8 B) είρηκεν. τόν δέ τοιούτον στραβολοκόμαν Σοφοκλής (frg 994 N) ωνόμασεν. μοχθηρά δέ άμφω τά ονόματα. 
από μέντοι τριχών τριχίαι ιχθύες καί τριχίδες, καί υστριχίς η μάστιξ, καί τριχοβρώτες θηρίδιά τινα σινόμενα τάς τρίχας, καί τρίχαπτον δέ πλέγμα τι εκ τριχών. Φιλωνίδης (I frg 10 Ko) δέ καί ‘ώ πολυτρίχου πώγωνος’ είρηκεν. φαίη δ' άν τις εύκομος, ευκόμης, βαθυκόμης, ξανθοκόμης, μελαγκόμης, κομήτης, κομάν, επικομάν, ευχαίτης, βαθυχαίτης, από δέ χαίτης καί τό αναχαιτίζειν. ανασεσυρμένην έχων τήν κόμην, αναφρίττουσαν υπέρ τό μέτωπον, τώ μεταφρένω περιρρέουσαν, περικεχυμένην τώ τένοντι, ουκ εσφηκωμένην, ουκ ένδετον, περισχιζομένην τώ μετώπω ή τώ μεταφρένω, τοίς ώμοις προσπαίζουσαν, εξηνεμωμένην κατά τών νώτων ή επί τών νώτων. 
ψιλός τήν κεφαλήν, απεψιλωμένος τάς τρίχας, αποσεσυλημένος τήν χαίτην, άθριξ, άκομος τήν κεφαλήν, απερικάλυπτος, τήν εκ φύσεως σκέπην τής κορυφής αποβαλλόμενος, τό επί κεφαλής χρήσιμον περίττωμα ζημιωθείς, λειοκάρηνος, απεξυρημένος, οίον εν χρώ κουρίας, κατά τά φυλλορροούντα τών δένδρων απανθήσας ή τριχορρυήσας, φαλαντίας, αναφαλαντίας, φαλακρός, γυμνός τών τριχών, ψεδνός καθ' ''Ομηρον (B 219) μέρη δέ τών τριχών πλόκαμος, πλοκαμίς, αφ' ών καί πλόκαμοι παρά τοίς ποιηταίς αι τού καπνού περιστροφαί. βόστρυχος, αφ' ού καί τό διαβεβοστρυχωμένον παρ' 'Αρχιλόχω (162 B), καί παρά 'Αναξίλα (II frg 42 Ko) εβοστρύχιζον. καί ευπλόκαμος καί ευβόστρυχος ανήρ άμα καί γυνή. Φερεκράτης (I frg 189 Ko) δέ ώ ξανθοτάτοις βοτρύχοισι κομών έφη. κικίννους δέ 'Αριστοφάνης (Vesp 1064) τε είρηκε καί Εύπολις (I frg 419 Ko): τούτους δέ καί παρωτίδας ωνόμαζον. Κρατίνος (I frg 353 Ko) δέ στημονίας κικίννους είπε τούς στήμονι ομοίους υπ' ισχνότητος. Φερεκράτης (I frg 225 Ko) δέ τούς γυναικείους πλοκάμους πλοκάδας καλεί. τάς μέντοι συνεστραμμένας μετά ρύπου τρίχας η κωμωδία (III 597 frg 1152 Ko) στόρθυγγας καλεί. καί μήν οπισθοκόμαι μέν Ευβοείς, ακροκόμαι δέ Θράκες λέγονται. 
