ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ , 'Ητοι Λόγος περί ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ


Τόσα μεγάλα είναι τά βάρη, όπού ύποφέρουσι, καί τόσον μιαρά ή ψυχή τών όθωμανών (3). 'Ο τρόπος δέ

1. Τοιαύτας καλώ, όσας περιέχουσι μίαν ποσότητα 20 χιλιάδων καί έπέκεινα κατοίκων.
2. Πρός τούτοις, οί περισσότεροι τών όθωμανών κατοικούσιν είς τάς πολιτείας, καί έξακολούθως φανερόν άποκαθίστατα, ότι οί περισσότεροι χωριάτες καί γεωργοί είναι χριστιανοί, καί οί άξιώτεροι διά τ' άρματα.
3. Πασίδηλος είναι ή φθορά όπού προξενείται είς τά χωρία, όταν διέρχωνται τά άτακτα στρατεύματα τών όθωμανών. Αύτοί οί βάρβαροι καί σκληροκάρδιοι 'Αλβανίται, άφού λάβωσι άπό τούς ταλαιπώρους χωριάτες όσον τούς ζητήσουσι, καί άφού φάγωσιν πλουσιοπαρόχως καί γαστριμάργως όσα πρόβατα καί άλλα εύρωσιν, ή άχόρταγος ψυχή των ποτέ δέν εύχαριστείται, καί μέ βίαν τούς άρπάζουσιν, δέν λέγω χρήματα, έπειδή δέν έχουσιν, άλλ' ό,τι

τής συμφωνίας των μετά τών κυρίων τών ύποστατικών, έκτός όπού είναι τυραννικώτατος, είναι, πρός τούτοις, καί άκατάστατος καί άνομος (1). Πώς ούν ζώσι; 'Ε! άδελφοί μου, φίλτατοί μου 'Ελληνες, έσείς τό ήξεύρετε, χωρίς νά σάς τό είπώ. Οί γεωργοί, ή σεβασμιωτέρα κλάσις μιάς πολιτείας, ό σταθερώτερος στύλος τής πολιτικής εύτυχίας, ζή χειρότερα άπό τά ίδια ζώα. Βέβαια, ό πλούσιος όθωμανός τρέφει τά άλογά του μέ πολλά καλλιότερα φαγητά άπό έκείνα, όπού φυλάττουσιν είς τή ζωήν καί είς τάς θλίψεις τόν άθώον καί δίκαιον χωριάτην. 'Αλλά, μήπως τελειώνει είς αύτά μόνον ή δυστυχία του; Αύτός ό ταλαίπωρος πρέπει πρός τούτοις - ώ έντροπή άνυπόφορος! - πρέπει, λέγω, νά χορτάση τήν λύσσαν καί τού ληστού τής έκκλησίας, ήτοι τού άρχιεπισκόπου, ώς κατωτέρω ρηθήσεται, είς τρόπον όπού οί χωριάτες, έξαιρώντας έκείνους τούς προδότας καί κακούς άνθρώπους, οί όποίοι διά νά μήν διψήσωσι, πίουσι τό αίμα τών συναδελφών των, καί άποκαθίστανται συνεργοί τών

τούς εύρουσι, καί άσπλάγχνως άλλον τύπτουσι, άλλον όνειδίζουσι, καί πολλούς φονεύουσι.
1. 'Ο κύριος, παραδείγματος χάριν, δίδει τόν σπόρον τού γεωργού, ό όποίος, άφού δουλεύση μαζί μέ τήν συμβίαν του καί τέκνα του δι' όλον τόν χρόνον, άφού, λέγω, άφανίση τά βόδια του καί καταχαλάση τά έργαλεία του, συνάζει, τέλος πάντων, τόν καρπόν, - καί πολλάκις ή φύσις δέν άνταποκρίνεται δικαίως είς τούς κόπους του - τόν όποίον άς ύποθέσωμεν άς 10. 'Ευθύς ό κύριος τού χωραφίου λαμβάνει τά 2/3, καί μένουσι 3 1/3. 'Ο έπιστάτης τού χωρίου, ή μάλλον είπείν ό φανερός κλέπτης, άρπάζει άλλο έν, καί μένουν 2 1/3. 'Ο κύριος τού χωραφίου λαμβάνει διά τόν σπόρον 1/3 καί ούτως μένουν τού γεωργού μόνον 2, άπό τά όποία έχει νά ζωοτραφή καί νά ένδυθή αύτός καί ή φαμιλία του. Τοιαύτη περιγραφή πρέπει νά κινήση είς σπλάγχνος τάς πλέον σκληράς καρδίας, καί κάθε 'Ελλην πρέπει νά κλαύση είς τήν άναγνωσίν της.

