Επίκτητος - Εγχειρίδιον


Τών όντων τά μέν εστιν εφ' ημίν, τά δέ ουκ εφ' ημίν. εφ' ημίν μέν υπόληψις, ορμή, όρεξις, έκκλισις καί ενί λόγω όσα ημέτερα έργα: ουκ εφ' ημίν δέ τό σώμα, η κτήσις, δόξαι, αρχαί καί ενί λόγω όσα ουχ ημέτερα έργα. καί τά μέν εφ' ημίν εστι φύσει ελεύθερα, ακώλυτα, απαραπόδιστα, τά δέ ουκ εφ' ημίν ασθενή, δούλα, κωλυτά, αλλότρια. μέμνησο ούν, ότι, εάν τά φύσει δούλα ελεύθερα οιηθής καί τά αλλότρια ίδια, εμποδισθήση, πενθήσεις, ταραχθήση, μέμψη καί θεούς καί ανθρώπους, εάν δέ τό σόν μόνον οι -ηθής σόν είναι, τό δέ αλλότριον, ώσπερ εστίν, αλλότριον, ουδείς σε αναγκάσει ουδέποτε, ουδείς σε κωλύσει, ου μέμψη ουδένα, ουκ εγκαλέσεις τινί, άκων πράξεις ουδέ έν, ουδείς σε βλάψει, εχθρόν ουχ έξεις, ουδέ γάρ βλαβερόν τι πείση. τηλικούτων ούν εφιέμενος μέμνησο, ότι ου δεί μετρίως κεκινημένον άπτεσθαι αυτών, αλλά τά μέν αφιέναι παντελώς, τά δ' υπερτίθεσθαι πρός τό παρόν. εάν δέ καί ταύτ' 
εθέλης καί άρχειν καί πλουτείν, τυχόν μέν ουδ' αυτών τούτων τεύξη διά τό καί τών προτέρων εφίεσθαι, πάντως γε μήν εκείνων αποτεύξη, δι' ών μόνων ελευθερία καί ευδαιμονία περιγίνεται. ευθύς ούν πάση φαντασία τραχεία μελέτα επιλέγειν ότι ‘φαντασία εί καί ου πάντως τό φαινόμενον’. 
έπειτα εξέταζε αυτήν καί δοκίμαζε τοίς κανόσι τούτοις οίς έχεις, πρώτω δέ τούτω καί μάλιστα, πότερον περί τά εφ' ημίν εστιν ή περί τά ουκ εφ' ημίν: κάν περί τι τών ουκ εφ' ημίν ή, πρόχειρον έστω τό διότι ‘ουδέν πρός εμέ’ Μέμνησο, ότι ορέξεως επαγγελία επιτυχία, ού ορέγη, εκκλίσεως επαγγελία τό μή περιπεσείν εκείνω, ό εκκλίνεται, καί ο μέν <εν> ορέξει αποτυγχάνων ατυχής, ο δέ <εν> εκκλίσει 
περιπίπτων δυστυχής. άν μέν ούν μόνα εκκλίνης τά παρά φύσιν τών επί σοί, ουδενί, ών εκκλίνεις, περιπεσή: νόσον δ' άν εκκλίνης ή θάνατον ή πενίαν, δυστυχήσεις. άρον ούν τήν έκκλισιν από πάντων τών ουκ εφ' ημίν καί μετάθες επί τά παρά φύσιν τών εφ' ημίν. τήν όρεξιν δέ παντελώς επί τού παρόντος άνελε: άν τε γάρ ορέγη τών ουκ εφ' ημίν τινος, ατυχείν ανάγκη τών τε εφ' ημίν, όσων ορέγεσθαι καλόν 
άν, ουδέν ουδέπω σοι πάρεστι. μόνω δέ τώ ορμάν καί αφορμάν χρώ, κούφως μέντοι καί μεθ' υπεξαιρέσεως καί ανειμένως. 
'Εφ' εκάστου τών ψυχαγωγούντων ή χρείαν παρεχόντων ή στεργομένων μέμνησο επιλέγειν, οποίόν εστιν, από τών σμικροτάτων αρξάμενος: άν χύτραν στέργης, ότι ‘χύτραν στέργω’. κατεαγείσης γάρ αυτής ου ταραχθήση: άν παιδίον σαυτού καταφιλής ή γυναίκα, ότι άνθρωπον καταφιλείς: αποθανόντος γάρ ου ταραχθήση. 
''Οταν άπτεσθαί τινος έργου μέλλης, υπομίμνησκε σεαυτόν, οποίόν εστι τό έργον. εάν λουσόμενος απίης, πρόβαλλε σεαυτώ τά γινόμενα εν βαλανείω, τούς απορραίνοντας, τούς εγκρουομένους, τούς, λοιδορούντας, τούς κλέπτοντας. καί ούτως ασφαλέστερον άψη τού έργου, εάν επιλέγης ευθύς ότι ‘λούσασθαι θέλω καί τήν εμαυτού προαίρεσιν κατά φύσιν έχουσαν τηρήσαι’. καί ωσαύτως εφ' εκάστου 
έργου. ούτω γάρ άν τι πρός τό λούσασθαι γένηται εμποδών, πρόχειρον έσται διότι ‘αλλ' ου τούτο ήθελον 
μόνον, αλλά καί τήν εμαυτού προαίρεσιν κατά φύσιν έχουσαν τηρήσαι: ου τηρήσω δέ, εάν αγανακτώ πρός τά γινόμενα.’ 
Ταράσσει τούς ανθρώπους ου τά πράγματα, αλλά τά περί τών πραγμάτων δόγματα: οίον ο θάνατος ουδέν δεινόν (επεί καί Σωκράτει άν εφαίνετο), αλλά τό δόγμα τό περί τού θανάτου, διότι δεινόν, εκείνο τό δεινόν εστιν. όταν ούν εμποδιζώμεθα ή ταρασσώμεθα ή λυπώμεθα, μηδέποτε άλλον αιτιώμεθα, αλλ' εαυτούς, τούτ' έστι τά εαυτών δόγματα. 
απαιδεύτου έργον τό άλλοις εγκαλείν, εφ' οίς αυτός πράσσει κακώς: ηργμένου παιδεύεσθαι τό εαυτώ: 
πεπαιδευμένου τό μήτε άλλω μήτε εαυτώ. 
'Επί μηδενί επαρθής αλλοτρίω προτερήματι. ει ο ίππος επαιρόμενος έλεγεν ότι ‘καλός ειμι’, οιστόν άν ήν: σύ δέ, όταν λέγης επαιρόμενος ότι ‘ίππον καλόν έχω’, ίσθι, ότι επί ίππου αγαθώ επαίρη. τί ούν εστι σόν; χρήσις φαντασιών. ώσθ', όταν εν χρήσει φαντασιών κατά φύσιν σχής, τηνικαύτα επάρθητι: τότε 
γάρ επί σώ τινι αγαθώ επαρθήση. 
