Κοτύλη


Η κοτύλη για τους αρχαίους ήταν είδος μέτρου και είδος ποτηριού. Ως μέτρο χωρητικότητας ήταν η ελάχιστη υποδιαίρεση του μεδίμνου και του μετρητή, ποίκιλλε δε το ποσόν αυτής κατά τόπους, διότι υπήρχε η αττική κοτύλη, η αλεξανδρεωτική, η εφεσία, η περγαμηνή. Ο Γαληνός έχοντας υπ' όψιν του αυτή τη διαφορά, λέει, ότι είναι καλύτερα να ζει στη Ρώμη και να θυμάται τις λίτρες και τις ξεστές και τις ουγκιές των Ρωμαίων, παρά να ακούει το όνομα της κοτύλης με την "παμπόλλην διαφοράν". Η αττική κοτύλη ήταν το 192ο του αττικού μεδίμνου που θεσπίστηκε επί Σόλωνος και το 288ο του αττικού μεδίμνου, που εισήχθη κατά τον 3ο αιώνα π.α.χ.χ. Γενικά για τους Έλληνες η κοτύλη είναι το μισό της ξέστης. Για τους Ρωμαίους η κοτύλη, η οποία λέγεται αλλιώς και Hemina, είναι το μισό του Sextarius. Ως μικρό μέτρο χρησιμοποιόταν από τους Έλληνες για τη ζύγιση φαρμακευτικών ειδών, ξηρών ή υγρών και από τους Ρωμαίους για τη ζύγιση λαδιού και κρασιού. Στη Γάνη της Καλλίπολης βρέθηκε σήκωμα (βαρίδι), το οποίο ήταν λίθος, που έφερε περιφερειακά κοιλότητες με επιγραφές (κοτύλη, τρικοτύλη και ημικοτύλη) που όριζαν την χωρητικότητα κάθε κοιλώματος. 
Ως ποτήρι, η κοτύλη (ή ο κότυλος), συναντάται νωρίς στον Όμηρο, ο οποίος την περιγράφει ως μικρής χωρητικότητας. Το ποτήρι αυτό χρησιμοποιόταν ιδίως από τους φτωχούς, κατά τα γεύματα και τα συμπόσια για την πόση καθαρού, άκρατου οίνου όπως λέει ο Διόδωρος κατά τον Αθήναιο, προσθέτοντας ότι αυτό το είδος είχε πανελλήνια χρήση, από την Αιτωλία μέχρι την Ιωνία και από τη Σικυώνα μέχρι τον Τάραντα. Ο Ερατοσθένης αναφέρει ότι οι κότυλοι ή οι κοτύλες ήταν τα ωραιότερα και πιο εύχρηστα των ποτηριών, απ' όπου και το πασίγνωστο ρητό των αρχαίων: "πολλά μεταξύ πέλλει κοτύλης και και χείλεος άκρης". 

 

Κοτύλη κορινθιακή 630 - 615 π.α.χ.χ.

Η κοτύλη χρησιμοποιούνταν και κατά τις λατρευτικές εορτές, ως αγγείο θυσίας, με το οποίο ο ιερέας έκανε τις σπονδές του οίνου. Ο Πάμφιλος και ο Πολυδεύκης παραδίδουν ότι η κοτύλη ήταν ιδίως το ποτήρι του Βάκχου, του οποίου το γνωστό δοχείο είναι κατ' εξοχήν ο κάνθαρος. Πράγματι η κοτύλη ομοιάζει πολύ  προς τον κάνθαρο· παράδειγμα βέβαιο και του σχήματός της αλλά και της ομοιότητάς της προς τον κάνθαρο παρέχει η ενεπίγραφος κοτύλη του μουσείου του Λούβρου, που βρέθηκε στις Θεσπιές. Η κοτύλη αυτή έχει το σχήμα μέλανος κανθάρου με δύο λαβές και ψηλό πόδι. Πάνω στην κοιλιά είναι χαραγμένη με αρχαϊκά γράμματα και στη βοιωτική διάλεκτο η εξής επιγραφή: "ΜΟΓΕΑ ΔΙΔΟΤΙ ΤΑΙ ΓΥΝΑΙΚΙ ΔΟΡΟΝ ΕΥΧΑΡΙ ΤΕΥΤΡΕΤΙΦΑΝΤΟ ΚΟΤΥΛΟΝ ΟΣ ΧΑΔΑΝ ΠΙΕ", δηλ. "Η Μογέα δωρίζει εις την Εύχαρι, του Ευτρετιφάντου, τον κότυλον αυτόν, για να πιεί με μιας". Η επιγραφή του δοχείου αυτού καθορίζει αναμφισβήτητα το σχήμα της κοτύλης και επιβεβαιώνει τη μαρτυρία ότι είναι είδος κάνθαρου. Η κοτύλη όμως δεν ήταν μόνον είδος ποτηριού αλλά και αρύταινα, δηλαδή αγγείο για την άντληση του οίνου από τον πίθο, όπως αναφέρει ο Πολυδεύκης και ο Σχολιαστής του Αριστοφάνη, που αντιστοιχούσε, σε αυτήν την περίπτωση, προς τον κύαθο, ο οποίος ήταν το ειδικό αγγείο για την άντληση. Τέτοια κοτύλη βρέθηκε επίσης, η οποία έφερε την επιγραφή "ημικοτύλιον" και είχε πράγματι το σχήμα του κύαθου. Στην κοτύλη με τα διάφορα σχήματα, ανάλογα με τον προορισμό αυτής, προστίθεται και ο κοτυλίσκος, μικρός δηλαδή κότυλος, που χρησιμοποιείται κατά τη λατρεία. Ο Αθήναιος λέει ότι είχε το σχήμα κρατηρίσκου και τον μεταχειρίζονταν οι μύστες ως ιερό αγγείο προς ένθεση μελιού, αρκετά συνηθισμένη ιερή προσφορά. Το σχήμα αυτού του κοτυλίσκου είναι ανεξακρίβωτο. Ίσως να είναι το ίδιο με αυτό τον κοτυλίσκων, οι οποίοι είναι προσκολλημένοι, ως μικρά ληκυθοειδή αγγεία, επί του κέρνου.
Επιστροφή στα περιεχόμενα