«ΤΙΜΗι ΚΑΙ ΜΝΗΜΗι»
(Η από στήθους ομιλία του Βλάση Ρασσιά στην εκδήλωση προς τιμήν των Θερμοπυλομάχων, 14 Ιουλίου «2001»)


«Όσοι το χάλκεον χέρι,
βαρύ του φόβου αισθάνονται
ζυγόν δουλείας ας έχωσι
Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία»

Ανδρέας Κάλβος, «Ωδή εις Σάμον»

Φανταστική απεικόνιση της μάχης στις Θερμοπύλες

Αγαπητοί εκλεκτοί προσκεκλημένοι, αγαπητοί φίλοι,

Ο προλαλήλας κάπου εκάλυψε τα της μάχης των Θερμοπυλών και έρχομαι συνεπώς εγώ να καταθέσω απλώς κάποια σημαντικά, κατά τη γνώμη μου, ιστορικά δεδομένα, τα οποία έχω αντλήσει από μία έρευνα που θέλει να καταλήξει στην «Επίτομο Ιστορία των Σπαρτιατών», ελπίζω μέσα στο χρόνο που έρχεται.

Ως τέκνο της Λακεδαίμονος, με ενδιαφέρει πολύ να καταλάβω όχι αυτό που λέει η «επίσημη» Ιστορία, αλλά την πραγματική αλήθεια πίσω από τα παρουσιαζόμενα πράγματα. Γιατί ασχέτως από τα συνηθισμένα και από αυτά που μας έχουν μάθει να ακούμε και να δεχόμαστε, η Αλήθεια είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Ποτέ να μην λησμονούμε άλλωστε την ρήση «εθνικόν είναι μόνον ό,τι είναι αληθινό». Όντως, τίποτε το ψεύτικο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χτίσουμε σοβαρά επάνω του.

Αναφορικά με τις Θερμοπύλες, υπάρχει το μεγάλο «πρόβλημα της θυσίας», όχι τόσο των Σπαρτιατών, διότι εκείνοι οι κύριοι που δημιούργησαν αυτή την εικόνα που σήμερα μας πουλάνε μπορούν και λένε ότι για τους τελευταίους δήθεν υπήρχε ο «δεσπότης νόμος» κατά των τρεσάντων, ο οποίος νόμος δεν επέτρεπε την υποχώρηση, πράγμα το οποίο βεβαίως δεν στέκει λογικά. Και δεν στέκει λογικά, διότι όταν αναφερόμενοι στον ως άνω νόμο λέμε «υποχώρηση» εννοούμε την άτακτη εκείνη, το να πετάξει δηλαδή κάποιος την ασπίδα και να τρέχει να σωθεί. Ο τακτικός στρατηγικός ελιγμός ήταν πλήρως επιτρεπτός. Βλέπουμε άλλωστε τον επόμενο χρόνο, στην μάχη των Πλαταιών, τον Σπαρτιάτη βασιλέα Παυσανία να καταφεύγει σε δύο πρώτες τακτικές υποχωρήσεις και, εν συνεχεία, σε μία ακόμη εντονώτερα, στους πρόποδες του Κιθαιρώνος.

Βλέπουμε επίσης, την ίδια στιγμή με την μάχη στις Θερμοπύλες, κατά τη ναυμαχία του Αρτεμισίου (και είναι πολύ σημαντικό να τονίσουμε ότι ήταν ταυτόχρονη η εκδήλωση της μάχης των Θερμοπυλών και της ναυμαχίας του Αρτεμισίου, και θα δούμε πως διαπλέκονται αυτά τα δύο γεγονότα), τον Ευρυβιάδη, τον Σπαρτιάτη ναύαρχο του συμμαχικού στόλου, να καταφεύγει και αυτός σε δύο τακτικούς ελιγμούς υποχωρήσεων. Και αν ξεκινήσουμε από την αρχή ότι η Σπάρτη, κατ’ ουσίαν δεν συμφωνούσε με αυτή την εκστρατεία και, συνεπώς, ο Λεωνίδας υποχρεώθηκε να πάρει μαζί του μόνον τους 300 επίλεκτους οπλίτες της προσωπικής του φρουράς και μόνον περίοικους και είλωτες για να απαρτίσει την Σπαρτιατική Φάλαγγα, καταλαβαίνουμε ότι ήταν πολύ εύκολο και δικαιολογημένο γι’ αυτόν το να επιστρέψει στον Ισθμό, εκεί που άλλωστε ήθελαν οι Πελοποννήσιοι να οργανώσουν την άμυνά τους, δικαιολογώντας την κίνησή του ως τακτική υποχώρηση.