Καθάπερ εν πλώ τού πλοίου καθορμισθέντος ει εξέλθοις υθρεύσασθαι, οδού μέν πάρεργον καί κοχλίδιον αναλέξη καί βολβάριον, τετάσθαι δέ δεί τήν διάνοιαν επί τό πλοίον καί συνεχώς επιστρέφεσθαι, μή ποτε ο κυβερνήτης καλέση, κάν καλέση, πάντα εκείνα αφιέναι, ίνα μή δεδεμένος εμβληθής ως τά πρόβατα: ούτω καί εν τώ βίω, εάν διδώται αντί βολβαρίου καί κοχλιδίου γυναικάριον καί παιδίον, ουδέν κωλύσει: εάν δέ ο κυβερνήτης καλέση, τρέχε επί τό πλοίον αφείς εκείνα άπαντα μηδέ επιστρεφόμενος. εάν δέ γέρων ής, μηδέ απαλλαγής ποτε τού πλοίου μακράν, μή ποτε καλούντος ελλίπης. 
Μή ζήτει τά γινόμενα γίνεσθαι ως θέλεις, αλλά θέλε τά γινόμενα ως γίνεται καί ευροήσεις. 
Νόσος σώματός εστιν εμπόδιον, προαιρέσεως δέ ού, εάν μή αυτή θέλη. χώλανσις σκέλους εστίν εμπόδιον, προαιρέσεως δέ ού. καί τούτο εφ' εκάστου τών εμπιπτόντων επίλεγε: ευρήσεις γάρ αυτό άλλου τινός εμπόδιον, σόν δέ ού. 
'Εφ' εκάστου τών προσπιπτόντων μέμνησο επιστρέφων επί σεαυτόν ζητείν, τίνα δύναμιν έχεις πρός τήν χρήσιν αυτού. εάν καλόν ίδης ή καλήν, ευρήσεις δύναμιν πρός ταύτα εγκράτειαν: εάν πόνος προσφέρηται, ευρήσεις καρτερίαν: άν λοιδορία, ευρήσεις ανεξικακίαν. καί ούτως εθιζόμενόν σε ου συναρπάσουσιν αι φαντασίαι. 
Μηδέποτε επί μηδενός είπης ότι ‘απώλεσα αυτό’, αλλ' ότι ‘απέδωκα’. τό παιδίον απέθανεν; απεδόθη. η γυνή απέθανεν; απεδόθη. ‘τό χωρίον αφηρέθην.’ ουκούν καί τούτο απεδόθη. ‘αλλά κακός ο αφελόμενος.’ τί δέ σοί μέλει, διά τίνος σε ο δούς απήτησε; μέχρι δ' άν διδώ, ως αλλοτρίου αυτού επιμελού, ως τού 
πανδοχείου οι παριόντες. 
Ει προκόψαι θέλεις, άφες τούς τοιούτους επιλογισμούς. ‘εάν αμελήσω τάν εμών, ουχ έξω διατροφάς’: ‘εάν μή κολάσω τόν παίδα, πονηρός έσται.’ κρείσσον γάρ λιμώ αποθανείν άλυπον καί άφοβον γενόμενον ή ζήν εν αφθόνοις ταρασσόμενον. κρείττον δέ τόν παίδα κακόν είναι ή σέ κακοδαίμονα. άρξαι τοιγαρούν από τών σμικρών. εκχείται τό ελάδιον, κλέπτεται τό οινάριον: επίλεγε ότι ‘τοσούτου πωλείται απάθεια, τοσούτου αταραξία’: προίκα δέ ουδέν περιγίνεται. 
όταν δέ καλής τόν παίδα, ενθυμού, ότι δύναται μή υπακούσαι καί υπακούσας μηδέν ποιήσαι ών θέλεις: αλλ' ουχ ούτως εστίν αυτώ καλώς, ίνα επ' εκείνω ή τό σέ μή ταραχθήναι. 
Ει προκόψαι θέλεις, υπόμεινον ένεκα τών εκτός ανόητος δόξας καί ηλίθιος, μηδέν βούλου δοκείν επίστασθαι: κάν δόξης τις είναί τισιν, απίστει σεαυτώ. ίσθι γάρ ότι ου ράδιον τήν προαίρεσιν τήν σεαυτού κατά φύσιν έχουσαν φυλάξαι καί τά εκτός, αλλά τού ετέρου επιμελούμενον τού ετέρου 
αμελήσαι πάσα ανάγκη. 
'Εάν θέλης τά τέκνα σου καί τήν γυναίκα καί τούς φίλους σου πάντοτε ζήν, ηλίθιος εί: τά γάρ μή επί σοί 
θέλεις επί σοί είναι καί τά αλλότρια σά είναι. ούτω κάν τόν παίδα θέλης μή αμαρτάνειν, μωρός εί: θέλεις γάρ τήν κακίαν μή είναι κακίαν, αλλ' άλλο τι. εάν δέ θέλης ορεγόμενος μή αποτυγχάνειν, τούτο δύνασαι. τούτο ούν άσκει, ό δύνασαι. κύριος εκάστου εστίν ο τών υπ' εκείνου θελομένων ή μή θελομένων έχων τήν εξουσίαν εις τό περιποιήσαι ή αφελέσθαι. όστις ούν ελεύθερος είναι βούλεται, μήτε θελέτω τι μήτε φευγέτω τι τών επ' άλλοις: ει δέ μή, δουλεύειν ανάγκη. 
Μέμνησο, ότι ως εν συμποσίω σε δεί αναστρέφεσθαι. περιφερόμενον γέγονέ τι κατά σέ: εκτείνας τήν χείρα κοσμίως μετάλαβε. παρέρχεται: μή κάτεχε. ούπω ήκει: μή επίβαλλε πόρρω τήν όρεξιν, αλλά περίμενε, μέχρις άν γένηται κατά σέ. ούτω πρός τέκνα, ούτω πρός γυναίκα, ούτω πρός αρχάς, ούτω πρός πλούτον: καί έση ποτέ άξιος τών θεών συμπότης. 
άν δέ καί παρατεθέντων σοι μή λάβης, αλλ' υπερίδης, τότε ου μόνον συμπότης τών θεών έση, αλλά καί συνάρχων. ούτω γάρ ποιών Διογένης καί `Ηράκλειτος καί οι όμοιοι αξίως θείοί τε ήσαν καί ελέγοντο. 
''Οταν κλαίοντα ίδης τινά εν πένθει ή αποδημούντος τέκνου ή απολωλεκότα τά εαυτού, πρόσεχε μή σε η 
φαντασία συναρπάση ως εν κακοίς όντος αυτού τοίς εκτός, αλλ' ευθύς έστω πρόχειρον ότι ‘τούτον θλίβει ου τό συμβεβηκός (άλλον γάρ ου θλίβει), αλλά τό δόγμα τό περί τούτου’. μέχρι μέντοι λόγου μή όκνει συμπεριφέρεσθαι αυτώ, κάν ούτω τύχη, καί συνεπιστενάξαι: πρόσεχε μέντοι μή καί έσωθεν στενάξης. 