τυραννικών προσταγμάτων, άφού χάνουν τά όσα οί όθωμανοί τούς άρπάζουσι καί τά όσα δίδουσι τών καλογήρων, μόλις ήμπορούσι νά ζήσωσι άπ' όσα τούς μένουσι (1).
'Αλλά, πώς νά παραιτήσω τάς καθημερινάς άγγαρείας όπού ύποφέρουσι! 'Ω ούρανέ, πώς δέν κατακαίεις μέ τούς κεραυνούς σου τόσα βδελυρά τέρατα, όπού μιαίνουν καί άφανίζουν τό άνθρώπινον γένος! Δέν είναι χωρίον, ώ άγαπητοί, καί μάλιστα είς τήν έπικράτειαν τού τυράννου τών 'Ιωαννίνων, όπού καθ' έκάστην νά μήν πέμπη τό έν τρίτον τών κατοίκων του, διά νά δουλεύη είς τά άνωφελή καί πολυέξοδα κτίρια τού τυράννου, χωρίς άλλην άνταμοιβήν, είμή ραβδίσματα καί πολλάκις θάνατον (2). Τοιαύτην λοιπόν θλιβεράν καί άνυπόφορον ζωήν διάγουσιν οί χωριάτες τής έλληνικής γής, καί, βέβαια, πολλά χειροτέραν άπ' ό,τι σάς τήν παρέστησεν ή διήγησίς μου. 'Αλλά, τί νά είπώ, διά τούς πολίτας; 'Ε, αύτοί χωρίς νά έχουν όλιγοτέρους κόπους καί μόχθους άπό τούς χωριάτας, έχουν τά βάσανα, καί περισσότερα καί φοβερώτερα, άπό αύτούς. Οί τεχνίται, λοιπόν, δουλεύουν σχεδόν 18 ώρας τό ήμερόνυκτον, καί ποτέ δέν ήμπορούν νά άναπληρώσουν τάς άναγκαίας χρείας των. Οί προεστοί μέ τά άδικα δοσίματα, όπού τούς έπιφορτώνοσι, τούς άρπάζουσιν, άπό τό έν μέρος, τόν όλίγον καρπόν τών ίδρώτων των, τό πλήθος τών έορτών καί αί άγγα

1. Τά συνηθισμένα των φαγητά είναι άγριολάχανα καί ψωμί άπό κριθάρι, δύο ή τρείς φοράς τόν χρόνον μόνον τρώγοσι κρέας. 
2. 'Εκτός τών είρημένων άγγαρευμάτων καί άδιακόπων δοσιμάτων, όπού ύποφέρουσι, πρός τούτοις άπ' όσα ξύλα, τυρί, βούτυρον, λάδι καί κάθε άλλον είδος έχουσι, τά 9/10 τά πηγαίνουσι
τού τυράννου καί τών ύπ' αύτού τυραννούντων.