Το κυρίως «πρόβλημα» είναι εκείνο της θυσίας των 700 Θεσπιέων οπλιτών, για τους οποίους, πάλι περιμένοντας μας να φανούμε αφελείς, οι ιστορικοί του συστήματος μας λένε ότι εκάθησαν να πεθάνουν για να έχουν απλώς- δόξα. Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι αυτοί οι 700 Θεσπιείς ήσαν το στρατιωτικό άπαν της πόλεως των Θεσπιέων. Πέφτοντας αυτοί, η πόλη τους έμενε αφύλακτη όπως και εν τέλει έμεινε και ισοπεδώθηκε και κατεσφάγη ο πληθυσμός της εκτός ελαχίστων και αναζήτησαν καταφύγιο στα βουνά.

Τι ήταν συνεπώς εκείνο που πραγματικά εκράτησε εδώ πέρα τον Θεσπιέα Δημόφιλο Διαδρόμου και τον Σπαρτιάτη Λεωνίδα με τους υπερχιλίους Λακεδαιμονίους του (διότι δεν ήσαν, όπως προείπαμε, μόνον οι 300 οπλίτες στη Σπαρτιατική Φάλαγγα, αλλά αποτελούσαν απλώς την προσωπική του φρουρά); Ας τα πιάσουμε λοιπόν τα πράγμα τα να τα εξηγήσουμε, αγαπητοί φίλοι, διότι, αν μη τι άλλο, ο Έλληνας δεν είναι ερωτευμένος με τον θάνατο. Όταν πεθαίνει ο Έλληνας, δεν πεθαίνει για να πεθάνει με την ψυχοπαθολογία του μάρτυρος. Πεθαίνει όταν υπάρχει κάποια λογική αιτία πίσω από αυτή την επιταγή.

Θα ξεκινήσουμε από το προηγούμενο έτος, όταν στέλνουν πρέσβεις οι Πέρσες, το 481, και ζητούν «γη και ύδωρ» από τις Ελληνικές Πόλεις. Και κάνω αυτή την αναδρομή, επειδή πρέπει πάντα να λέμε την αλήθεια, διότι, το υπενθυμίζω και πάλι, εθνικό είναι μόνο ό,τι είναι αληθινό, και στην συγκεκριμένη περίσταση ΟΛΗ σχεδόν η Ελλάδα μηδίζει.

Μέχρι τον Ισθμό, οι ΜΟΝΕΣ Πόλεις που δεν έχουν δώσει «γη και ύδωρ» είναι οι Πλαταιές, οι Θεσπιές και η Αθήνα, αλλά και από εκεί και κάτω δεν είναι καλύτερα τα πράγματα. Οι Κρήτες δεν θέλουν να συμμετάσχουν καθόλου, οι Κερκυραίοι χρονοτριβούν στο Ταίναρο, οι Αργείτες πάλι δεν θέλουν να συμμετάσχουν επειδή είχαν προηγούμενα με τους Σπαρτιάτες, και στεκόμαστε στο καλοκαίρι του έτους 480, βλέποντας αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο, τον βασιλέα Λεωνίδα, να υποκινεί όχι απλώς μία εκστρατεία ενός δείγματος του Σπαρτιατικού στρατού, αλλά μία Πανελλήνιο ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΕΥΨΥΧΙΑΣ.

Περνώντας από τις πελοποννησιακές Πόλεις μία προς μία, εκστρατεύοντας με δική του ευθύνη, και όχι με την σύμφωνη γνώμη των Εφόρων αρχίζει να βάζει σε αυτό που λέμε ότι μέχρι τώρα λειτουργούσε στο Έθνος μας (για σήμερα βεβαίως δεν είμαι και πολύ σίγουρος), δηλαδή στο φιλότιμο τους Συνέλληνες. Και αρχίζει να μαζεύει 100 από εδώ 100 από εκεί, 500 από την Τεγέα, 120 από τον Ορχομενό, 400 από την Κόρινθο, 80 από τις Μυκήνες, ακόμη και από τη μιδήσασα Θήβα επέτυχε ν’ αποσπάσει 400 δημοκρατικούς, υπό τον Λεοντιάδη.

Και φτάνουμε εδώ στη Στερεά, όπου έχουμε 1000 Οπουντίους Λοκρούς (μηδίσαντες και αυτοί την προηγούμενη χρονιά) που ακολουθούν τον άξονα Αθήνα – Σπάρτη όχι και τόσο ενθουσιασμένα, καθώς και 1000 Φωκείς, οι οποίοι και αυτοί δεν αισθάνονται και τόσο όμορφα και τους οποίους την επόμενη χρονιά, «όλως παραδόξως» τους βλέπουμε στο στρατόπεδο των Περσών, να πολεμούν στη μάχη των Πλαταιών ΚΑΤΑ των Ελλήνων. Πρέπει να τα λέμε αυτά, φίλοι, διότι είναι πολύ σημαντική η Αλήθεια, η κάθε είδους Αλήθεια, για την εθνική και προσωπική Αυτογνωσία μας.

Ταυτόχρονα με τη μάχη των Θερμοπυλών λαμβάνει χώρα και η ναυμαχία του Αρτεμισίου και επειδή αυτοί που χρονολογούν ευνοϊκά για το σύστημα μας τα λένε κάπως περίεργα, δεν θέλουν να μας πολυσυνδέουν τα δύο γεγονότα. Αν όμως εμείς τα συνδέσουμε, αφού ήσαν ταυτόχρονα, θα δούμε ότι δεν εκάθησαν κάποιοι άνθρωποι απλώς σ’ έναν απεγνωσμένο αγώνα «αυτοκτονίας», αλλά σε έναν λογικό και στρατηγικό αγώνα. Ώφειλαν οι Θερμοπυλομάχοι πρόγονοι να καλύψουν τον Ελληνικό στόλο, ο οποίος εμάχετο μέσα στον Ευβοϊκό Κόλπο και να περνούσε ο περσικός στρατός από τα στενά θα εγκλωβιζόταν το άπαν της ναυτικής δυνάμεως των Ελλήνων στον Ευβοϊκό και θα τελείωναν όλα, ποτέ δεν θα ακολουθούσε η νικηφόρα Σαλαμίνα.

Για λόγους στενότητος χρόνου, όπως προείπα, εγώ δεν θα πω τα περί όλης της μάχης, αλλά θα ξεκινήσω από τον Εφιάλτη και μετά. Ο προδότης Εφιάλτης είναι τέτοιος, δηλαδή προδότης, και φυσικά έχει το ανάθεμα όλων. Αλλά ας τραβήξουμε εμείς λίγο πιο τολμηρά το νήμα, για να δούμε πως ακριβώς έγινε η τελική κατασφαγή, διότι θέλω να καταλήξω ακριβώς εκεί, αλλά και στο γιατί παρέμεινε εγώ ο Λεωνίδας μετά την διαπίστωση ότι κυκλωνόταν και γιατί έμειναν εδώ οι 700 ήρωες Θεσπιείς.