Μέμνησο, ότι υποκριτής εί δράματος, οίου άν θέλη ο διδάσκαλος: άν βραχύ, βραχέος: άν μακρόν, μακρού: άν πτωχόν υποκρίνασθαί σε θέλη, ίνα καί τούτον ευφυώς υποκρίνη άν χωλόν, άν άρχοντα, άν ιδιώτην. σόν γάρ τούτ' έστι, τό δοθέν υποκρίνασθαι πρόσωπον καλώς: εκλέξασθαι δ' αυτό άλλου. 
Κόραξ όταν μή αίσιον κεκράγη, μή συναρπαζέτω σε η φαντασία: αλλ' ευθύς διαίρει παρά σεαυτώ καί λέγε ότι ‘τούτων εμοί ουδέν επισημαίνεται, αλλ' ή τώ σωματίω μου ή τώ κτησειδίω μου ή τώ δοξαρίω μου ή τοίς τέκνοις ή τή γυναικί. εμοί δέ πάντα αίσια σημαίνεται, εάν εγώ θέλω: ό τι γάρ άν τούτων αποβαίνη, επ' εμοί εστιν ωφεληθήναι απ' αυτού’. 
'Ανίκητος είναι δύνασαι, εάν εις μηδένα αγώνα καταβαίνης, όν ουκ έστιν επί σοί νικήσαι. όρα μήποτε ιδών 
τινα προτιμώμενον ή μέγα δυνάμενον ή άλλως ευδοκιμούντα μακαρίσης, υπό τής φαντασίας συναρπασθείς. εάν γάρ εν τοίς εφ' ημίν η ουσία τού αγαθού ή, ούτε φθόνος ούτε ζηλοτυπία χώραν έχει: σύ τε αυτός ου στρατηγός, ου πρύτανις ή ύπατος είναι θελήσεις, αλλ' ελεύθερος. μία δέ οδός πρός τούτο, καταφρόνησις τών ουκ εφ' ημίν. 
Μέμνησο, ότι ουχ ο λοιδορών ή ο τύπτων υβρίζει, αλλά τό δόγμα τό περί τούτων ως υβριζόντων. όταν ούν ερεθίση σέ τις, ίσθι, ότι η σή σε υπόληψις ηρέθικε. τοιγαρούν εν πρώτοις πειρώ υπό τής φαντασίας μή συναρπασθήναι: άν γάρ άπαξ χρόνου καί διατριβής τύχης, ράον κρατήσεις σεαυτού. 
Θάνατος καί φυγή καί πάντα τά δεινά φαινόμενα πρό οφθαλμών έστω σοι καθ' ημέραν, μάλιστα δέ 
πάντων ο θάνατος: καί ουδέν ουδέποτε ούτε ταπεινόν ενθυμηθήση ούτε άγαν επιθυμήσεις τινός. 
Ει φιλοσοφίας επιθυμείς, παρασκευάζου αυτόθεν ως καταγελασθησόμενος, ως καταμωκησομένων σου πολλών, ως ερούντων ότι ‘άφνω φιλόσοφος ημίν επανελήλυθε’ καί ‘πόθεν ημίν αύτη η οφρύς;’ σύ δέ οφρύν μέν μή σχής: τών δέ βελτίστων σοι φαινομένων ούτως έχου, ως υπό τού θεού τεταγμένος εις ταύτην τήν χώραν: μέμνησό τε διότι, εάν μέν εμμείνης τοίς αυτοίς, οι καταγελώντές σου τό πρότερον ούτοί σε ύστερον θαυμάσονται, εάν δέ ηττηθής αυτών, διπλούν προσλήψη καταγέλωτα. 
'Εάν ποτέ σοι γένηται έξω στραφήναι πρός τό βούλεσθαι αρέσαι τινί, ίσθι ότι απώλεσας τήν ένστασιν. αρκού ούν εν παντί τώ είναι φιλόσοφος ει δέ καί δοκείν βούλει [τώ είναι], σαυτώ φαίνου καί ικανός έση. 
Ούτοί σε οι διαλογισμοί μή θλιβέτωσαν ‘άτιμος εγώ βιώσομαι καί ουδείς ουδαμού’. ει γάρ η ατιμία εστί κακόν, ου δύνασαι εν κακώ είναι δι' άλλον, ου μάλλον ή εν αισχρώ: μή τι ούν σόν εστιν έργον τό αρχής 
τυχείν ή παραληφθήναι εφ' εστίασιν; ουδαμώς. πώς ούν έτι τούτ' έστιν ατιμία; πώς δέ ουδείς ουδαμού έση, όν εν μόνοις είναί τινα δεί τοίς επί σοί, εν οίς έξεστί σοι είναι πλείστου αξίω; αλλά σοι οι φίλοι αβοήθητοι έσονται. τί λέγεις τό αβοήθητοι; ουχ έξουσι παρά σού κερμάτιον: ουδέ πολίτας `Ρωμαίων αυτούς ποιήσεις. τίς ούν σοι είπεν, ότι ταύτα τών εφ' ημίν εστιν, ουχί δέ αλλότρια έργα; τίς δέ δούναι δύναται ετέρω, ά μή έχει αυτός; ‘κτήσαι ούν’, φησίν, ‘ίνα ημείς έχωμεν’. ει δύναμαι κτήσασθαι τηρών εμαυτόν αιδήμονα καί πιστόν καί μεγαλόφρονα, δείκνυε τήν οδόν καί κτήσομαι. ει δ' εμέ αξιούτε τά αγαθά τά εμαυτού απολέσαι, ίνα υμείς τά μή αγαθά περιποιήσησθε, οράτε υμείς, πώς άνισοί εστε καί αγνώμονες. τί δέ καί βούλεσθε μάλλον; αργύριον ή φίλον πιστόν καί αιδήμονα; εις τούτο ούν μοι μάλλον συλλαμβάνετε καί μή, δι' ών αποβαλώ αυτά ταύτα, εκείνά με πράσσειν αξιούτε. ‘αλλ' η πατρίς, όσον επ' εμοί’, φησίν, ‘αβοήθητος έσται’. πάλιν, ποίαν καί ταύτην βοήθειαν; στοάς ουχ έξει διά σέ ούτε βαλανεία. καί τί τούτο; ουδέ γάρ υποδήματα έχει διά τόν χαλκέα ουδ' όπλα διά τόν σκυτέα: ικανόν δέ, εάν έκαστος εκπληρώση τό εαυτού έργον. ει δέ άλλον τινά αυτή κατεσκεύαζες πολίτην πιστόν καί αιδήμονα, ουδέν άν αυτήν ωφέλεις; ‘ναί.’ ουκούν ουδέ σύ αυτός ανωφελής άν είης αυτή. ‘τίνα ούν έξω’, φησί, ‘χώραν εν τή πόλει;’ ήν άν δύνη φυλάττων άμα τόν πιστόν καί αιδήμονα. ει δέ εκείνην ωφελείν βουλόμενος αποβαλείς ταύτα, τί όφελος άν αυτή γένοιο αναιδής καί άπιστος αποτελεσθείς; 
Προετιμήθη σού τις εν εστιάσει ή εν προσαγορεύσει ή εν τώ παραληφθήναι εις συμβουλίαν; ει μέν αγαθά ταύτά εστι, χαίρειν σε δεί, ότι έτυχεν αυτών εκείνος: ει δέ κακά, μή άχθου, ότι σύ αυτών ουκ έτυχες: μέμνησο δέ, ότι ου δύνασαι μή ταυτά ποιών πρός τό τυγχάνειν τών ουκ εφ' ημίν τών ίσων αξιούσθαι. πώς γάρ ίσον έχειν δύναται ο μή φοιτών επί θύρας τινός τώ φοιτώντι; ο μή παραπέμπων τώ παραπέμποντι; ο μή επαινών τώ επαινούντι, άδικος ούν έση καί άπληστος, ει μή προϊέμενος ταύτα, ανθ' ών εκείνα πιπράσκεται, προίκα αυτά βουλήση λαμβάνειν. αλλά πόσου πιπράσκονται θρίδακες; οβολού, άν ούτω τύχη. άν ούν τις προέμενος τόν οβολόν λάβη θρίδακας, σύ δέ μή προέμενος μή λάβης, μή οίου έλαττον έχειν τού λαβόντος. ως γάρ εκείνος έχει θρίδακας, ούτω σύ τόν οβολόν, όν ουκ έδωκας. τόν αυτόν δή τρόπον καί ενταύθα. ου παρεκλήθης εφ' εστίασίν τινος; ου γάρ έδωκας τώ καλούντι, όσου πωλεί τό δείπνον. 