ρείαι τούς έμποδίζουσιν, άπό τό άλλο μέρος, κάθε περισσότερον κέρδος, όπού ήθελαν ήμπορέσει νά κάμωσι, καί άνάμεσα είς τόσας χιλιάδας, όταν τινάς φθάση νά άναπληρώση τάς χρείας του μέ όσον κέρδος τού μένει, νομίζεται πολλά εύτυχής. Πρόσθες άκόμη τά άνυπόφορα κακά, όπού καθημερινώς δοκιμάζουσιν άπό τούς άχρείους έπιστάτας τού τυράννου, οί όποίοι, μέ άκραν άσπλαγχνίαν, καί χωρίς συνείδησιν, έπιφορτώνοσιν είς τούς άλλους τά βάρη τού μέρους των, καί αύτοί μένουν άσύδοτοι. 'Εκείνοι, λέγω, οί άφρονες καί μωροί άνθρωποι, όπού κράζονται προεστοί καί άρχοντες, οίτινες, άπό τήν βρωμεράν συνήθειαν, έχασαν σχεδόν καί τήν έντροπήν τών άνθρώπων καί τόν φόβον τού Θεού, καί μέ άκραν άναισχυντίαν δέν διστάζουσιν άπό τό νά άρνώνται, ποτέ μέν, τάς ποσότητας τών πληρωμών, ποτέ δέ, νά ξαναζητώσι έκείνο, όπού έλαβαν ήδη, καί τό χειρότερον νά καυχώνται, είς τό νά δεικνύωνται πιστοί όπαδοί καί δούλοι τού τυράννου έκούσιοι. 'Ε, σκληροί καί άναιδέστατοι άνθρωποι, ταχέως θέλετε μετανοήσει, ναί, θέλετε μετανοήσει καί θέλετε κλαύσει πικρώς διά τάς κακοεργίας σας. Πού νομίζετε, ώ άγαπητοί μου 'Ελληνες, νά στέλνωσι, διά νά κατοικήσωσι, αύτοί οί άπάνθρωποι καί άναιδέστατοι άρχοντες έκείνους τούς δυσώδεις καί βρωμερούς 'Αλβανίτας ή άλλης έπαρχίας όθωμανούς, όπού ό κάθε τύραννος βαστά διά τήν φύλαξίν του, καί μάλιστα είς τήν Θετταλίαν καί 'Ηπειρον; 'Ισως είς όσπίτια καμωμένα έξεπίτηδες, ίσως είς τά εύρύχωρα μετόχια τών μοναστηρίων, ίσως είς τά μεγάλα παλάτια των, ίσως έξω άπό τήν πόλιν, ή είς έρημά τινα κτίρια, ή, τέλος πάντων, είς τά μοναστήρια; Ούχί, ούχί, άγαπητοί μου, μήν προσμένετε τόσην κρίσιν άπό τόν μεμεθυσμένον τους δουλικόν νούν' αύτοί έκλέγουσι καί πέμπουσιν αύτούς τούς αίμοβόρους λύκους είς τά όσπίτια, όπου εύρίσκονται γυναίκες καί κοράσια. Καθείς, ώ άγαπητοί μου, καθείς άπό έσάς ήμπορεί εύκόλως νά καταλάβη τάς φοβεράς έξακολουθήσεις. 'Εγώ δέ, άπό τήν δικαίαν μου άγανάκτησηιν, ή χείρ μου τρέμει καί ή όρασις μου έθάμπωσε, ούτε πλέον ήμπορώ νά έπαριθμήσω τάς δυστυχίας τών 'Ιωαννίτων καί όλων τών Θετταλών, χωρίς άπό τόν θυμόν μου νά είπώ, βέβαια, όλιγότερα άπ' ό,τι άνήκουσι έκείνων τών μωροαρχόντων άλλ' ίσως περισσότερα άπ' ό,τι ή χρηστοήθεια καί τό όμογενές μέ διδάσκουσι.

'Αν έγώ, όμως, σιωπώ, δέν θέλουσι σιωπήσει αί τρομασμέναι μητέρες, όπού μετά δακρύων καί γονυκλιτώς έμπροσθεν αύτών τών άχρείων τεράτων ματαίως δέονται καθ' έκάστην, σπανίως δέ έκείνοι καταδέχονται νά τάς άκροασθώσι, καί πολλάκις, άντίς νά τάς παρηγορήσωσι, τάς έπιπλήττουσι καί μέ βίαν τάς έκβάλλουσιν έξω, χωρίς ποτέ νά τούς δώσωσι τήν παραμικράν βοήθειαν 

(1). 'Αν έγώ σιωπώ, βέβαια, τά κρεμνισμένα όσπίτια

1. 'Ενθυμούμαι μίαν φοράν, όπού έτυχα παρών, όταν μία γυναίκα χήρα καί μέ πέντε τέκνα άνήλικα είχεν ύπάγει νά παρακαλέση ένα άρχοντα, τού όποίου τό όνομα σιωπώ διά όλιγοτέραν του έντροπήν, διά νά τής κατεβάσουν τό δόσιμον, λέγουσα, ότι, διά νά πληρώση τό άπερασμένον, είχεν πωλήσει κάθε περιττόν στολίδι, όπού τής είχεν μείνει, καί δέν είχεν άλλο τι νά πωλήση, διά νά πληρώση τά όσα τής έζητούσαν, μάλιστα κλαίουσα έφώναζεν, ώς έχει νά θρέψη καί νά ένδύση τρείς θυγατέρας καί δύο υίούς... ό σκληρός άρχων δέν τήν άφησε νά τελειώση τήν περίοδον, καί εύθύς, όπού ήκουσε νά λέγη, ότι έχει τόσα παιδία, μέ άνήκουστον βαρβαρότητα καί άδιαφορίαν τής λέγει «πώλησον δύο άπό τά παιδία σου καί πλήρωσον τό δόσιμον». 'Εγώ σιωπώ, ό δέ άναγνώστης άς κρίνη, όπως θελήση.

