ΚΙΟΝΟΚΡΑΝΟ


  Ο όρος αυτός, και μερικές φορές, οι όροι κεφαλίς και επίκρανον σημαίνουν την κεφαλή του κίονα, δηλαδή το ανώτατο τμήμα του κίονα, το οποίο υποβαστάζει το ακριβώς από πάνω του επιστύλιο του οικοδομήματος. 
Το αιγυπτιακό κιονόκρανο έχει το σχήμα κώνου ή καμπάνας ή παριστάνει δύο ή τέσσερις προτομές Αιγυπτίων θεοτήτων. Το περσικό κιονόκρανο είναι κράμα του ελληνικού και του αιγυπτιακού κιονόκρανου.
  Το ελληνικό κιονόκρανο έχει τρεις τύπους που αντιστοιχούν με τους τρεις ρυθμούς της ελληνικής αρχιτεκτονικής: το δωρικό, το ιωνικό και το κορινθιακό κιονόκρανο. Το δωρικό κιονόκρανο αποτελείται από έναν άβακα, πάνω στον οποίο κάθεται το επιστύλιο και ενός εχίνου στρογγυλού και εξογκωμένου, περισσότερο ή λιγότερο, ο οποίος έχει πάνω στη ραβδωμένη βάση του δακτυλίους και το υποτραχήλιο, μικρή ράβδωση για να σημειώσει την ένωση αυτού του κιονόκρανου με τον κορμό του κίονα. 

  Το ιωνικό κιονόκρανο αποτελείται από τον άβακα, ο οποίος συνήθως ήταν διακοσμημένος, από τον εχίνο, ο οποίος έχει έλικες, που ελίσσονται σπειροειδώς με κυματοειδείς γραμμές, από το υποτραχήλιο, πλούσιο σε γλυπτά αρχιτεκτονικά κοσμήματα και τη βάση του, της οποίας οι ραβδώσεις συμφωνούν με αυτές του κορμού του κίονα. Το κορινθιακό κιονόκρανο, παραλλαγή του ιωνικού κιονόκρανου, αποτελείται από έλικες, που υποβαστάζουν τις γωνίες του άβακα και του κάλαθου, δηλαδή του κυρίου σώματος του κιονόκρανου, που είναι διακοσμημένο με δύο επάλληλες σειρές φύλλων ακακίας, από το οποίο φυτρώνουν οι έλικες.
  Από τους αρχαίους χρόνους μέχρι και σήμερα, οι τρεις ρυθμοί του ελληνικού κιονόκρανου αποτέλεσαν τα στοιχεία κάθε μεταγενέστερου κιονόκρανου, του ρωμαϊκού και του χριστιανικού κόσμου, από το απλό ρωμαϊκό, το λεγόμενο τοσκανικό, μέχρι το κιονόκρανο των τελευταίων χρόνων. Είτε απλά κιονόκρανα, είτε σύνθετα, τα ρωμαϊκά και τα διάφορα χριστιανικά, όλα έχουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των τριών ρυθμών του ελληνικού κιονόκρανου, παρά τις ποικίλες διαμορφώσεις και παραλλαγές τους ανάλογα τον τόπο και χρόνο.
Επιστροφή στα περιεχόμενα