κουράς δέ είδη κήπος τε καί σκάφιον, καί πρόκοττα, καί περιτρόχαλα. τήν δέ πρόκοττάν φασιν είναι, όταν τις τά έμπροσθεν κομά, τά πρό τής κοττίδος: ούτω γάρ οι Δωριείς καλούσι τήν κεφαλήν. οι δέ ουδέ κουράν οίονται είναι τήν πρόκοτταν, αλλ' αυτάς τάς υπέρ τό μέτωπον τρίχας. έλεγον δέ καί πρός φθείρα κείρεσθαι τήν πένθιμον κουράν, ως Εύβουλος ο κωμικός (II frg 32 Ko). εκαλείτο δέ τις καί ‘`Εκτόρειος κόμη,’ περί ής φησίν 'Αναξίλας (II frg 38 Ko) τήν `Εκτόρειον τήν εφίμερον κόμην. Τίμαιος (FHGI 157) δέ τήν κουράν ταύτην προσεστάλθαι μέν δείν περί τό μέτωπον λέγει, τώ δέ τραχήλω περικεχύσθαι. έτρεφον δέ τινες εκ πλαγίου κόμην ή κατόπιν ή υπέρ τό μέτωπον ποταμοίς ή θεοίς, καί ωνομάζετο πλοχμός ή σκόλλυς ή σειρά τριχών: τήν γάρ κοσύμβην ουκ άν προσοίμην, αλλά τόν 'Αττικόν κρωβύλον. εκαλείτο δέ τι καί πηνήκη, καί προκόμιον προσθετόν, ου γυναιξί μόνον αλλά καί ανδρών τοίς ενδεώς εις κόμης λόγον πράττουσιν. τό δ' αυτό καί έντριχον ωνόμαζον. οι δέ περί τήν κόμην χειροτέχναι κομμωταί, καί κομμώτριαι αι γυναίκες. οι δέ καί κεροπλάστας αυτούς εκάλεσαν, ει κέρας η κόμη: ό καί ''Ομηρον (Λ 385) δηλούν τινές έφασαν, ειπόντα τόν Πάριν ‘κέραι αγλαόν’ -- όθεν καί παρά Σοφοκλεί (frg 791 N) ορθόκερως φρίκη, οίον ορθόθριξ -- καί κέρας βοός τήν τρίχα. ευθετήσαι δέ έλεγον τάς τρίχας, καί υπόσπειραν είδος τριχών πλέγματος, ώσπερ καί σπείραν. ου μήν ουδέ η τών κουρέων χειροτεχνία έξω τής κεφαλής. τούτους δέ καί κορσωτήρας εκάλουν. ών τά εργαλεία κτένες καί ξυρόν, ού τήν θήκην ξυροδόκην 'Αριστοφάνης (Thesm 220) καλεί, καί (Equ 410) μαχαιρίδας, άς καί κουρίδας ωνόμαζον. διά τούτο καί κόρσας τινές (Aeschyl Choeph 282) εκάλεσαν τάς τρίχας, διά τό κείρεσθαι. έλεγον δέ τι οι κωμωδοί (Aristoph Ach 849) καί κείρεσθαι μιά μαχαίρα, επί τών καλλωπιζομένων: τήν δέ μάχαιραν ταύτην καί ψαλίδα κεκλήκασιν. ακαρές μέντοι τό σμικρόν λέγεται, ό διά τήν σμικρότητα ουκ έστι κείραι: καί ακαρής καιρός, καί ‘πλούς ακαριαίος’ ο βραχύς παρά Δημοσθένει (LVI 30). κείρειν, κείρεσθαι, κουρά. καί αποκεκαρμένος, ως `Υπερείδης (frg 230 Bl), καί αποκαρτέον, ως Εύπολις (I frg 400 Ko). καί κουριάν τό κομάν, από τού δείσθαι κουράς, ώσπερ καί κουριών ο αυχμών καί κομών. καί εν χρώ κουρίαι οι εν χρωτί κεκαρμένοι. παρακόμους δέ τούς κομώντας ''Αμφις (II frg 50 Ko) είρηκεν ο κωμικός, Φερεκράτης (I frg 30 Ko) δέ εν χρώ κουριώντας, ή όστις τούς Αυτομόλους αυτού διεσκεύασεν. καί αυχμείν δέ τήν κόμην έλεγον, ως ''Ομηρος (ω 248) αυχμείς δέ κακώς καί αεικέα έσσαι: Φρύνιχος (I frg 76 Ko) δέ ο κωμικός αυχμάς έφη. τόν δέ τοιούτον αυχμηρόν Ξενοφών (Memorab II 1. 31) κέκληκεν, ως Πλάτων (Leg 761 B) αυχμηρότατον. επί δέ τού εναντίου ''Ομηρος (o 331) αιεί δέ λιπαροί κεφαλάς καί καλά πρόσωπα. εκτενισμένοι μέν είρηκεν 'Αρχίλοχος (165 B), καί 'Αναξίλας (II frg 39 Ko) ημείς δέ γ' εκτενίζομεν Τελέσιππον οι οικόσιτοι, 'Αριστοφάνης (I frg 603 Ko) δέ λούσησθε καί κτενίσησθε πρός τόν ήλιον, Σοφοκλής (O C 1261) δέ ακτένιστος. έλεγον δέ καί κεφαλήν περίθετον, ως 'Αριστοφάνης (Thesm 258), καί ως άν είποιεν οι νύν περιθέτην, καί πάλιν τήν περίθετον κόμην. καί διεκτενίσθαι τάς τρίχας, παραλελέχθαι δέ τό τάς περιττάς αφηρήσθαι: όθεν καί παρά Φερεκράτει (I frg 195 Ko) ‘άσμηκτος απαράλεκτος.’ καί παραπλέκειν τάς τρίχας τό αναπλέκειν, καί ‘παραπεπλεγμένη 'Αθηνά’ η αναπεπλεγμένη. καί εψήσασθαι δέ τήν κόμην τό καταχρώσαι έλεγον (III 460 frg 288 Ko): καί τήν κόμην ηψήσατο, καί εφθήν τήν κόμην καί ξανθίζεσθαι. καί μελαίνεσθαι τήν κόμην, καί μέλασμα τό τής κόμης βάμμα. ο δέ 'Απόλλων ακειρεκόμης. 