τών ταλαιπώρων Θετταλών καί 'Ηπειρώτων, τά ξεσχισμένα στολίδια τών όσπιτίων των, αί αίματωμέναι όδοί καί τείχη τών πόλεων άρκετώς όμιλούσι είς τάς όράσεις, όχι μόνον τών 'Ελλήνων, άλλά καί τών ίδίων ξένων. 'Αν έγώ σιωπώ, άκούονται όμως οί άναστεναγμοί τών δυστύχων πατέρων, οίτινες, άφού δέν δύνανται νά κερδίσωσι τήν ζωοτροφίαν των, ούτε νά ένδυθώσι μέ τόν καρπόν τών ίδρώτων των, είναι άναγκασμένοι νά άφήσουν είς τήν φαμελίαν των δέκα όθωμανούς καί άλλα τόσα άλογα, καί αύτοί νά ύπάγουν είς τήν φυλακήν, καί όχι όλίγας φοράς, είς θάνατον. 'Αν έγώ σιωπώ, θέλει λαλήσουν τά άθώα στόματα τών τρομασμένων κορασίδων καί πεφοβισμένων έφήβων. Καί άν έγώ, τέλος πάντων, δέν τούς δηλοποιώ τό τέλος των, τά παραδείγματα καί αί ίστορίαι όλου τού κόσμου μέ μεγάλην σαφήνειαν τούς τό προλέγουσι, καί άρκετά ήμπορούσαν νά τό προΐδώσι μόνοι των, άν άξιοι κρίσεως καί συλλογισμού ήτον τοιαύτα τέρατα. 'Ιδού, ώ 'Ελληνες, οί τεχνίται πώς ζώσι, καί μήν νομίσετε ότι έννοώ διά μόνον τούς 'Ιωαννίτας. Αύτοί δέν είναι δυστυχέστεροι, είμή μόνον, ότι ό τύραννός των είναι κακοηθέστατος. 'Αλλά είς όλας τάς πολιτείας τού όθωμανικού κράτους εύρίσκεται ή αύτή διοίκησις, ό αύτός τρόπος, αί ίδίαι αίτίαι, καί τά αύτά άποτελέσματα. σΑς έλθωμεν τώρα είς τήν κλάσιν τών πραγματευτών, λέγω, έκείνων, όπού πωλώσι διάφορα είδη είς τά έργαστήριά των, διότι περί τών ταξιδευόντων παραιτέρω ρηθήσεται. 'Αλλά τί ήμπορώ νά είπώ δι' αύτούς, χωρίς νά ξαναειπώ τά ίδια προλεχθέντα διά τούς τεχνίτας; Αύτοί βασανίζονται άπό τήν ίδίαν κακήν τύχην, μάλιστα δέ αί δυστυχίαι των αύξάνουσιν άναλόγως μέ τάς ύποθέσεις των. Αύτοί καθ' έκάστην δίδοσι τώ τυράννω τόσας ποσότητας άπό κάθε είδος πραγματείας, όπού έχουσι, αύτοί πληρώνοσι βαρύτατα δοσίματα, αύτοί ύποφέρουσι μέ μεγαλειτέρας ζημίας είς τά όσπίτιά των πάντοτε τούς βρωμερούς 'Αλβανίτας. 

(1) Αύτοί είς φυλακήν, αύτοί είς άγγαρείας. (2) Αύτοί τέλος πάντων είναι ύποκείμενοι είς όλα τά χειρότερα κακά, όπού ήμπορεί τινάς νά στοχασθή. Πολλάκις ή τύχη τούς κατατρέχει καί είς τάς έμπορικάς των έπιχειρήσεις, καί πολλοί άπεθνήσκουν είς τήν φυλακήν. Ποίος έμβαίνει είς μίαν πολιτείαν τής 'Ελλάδος, καί δέν αίσθάνεται μίαν ψυχρότητα είς τήν καρδίαν του, άκούοντας πανταχόθεν νά έξέρχεται τό καί τό άλλοίμονον! Τί άλλο άκροάζεται ένας ξένος, πάρεξ άναστεναγμούς; Τί άλλο βλέπει ό 'Ελλην, είμή δάκρυα; Τί άλλο εύρίσκεται, τέλος πάντων, είς τούς 'Ελληνας, είμή λύπη, φόβος, φυλακή καί θάνατος; 'Ενα γενικόν μουρμούρισμα λύπης, μία σιωπή άπελπισίας κυριεύει όλων τάς καρδίας. Καί πολλών ή άδυναμία μιάς δικαίας έκδικήσεως καί ή πολλά αίσθαντική των καρδία φθείρει τήν ζωήν καί θνήσκουν άπελπισμένοι. 'Η πτωχεία, τέλος πάντων, ώς μία άδιάκοπος μικρή θέρμη, άδυνατίζει τό πλέον ύγιές σώμα. Ούτως καταβάλλει τήν γενναιότητα καί σταθερότητα τών δυστύχων πατέρων καί θαμπώνει τό πνεύμα τών τέκνων. Πώς στοχάζεσαι τώρα, ώ άναγνώστα, νά ζώσιν οί άγαπητοί μας 'Ελληνες, αύτοί οί γλυκύτατοί μας άδελ