επαίνου δ' αυτό πωλεί, θεραπείας πωλεί. δός ούν τό διάφορον, ει σοι λυσιτελεί, όσου πωλείται. ει δέ κακείνα θέλεις μή προΐεσθαι καί ταύτα λαμβάνειν, άπληστος εί καί αβέλτερος. ουδέν ούν έχεις αντί τού δείπνου; έχεις μέν ούν τό μή επαινέσαι τούτον, όν ουκ ήθελες, τό μή ανασχέσθαι αυτού τών επί τής εισόδου. 
Τό βούλημα τής φύσεως καταμαθείν έστιν εξ ών ου διαφερόμεθα πρός αλλήλους. οίον, όταν άλλου 
παιδάριον κατεάξη τό ποτήριον, πρόχειρον ευθύς λέγειν ότι ‘τών γινομένων εστίν’. ίσθι ούν, ότι, όταν 
καί τό σόν κατεαγή, τοιούτον είναί σε δεί, οποίον ότε καί τό τού άλλου κατεάγη. ούτω μετατίθει καί επί τά μείζονα. τέκνον άλλου τέθνηκεν ή γυνή; ουδείς εστιν ός ουκ άν είποι ότι ‘ανθρώπινον’: αλλ' όταν τό αυτού τινος αποθάνη, ευθύς ‘οίμοι, τάλας εγώ’. εχρήν δέ μεμνήσθαι, τί πάσχομεν περί άλλων αυτό ακούσαντες. 
''Ωσπερ σκοπός πρός τό αποτυχείν ου τίθεται, ούτως ουδέ κακού φύσις εν κόσμω γίνεται. 
Ει μέν τό σώμά σού τις επέτρεπε τώ απαντήσαντι, ηγανάκτεις άν: ότι δέ σύ τήν γνώμην τήν σεαυτού επιτρέπεις τώ τυχόντι, ίνα, εάν λοιδορήσηταί σοι, ταραχθή εκείνη καί συγχυθή, ουκ αισχύνη τούτου ένεκα; 
`Εκάστου έργου σκόπει τά καθηγούμενα καί τά ακόλουθα αυτού καί ούτως έρχου επ' αυτό. ει δέ μή, τήν μέν πρώτην προθύμως ήξεις άτε μηδέν τών εξής εντεθυμημένος, ύστερον δέ αναφανέντων δυσχερών τινων αισχρώς αποστήση. 
θέλεις 'Ολύμπια νικήσαι; καγώ, νή τούς θεούς: κομψόν γάρ εστιν. αλλά σκόπει τά καθηγούμενα καί τά ακόλουθα καί ούτως άπτου τού έργου. δεί σ' ευτακτείν, αναγκοτροφείν, απέχεσθαι πεμμάτων, γυμνάζεσθαι πρός ανάγκην, εν ώρα τεταγμένη, εν καύματι, εν ψύχει, μή ψυχρόν πίνειν, μή οίνον, ως έτυχεν, απλώς ως ιατρώ παραδεδωκέναι σεαυτόν τώ επιστάτη, είτα εν τώ αγώνι παρορύσσεσθαι, έστι δέ ότε χείρα εκβαλείν, σφυρόν στρέψαι, πολλήν αφήν καταπιείν, έσθ' ότε μαστιγωθήναι καί μετά τούτων πάντων νικηθήναι. ταύτα επισκεψάμενος, άν έτι θέλης, έρχου επί τό αθλείν. ει δέ μή, ως τά παιδία αναστραφήση, ά νύν μέν παλαιστάς παίζει, νύν δέ μονομάχους, νύν δέ σαλπίζει, είτα τραγωδεί: ούτω καί σύ νύν μέν αθλητής, νύν δέ μονομάχος, είτα ρήτωρ, είτα φιλόσοφος, όλη δέ τή ψυχή ουδέν: αλλ' ως πίθηκος πάσαν θέαν, ήν άν ίδης, μιμή καί άλλο εξ άλλου σοι αρέσκει. ου γάρ μετά σκέψεως ήλθες επί τι ουδέ περιοδεύσας, αλλ' εική καί κατά ψυχράν επιθυμίαν. ούτω θεασάμενοί τινες φιλόσοφον καί ακούσαντες ούτω τινός λέγοντος, ως Ευφράτης λέγει (καίτοι τίς ούτω δύναται ειπείν, ως εκείνος;), θέλουσι καί αυτοί φιλοσοφείν. άνθρωπε, πρώτον επίσκεψαι, οποίόν εστι τό πράγμα: είτα καί τήν σεαυτού φύσιν κατάμαθε, ει δύνασαι βαστάσαι. πένταθλος είναι βούλει ή παλαιστής; ίδε σεαυτού τούς βραχίονας, τούς μηρούς, τήν οσφύν κατάμαθε. άλλος γάρ πρός άλλο πέφυκε. δοκείς, ότι ταύτα ποιών ωσαύτως δύνασαι εσθίειν, ωσαύτως πίνειν, ομοίως ορέγεσθαι, ομοίως δυσαρεστείν; αγρυπνήσαι δεί, πονήσαι, από τών οικείων απελθείν, υπό παιδαρίου καταφρονηθήναι, υπό τών απαντώντων καταγελασθήναι, εν παντί ήττον έχειν, εν τιμή, εν αρχή, εν δίκη, εν πραγματίω παντί. ταύτα επίσκεψαι. ει θέλεις αντικαταλλάξασθαι τούτων απάθειαν, ελευθερίαν, αταραξίαν: ει δέ μή, μή προσάγαγε. μή ως τά παιδία νύν φιλόσοφος, ύστερον δέ τελώνης, είτα ρήτωρ, είτα επίτροπος Καίσαρος. 