Έχουμε λοιπόν 10.000 Πέρσες «Αθανάτους», ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες σε σύγκριση με την οπλιτική ελληνική εξάρτηση, να ξεκινάνε υπό τον Υδάρνη με την δύση του ηλίου και να αρχίζουν να αναβαίνουν την περίφημη ατραπό σε μία πορεία τουλάχιστον 12 ώρες. Αυτό που συναντούν επάνω στο οροπέδιο της Νευροπόλεως είναι οι 1000 επαμφοτερίζοντες Φωκείς, οι οποίοι αν και ήσαν πολύ κοντινοί στον τόπο και ήξεραν το συγκεκριμένο μονοπάτι από μία επιδρομή που είχαν κάνει οι Θεσσαλοί πριν 10 χρόνια, αντί να φυλάξουν όντως το μονοπάτι, εστρατοπέδευσαν ανατολικά του οροπεδίου για να είναι εύκολη η φυγή τους προς την χώρα τους και δεν έκαναν το καθήκον τους. Όταν σκαρφάλωσαν στο οροπέδιο όλοι οι Πέρσες, από ένα απόκρημνο μονοπάτι που σε πολλά σημεία μπορούσαν να τους σταματήσουν ακόμη και 4-5 μόνον άνθρωποι οπλισμένοι απλώς με πέτρες, είδαν τους 1000 Φωκείς ανεβασμένους επάνω σε ένα λόφο, στο σημερινό ύψωμα Μουρούζου, να τους κοιτάζουν απλώς και φυσικά συνέχισαν προς την κάθοδό τους.

Ένα το κρατούμενο. Οι νυκτερινές Σπαρτιάτικές περίπολοι έχουν ήδη διαπιστώσει τι ακριβώς συμβαίνει και ενημερώνουν τον Λεωνίδα, τη νύκτα. Ο Λεωνίδας αποφασίζει, πολύ λογικά και στρατηγικά, να κάνει (όπως ετόνισαν ορθώς και οι ιστορικοί J. Bury, 1898 και Ευάγγελος Ζαμάνος) διμέτωπο αγώνα. Δεν κάθεται να πεθάνει για τίποτε άλλο, όπως προσπαθούν να μας πείσουν αυτοί που ενδιαφέρονται πάρα πολυ τον Θερμοπυλομάχο από τον μέσο άνθρωπο.

Αυτοί οι άνδρες που εστάθησαν εδώ, τον Αύγουστο του 480, εστάθησαν ΓΙΑ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΣΤΕΝΑ, διότι ο στόλος έπρεπε να υποστηριχθεί και η υπόσχεση καλύψεως του συντρόφου και του συναγωνιστού, προς τους συντρόφους και τους συναγωνιστές δεν πρέπει ποτέ να σπάζει, διότι τότε ο υπαίτιος είναι λιποτάκτης και προδότης. Σε αυτό το καθήκον, σε αυτή την έντιμο υπόσχεση, ΕΚΕΙ είναι που πεθαίνει ο Έλληνας. Δεν είναι παραλόγως ερωτευμένος με τον θάνατο και, κυρίως, δεν πεθαίνει για να πεθάνει. Δεν έχει την οπτική του μάρτυρα μέσα στο σύστημα πεποιθήσεων του, να το ξεκαθαρίσουμε αυτό, αγαπητοί φίλοι, στο κεφάλι μας για να γνωρίσουμε ακριβώς πως ήταν τα τότε (αλλά και τα τωρινά) πράγματα.

Η λεγόμενη δύναμη των Ελλήνων που δήθεν «απεπέμφθη» και πολύ σωστά βεβαίως, αργότερα, η Εθνική μας προπαγάνδα προσεπάθησε να δικαιολογήσει την εγκατάλειψη των θέσεων, για να έχουμε τη δυνατότητα την επόμενη χρονιά να δούμε τις Πλαταιές, εστάλη στην πραγματικότητα από τον Λεωνίδα, 4000 άνθρωποι εν συνόλω, 3000 από τους 4000 Πελοποννησίους με επικεφαλής τους 1000 Οπουντίους Λοκρούς, ΓΙΑ Ν’ ΑΝΑΧΑΙΤΙΣΟΥΝ τους κατάκοπους μετά από 12ωρη πορεία και ελαφρά οπλισμένους Πέρσες που κατέρχονταν από το μονοπάτι, το οποίο εχωρίζετο προς το τέλος του σε τρία μικρότερα μονοπάτια, εστέλησαν αυτοί οι 4000 για αυτό που θα λέγαμε μία πολύ εύκολη νίκη.