υπόκειται δέ τή κόμη κεφαλή, καί δέρμα ελαφρόν τε καί κούφον επιτέταται κατακεκεντημένον, ως φησίν ο Πλάτων (Tim 76 B) εις τριχών έκφυσιν, καί ώσπερ φυτά τάς τρίχας επάρδον τώ ένδοθεν πνεύματι. καί τό μέν σύμπαν οστούν καλείται κεφαλής κύτος, ήρμοσται δέ εκ συμβολών αί καλούνται ραφαί, πριόνων δίκην ωδοντωμένων κατά τάς προβολάς τε καί κοιλότητας εις αλλήλας ενηρμοσμέναι. ωνόμαζον δ' αυτάς ιατρών παίδες στεφανίτιδάς τε καί λαβδοειδείς καί λεπιδοειδείς καί άλλα τοιαύτα ονόματα, καί εφιλονείκουν περί τού πλήθους αυτών, είτε πέντε χρή τάς ραφάς αριθμείν είτε πλείους είτε ελάττους, πάντων μέν ομολογούντων ελάττους είναι τάς τών γυναικείων κεφαλών ραφάς, `Ηροδότου (IX 83) δέ φάσκοντος μετά τόν εν Πλαταιαίς φόνον εν τοίς Περσικοίς νεκροίς ευρεθήναι κεφαλήν μηδεμίαν έχουσαν ραφής συμβολήν. λέγει δέ που καί ''Αρατος εν τοίς 'Ιατρικοίς (Maass Aratea p 223 sq) ήδη γάρ ποτ' όπωπα καρήατα πολλά μέν αύτως μεσσατίης κορυφής μούνη συνεερμένα ραμμή, πολλαί δ' αρραφέες κεφαλαί πάγεν ανθρώποισιν. τήν μέντοι κεφαλήν οι ποιηταί (Hom C 499) καί κώδειαν καλούσιν, από τής τού μήκωνος κεφαλής ονομάσαντες. καλείται δέ τό μέν σύμπαν πόλος καί κρανίον, καί κόγχος παρά Λυκόφρονι (Alex 1105) τυπείς σκεπάρνω κόγχον ευθήκτω μέσον: παρά δέ 'Αριστοφάνει (I frg 604 Ko) σκάφιον, ίνα μή καταγής τό σκάφιον πληγείς ξύλω. τό δ' έγκοιλον αυτού κορυφή, όπερ εν τοίς 'Ορφικοίς μέτροις (frg 36 s f G Herm) ονομάζεται μεσόκρανον. καί μήν καί στεφάνην καλούσι τό μέσον ινίου τε καί βρέγματος. τό δέ υπέρ τό μέτωπον βρέγμα καί βρεχμόν, τό δέ προύχον υπ' αυτώ μέτωπον, τά δέ εκατέρωθεν κροτάφους, τό δέ κατόπιν ινίον, ότι απ' αυτού αι ίνες εκπεφύκασιν. η δέ τελευταία τών τριχών περί τή κεφαλή περίοδος καί στεφάνη καί περίδρομος επίκλην έχει. τό δέ υπό ταίς θριξί πάν κρανίον. τούς δέ κροτάφους ένιοι καί κόρρας καλούσιν: καί τούτο είναι τό επί κόρρης παίειν. καί ''Ομηρον (Δ 502) δέ αυτοίς νομίζουσι συμμαρτυρείν, ειπόντα κόρσην: η δ' ετέροιο διά κροτάφοιο πέρησεν. καί τά μέν κεφαλής νοσήματα κεφαλαία καί κεφαλαλγία καί καρηβαρία καί ημικρανία, ημίκραιρα καί ίλιγγος καί σκοτοδινίασις καί σκοτοδινία: Πλάτων (Protag 339 E) δ' έφη ‘εσκοτώθην καί ιλιγγίασα.’ καί καρηβαρικόν ποτόν ή βρώμα: τό δέ τούτο ποιείν καρούν 'Αντιφών (p 150n Bl) φησίν. κεφαλαλγές σιτίον, ως ‘τόν τού φοίνικος εγκέφαλόν’ φησιν ο Ξενοφών (Anab II 3. 16). καί καρηβαρικόν τό πάθος Τηλεκλείδης (II frg 47 Ko). τό δέ υπό μέθης τούτο πάσχειν καρηβαράν 'Αριστοφάνης (I frg 792 Ko). τάχα δέ καί τό καραδοκείν είη άν από τού κάρα πεποιημένον, κυρίως επί τών παραφερόντων τήν κεφαλήν, ως μή βληθείεν. ειρήκασι δέ οι κωμικοί καί (Aristoph Acharn 944) ‘κατωκάρα κρέμαται’ καί (Alexis II frg 286 Ko) ‘κραιπαλάν.’ τά δέ από κεφαλής ονόματα περικεφαλαία, παρεγκεφαλίς, εγκέφαλος, κεφάλαιον, επικεφαλαιών, συγκεφαλαιώσασθαι, προσκεφάλαιον, κεφαλίδιον. επί κεφαλήν ώσαι, επί κεφαλήν σπεύδειν, ως `Υπερείδης (frg 251 Bl). ετερεγκεφαλάν, ως 'Αριστοφάνης (I frg 778 Ko), τό παραφρονείν. κράνος δέ από κρανίου, ώσπερ δή καί επίκρανον, περίκρανον: περίκρανον δέ οι παλαιοί τό στέμμα εκάλουν, καί ποτίκρανον τό προσκεφάλαιον οι κωμικοί (CGFI p 156. 10 Kaib). κόρυς δέ από κορυφής καί κορυφαία. καί μήν ονομάζοιτ' άν τις ευκέφαλος, ή οξυκέφαλος, όν ''Ομηρον (B 219) καλεί φοξόν, ή μακροκέφαλος ως τό περί Λιβύην έθνος, ή κυνοκέφαλος ως τό ζώον, ή ευρυμέτωπος ως 'Αλκιβιάδης: ο δέ τοιούτος καί μετωπίας ονομάζεται. σχινοκέφαλον δέ Κρατίνος (I frg 71 Ko) τόν Περικλέα είπεν. Πλάτων (Leg VI 752 A) δέ μύθον ακέφαλον. εκλήθησαν δέ καί δικόρυφοί τινες, ούς καί μακροβίους νομίζουσιν. 
τό δέ ένδον εν τή κεφαλή εγκέφαλος διπλούς κατά συμβολήν, ευρυνόμενος κατά τήν βάσιν τήν όπισθεν, προνεύων εις τό πρόσθεν. περιειλήφασι δ' αυτόν μήνιγγες δύο, η μέν ένδοθεν ερυθροτέρα, η δέ έξωθεν στερεωτέρα: καλούνται δέ καί ειλαμίδες, ότι περί μυελόν ειλούνται. υπό δέ τήν τού εγκεφάλου βάσιν η παρεγκεφαλίς, μυελός εγκεφάλω προσόμοιος, πλήν όσον εστί μάλλον επίξανθος τήν χροιάν. κάτεισι δέ εις τόν πρώτον σφόνδυλον, ώ η κεφαλή περιστρέφεται, καλείται δέ καί επικρανίς: καί απ' αυτής ο μυελός έοικεν εις τούς σφονδύλους επιρρείν, οπόταν υπό τού λεπτοτάτου καί καθαρωτάτου τής τροφής ό τε εγκέφαλος καί η παρεγκεφαλίς τρέφηται. υγρός δέ εστιν ο τού εγκεφάλου μυελός καί απαγής, αλλ' ουχ ώσπερ ο τών άλλων ζώων συνεστηκώς. 
τό δέ υπέρ τή κεφαλή μέτωπον καί μετώπιον, αφ' ού καί εν ίπποις τό προμετωπίδιον, καί τό ‘μετωπηδόν έταξαν τάς ναύς,’ καί κατά μέτωπον, καί αντιμετώπους, καί μέτωπον τής φάλαγγος. καλείται δέ καί τό επί τού μετώπου δέρμα προμετωπίδιον, αι δέ εν αυτώ γραμμαί στολίδες καί αμαρυγαί. 
τό δέ υπό τώ μετώπω πρόσωπον, ό μόνον επί τών ανθρώπων ούτω καλούμεν: επί γάρ τών ζώων προτομήν, ως επί τών ορνίθων ρύγχος καί ράμφος. από δέ τού προσώπου ονόματα ευπρόσωπος, δυσπρόσωπος, απρόσωπος. καί προσωπείον τό μορμολυκείον: τό δ' αυτό καί προσωπίς. η δέ νέα κωμωδία (III 467 frg 332 Ko) καί προσωποποιόν είρηκεν όν η αρχαία (Aristoph Eq 232) σκευοποιόν. καί προσωπούττα δέ τι παρά τοίς 'Αττικοίς ωνομάζετο χαλκούν αγγείον, εχίνω παραπλήσιον, περί τό στόμα έχον πρόσωπα λεόντων ή βοών, αφ' ών καί ωνόμαστο. αποπροσωπίζεσθαι δέ τό καθαίρειν τό πρόσωπον Φερεκράτης είπεν (I frg 9 Ko): ουδ' αποπροσωπίζεσθε κυάμοις. 
