ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ , 'Ητοι Λόγος περί ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ |
||
|
||
'Αλλά είς τί συνίσταται αύτή ή εύγένεια, στοχάζεσθε, ώ 'Ελληνες; 'Ισως είς τά χρηστά ήθη; Είς τά μεγάλα κατορθώματα, είς τήν άξιότητα. 'Ισως είς τήν άρετήν καί είς τήν δικαιοσύνην, καθώς οί πρόγονοί μας έστοχάζοντο; 'Ε, ούχί, ούχί! Οί νύν δούλοι κράζουν εύγενείς τούς υίούς τών πλουσίων, καί τόσον έβαρβαρώθησαν άπό τήν σκλαβίαν, όπού είς πολλά μέρη πωλείται ό τίτλος τής εύγενείας, καί ώς έπί τό πλείστον άγοράζεται άπό τούς πλέον άναισθήτους τών πολίτων. Είναι άπερίγραπτος, άγαπητοί μου, ή άναισθησία καί ή άμάθεια αύτών τών ψευδοευγενών, καί όταν εύρεθή άνάμεσα είς χιλίους ένας όλίγον μέτοχος άνθρωπότητος, είναι βέβαια άξιον θαυμασμού. 1. 'Αν τινάς έπρόβανε κανενός πλουσίου εύγενούς, νά τού φονεύση ή ένα άλογον, ή δύο δούλους, βεβαιότατα, ώ 'Ελληνες, ήθελε προκρίνει νά χάση τούς δούλους, έπειδή εύρισκεν καί άλλους ούχί δέ τό άλογον, όπού δυσκόλως ήθελεν έπιτύχει άλλο παρόμοιον. Πώς ήμπορούν αύτοί νά μελετήσουν καί νά μάθουν τά χρέη τού άληθούς πολίτου; Πώς νά τιμήσουν τήν άρετήν; Οί γονείς των άλλην έννοιαν δέν έλαβον, παρά νά τούς διδάξουν τόν τρόπον είς τό νά κολακεύωνται άναμεταξύ των καί τό πώς νά ύβρίζωνται μ' εύμορφας λέξεις. 'Η προσποίησις είς αύτούς είναι τό πρώτον καί άναγκαιότερον μάθημα (1). 'Ω! τής μωρίας των! 'Ω! έντροπή τού άνθρωπίνου λογικού, καί άφανισμός τού κόσμου. Τά καμώματα, ώ 'Ελληνες, αύτής τής κλάσεως είναι τόσον παιδαριώδη καί χαμερά, όπού, βέβαια, δέ πρέπει νά έχουν τόπον είς τό παρόν θέμα, καί ούτε έγώ πλέον θέλω τά άναφέρει, άλλά τελειώνω μέ τό ρητόν τού Πλουτάρχου, όστις λέγει' «κρείσσον γίνεσθαι λαμπρόν, ή γεννάσθαι», καί πάλιν «εύγένεια καλόν μέν, προγόνων δέ άγαθόν». 'Οταν, λοιπόν, ώ 'Ελληνες, μία έλευθέρα πολιτεία, καταντήση είς δουλείαν άφ' έαυτού της, δηλαδή άπό τήν διαφθοράν τών ήθών, καί κατά τόν τρόπον όπού έδιηγήθην, τότε, άγαπητοί μου, είναι πολλά δύσκολον νά 1. 'Ω! πόσον άξιοι γέλωτος είναι, τή άληθεία, όταν τούς βλέπη τινάς είς τάς συναναστροφάς των! 'Ως έπί τό πλείστον είσφέρουσι καί τά είδωλα τής άτιμίας των. 'Η εύγένειά των δέ κρίνει πράγμα ούτιδανόν, τό νά συντροφεύση ή νά συνομιλήση ό άνδρας μέ τήν γυναίκα του, άλλά κάμνουν άλλαγήν άνάμεσόν τους. 