ταύτα ου συμφωνεί. ένα σε δεί άνθρωπον ή αγαθόν ή κακόν είναι: ή τό ηγεμονικόν σε δεί εξεργάζεσθαι τό σαυτού ή τό εκτός ή περί τά έσω φιλοτεχνείν ή περί τά έξω: τούτ' έστιν ή φιλοσόφου τάξιν επέχειν ή ιδιώτου. 
Τά καθήκοντα ως επίπαν ταίς σχέσεσι παραμετρείται. πατήρ εστιν: υπαγορεύεται επιμελείσθαι, παραχωρείν 
απάντων, ανέχεσθαι λοιδορούντος, παίοντος. ‘αλλά πατήρ κακός εστι’. μή τι ούν πρός αγαθόν πατέρα φύσει ωκειώθης; 
αλλά πρός πατέρα. ‘ο αδελφός αδικεί.’ τήρει τοιγαρούν τήν τάξιν τήν σεαυτού πρός αυτόν μηδέ σκόπει, τί εκείνος ποιεί, αλλά τί σοί ποιήσαντι κατά φύσιν η σή έξει προαίρεσις: σέ γάρ άλλος ου βλάψει, άν μή σύ θέλης: τότε δέ έση βεβλαμμένος, όταν υπολάβης βλάπτεσθαι. ούτως ούν από τού γείτονος, από τού πολίτου, από τού στρατηγού τό καθήκον ευρήσεις, εάν τάς σχέσεις εθίζη θεωρείν. 
Τής περί τούς θεούς ευσεβείας ίσθι ότι τό κυριώτατον εκείνό εστιν, ορθάς υπολήψεις περί αυτών έχειν ως όντων καί διοικούντων τά όλα καλώς καί δικαίως καί σαυτόν εις τούτο κατατεταχέναι, τό πείθεσθαι αυτοίς καί είκειν πάσι τοίς γινομένοις καί ακολουθείν εκόντα ως υπό τής αρίστης γνώμης επιτελουμένοις. ούτω γάρ ου μέμψη ποτέ τούς θεούς ούτε εγκαλέσεις ως αμελούμενος. άλλως δέ ουχ οίόν τε τούτο γίνεσθαι, εάν μή άρης από τών ουκ εφ' ημίν καί εν τοίς εφ' ημίν μόνοις θής τό αγαθόν καί τό κακόν. ως, άν γέ τι εκείνων υπολάβης αγαθόν ή κακόν, πάσα ανάγκη, όταν αποτυγχάνης ών θέλεις καί περιπίπτης οίς μή θέλεις, μέμψασθαί σε καί μισείν τούς αιτίους. πέφυκε γάρ πρός τούτο πάν ζώον τά μέν βλαβερά φαινόμενα καί τά αίτια αυτών φεύγειν καί εκτρέπεσθαι, τά δέ ωφέλιμα καί τά αίτια αυτών μετιέναι τε 
καί τεθηπέναι. αμήχανον ούν βλάπτεσθαί τινα οιόμενον χαίρειν τώ δοκούντι βλάπτειν, ώσπερ καί τό αυτή τή βλάβη χαίρειν αδύνατον. ένθεν καί πατήρ υπό υιού λοιδορείται, όταν τών δοκούντων αγαθών είναι τώ παιδί μή μεταδιδώ: καί Πολυνείκην καί 'Ετεοκλέα τούτ' εποίησε πολεμίους αλλήλοις τό αγαθόν οίεσθαι τήν τυραννίδα. διά τούτο καί ο γεωργός λοιδορεί τούς θεούς, διά τούτο ο ναύτης, διά τούτο ο έμπορος, 
διά τούτο οι τάς γυναίκας καί τά τέκνα απολλύντες. 
όπου γάρ τό συμφέρον, επεί καί τό ευσεβές. ώστε, όστις επιμελείται τού ορέγεσθαι ως δεί καί εκκλίνειν, εν τώ αυτώ καί ευσεβείας επιμελείται. σπένδειν δέ καί θύειν καί απάρχεσθαι κατά τά πάτρια εκάστοτε προσήκει καθαρώς καί μή επισεσυρμένως μηδέ αμελώς μηδέ γε γλίσχρως μηδέ υπέρ δύναμιν. 
''Οταν μαντική προσίης, μέμνησο, ότι, τί μέν αποβήσεται, ουκ οίδας, αλλά ήκεις ως παρά τού μάντεως αυτό πευσόμενος, οποίον δέ τι εστίν, ελήλυθας ειδώς, είπερ εί φιλόσοφος. ει γάρ εστί τι τών ουκ εφ' 
ημίν, πάσα ανάγκη μήτε αγαθόν αυτό είναι μήτε κακόν. μή φέρε ούν πρός τόν μάντιν όρεξιν ή έκκλισιν μηδέ τρέμων αυτώ πρόσει, αλλά διεγνωκώς, ότι πάν τό αποβησόμενον αδιάφορον καί ουδέν πρός σέ, οποίον δ' άν ή, έσται αυτώ χρήσασθαι καλώς καί τούτο ουθείς κωλύσει. θαρρών ούν ως επί συμβούλους έρχου τούς θεούς: καί λοιπόν, όταν τί σοι συμβουλευθή, μέμνησο τίνας συμβούλους παρέλαβες καί τίνων παρακούσεις απειθήσας. έρχου δέ επί τό μαντεύεσθαι, καθάπερ ηξίου Σωκράτης, εφ' ών η πάσα σκέψις τήν αναφοράν εις τήν έκβασιν έχει καί ούτε εκ λόγου ούτε εκ τέχνης τινός άλλης αφορμαί δίδονται πρός τό συνιδείν τό προκείμενον: ώστε, όταν δεήση συγκινδυνεύσαι φίλω ή πατρίδι, μή μαντεύεσθαι, ει συγκινδυνευτέον. καί γάρ άν προείπη σοι ο μάντις φαύλα γεγονέναι τά ιερά, δήλον ότι θάνατος σημαίνεται ή πήρωσις μέρους τινός τού σώματος ή φυγή: αλλ' αιρεί ο λόγος καί σύν τούτοις παρίστασθαι τώ φίλω καί τή πατρίδι συγκινδυνεύειν. τοιγαρούν τώ μείζονι μάντει πρόσεχε, τώ Πυθίω, ός εξέβαλε τού ναού τόν ου βοηθήσαντα αναιρουμένω τώ φίλω. 