1. Πολλοί εύρίσκονται στενοχωρημένοι άπό ξυλίσματα καί φοβερισμούς τών άπανθρώπων 'Αλβανίτων, έκτός τής κατοικίας, νά τούς δίδωσι καί τήν ζωοτροφίαν. 2. Είς τά 'Ιωάννινα έφερον τά ξύλα, τάς πέτρας καί τήν λάσπην όλοι οί κάτοικοι χωρίς έξαίρεσιν.

φοί; 'Ισως δέν τό άγνοείς, καί ίσως μαζύ μου συγκλαίεις καί έσύ τάς κοινάς έλληνικάς μας δυστυχίας. Πλήν, μ' όλον τούτο, δέν θέλω σιωπήσει έγώ, ξαναενθυμώντας σου τόν τρόπον τής δυστυχεστάτης καί πτωχικής ζωής τών 'Ελλήνων, άπό τό νά εύφημίσω τήν άγαθήν καρδίαν καί τήν φιλανθρωπότητα τών εύεργέτων τής 'Ελλάδος. 'Εξαιρώντας, λοιπόν, όλους τούς προεστώτας, ή μάλλον είπείν τούς προδότας, καί όλους έκείνους τούς άχρειεστάτους σκλάβους καί όπαδούς τών κατά μέρος τυράννων τής 'Ελλάδος, οί λοιποί σχεδόν άπαντες άναπληρούσι είς τάς χρείας των άπό εύεργεσίας έκείνων τών όλίγων 'Ελλήνων, οίτινες καί έν τή πατρίδι, καί πόρρω αύτής, όταν εύρίσκωνται, δέν παύοσι άπό τό νά βοηθώσι καθ' έκάστην τούς συμπατριώτας των, άπό τό νά τούς παρηγορώσι μέ έξαφνα χαρίσματα, καί τέλος πάντων, άπό τό νά τούς στολίζωσι τό πνεύμα μέ τά σχολεία, όπού έξ ίδίων των έκτισαν καί φυλάττουσι. Συγχωρήσετέ με, ώ άνδρες γενναιότατοι καί φιλεύσπλαγχνοι, άν μία μεγάλη αίτία μ' έμποδίζη άπό τό νά έκθέσω είς τούτον μου τόν λόγον τά ένδοξα όνόματά σας' ή εύγνωμοσύνη μου όμως ώς 'Ελλην, καί τό χρέος τών συναδελφών μας, έντός όλίγου θέλουν ένεργήσει, διά νά έγχαράξουν μέ χρυσά ψηφία τοιούτον κατάλογον είς τούς ναούς τής 'Ελλάδος, καθώς καί τώρα τόν φυλάττουσι έγκεχαραγμένον είς τάς καρδίας των. Δέν μένει τώρα άλλη κλάσις, είμή τών ταξιδιώτων, όπού νά ζητή έξήγησιν, άλλά περί αύτών, ώς προείπον, θέλω όμιλήσει παρεμπρός, καί τελειώνω τοιαύτην θλιβεράν διήγησιν μέ μίαν γλυκείαν παρατήρησιν, όπού σάς παρακαλώ νά κάμητε είς τό έλληνικόν γένος, διά κοινήν μας χαράν.