τού δέ προσώπου μέρη οφρύες. καί οφρύων γείσα αι προβολαί: καί ‘οφρύσιν απογεισώσαί’ φησιν ο Ξενοφών (Memorab I 4. 6). καί οφρύων τρίχωσις. καί οφρύες επαιρόμεναι καί δασυνόμεναι. καί τάς οφρύς αίρων ο υπερήφανος, καί πάλιν τάς οφρύς ανασπών ή τάς οφρύς αιωρών ή τάς οφρύς ανέλκων, ή τάς οφρύς ανατείνων υπέρ τά νέφη: καί τάς οφρύς συνάγων ο φροντιστής, τάς οφρύς συνέλκων. μεσόφρυον δέ τό τών οφρύων μέσον, ό καί μετώπιον ωνόμαζον. καί σύνοφρυς ανήρ καί γυνή: τόν δέ τοιούτον μίξοφρυν Κρατίνος (I frg 430 Ko) καλεί. καί μήν παρά τοίς τραγωδοίς (Sophocl Trach 866 saep) τό συνωφρυώσθαι επί τών λυπουμένων. ο δέ κωμικός 'Αμειψίας (I frg 36 Ko) τό νεύειν οφρυάζειν είρηκεν, όπερ ''Ομηρος (μ 194) ‘οφρύσι νευστάζων.’ καί οφρύας καλούσι τά ανέχοντα τής γής. ήδη δέ τινες τών ιατρών τίλους ωνόμασαν ταύτας τάς τρίχας. καλούνται δ' οφρύων κεφαλαί μέν τά πρός τή ρινί μέρη, ουραί δέ τά πρός τοίς κροτάφοις. 
οφθαλμοί, όμματα, όψις. καί τά απ' αυτών ονόματα ευόφθαλμος καί ευοφθαλμότερος, ως Ξενοφών (Cyrop VIII 1. 41), εύοπτος, οξυωπής, οξυωπίας, οξυδερκής: οξυδερκέστατον δέ `Ηρόδοτος (II 68) λέγει. αμβλυωπία, αφ' ής αμβλυωπός παρ' Ευριπίδη (TGF 1096 N): αλλ' έστι ποιητικώτερον, βέλτιον δ' ο αμβλυώττων. οφθαλμία. παραβλώψ, φολκός, διάστροφος, στρεβλός: ο γάρ στραβός ιδιωτικόν, καί οι στράβωνες εν τή νέα κωμωδία (III 468 frg 334 Ko). ιλλός δέ υπό τών ποιητών (Aristoph Thesm 846) καλείται, καί ιλλώπτειν εν τή κωμωδία (III 579 frg 1019 Ko) τό παραβλέπειν, καί κατιλλώπτειν τό καταβλέπειν επί χλευασμώ, καί δενδίλλειν. ομοίως τό ‘τώ οφθαλμώ παραβάλλειν.’ λέγεται δέ καί ‘ταυρηδόν υποβλέπειν:’ καί αναβλέπειν μέν εις τόν ουρανόν, καταβλέπειν δ' εις τήν γήν, αντιβλέπειν δέ τώ ηλίω καί αντωπείν. δυσωπείσθαι δέ τό υποπτεύειν τι ιδόντα. καί υπώπια τά υπό τούς ώπας τών πληγών ίχνη. καλείται δ' ούτω καί τά υπό τούς οφθαλμούς οστά, εφ' ών καί τά ίχνη: ταύτα δέ καί υποφθάλμια παρ' ενίοις ονομάζεται. καί παρωπίς η καλουμένη προσωπίς τών γυναικών, καί παρώπια τά παρά τούς ώπας τών ίππων προβλήματα, ά τινες κανθήλια καλούσιν. καί οπή, δι' ής έστιν ιδείν. καί ‘ενώπια παμφανόωντά’ φησιν ''Ομηρος (X 121) τά εντός τών θυρών: παρά δέ τοίς τραγωδοίς (Eurip Hippol 374 etc) ‘προνώπια’ τά πρό τών θυρών: καί ανοπαία τά άνω, από τών ωπών. καί Θουκυδίδης (IV 87) περιωπήν τήν περιάθρησιν. οπαίαν δέ οι 'Αττικοί τήν κεραμίδα εκάλουν, ή τήν οπήν έχει. `Ιπποκράτης (Epidem IV 12) δ' οφθαλμόν ιλλαίνειν φησί τόν διάστροφον γινόμενον καί ανίλλωμα τό ανάβλεμμα. οι δέ καί ίλλους τούς οφθαλμούς ωνόμασαν, καί τό σιλλαίνειν επί χλευασμώ σείειν τούς οφθαλμούς, όθεν καί τό χλευαστικόν ποίημα σίλλος. έστι δ' από τούτων οράν, προοράν, υφοράσθαι, καθοράν, ορατή, ορατά, αόρατα, καί ως 'Αντιφών (cf frg 174 Bl) τό ορών, καί οράματα ως Ξενοφών (Cyrop III 3. 