Τους στέλνει λοιπόν για αυτό τον λόγο πίσω ο Λεωνίδας, και γι’ αυτό κάθεται εδώ, μαζί του, ο γενναίος Δημόφιλος Διαδρόμου με τους 700 Θεσπιείς πολεμιστές, μαζί με όλους τους Λακεδαιμονίους (πάνω από 1000 πολεμιστές). Μία δύναμη περίπου 2000 ανδρών κρατεί τα στενά και στέλνει μία μεγαλύτερη δύναμη 4000 ανδρών για αναχαίτιση των επιχειρούντων την κύκλωση εχθρών, ώστε να γίνει διμέτωπος αγώνας. Ο Λεωνίδας, όπως και οι Θεσπιείς, ανέμειναν ότι οι 4000 θα έπρατταν το καθήκον τους και θα αναχαίτιζαν αυτόν τον κατάκοπο στρατό που κατέβαινε από επάνω, και ήταν μόνον 10.000.

Από εκεί και πέρα είναι που ξεκινάει η επίλυση του εξεταζόμενου «προβλήματος της θυσίας» και κυρίως του «προβλήματος της θυσίας» των Θεσπιέων. Οι 700 αυτοί άνδρες δεν εκάθησαν για να πεθάνουν, εκάθησαν για να νικήσουν, εκάθησαν για να υπερασπισθούν την πόλη τους από εδώ και εκάθησαν για να καλύψουν τους συμμάχους τους που εμάχοντο τον «υπερ πάντων αγώνα» στο Αρτεμίσιο.

Αν ήθελαν απλώς να πεθάνουν με γενναίο τρόπο, θα επήγαιναν στα ιδιαίτερα χώματά τους, δίπλα στη μάνα τους, τον πατέρα τους, δίπλα στα παιδιά τους και θα πέθαιναν εκεί, δεν θα πέθαιναν σε μια ξένη περιοχή ( «ξένη» βεβαίως με την έννοια την αρχαιοελληνική, που έβλεπε την πατρίδα γη αρκετά πιο στενά από όσο σήμερα). Παρέμεινα λοιπόν εκεί αυτοί οι γενναίοι άνθρωποι, όπως και οι Σπαρτιάτες, ΓΙΑ ΝΑ ΝΙΚΗΣΟΥΝ, αλλά επροδόθησαν από τους 4000 συμπολεμιστές τους, οι οποίοι, βλέποντας τους Πέρσες να κατεβαίνουν από τρεις πλευρές, εθεώρησαν ότι υπήρχε άμεσος κίνδυνος να περικυκλωθούν και προσπερνώντας, επέστρεψαν στα σπίτια τους. Και από εκεί ξεκινά η ιστορία της τελικής σφαγής. Διότι οι άλλοι, οι 2000, δεν εκάθησαν απλώς για να κρατήσουν τα στενά.

Τους βλέπουμε αντιθέτως, να βγαίνουν γενναία έξω, στον ευρύτερο αυχένα και να παρατάσσονται από τον βράχο έως την θάλασσα, καθώς και να επιχειρούν 4 δυναμικές αντεπιθέσεις με τις οποίες καταφέρνουν να τρέψουν σε φυγή τους Πέρσες. Οι οποίοι Πέρσες, ακόμη και στις επιθέσεις τους κατασφάζονται μαζικότατα, καθώς έχουν από πίσω τους τους αξιωματικούς που τους μαστιγώνουν και κοπαδηδόν πέφτουν επάνω στα δόρατα ή ο ένας πατάει έως θανάτου τον άλλον.