'Η τυραννία, ώ 'Ελληνες - καί όποία τυραννία! - δέν έδυνήθη νά έξαλείψη άπό τό γένος μας τά χαρακτηριστικά του σημεία, διά νά είπώ ούτως. 'Η σταθερότης καί ή φιλευσπλαγχνία σώζονται είς όλους τούς 'Ελληνας καί ή άρετή λάμπει άνάμεσα είς τόν βόρβορον τής τυραννίας (1). 'Ω άρετή, ώ θείον καί ίερόν δώρον! Σύ, όπού καταπρααίνεις τά άλογα πάθη. Σύ, όπού συνοδεύεις διά παντός μέ τήν ψυχήν είς μίαν ήσυχον καί γαληνήν άνάπαυσιν. Σύ, όπού καθιστάς τόν άνθρωπον εύτυχή, άποκαθιστώντας του όλίγας τάς χρείας' όπού τόν άρματώνεις έναντίον είς τάς καταδρομάς τής τύχης, καί τόν καθιστάς άδιάφορον είς τάς εύτυχίας. Σύ, όπού ύψώνεις τήν άνθρωπίνην ούτιδανότητα καί κατασταίνεις τόν άνθρωπον άνώτερον τού είναι του. Σύ, όπού χαρακτηρίζεις καί καταστείς άμετάτρεπτον τόν ένάρετον. Ναί, ό ναός σου δέν είναι έσφαλισμένος είς τήν ύποδουλωμένην 'Ελλάδα! Σύ λατρεύεσαι άπό τούς εύεργέτας τού γένους. Αύτοί σέ τιμούσι μέ τά καθημερινά δώρα, όπού προσφέρουσιν είς τούς 'Ελληνας, καί έγώ τούς τό κοινοποιώ διά δόξαν μας. 'Αλλ' έσείς, ώ εύεργέται, νομίζετε νά έκπληρούται τό χρέος σας διά τών εύεργεσιών σας μόνον; Ούχί, άγαπητοί μου, έγώ δέν είμαι κόλαξ, διά νά σιωπήσω τό τί πρέπει νά κάμετε, καί έσείς άγαπάτε άρκετώς τήν άρετήν, διά νά σάς κακοφανή ή άλήθεια καί νά μείνητε είς τό λάθος σας. 'Η άρετή, ώ άδελφοί μου, τόσον διαφέρει άπό τήν κακίαν, ώς ή ζωή

1. Είς όλας τάς πολιτείας τής 'Ελλάδος, καί έξόχως είς τά 'Ιωάννινα, κάθε ήμέραν όλοι οί συμπολίται, στέλνουσιν είς τούς φυλακωμένους καί φαγητά καί ένδύματα καί κάθε άλλον άναγκαίον' όταν δέ κανείς άδικήται καί κατατρέχεται, κάθε γείτων νομίζει χρέος του νά τόν βοηθήση, ώς δύναται.

άπό τόν θάνατον. Καθώς λοιπόν άνάμεσα ζωής καί θανάτου, δέν εύρίσκεται μέσος όρος, ούτε άνάμεσα άρετής καί κακίας ήμπορεί νά εύρεθή, καί έξακολούθως δέν ήμπορεί νά είπή τινάς, ούτε ότι ό δείνας είναι περισσότερον άπεθαμένος άπό τόν δείνα άπεθαμένον, ούτε ότι ό ένας έναρετώτερος άπό τόν άλλον ένάρετον 

(1). 'Ενάρετος, ώ εύργέται τής 'Ελλάδος, είναι μόνον έκείνος, όπού θέλοντας νά ζήση είς πολλούς - δηλαδή ώφελώντας τούς συναδέλφους του, νά άθανατίση τό όνομά του, καί διά νά είπώ ούτως, νά ζή καί άποθαμένος - κάμνει όχι όσον θέλει, άλλ' όσον πρέπει, καί όχι έκείνο όπού είς ούδέν τόν έγγίζει 

(2), άλλ' έκείνο, όπού είναι άναγκάιον, προκρίνοντας πάντοτε τό κοινόν όφελος, χωρίς νά στρέψη τούς όφθαλμούς του είς τήν μικράν ή μεγάλην ζημίαν, όπού ήθελε τού προξενήσει έν έργον του ένάρετον. Είς τάς νομαρχικάς διοικήσεις, είς τάς όποίας ή άρετή είναι ή κυρία βάσις καί τό θεμέλιον όλης τής πολιτικής διαγωγής, ό ένάρετος κάμνει όσον πρέπει, καί ποτέ δέν ζημιούται, έπειδή ποτέ δέν συγχωρεί ή όρθή διοίκησις ξεχώρισιν άπό τάς μερικάς είς τάς κοινάς ύποθέσεις, καθώς είς τήν άρχήν τού παρόντος μου λόγου άρκετώς άπεδείχθη. Καί έξακολούθως, ό ένάρετος κά

1. 'Ας μήν παραξενευθή ό άναγνώστης άπό αύτήν τήν πρότασιν, άλλ' άς στοχασθή ότι, όσάκις βλέπομεν ένα ένάρετον νά κάμνη περισσότερα καλά άπό ένα άλλον ένάρετον, αίτία είναι μόνον καί μόνον αί περιστάσεις.

2. Πολλοί ένόμισαν καί νομίζουν έναρέτους τινάς βασιλείς, διά τό ότι έκαμον καλά πράγματα, χωρίς νά έρευνήσουν τό ό,τι ήμπορούσαν νά κάμωσι.