66), καί ως Δημοσθένης (Prooem 55. 2), όραμα τό θέαμα: παρά δέ Πλάτωνι καί ανόρατον εν Τιμαίω (51 A, 43 A) γέγραπται. παροράν, παρεωράσθαι, παρεωρακώς, ενοράν, ενεωρακώς, περιοράν, υπεροράν, εφοράν, έφοροι, καί ‘εφορωμένους’ καί ‘εφορώντας’ ως Ξενοφών (Cyrop V 3. 56), καί ‘τής εφορείας’ ως Λυσίας (frg 315 Tur), ενορών καί συνορών. καί θέα καί θεάσθαι καί θέαμα καί θέατρον καί θεατής καί συνθεατής, καί θεωρός καί συνθεωρός, συνθεωρία καί θεωρία καί θεωρικόν καί τά τοιαύτα, όσ' άν από τού θεάσθαι λέγηται: οι γάρ Πυθώδε θεωροί καί θεωρική οδός καί θεωρίς ναύς από τού πρός θεόν ορούειν τούς εν αυτή λέλεκται. από δέ τής θέας θεατόν, αθέατον, αθεάτως, καί ‘ουσία θεατή’ φησιν ο Πλάτων (Phaedr 247 C), καί θεάτρια καί συνθεάτρια, ως η παλαιά κωμωδία (I frg 472 Ko). έστι δ' εκ τούτων καί τό βλέπειν, βλέμμα, ανάβλεμμα, παράβλεμμα, απόβλεμμα παρά Φρυνίχω τώ κωμικώ (I frg 75 Ko). 'Αριστοφάνης δέ καί βλέπος που (Nub 1176) λέγει καί (I frg 757 Ko) βλέπησιν. υποβλέπειν, παραβλέπειν, εμβλέπειν, καταβλέπειν, αναβλέπειν, αντιβλέπειν, αποβλέπειν. Ξενοφών (Cyneg IV 4) δέ ‘τά αναβλέμματα’ καί (Hier I 35) ‘αντιβλέψεις’ είπεν. αποβλεπόμενοι δέ καί αποβλεφθήναι. καί περίβλεπτος παρά 'Ισοκράτει (XVI 48) ο θαυμαστός καί ένδοξος: καί αποβλεφθήναι επί τού θαυμασθήναι Αισχίνης είπεν ο Σωκρατικός (p 29 C F Herm). 
όψις η αίσθησις καί τά όμματα, καί όψις ο όνειρος. όψομαι, οφθήσομαι, ώμμαι ως 'Ισαίος (frg 165 Tur): 'Αντιφών (frg 174 Bl) δέ καί τό οψόμενον είπε, καί (frg 36 Bl) τή όψει οίον τοίς οφθαλμοίς, καί (de Herod 27) οπτήρ, καί (frg 86 Bl) άοπτα. είη δ' άν εκ τούτων υποψία καί υπεροψία καί υπερόψεσθαι, υπεροπτικός, υπεροπτικώς, υπόπτως, υπερόπτης, αυτόπτης, υπόπτης, καθύποπτος ως 'Αριστοφάνης (I frg 794 Ko), καχύποπτος ως Πλάτων (Rp III 409 C), καί ανύποπτος ως Ξενοφών (Cyrop V 3. 11), καί ανυποπτότερος ως Λυσίας (frg 301 Tur), καί άοπτα ως 'Αντιφών (Soph frg 86 Bl), καί απερίοπτοι ως Θουκυδίδης (I 41). ούτος δέ καί (IV 79) πρόσοψιν καί (V 8) πρόοψιν καί(?) δίοψιν καί (VII 71) έποψιν είρηκεν, `Ηρόδοτος (I 204) δέ καί άποψιν. δυσωπούμενος. παρώπται, παρόψονται, καί ως 'Ισοκράτης (VI 95) περιόπτους καί (VI 95) περιβλέπτους, καί απόβλεπτος καί αποβλεπόμενος, καί αυτόπτης, καί ως 'Ανδοκίδης (frg 7 Bl) σύνοπτον καί σύνοπτα, καί ως 'Ισαίος (frg 161 Tur) ευσύνοπτα, καί ως Δημοσθένης (IV 25) επόπτας, καί εποπτεύσαι δ' εν μυστηρίοις. καί ανεπόπτευτον `Υπερείδης (frg 174 Bl) φησίν, καί διοπτεύειν Κριτίας (frg 44 Bach) καί 'Αντιφών (frg 161 Bl), 'Αντιφών δέ καί είσοπτοι, Δημοσθένης (III 13, LX 27) δέ προύπτον, `Ηρόδοτος (III 17 et 21) δέ κατόπτας, Ξενοφών (Cyrop IV 5. 17) δέ οπτήρας. είρηται δέ καί οπτήρια τά δώρα τά παρά τού πρώτον ιδόντος τήν νύμφην νυμφίου διδόμενα. 