Τάξον τινά ήδη χαρακτήρα σαυτώ καί τύπον, όν φυλάξεις επί τε σεαυτού ών καί ανθρώποις εντυγχάνων. καί σιωπή τό πολύ έστω ή λαλείσθω τά αναγκαία καί δι' ολίγων. σπανίως δέ ποτε καιρού παρακαλούντος επί τό λέγειν λέξον μέν, αλλά περί ουδενός τών τυχόντων: μή περί μονομαχιών, μή περί ιπποδρομιών, 
μή περί αθλητών, μή περί βρωμάτων ή πομάτων, τών εκασταχού, μάλιστα δέ μή περί ανθρώπων ψέγων ή επαινών ή συγκρίνων. άν μέν ούν οίός τε ής, μετάγαγε τοίς σοίς λόγοις καί τούς τών συνόντων επί τό προσήκον. ει δέ εν αλλοφύλοις αποληφθείς τύχοις, σιώπα. γέλως μή πολύς έστω μηδέ επί πολλοίς μηδέ ανειμένος. όρκον παραίτησαι, ει μέν οίόν τε, εις άπαν, ει δέ μή, εκ τών ενόντων. 
εστιάσεις τάς έξω καί ιδιωτικάς διακρούου: εάν δέ ποτε γίνηται καιρός, εντετάσθω σοι η προσοχή, μήποτε 
άρα υπορρυής εις ιδιωτισμόν. ίσθι γάρ, ότι, εάν ο εταίρος ή μεμολυσμένος, καί τόν συνανατριβόμενον αυτώ συμμολύνεσθαι ανάγκη, κάν αυτός ών τύχη καθαρός. τά περί τό σώμα μέχρι τής χρείας ψιλής παραλάμβανε, οίον τροφάς, πόμα, αμπεχόνην, οικίαν, οικετίαν: τό δέ πρός δόξαν ή τρυφήν άπαν περίγραφε. 
περί αφροδίσια εις δύναμιν πρό γάμου καθαρευτέον: απτομένω δέ ών νόμιμόν εστι μεταληπτέον. μή μέντοι επαχθής γίνου τοίς χρωμένοις μηδέ ελεγκτικός: μηδέ πολλαχού τό ότι αυτός ου χρή, παράφερε. εάν τίς σοι απαγγείλη ότι ο δείνά σε κακώς λέγει, μή απολογού πρός τά λεχθέντα, αλλ' αποκρίνου 
διότι ‘ηγνόει γάρ τά άλλα τά προσόντα μοι κακά, επεί ουκ άν ταύτα μόνα έλεγεν’. εις τά θέατρα τό πολύ 
παριέναι ουκ αναγκαίον. ει δέ ποτε καιρός είη, μηδενί σπουδάζων φαίνου ή σεαυτώ, τούτ' έστι. θέλε γίνεσθαι μόνα τά γινόμενα καί νικάν μόνον τόν νικώντα: ούτω γάρ ουκ εμποδισθήση. βοής δέ καί τού επιγελάν τινι ή επί πολύ συγκινείσθαι παντελώς απέχου. καί μετά τό απαλλαγήναι μή πολλά περί τών γεγενημένων διαλέγου, όσα μή φέρει πρός τήν σήν επανόρθωσιν: εμφαίνεται γάρ εκ τού τοιούτου, ότι εθαύμασας τήν θέαν. εις ακροάσεις τινών μή εική μηδέ ραδίως πάριθι: παριών δέ τό σεμνόν καί τό ευσταθές καί άμα ανεπαχθές φύλασσε. όταν τινί μέλλης συμβαλείν, μάλιστα τών εν υπεροχή δοκούντων, πρόβαλε σαυτώ, τί άν εποίησεν εν τούτω Σωκράτης ή Ζήνων, καί ουκ απορήσεις τού χρήσασθαι προσηκόντως τώ εμπεσόντι. όταν φοιτάς πρός τινα τών μέγα δυναμένων, πρόβαλε, ότι ουχ ευρήσεις αυτόν ένδον, ότι αποκλεισθήση, ότι εντιναχθήσονταί σοι αι θύραι, ότι ου φροντιεί σου. κάν σύν τούτοις ελθείν καθήκη, ελθών φέρε τά γινόμενα καί μηδέποτε είπης αυτός πρός εαυτόν ότι ‘ουκ ήν τοσούτου’: ιδιωτικόν γάρ καί διαβεβλημένον πρός τά εκτός. εν ταίς ομιλίαις απέστω τό εαυτού τινων έργων ή κινδύνων επί πολύ καί αμέτρως μεμνήσθαι. ου γάρ, ως σοί ηδύ εστι τό τών σών κινδύνων μεμνήσθαι, ούτω καί τοίς άλλοις ηδύ εστι τό τών σοί συμβεβηκότων ακούειν. απέστω δέ καί τό γέλωτα κινείν: ολισθηρός γάρ ο τρόπος εις ιδιωτισμόν καί άμα ικανός τήν αιδώ τήν πρός σέ τών πλησίον ανιέναι. επισφαλές δέ καί τό εις αισχρολογίαν προελθείν. όταν ούν τι συμβή τοιούτον, άν μέν εύκαιρον ή, καί επίπληξον τώ προελθόντι: ει δέ μή, τώ γε αποσιωπήσαι καί ερυθριάσαι καί σκυθρωπάσαι δήλος γίνου δυσχεραίνων τώ λόγω. 
''Οταν ηδονής τινος φαντασίαν λάβης, καθάπερ επί τών άλλων, φύλασσε σαυτόν, μή συναρπασθής υπ' αυτής: αλλ' εκδεξάσθω σε τό πράγμα, καί αναβολήν τινα παρά σεαυτού λάβε. έπειτα μνήσθητι αμφοτέρων τών χρόνων, καθ' όν τε απολαύσεις τής ηδονής, καί καθ' όν απολαύσας ύστερον μετανοήσεις καί αυτός σεαυτώ λοιδορήση: καί τούτοις αντίθες όπως αποσχόμενος χαιρήσεις καί επαινέσεις αυτός σεαυτόν. εάν 
δέ σοι καιρός φανή άψασθαι τού έργου, πρόσεχε, μή ηττήση σε τό προσηνές αυτού καί ηδύ καί επαγωγόν: αλλ' αντιτίθει, πόσω άμεινον τό συνειδέναι σεαυτώ ταύτην τήν νίκην νενικηκότι. 
''Οταν τι διαγνούς, ότι ποιητέον εστί, ποιής, μηδέποτε φύγης οφθήναι πράσσων αυτό, κάν αλλοίόν τι μέλλωσιν οι πολλοί περί αυτού υπολαμβάνειν. ει μέν γάρ ουκ ορθώς ποιείς, αυτό τό έργον φεύγε: ει δέ ορθώς, τί φοβή τούς επιπλήξοντας ουκ ορθώς; 
`Ως τό ‘ημέρα εστί’ καί ‘νύξ εστι’ πρός μέν τό διεζευγμένον μεγάλην έχει αξίαν, πρός δέ τό συμπεπλεγμένον απαξίαν, ούτω καί τό τήν μείζω μερίδα εκλέξασθαι πρός μέν τό σώμα εχέτω αξίαν, πρός δέ <τό> τό κοινωνικόν εν εστιάσει, οίον δεί, φυλάξαι, απαξίαν έχει. όταν ούν συνεσθίης ετέρω, μέμνησο, μή μόνον τήν πρός τό σώμα αξίαν τών παρακειμένων οράν, αλλά καί τήν πρός τόν εστιάτορα αιδώ φυλάξαι. 