μνοντας ό,τι τόν διδάσκει ή άρετή, κάμνει πρώτον μέν τό χρέος του ώς πολίτης, καί δεύτερον, ώφελώντας τούς άλλους' ή ένωσις, όπού εύρίσκεται άναμεταξύ είς όλους τούς πολίτας, κάμνει νά ώφελήται καί ό ίδιος. Πολλά διαφορετικόν είναι όμως τό πράγμα είς τάς τυραννικάς διοικήσεις, όταν καμμίαν φοράν έμφανίζεται ή άρετή - τό όποίον, άγκαλά καί σπανίως, πλήν άκολουθεί, καί είς κάθε τόσον εύρίσκονται μερικοί ένάρετοι διά τιμήν τής άνθρωπότητος καί διά μεγαλειτέραν έλπίδα μιάς ταχέας έπανορθώσεως έκείνου τού γένους, όπού τυραννείται 

(1) - ώσάν όπού ή τυραννία έχει διά βάσιν καί θεμέλιον τήν άνομοιότητα καί τήν άδικίαν. 'Οσοι δούλοι είναι, τόσαι διαιρέσεις εύρίσκονται, καί είς τό λεξικόν τής δεσποτείας ή λέξις «ένωσις» δέν εύρίσκεται. 'Οθεν, είναι φανερόν, ότι ένας ένάρετος ύπό τής δουλείας πρέπει έξ άνάγκης νά πάσχη, καί έξακολούθως, όποιος δέν πάσχει ύπό τής δουλείας, δέν είναι ένάρετος. 

Καλόν ήθελεν ήτον, ώ 'Ελληνες, άν οί ένάρετοι τής 'Ελλάδος δέν ήθελον ύποφέρει, άλλά, κάμνοντες τό χρέος των, ήθελον ώφελήσει τούς άλλους καί τόν έαυτόν τους. Πλήν αύτό είναι άδύνατον νά θεωρηθή, έως όπού ή 'Ελλάς εύρίσκεται ύπό τυραννίας. 'Ας ύποφέρωσι λοιπόν ώς φιλογενείς καί φιλελεύθεροι, καί άς μά

1. Οί περίεργοι άλλογενείς, καί μάλιστα οί Βρεττανοί, περιερχόμενοι είς τήν 'Ελλάδα καί άπαντούντες ένθεν κακείθεν διεσπαρμένα τά διάφορα λείψανα τής μεγαλειότητός της, εύρίσκονται ύποχρεωμένοι νά κράζωσι: «'Εδώ έστάθη τό σχολείον τής οίκουμένης». Οί δέ νύν φιλόσοφοι καί πολυπράγμονες 'Ελληνες, θεωρώντες άναμεταξύ είς τούς ταλαιπώρους όμογενείς μας μερικούς έναρέτους καί άξίους άνδρας, μέ κρυφίαν ήδονήν κραυγάζουσι: «Ούχί, ούχί, ή 'Ελλάς δέν θέλει μείνει διά πολύν καιρόν ύπό τής τυραννίας, άλλά ταχέως θέλει συντρίψει τάς άλύσους της».

θωσιν ότι, όποιος ήμπορώντας νά ώφελήση περισσότερον, ώφελεί όλιγότερον, δέν είναι ένάρετος. 'Εγώ έλαβα τήν εύχαρίστησιν νά γνωρίσω άρκετούς έναρέτους 'Ελληνας καί εύεργέτας τής 'Ελλάδος, τών όποίων ή φιλευσπλαγχνία καί ή καλή καρδία, δέν μού συγχωρούσι νά τούς κράξω μή έναρέτους, όντας βέβαιος ότι, άν δέν κάμνουσι είς τήν 'Ελλάδα όσον έπρεπε καί όσον ήμπορούσαν, ή μόνη αίτία είναι, όπού δέν γνωρίζουσι έκείνο, όπού έπρεπε νά κάμωσι, έπειδή, ώ 'Ελληνες, δέν είναι δύσκολον είς ένα καλόν άνθρωπον νά κάμη έν καλόν έργον τόσον, όσον είναι δύσκολον νά τό κάμη καλώς καί καθώς πρέπει. 'Οθεν, παρεμπρός, θέλω φανερώσει πρός τούς εύεργέτας τής 'Ελλάδος τό τί πρέπει νά κάμωσι, καί έλπίζω ώς ένάρετοι, όπού είναι, νά κάμωσι, τό χρέος των, καθώς τυχαίνει, διά νά άποκαθιστώσι άξιοι τής άρετής.