'Η συνομιλία των δέ συνίσταται, είς τό νά διηγήται ό ένας τού άλλου, μέ μίαν άνέκφραστον ύπομονήν, τήν άξιότητα τού ένδυτού του, ή τήν άμάθειαν τού παπουτζή του, ή τήν ώραιότητα τών άλόγων του, καί πλέον δέν σιωπώσι, παρά όταν καμμία άπό τάς εύγενείς, άφού κλωθογυρισθή, καί μέ μεταφυσικήν προητοιμασίαν καταδεχθή νά είπή κανένα παραλογισμόν, καί τότε, καθείς άπό αύτούς, βιάζεται νά πρωτοειπή τό ναί, διότι, αύτοί στοχάζονται διά χυδαίον πράγμα, νά έναντιωθή τινάς είς τούς όρισμούς τών γυναικών, όπού αύτοί κράζουσι κυρίας των. ξαναλάβη μόνη της τήν έλευθερίαν της, καθώς φανερά μάς τό παρασταίνει ή ποτέ θαυμαστή Ρώμη, ή όποία διά τόσους αίώνας εύρίσκεται σιδηροδέσμιος ύποκάτω είς άνήκουστον τυραννικήν θεοκρατίαν, καί βέβαια διά πολλούς άλλους αίώνας άκόμη θέλει μείνει. 'Οταν όμως μία έλευθέρα πόλις χάση τήν έλευθερίαν της άπό τήν κυρίευσιν κανενός τυράννου, τότε, όχι μόνον δέν είναι δύσκολον νά τήν ξαναλάβη, άλλά πολλά εύκολον, καί μάλιστα άναγκαίον. Αύτό δέ άκολουθεί, έπειδή τά ήθη μένουν τά αύτά, καί ή πολιτεία ύπόκειται μόνον είς τήν δύναμιν, καί έξακολούθως ή έλευθερία εύρίσκεται πάντοτε είς μάχην μέ τήν τυραννίαν. 'Ο τοιούτος λαός ήμπορεί νά παρομοιασθή είς ένα άετόν, όταν εύρίσκεται δεδεμένος, ό όποίος, εύθύς όπού συνθλάση τούς δεσμούς του, όντας άφ' έαυτού του σώος, παραχρήμα άπετώντας φεύγει, καί μένει ώς καί πρότερον. Ούτως, άδελφοί μου, εύρίσκεται καί ή 'Ελλάς τήν σήμερον, ή όποία άν άκόμη δέν έσύντριψε τάς άλύσους της, πολλά είναι τά αίτια, καθώς κατωτέρω δειχθήσεται. Αύτό μάς τό βεβαιοί ή ίστορία μέ τήν διήγησιν πολλών όμοίων συμβάντων. Διάφοροι μικραί πόλεις έλευθέραι έχρειάσθη νά ύποκύψουν είς άνωτέρας τυραννικάς δυνάμεις, άλλά μετ' όλίγον έσύντριψαν τούς δεσμούς τής δουλείας, καί έμεινον έλευθέραι, ώς καί πρότερον. 'Η 'Αθήνα, λέγει ό ίστορικός 'Ελλην, άφού ένικήθη άπό τούς Λάκωνας, τήν ύποχρέωσαν νά δεχθή διά κυβερνητάς της τριάκοντα πολίτας, όπού αύτοί ήθελαν έκλέξει. Καί ούτως ήκολούθησεν. 'Αλλ' αύτοί οί τριάκοντα κυβερνηταί, είς μικρόν διάστημα καιρού, έκαταστήθησαν τριάκοντα τύραννοι, άπό τούς πλέον σκληρούς καί αίμοβόρους, ώστε όπού είς όκτώ μήνας μόνον, όπού έδυ νάστευσαν, έφόνευσαν έως χιλίους πεντακοσίους πολίτας, τούς πλέον δικαίους καί έναρέτους. 