Οι 2000 αυτοί άνδρες, μάχονται ΓΙΑ ΝΑ ΝΙΚΗΣΟΥΝ, πρέπει να το πούμε αυτό ξανά και ξανά, όχι για να πεθάνουν και όταν πίσω τους, σε κάποια στιγμή, βλέπουν τους Πέρσες του Υδάρνη, τους οποίους Πέρσες δεν τους περίμεναν από πίσω τους αφού υποτίθεται ότι έπρεπε να έχουν αναχαιτιστεί, εκεί πλέον αποσύρονται στο στενό. Ο βασιλεύς Λεωνίδας έχει ήδη φονευθεί και τον ανασύρουν κάτω από βουνό νεκρών εχθρών, προφανώς εμάχετο γενναία ακόμη και τραυματισμένος, όπως συνέβη αργότερα και με τον συμπατριώτη του βασιλέα Άγι, το έτος 331 κατά την πολιορκία της Μεγαλοπόλεως («εμάχετο επί γονάτων»). Τα απομεινάρια των υπερασπιστών των στενών, αρνούμενοι να παραδώσουν στον Ξέρξη το νεκρό του Λεωνίδου σε αντάλλαγα της ζωής τους, ανεβαίνουν επάνω στον Κολωνό λόφο, όπου εκεί πλέον κατατοξεύονται και φονεύονται μέχρι ενός. Δεν μένει κανείς.

Ο Λεωνίδας στην συνέχεια, το νεκρό σώμα του δηλαδή, βεβηλώνεται από τον Πέρση βασιλέα σε μία εκδήλωση της λύσσας του απέναντι σ’ έναν πολεμιστή που κατόρθωσε να τον κρατήσει για πάνω από 3 ημέρες, να σταματήσει τον απέραντο στρατό του με μία ασήμαντη στρατιωτική δύναμη. Ο Λεωνίδας ανασταυρώνεται (κάτι που αργότερα, στη μάχη των Πλαταιών όταν προτάθηκε στον νικητή βασιλέα, τον Σπαρτιάτη Παυσανία να πράξει ως αντεκδίκηση για τον Μαρδόνιο δεν το έπραξε, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του δικού μας έθνους και αυτών, των δικών μας εθίμων και των δικών τους, είναι ακριβώς αυτό, ότι εμείς σεβόμαστε τα ιερά και τους νεκρούς).

Θέλω να τονίσω λοιπόν ότι το μυστικό του γιατί έμειναν αυτοί οι άνθρωποι εδώ, λύνεται στο ότι δεν ήσαν κάποιοι απλώς ερωτευμένοι με τον θάνατο, αλλ’ αντιθέτως πολεμιστές άνθρωποι που στρατηγικά παρέμειναν στα στενά και πέθαναν πιστοί στην έντιμο υπόσχεση απέναντι στον σύντροφο και τον συμπολεμιστή, που εμάχετο την ίδια ώρα στο Αρτεμίσιο. Όταν μία αθηναϊκή τριήρης που παρακολουθούσε από εδώ κοντά, είδε την πτώση των τελευταίων επάνω στον Κολωνό, έφυγε, ειδοποίησε τον στόλο και έγινε η τακτική υποχώρηση μέσα από τον Ευβοϊκό μέχρι τη Σαλαμίνα.

Θέλω να τονίσω αυτό, διότι αν δεχθούμε ότι ο Λεωνίδας και ο Δημόφιλος ήσαν κάποιοι απλώς ημίθεοι και μακράν του μέσου ανθρώπου ή αρρωστημένα ερωτευμένοι με τον θάνατο μάρτυρες, οι οποίοι έκαναν κάτι υπερβολικό για τον μέσο άνθρωπο, τότε ποτέ δεν μπορούμε να αντλήσουμε κανένα παράδειγμα για εμάς στην καθημερινή μας ζωή, όταν μάλιστα ο πραγματικός πόλεμος είναι στην καθημερινή ζωή (και πρέπει να το καταλάβουμε αυτό). Πρέπει να αντλούμε διδάγματα από αυτούς τους γενναίους και έντιμους ανθρώπους και να στεκόμαστε πάντοτε πιστοί στην υπόσχεση, στην όποια υπόσχεση, που δίδουμε στο σύντροφο και στον συναγωνιστή.