'Εάν υπέρ δύναμιν αναλάβης τι πρόσωπον, καί εν τούτω ησχημόνησας καί, ό ηδύνασο εκπληρώσαι, 
παρέλιπες. 
'Εν τώ περιπατείν καθάπερ προσέχεις, μή επιβής ήλω ή στρέψης τόν πόδα σου, ούτω πρόσεχε, 
μή καί τό ηγεμονικόν βλάψης τό σεαυτού. καί τούτο εάν εφ' εκάστου έργου παραφυλάσσωμεν, ασφαλέστερον αψόμεθα τού έργου. 
Μέτρον κτήσεως τό σώμα εκάστω ως ο πούς υποδήματος. εάν μέν ούν επί τούτου στής, φυλάξεις τό μέτρον: εάν δέ υπερβής, ως κατά κρημνού λοιπόν ανάγκη φέρεσθαι: καθάπερ καί επί τού υποδήματος, 
εάν υπέρ τόν πόδα υπερβής, γίνεται κατάχρυσον υπόδημα, είτα πορφυρούν, κεντητόν. τού γάρ άπαξ υπέρ τό μέτρον όρος ουθείς εστιν. 
Αι γυναίκες ευθύς από τεσσαρεσκαίδεκα ετών υπό τών ανδρών κυρίαι καλούνται. τοιγαρούν ορώσαι, ότι άλλο μέν ουδέν αυταίς πρόσεστι, μόνον δέ συγκοιμώνται τοίς ανδράσι, άρχονται καλλωπίζεσθαι καί εν τούτω πάσας έχειν τάς ελπίδας. προσέχειν ούν άξιον, ίνα αίσθωνται, διότι επ' ουδενί άλλω τιμώνται 
ή τώ κόσμιαι φαίνεσθαι καί αιδήμονες. 
'Αφυΐας σημείον τό ενδιατρίβειν τοίς περί τό σώμα, οίον επί πολύ γυμνάζεσθαι, επί πολύ εσθίειν, επί πολύ πίνειν, επί πολύ αποπατείν, οχεύειν. αλλά ταύτα μέν εν παρέργω ποιητέον: περί δέ τήν γνώμην η πάσα έστω επιστροφή. 
''Οταν σέ τις κακώς ποιή ή κακώς λέγη, μέμνησο, ότι καθήκειν αυτώ οιόμενος ποιεί ή λέγει. ουχ οίόν τε ούν ακολουθείν αυτόν τώ σοί φαινομένω, αλλά τώ εαυτώ, ώστε, ει κακώς αυτώ φαίνεται, εκείνος βλάπτεται, όστις καί εξηπάτηται. 
καί γάρ τό αληθές συμπεπλεγμένον άν τις υπολάβη ψεύδος, ου τό συμπεπλεγμένον βέβλαπται, αλλ' ο εξαπατηθείς. από τούτων ούν ορμώμενος πράως έξεις πρός τόν λοιδορούντα. επιφθέγγου γάρ εφ' εκάστω ότι ‘έδοξεν αυτώ’. 
Πάν πράγμα δύο έχει λαβάς, τήν μέν φορητήν, τήν δέ αφόρητον. ο αδελφός εάν αδική, εντεύθεν αυτό μή λάμβανε, ότι αδικεί (αύτη γάρ η λαβή εστιν αυτού ου φορητή), αλλά εκείθεν μάλλον, ότι αδελφός, ότι σύντροφος, καί λήψη αυτό καθ' ό φορητόν. 
Ούτοι οι λόγοι ασύνακτοι ‘εγώ σου πλουσιώτερός ειμι, εγώ σου άρα κρείσσων’: ‘εγώ σου λογιώτερος, εγώ σου άρα κρείσσων’. εκείνοι δέ μάλλον συνακτικοί ‘εγώ σου πλουσιώτερός ειμι, η εμή άρα κτήσις τής σής κρείσσων’: ‘εγώ σου λογιώτερος, η εμή άρα λέξις τής σής κρείσσων’. σύ δέ γε ούτε κτήσις εί ούτε λέξις. 
Λούεταί τις ταχέως: μή είπης ότι κακώς, αλλ' ότι ταχέως. πίνει τις πολύν οίνον: μή είπης ότι κακώς, αλλ' ότι πολύν. πρίν γάρ διαγνώναι τό δόγμα, πόθεν οίσθα, ει κακώς; ούτως ου συμβήσεταί σοι άλλων μέν φαντασίας καταληπτικάς λαμβάνειν, άλλοις δέ συγκατατίθεσθαι. 
Μηδαμού σεαυτόν είπης φιλόσοφον μηδέ λάλει τό πολύ εν ιδιώταις περί τών θεωρημάτων, αλλά ποίει τό από τών θεωρημάτων: οίον εν συμποσίω μή λέγε, πώς δεί εσθίειν, αλλ' έσθιε, ως δεί. μέμνησο γάρ, ότι ούτως αφηρήκει πανταχόθεν Σωκράτης τό επιδεικτικόν, ώστε ήρχοντο πρός αυτόν βουλόμενοι φιλοσόφοις υπ' αυτού συσταθήναι, κακείνος απήγεν αυτούς. ούτως ηνείχετο παρορώμενος. κάν περί θεωρήματός τινος εν ιδιώταις εμπίπτη λόγος, σιώπα τό πολύ: μέγας γάρ ο κίνδυνος ευθύς εξεμέσαι, ό ουκ έπεψας. καί όταν είπη σοί τις, ότι ουδέν οίσθα, καί σύ μή δηχθής, τότε ίσθι, ότι άρχη τού έργου. επεί καί τά πρόβατα ου χόρτον φέροντα τοίς ποιμέσιν επιδεικνύει πόσον, έφαγεν, αλλά τήν νομήν έσω πέψαντα έρια έξω φέρει καί γάλα: καί σύ τοίνυν μή τά θεωρήματα τοίς ιδιώταις επιδείκνυε, αλλ' απ' αυτών πεφθέντων τά έργα. 
''Οταν ευτελώς ηρμοσμένος ής κατά τό σώμα, μή καλλωπίζου επί τούτω μήδ', άν ύδωρ πίνης, εκ πάσης 
αφορμής λέγε, ότι ύδωρ πίνεις. κάν ασκήσαί ποτε πρός πόνον θέλης. σεαυτώ καί μή τοίς έξω: μή τούς ανδριάντας περιλάμβανε: αλλά διψών ποτε σφοδρώς επίσπασαι ψυχρού ύδατος καί 
έκπτυσον καί μηδενί είπης. 