'Αλλ' είς όκτώ μήνας, βέβαια, μία έλευθέρα πολιτεία δέν γίνεται δούλη. Καί άν αύτοί οί Τριάκοντα Τύραννοι ένόμιζον νά έξολοθρεύσουν όλους τούς έναρέτους καί έλευθέρους, δέν έπρεπε νά άφήσουν ζωντανόν ούδένα. Τέλος πάντων, ό άναγκαίος άφανισμός των προητοίμαζεν τήν δόξαν τού μεγάλου Θρασυβούλου. Αύτός ό ήρως, βλέποντας τήν άθλίαν κατάστασιν τής πατρίδος του, καί προβλέποντας τόν μέλλοντα αύτής άφανισμόν, άπεφάσισεν νά θυσιασθή διά τήν σωτηρίαν της, καί ούτως φεύγει άπό την πατρίδα του, περιφέρεται δι' όλίγον καιρόν ένθεν κακείθεν, ζητεί συμβοηθούς καί συνδρομητάς, καί έν ένί λόγω, είς όλίγον καιρόν προητοιμάζει τά πάντα. Είσέρχεται, νυκτός, είς τήν άγαπητήν του πατρίδα μέ τά άρματα τής νίκης καί τής έκδικήσεως, έξυπνά τούς συμπατριώτας του άπό τήν ληθαργίαν τής τυραννίας, φωνάζει είς τούς κεκωφωμένους ήδη άπό τήν δουλείαν: «Δεύτε, συμπολίται, δεύτε, άδελφοί μου, νά διαυθεντεύσωμεν τήν προτέραν μας εύτυχίαν. 'Ολοι οί θεοί είναι πρός βοήθειάν μας! 'Ας έκβάλωμεν τήν θανατηφόρον νόσον τής κυριότητος, άς γίνωμεν άξιοι τού όνόματός μας, άς δειχθώμεν άληθείς άνθρωποι, καί άς άποβάλωμεν τούς τυράννους». Τότε, όλοι σχεδόν, έπανερχόμενοι είς τόν έαυτόν των ώς άπό μεγάλην μέθην, είδον τήν άθλίαν τους κατάστασιν, έγνώρισαν τό χρέος των, καί λαβόντες τά άρματα τής δικαιοσύνης, ώρμησαν ώς λέοντες κατά τών έχθρών των, τούς όποίους έν ροπή όφθαλμού κατετρόπωσαν, καί ούτως ήλευθέρωσαν τήν πατρίδα τους άπό τήν δυναστείαν τών τριάκοντα έκείνων τυράννων, οί όποίοι, άφού ήκουσαν τό ίερόν όνομα τής έλευθερίας καί τής πατρίδος, τρέμοντες έρριπτον τά άνάξια άρματά των έμπροσθεν τών ήρώων, καί μέ τήν συνηθισμένην των δειλίαν καί ούτιδανότητα γονυκλιτώς έζητούσαν έλεος. 'Ω τής άναισθησίας σας, βάρβαροι καί μωροί άνθρωποι! Αύτοί, άδελφοί μου, είναι τοιούτοι, όπού θέλουν νά είναι έξ άποφάσεως, ή τύραννοι ή δούλοι. 'Ιδού, λοιπόν, ώ 'Ελληνες, πόσον εύκόλως ξαναλαμβάνει τήν έλευθερίαν της μία πολιτεία, όταν τήν χάση άπό άρπαγήν κανενός τυράννου, καί όταν φυλάττη σώα τά ήθη της. Πώς λοιπόν ή 'Ελλάς εύρίσκεται μέχρι τής σήμερον είς δουλείαν; Δέν έχασεν καί αύτή ίσως τήν έλευθερίαν της άπό τήν άρπαγήν τών Ρωμαίων; Δέν έφύλαξεν αύτή ίσως τά ήθη της σώα; Δέν τά φυλάττει καί έως τήν σήμερον; Διατί λοιπόν εύρίσκεται πάντοτε δούλη; Καί διατί δέν έσύνθλασεν έως τώρα τάς άλύσους, όπού τήν κρατούσι ύπό δουλείας τόσον άδίκως; Αύτή ή έξέτασις, ώ 'Ελληνες, είναι πολλά άναγκαία διά ήμάς, πρώτον μέν, διά νά έξαλείψωμεν τά έμπόδια, άφού τά γνωρίσωμεν όποία είναι, καί δεύτερον, διά νά ήμπορή καθείς άπό ήμάς, νά άποδεικνύη εύκόλως τών βαρβάρων καί άχαρίστων άλλογενών, όπού τόσον όλίγον μάς ψηφώσι, ότι τό έλληνικόν γένος δέν έγεννήθη διά τήν δουλείαν. Αύτάς λοιπόν τάς αίτίας θέλω προσπαθήσει νά παραστήσω, όσον συντομώτερα μού σταθή δυνατόν, καί έπειτα νά είσέλθω είς τό άναγκαιότερον μέρος τού λόγου μου, διά νά άποδείξω, πόσον εύκολον είναι νά έλευθερωθή τώρα, καί πώς τάχιστα θέλει άκολουθήσει. 