'Η εύεργεσία είναι άναντιρρήτως τό χρηστότερον έργον ένός έναρέτου πλουσίου, άλλά, άγαπητοί μου 'Ελληνες, όποίον όφελος προξενεί είς τούς 'Ελληνας τήν σήμερον; 'Αν μέχρι τούδε τούς ώφέλησε, φεύ! τώρα αύτό τό χρηστόν έργον, άντίς νά ώφελήση, βλάπτει, καί άλλο δέν προξενεί είς τούς 'Ελληνας, είμή μόνον μίαν έπιζήμιον παρηγορίαν καί τούς κάμνει νά μένουν πάντοτε άκίνητοι ύπό τής τυραννίας. Οί χρείαν έχοντες, άφού εύεργετηθούν, ύποφέρουν περισσότερον, καί όσον περισσότερον εύεργετούνται, τόσον όλιγότερον τούς βαρύνει ή τυραννία. Καί ίδού ότι έν καλόν, όπού γίνεται είς τόπον ένός μεγαλειτέρου καλού, προξενεί τό χειρό 
Οί κάτοικοι δέ είναι σχεδόν δέκα όκτώ μιλλιούνια, μαζί μέ τούς νησιώτας τού 'Αρχιπελάγους. Οί δέ χριστιανοί ώς πρός τούς όθωμανούς, είναι ώς τό 115 πρός τό 29. Διά τούς ξένους, όπού κατοικούσι είς τήν όθωμανική έπικράτειαν, καί άλλογενείς, όντες κατά πολλά όλίγοι, δέν τούς άναφέρω (1). Τόσον πλήθος 'Ελλήνων, ώ άγαπητοί, πώς 'άρα γε νά ζή; Αύτό λοιπόν, θέλω έξετάσει τώρα καί άκούσετε: 'Ας ύποθέσωμεν, διά τό εύκολώτερον, τούς κατοίκους τού όθωμανικού κράτους είς τήν Εύρώπην άς 100. 'Αναλόγως, λοιπόν, είς τήν είρημένην έπαρίθμησιν, οί χριστιανοί πρέπει νά είναι άς 80, καί οί όθωμανοί άς 20. 'Από τήν άνωθεν έπαρίθμησιν, εύκόλως φαίνεται, ύφείλοντας άπό κάθε έκατόν μόνον δεκαπέντε, ότι άξιοι διά τά άρματα άπό μέν τούς χριστιανούς ήμπορούσαν νά είναι 2.156.250, άπό δέ τούς όθωμανούς 543.750. Είναι πρός τούτοις άναγκαίον νά ένθυμηθή ό άναγνώστης, ότι οί περισσότεροι άπό τούς όθωμανούς κατοικούσιν είς τάς πολιτείας, καί έξακολούθως δέν είναι όσο οί χριστιανοί έπιτήδειοι είς τά άρματα, άλλά περί αύτών κατωτέρω ρηθήσεται. 'Από αύτούς τούς έκατόν, είς μέν τάς πόλεις (1) μόλις εύρίσκονται τά 3/10, οί δέ λοιποί κατοικούσιν είς τά 7 στ.2 χωρία (2). 'Εκ τών όθωμανών ούν οί περισσότεροι ζώσιν άπό χρονικά είσοδήματα, όπού συναθροίζουσιν άπό τά πλήθη τών ύποστατικών των, οί δέ λοιποί διά τού έμπορίου καί τεχνών, ώς πάντως άσύδοτοι, κερδίζουσιν νικηθή άπό ένα έχθρόν, όπού δέν ήθελε τόν όμοιάσει καί ή φιλευσπλαγχνία του, κακώς ένεργημένη καί παράκαιρα, προξενεί τήν δυστυχίαν ένός γένους όλοκλήρου.

1. 'Ας μήν τολμήση ό άναγνώστης, καί διά τούτο τόν όρκίζω έμπροσθεν τής δικαιοσύνης καί είς τόν ναόν τής άρετής, άς μήν τολμήση, λέγω, όποιος καί άν είναι, νά μέ κράξη άγνώμονα. 'Εγώ είμαι ύπόχρεως είς τούς εύεργέτας τής 'Ελλάδος όχι όλίγον, είμαι εύγνώμων είς τάς χάριτάς των, μαζί μέ όλους τούς 'Ελληνας. Πόσον όμως ήθελεν ήτον καλλίτερον, νά μήν ήθελον έχει χρείαν άπό τάς εύεργεσίας των! 'Οποιος ίατρεύεται άπό μίαν άσθένειαν, είναι εύγνώμων πρός τόν ίατρόν του, πλήν όλοι παρακαλούσι νά μήν λάβωσι χρείαν άπό τόν ίατρόν.

Επιστροφή στα περιεχόμενα   -  |  -   Συνέχεια