ΚΑΛΒΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ - ΩΔΑΙ


Η ΛΥΡΑ

Πολυτέκνου θεάς, 
ω Μνημοσύνης Θρέμματα πτερωτά, 
χαραί του ανθρώπου, 
Και των μακάρων Ολυμπίων αείμνηστα 
Κ’ ευτυχή δώρα επί τα νώτα ακάμαντα 
Των ζέφυρων, πετάξατε ταχέως. 

Εσάς προσμένει η γη μου εκεί τα σφάγια, 
Και τ’ άνθη εκεί πλουτίζουσι, και η σμύρνα, 
Χιλίους ναούς τους έκτισαν ανίκητα 
Της ιεράς Ελευθερίας τα χέρια.   
Ήλθεν η ποθητή ώρα στολίζουσι 
Την κεφαλήν σεβάσμιον της Ελλάδος 
Αι δάφναι, φύλλα αμάραντα θριάμβων 
Και σεις χρυσά, σεις αμβροσίοδμα ‘ρόδα 
Του παραδείσου ελικωνίου, συμπλέξατε 
Σήμερον τον αγνόν στέφανον μόνη, 
Αμάργαρος, ολόγυμνος, αυτάγγελτος, 
Τον καθαρόν του ουρανού αναβαίνει 
Η Αρετή αλλ’ αν αι Πιερίδες 
Την λαμπράν της χαρισωσιν ακτίνα 
Αμθόνητος τιμάται επαινούμενη 
Τους επιγείους χορούς τότε δεν φεύγει.

ΩΔΑΙ

1. Ο ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΣ  

Α 
Ω φιλτάτη πατρίς, 
Ω θαυμάσια νήσος, 
Ζάκυνθε συ μου έδωκας 
Την πνοήν και του Απόλλωνος 
Τα χρυσά δώρα!   
Β 
Κι συ τον ύμνο δέξου 
Εχθαίρουσιν οι Αθάνατοι 
Την ψυχήν, και βροντάουσιν 
Επί τας κεφαλάς 
   Των αχαρίστων.   
Γ 
Ποτέ δεν σε ελησμόνησα 
Ποτέ. 
Και η τύχη μ’ έρριψε 
Μακρά από σε με είδε 
Το πέμπτον του αιώνος 
Εις ξένα έθνη.   
Δ 
Αλλά ευτυχής ή δύστηνος, 
Όταν το φως επλούτει 
Τα βουνά και τα κύματα, 
Σε εμπρός των οφθαλμών μου 
Πάντοτε είχον.   
Ε 
Συ, όταν τα ουράνια 
‘Ρόδα με το αμαυρότατον 
Πέπλον σκεπάζη η νύκτα, 
Συ είσαι των ονείρων μου 
Η χαρά μόνη.   
Η 
Άγρια μεγάλα τρέχουσι 
Τα νερά της θαλάσσης, 
Και ρίπτονται, και σχίζονται 
Βίαια επί του βράχους 
Αλβιονείους.   
ΣΤ 
Τα βήματα μου εφώτισε 
Ποτέ εις την Αυσονίαν, 
-Γη μακαρία-, ο ήλιος 
Κει καθαρός ο αέρας 
Πάντα γελάει.   
Θ 
Αδειάζει επί τας όχθας 
Του κλεινού Ταμησσού, 
Και δύναμιν, και δόξαν, 
Και πλούτον αναρίθμητον 
Το αμαλθείον.   
Ζ 
Εκεί ο λαός ηυτύχησεν 
Εκεί η Παρνάσσιαι κόραι 
Χορεύουν, και το λύσιον 
Φύλλον αυτών την λύραν 
Κει στεφανώνει.   

Ι 
Εκεί το αιόλιον φύσημα 
Μ’ έφερεν, η ακτίνες 
Μ’ έθρεψαν, μ’ εθεράπευσαν 
Της υπεργλυκυτάτης 
Ελευθερίας.   
ΙΑ 
Και τους ναούς σου εθαύμασα 
Των Κελτών ιερά 
Πόλις, του λόγου ποία, 
Ποία εις εσέ του πνεύματος 
Λείπει Αφροδίτη;   
ΙΒ 
Χαίρε Αυσονία, χαίρε 
Και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν 
Τα ένδοξα Παρίσια 
Ωραία και μόνη η Ζάκυνθος 
Με κυριεύει.   
ΙΓ 
Της Ζακύνθου τα δάση, 
Και τα βουνά σκιώδη. 
Ήκουον ποτέ σημαίνοντα 
Τα θεία της Αρτέμιδος 
Αργυρά τόξα.   
ΙΔ 
Και σήμερον τα δένδρα, 
Και τας πηγάς σεβάζονται 
Δροσεράς οι ποιμένες, 
Αυτού πλανώνται ακόμα 
Οι Νηρηίδες.   
ΙΕ 
Το κύμα Ιόνιον πρώτον 
Εφίλησε το σώμα. 
Πρώτοι οι Ιόνιοι Ζέφυροι 
Εχάιδευσαν το στήθος 
               Της Κυθερείας.   
ΙΣΤ 
Κι’ όταν το εσπέριον άστρον 
Ο ουρανός ανάπτη, 
Και πλέωσι γέμοντα έρωτος 
Και φωνών μουσικών 
Θαλάσσια ξύλα.   
ΙΖ 
Φιλεί το ίδιον κύμα, 
Οι αυτοί χαϊδεύουν Ζέφυροι, 
Το σώμα και το στήθος 
Των λαμπρών Ζακυνθίων 
Άνθος παρθένων.   
ΙΗ 
Μοσχοβολάει το κλίμα σου,
Ως φιλτάτη πατρίς μου, 
Και πλουτίζει το πέλαγος 
Από την μυρωδίαν 
Των χρυσών κήτρων.   
ΙΘ 
Σταφυλοφόρους ‘ρίζας 
Ελαφρά, καθαρά, 
Διαφανή τα σύννεφα 
Ο βασιλεύς σού εχάρισε 
Των Αθανάτων.   
Κ 
Η λαμπάς η αιώνιος 
Σου βρέχει την ημέραν 
Τους καρπούς, και τα δάκρυα 
Γίνονται της νυκτός 
Εις εσέ κρίνοι,   

ΚΑ 
Δεν έμεινεν έαν έπεσε 
Ποτέ εις το πρόσωπόν σου 
Η χιών, δεν εμάρανε 
Ποτέ ο θερμός Κύων 
Τα σμάραγδά σου.   

ΚΒ 
Είσαι ευτυχής, και πλέον 
Σε λέγω ευτυχεστέραν, 
Ότι σε δεν εγνώρισας 
Ποτέ την σκληράν μάστιγα 
Εχθρών, τυράννων.   

ΚΓ 
Ας μη μου δώση η μοίρα μου 
Εις ξένην γην τον τάφον, 
Είνε γλυκύς ο θάνατος 
Μόνον όταν κοιμώμεθα 
Εις την πατρίδα.

Επιστροφή στα περιεχόμενα   -  |  -   Συνέχεια