'Ιδιώτου στάσις καί χαρακτήρ: ουδέποτε εξ εαυτού προσδοκά ωφέλειαν ή βλάβην, αλλ' από τών έξω. φιλοσόφου στάσις καί χαρακτήρ: πάσαν ωφέλειαν καί βλάβην εξ εαυτού προσδοκά. σημεία προκόπτοντος: ουδένα ψέγει, ουδένα επαινεί, ουδένα μέμφεται, ουδενί εγκαλεί, ουδέν περί εαυτού λέγει ως όντος τινός ή ειδότος τι. όταν εμποδισθή τι ή κωλυθή, εαυτώ εγκαλεί. κάν τις αυτόν επαινή, καταγελά τού επαινούντος αυτός παρ' εαυτώ: κάν ψέγη, ουκ απολογείται. περίεισι δέ καθάπερ οι άρρωστοι, 
ευλαβούμενός τι κινήσαι τών καθισταμένων, πρίν πήξιν λαβείν. όρεξιν άπασαν ήρκεν εξ εαυτού: τήν δ' έκκλισιν εις μόνα τά παρά φύσιν τών εφ' ημίν μετατέθεικεν. 
ορμή πρός άπαντα ανειμένη χρήται. άν ηλίθιος ή αμαθής δοκή, ου πεφρόντικεν. ενί τε λόγω, ως εχθρόν εαυτόν παραφυλάσσει καί επίβουλον. 
''Οταν τις επί τώ νοείν καί εξηγείσθαι δύνασθαι τά Χρυσίππου βιβλία σεμνύνηται, λέγε αυτός πρός εαυτόν ότι ει μή Χρύσιππος ασαφώς εγεγράφει, ουδέν άν είχεν ούτος, εφ' ώ εσεμνύνετο.’ εγώ δέ τί βούλομαι; καταμαθείν τήν φύσιν 
καί ταύτη έπεσθαι. ζητώ ούν, τίς εστιν ο εξηγούμενος: καί ακούσας, ότι Χρύσιππος, έρχομαι πρός αυτόν. αλλ' ου νοώ τά γεγραμμένα: ζητώ ούν τόν εξηγούμενον. καί μέχρι τούτων ούπω σεμνόν ουδέν. όταν δέ εύρω τόν εξηγούμενον, απολείπεται χρήσθαι τοίς παρηγγελμένοις: τούτο αυτό μόνον σεμνόν εστιν. άν δέ αυτό τούτο τό εξηγείσθαι θαυμάσω, τί άλλο ή γραμματικός απετελέσθην αντί φιλοσόφου; 
πλήν γε δή ότι αντί `Ομήρου Χρύσιππον εξηγούμενος. μάλλον ούν, όταν τις είπη μοι ‘επανάγνωθί μοι Χρύσιππον’, ερυθριώ, όταν μή δύνωμαι όμοια τά έργα καί σύμφωνα επιδεικνύειν τοίς λόγοις. 
''Οσα προτίθεται, τούτοις ως νόμοις, ως ασεβήσων, άν παραβής, έμμενε. ό τι δ' άν ερή τις περί σού, μή επιστρέφου: τούτο γάρ ουκ έτ' έστι σόν. 
Εις ποίον έτι χρόνον αναβάλλη τό τών βελτίστων αξιούν σεαυτόν καί εν μηδενί παραβαίνειν τόν διαιρούντα λόγον; παρείληφας τά θεωρήματα, οίς έδει σε συμβάλλειν, καί συμβέβληκας. ποίον ούν έτι 
διδάσκαλον προσδοκάς, ίνα εις εκείνον υπερθή τήν επανόρθωσιν ποιήσαι τήν σεαυτού; ουκ έτι εί μειρά-
κιον, αλλά ανήρ ήδη τέλειος. άν νύν αμελήσης καί ραθυμήσης καί αεί προθέσεις εκ προθέσεως ποιή καί ημέρας άλλας επ' άλλαις ορίζης, μεθ' άς προσέξεις σεαυτώ, λήσεις σεαυτόν ου προκόψας, αλλ' ιδιώτης διατελέσεις καί ζών καί αποθνήσκων. ήδη ούν αξίωσον σεαυτόν βιούν ως τέλειον καί προκόπτοντα: καί πάν τό βέλτιστον φαινόμενον έστω σοι νόμος απαράβατος. κάν επίπονόν τι ή ηδύ ή ένδοξον ή άδοξον προσάγηται, μέμνησο, ότι νύν ο αγών καί ήδη πάρεστι τά 'Ολύμπια καί ουκ έστιν αναβάλλεσθαι ουκέτι καί ότι παρά μίαν ημέραν καί έν πράγμα καί απόλλυται προκοπή καί σώζεται. Σωκράτης ούτως απετελέσθη, επί πάντων τών προσαγομένων αυτώ μηδενί άλλω προσέχων ή τώ λόγω. σύ δέ ει καί μήπω εί Σωκράτης, ως Σωκράτης γε είναι βουλόμενος οφείλεις βιούν. 
`Ο πρώτος καί αναγκαιότατος τόπος εστίν εν φιλοσοφία ο τής χρήσεως τών θεωρημάτων, οίον τό μή ψεύδεσθαι: ο δεύτερος ο τών αποδείξεων, οίον πόθεν ότι ου δεί ψεύδεσθαι: τρίτος ο αυτών τούτων 
βεβαιωτικός καί διαρθρωτικός, οίον πόθεν ότι τούτο απόδειξις; τί γάρ εστιν απόδειξις, τί ακολουθία, τί 
μάχη, τί αληθές, τί ψεύδος; ουκούν ο μέν τρίτος τόπος αναγκαίος διά τόν δεύτερον, ο δέ δεύτερος διά 
τόν πρώτον: ο δέ αναγκαιότατος καί όπου αναπαύεσθαι δεί, ο πρώτος. ημείς δέ έμπαλιν ποιούμεν: εν 
γάρ τώ τρίτω τόπω διατρίβομεν καί περί εκείνόν εστιν ημίν η πάσα σπουδή: τού δέ πρώτου παντελώς αμε-
λούμεν. τοιγαρούν ψευδόμεθα μέν, πώς δέ αποδείκνυται ότι ου δεί ψεύδεσθαι, πρόχειρον έχομεν. 
'Επί παντός πρόχειρα εκτέον ταύτα: άγου δέ μ', ώ Ζεύ, καί σύ γ' η Πεπρωμένη, όποι ποθ' υμίν ειμι διατεταγμένος: ως έψομαί γ' άοκνος: ήν δέ γε μή θέλω, κακός γενόμενος, ουδέν ήττον έψομαι. 
’όστις δ' ανάγκη συγκεχώρηκεν καλώς, σοφός παρ' ημίν, καί τά θεί' επίσταται.’ ‘αλλ', ώ Κρίτων, ει ταύτη τοίς θεοίς φίλον, ταύτη γενέσθω.’ ‘εμέ δέ ''Ανυτος καί Μέλιτος αποκτείναι μέν δύνανται, βλάψαι δέ ού.’

Επιστροφή στα περιεχόμενα