ερείς δέ καί αμβλύ οράν, οξύ βλέπειν. καί εξωμματώσθαί φησιν 'Αριστοφάνης (Plut 635) τόν Πλούτον εν 'Ασκληπιού. καί βλέμμα εύτονον, εστηκός, σώφρον, υγιαίνον, σεμνόν, ανδρώδες, ανδρείον, αρρενωπόν, απειλητικόν: καί ταναντία βλέμμα υγρόν, άνανδρον, θηλυκόν, θήλυ, γυναικείον, θηλυπρεπές, αχρείον, ανατετραμμένον. Κτησίας δέ πού (frg 20 C Mu+ller) φησιν αναβάλλειν τά λευκά τών οφθαλμών τόν Σαρδανάπαλλον. 
προσήκοι δ' άν τούτω τώ μέρει τυφλός, τυφλούμενος, πεπηρωμένος τούς οφθαλμούς: ως επί τό πολύ γάρ τήν πήρωσιν μετά προσθήκης τών οφθαλμών λέγουσιν, ως άνευ τής προσθήκης άδηλον όν ποίου μέρους η πήρωσις εστίν. ανάπηρος δ' εστίν ο πάν τό σώμα πεπηρωμένος, ως 'Ισαίος εν τώ κατά 'Αρεσαίχμου (frg 11 Tur) ‘κατέλιπεν εν τώ χωρίω γέροντας καί αναπήρους.’ 'Αντιφών δ' εν τοίς περί αληθείας (frg 101 Bl) καί ανάπηρα είρηκεν, Κρατίνος δ' εν Πλούτω (I frg 168 Ko) αναπηρίαν. τάχα δέ καί τό έμπηρα τούτοις προσήκει καί τό άπηρα. 
προσθετέον δέ τούτοις καί τάδε: γλαυκός, γλαυκιών, χαροπός. μελανόμματος, μυωπίας, μελανόφθαλμος, ετερόφθαλμος: τό γάρ μονόφθαλμος παρ' `Ηροδότω (III 116, IV 27) επί τών εκ φύσεως έν' εχόντων οφθαλμόν, οίον Κυκλώπων καί 'Αριμασπών. ρηθείη δ' άν τούς οφθαλμούς εξορύττειν, σβεννύναι, κενούν, κοιλαίνειν, βαθύνειν, σπαράττειν, εκ πυθμένων ανασπάν, ανέλκειν. καί οφθαλμός ύφαιμος, ταραχώδης. κυλοιδιών καί κοιλόφθαλμος καί κοιλοφθαλμιών ο εξόφθαλμος καί εποφθαλμιώεν οίον φθονοίεν. καί εποφθαλμιάν τό επιθυμείν τινος, καί ωφθαλμίασε τό επεθύμησεν `Υπερείδης (frg 258 Bl). ο δέ Πλάτων (Tim 45 B) είρηκε φωσφόρα όμματα: λέγοιντο δ' άν οφθαλμοί λάμποντες, στίλβοντες, θυμοειδείς, πυρώδεις: μαρμαρυγάς αφιέντες, αίγλην, αυγήν: ηδείς, επαγωγοί, επέραστοι. καί τό απ' αυτών απορρέον ίμερος. 
τό δέ λυόμενόν τε καί καταρρέον δάκρυον, αφ' ού τό δακρύσαι, αποδακρύσαι, καταδακρύσαι, φιλόδακρυς, πολύδακρυς, άδακρυς, αδακρυτί, καί ο παρά τοίς ποιηταίς (Aeschyl Pers 947) αρίδακρυς. 'Ισοκράτης(?) δέ φησιν αδακρύτους, καί ''Ομηρος (δ 186) ‘αδακρύτω έχεν όσσε,’ δακρυρροούντα δέ ''Αλεξις (II frg 313 Ko). ερείς δέ καί κλαύσαι, ανακλαύσαι, απέκλαιεν ως `Ηρόδοτος (III 62) ανακλαύσασθαι, κλαυθμυρίσασθαι, κλαυθμυρισμός ως 'Ισαίος (frg 163 Tur), κλαυθμός: παρά δέ Πλάτωνι (Leg VII 792 A) καί κλαυθμονή. άκλαυτος δέ παρ' `Ομήρω (X 386 saep) καί Σοφοκλεί (Antig 876). δακρύων, κλαίων, κλαυθμυριζόμενος. κλαυσείσθαι δέ οι κωμικοί (Aristoph Pac 1081 saep). καί κλαυσιάν τό κλαύσαι θέλειν, κλαιήσειν δέ Δημοσθένης (XXI 99 saep). παρά δέ Ξενοφώντι (Hellen VII 2. 9) καί κλαυσίγελως: είληπται δ' εκ τού παρ' `Ομήρω (Z 484) ‘δακρυόεν γελάσασα.’ 
νόσημα δ' οφθαλμών οφθαλμία καί ‘επιτάραξις ομμάτων’ παρά Πλάτωνι (Rpbl VII 518 A). λημάν καί γλαμάν. νυκτάλωψ, καί άργεμος τό καλούμενον λεύκωμα, καί ο τούτ' έχων άνθρωπος επάργεμος. 'Αριστοφάνης (Ran 1245) δέ σύκα τά επί τών οφθαλμών έλκη λέγει, σκνιπόν δέ τόν αμυδρόν βλέποντα Σιμωνίδης ο ιαμβοποιός (frg 19 B): ή τυφλός ή τις σκνιπός ή μέγα βλέπων. 