Πάντοτε κρατώντας τις θέσεις μας και τις αρχές μας, ανυποχώρητοι, έστω και ξέροντας ότι υπάρχουν γύρω μας χιλιάδες οι λιποτάκτες, οι προδότες, οι επίορκοι και οι λοιπές γνωστές άθλιες φιγούρες τις οποίες όλοι, εμείς όσοι έχουμε αγωνισθεί, τις έχουμε συναντήσει ξανά και ξανά. Η υποχώρηση δεν υπάρχει ούτε σαν λέξη, όταν κάνοντάς την δεν πράττουμε απλώς έναν πολεμικό ελιγμό, αλλά αφήνουμε εκτεθειμένους τους συναγωνιστές και συμπολίτες μας.

Αυτά ήθελα να πω, συγχωρέστε μου φίλοι τον χρόνο που σας κατανάλωσα αλλά κάπου πρέπει να καταλάβουμε εν τέλει ποιο είναι όντως το νόημα του πράγματος και να καταλάβουμε για ποια υψηλά ιδανικά, για πιο αυστηρά και λογικά συγκροτημένο σύστημα αξιών και πεποιθήσεων, έγινε η θυσία εκείνων των ανθρώπων, όχι, το ξαναλέω αυτό με κίνδυνο να γίνω κουραστικός, από μία παθολογική μαρτυρική διάθεση ή από μια ερωτοτροπία προς τον θάνατο, στάσεις ατάκτου συναισθηματισμού που τις βρίσκουμε σε όλους τους λαούς και σε όλα τα έθνη.

Το σπάνιο των Θερμοπυλών, αυτό που μετατρέπει τον τόπο αυτόν στον οποίο βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή, εδώ, στον ΠΙΟ ΙΕΡΟ ΤΟΠΟ ολοκλήρου της Ελλάδος από πλευράς πολεμικής αρετής, είναι ετούτο ακριβώς, το ότι εκείνοι οι υπέροχοι άνθρωποι εκάθησαν εδώ και εφονεύθησαν μαχόμενοι, όχι γιατί τους υποχρέωνε κάποιος νόμος ούτε ο,τιδήποτε άλλο που θεωρώντας μας αφελείς μας λένε (άλλωστε δεν θα έλεγαν «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι», θα έλεγαν «τοις κείνων νόμοις υποτασσόμενοι» ή «υπακούοντες» κλπ.

Το «ρήμασι πειθόμενοι» σημαίνει ότι τηρούμε τις αρχές τους, τις αρχές της παιδείας των Λακεδαιμονίων), αλλά για κάτι εντελώς άλλο και κάτι πολύ πιο υψηλό. Εκείνοι οι άνθρωποι εκάθησαν εδώ και έχυσαν το αίμα τους για την Ελευθερία, για τον Πολιτικό Άνθρωπο, αλλά, περισσότερο για τον ΚΑΘΑΓΙΑΣΜΟ του καθήκοντος και την τιμή στην αρχή ότι τον συμπολεμιστή δεν τον προδίδουμε ποτέ. Καθόμαστε στη θέση μας και κρατάμε την κάλυψη. Ποτέ δεν κάνουμε πίσω όταν έχουμε υποσχεθεί κάλυψη στον σύντροφο και συμπολεμιστή. Ευχαριστώ που με ακούσατε, να’ στε καλά.

Βλάσης Γ. Ρασσιάς 

(Περιοδικό ΔΙΙΠΕΤΕΣ)
Επιστροφή στα περιεχόμενα