μέρη δ' οφθαλμού βλέφαρα μέν τό επιπεταννύμενον δέρμα καί συγκλείον τούς οφθαλμούς, ά καί καλύμματα καλείται. ών τά υπεράνω σκύνια, όθεν καί επισκύνια τά περί τάς οφρύς γείσα. καί κύλα δέ καί ανάκυλα καί επικυλίδες, αφ' ών καί τό κυλοιδιάν: οι δέ κύλον μέν τό κάτωθεν βλέφαρον, τό δ' άνωθεν επικυλίδα ή κυλίδα. τάς δ' επί τών βλεφάρων γραμμάς, οίον ρυτίδας, ωλίγγας οι ποιηταί λέγουσιν. επί δέ τών βλεφάρων τό μύσαι καί επιμύσαι καί καταμύσαι, καί συμβαλείν τά βλέφαρα καί επιβαλείν καί καταβαλείν καί προσβαλείν, καί κλείσαι καί επικλείσαι καί συγκλείσαι. καί σκαρδαμύξαι λέγουσιν, καί Ξενοφών (Cyrop I 4. 28) ασκαρδαμυκτί, καί 'Αριστοφάνης (Equit 292) ασκαρδάμυκτος. καί συνελείν βλέφαρον τό κατανυστάσαι. μεμνήσθαι δέ χρή ότι 'Αριστοτέλης (Hist Anim I p 493 b 28) έφη μή δύνασθαι συνελθείν βλέφαρον ραγέν, ώσπερ ουδέ πόσθην ουδέ γνάθον. βλεφαρίδες δ' αι εκπεφυκυίαι τών βλεφάρων τρίχες, ου κόσμος τοίς οφθαλμοίς μόνον, αλλά καί κατά χρείαν έχουσαι τήν προβολήν, ως τά προσπίπτοντα λυπηρά αποστέγοιεν, καί τάς όψεις κατευθύνουσαι μή εώεν πλανάσθαι. διά τούτο καί ο θεός ιχθύσι μέν ουδέ βλεφάρων μετέδωκεν, όρνισι δέ βλεφάρων μέν, ου μέντοι καί βλεφαρίδων, ίπποις δέ βλεφαρίδων μέν, αλλ' ουχ εκατέρωθεν: τά γάρ κάτω βλέφαρα ψιλά αυτοίς τριχών. όθεν καί Σίμων (frg 2 Blass) τούτο όνειδος τής αμαθίας Μίκωνι προήνεγκεν, ότι καί τάς κάτω βλεφαρίδας προσέγραψεν ίππου γραφή. ών δέ μερών αι βλεφαρίδες εκπεφύκασι, καλούνται έλυτρα καί εντριχώματα καί ορχοί καί ταρσοί. 
ομμάτων δέ τό μέν εν μέσω μέλαν καλείται κόρη, ής η αυγή γλήνη, καί ο περιθέων αυτήν κύκλος γραμμή κυκλοτερής καί ίρις, τό δέ μετά τήν κόρην λευκόν άπαν σφενδόνη καί λογάς. τά μέρη δέ τών οφθαλμών χιτώνας εκάλεσαν οι ιατροί. τέτταρες δ' εισί τόν αριθμόν, καί τούτοις προσηγορίας έθεντο, τώ μέν εξωτάτω κερατοειδεί, ός εστι λευκός, στερεός, δυσδιαίρετος, νευρώδης, χονδρώδης, παχύς, διαφανής, τώ δ' υπ' αυτόν δευτέρω ραγοειδεί, ός εστι δασύς, αιματώδης, χοριοειδής, εκτετρημένος, τώ δέ τρίτω φακοειδεί καί κρυσταλλοειδεί καί υαλοειδεί, τώ δέ τετάρτω αραχνοειδεί καί αμφιβληστροειδεί. τά γε μήν έγκοιλα τών οφθαλμών κόγχοι καλούνται, ο περί τοίς βλεφάροις περίδρομος, ώσπερ τών βλεφάρων τά εκατέρωθεν άκρα κανθοί, ών αι ρίζαι εγκανθίδες. καί οι μέν πρός 
τή ρινί ραντήρες καί πηγαί, ότι καί απ' αυτών τό δάκρυον έρχεται, οι δ' υπό τούς κροτάφους παρωπίαι. τά δέ περί τή κόρη μέλανα πεσσοί: ο δ' υπό τήν ίριν κύκλος, ο τώ λευκώ προσιών, άλως. τό δέ καταλήγον τών λογάδων πρέμνον καλείται. ηών δέ πάσα η τών οφθαλμών περιγραφή. 

Συνέχεια

Επιστροφή στα περιεχόμενα