'Η 'Ελλάς, ώ άγαπητοί μου, όκτακοσίους χρόνους πρό Χριστού ήκμαζε, καί ήτον είς τόν άκρον βαθμόν τής εύτυχίας της. 'Αφού όμως είς τούς 375 πρό Χριστού, Φίλιππος, ό πατήρ τού Μεγάλου 'Αλεξάνδρου, έλαβε τό μακεδονικόν σκήπτρον, διά πρώτην φοράν, ήρχισε, φεύ! νά μιάνη τήν έλευθέραν γήν τής 'Ελλάδος μέ τήν άνεξάρτητον άρχήν του. Αύτός όντας πολλά φιλόδοξος, καί έν αύτώ φιλομαθής καί δίκαιος, όταν δέν ήτον πρός ζημίαν του, ή διά νά είπώ καλλίτερα όταν ήτον πρός όφελός του, είλκυσε κατ' όλίγον όλίγον είς τήν φιλίαν του τούς περισσοτέρους άρχηγούς τών τότε έλληνικών πόλεων, καί ούτως προετοίμασεν είς μέν τόν υίόν του μεγάλας νίκας, είς δέ τήν πατρίδα του καί όλην τήν 'Ελλάδα ένα έπικείμενον καί άφευ- κτον άφανισμόν. 'Εξ αίτίας του, εύθύς, ήρχισεν ό πόλεμος άναμεταξύ των, αί διχόνοιαι ηύξησαν, καί ή έλευθερία τής 'Ελλάδος άπ' όλίγον κατ' όλίγον έφθείρετο, έως είς τούς 146 πρό Χριστού, όπού παντελώς ήφανίσθη ύπό τής ρωμαΐκής μεγαλειότητος. Οί Ρωμαίοι, κατ' έκείνον τόν καιρόν, ήκμαζον. Αύτοί, έξ άρχής, ήτον όλίγοι φυγάδες, άλλά μετά ταύτα, διδαχθέντες παρά τών 'Ελλήνων κάθε λογής έπιστήμας, καί νόμους παρ' αύτών λαβόντες, κατεστήθησαν οί άξιώτεροι στρατιώται καί συμπολίται τού κόσμου. 'Η 'Ελλάς δέ έλλιπής, κατ' έκείνας τάς έπο- χάς, άπό άξίους στρατιώτας, όπού, ώς προείπον, είχαν θυσιάσει ή ματαιότης Φιλίππου καί 'Αλεξάνδρου καί οί άναμεταξύ των πολέμοι, ώσαύτως καί άπό άξια ύποκείμενα, όπού ό φθόνος καί ή πολυτέλεια είχαν φθείρει, έπαρώξυνεν σφόδρα τήν άχορτασίαν τών Ρωμαίων, οί όποίοι προσποιούμενοι νά βοηθήσουν τινάς τών έλληνικών δυνάστων, ώρμησαν είς τήν 'Ελλάδα καί έφερον μαζί των τόν καθ' αύτό άφανισμόν της, άφού έλεηλάτευσαν, άφού κατέκαυσαν πόλεις, άφού τέλος πάντων, τό όλον ήφάνισαν, έκήρυξαν τήν 'Ελλάδα ρωμαΐκήν έπαρχίαν. 'Από τότε, λοιπόν, έως είς τούς 364 μετά Χριστόν, όπού διεμοιράσθη τό ρωμαΐκόν βασίλειον είς άνατολικόν καί δυτικόν, οί 'Ελληνες ύπόκειντο είς φοβεράν τυραννίαν, καί έπαθον άνήκουστα βάσανα καί ταλαιπωρίας άπό τούς διαφόρους σκληροτάτους ίμπεράτορας, όπού ή Ρώμη τούς έπεμπεν. Δέν έδύναντο νά έλευθερωθώσι άπό τοιούτον ζυγόν - άγκαλά καί τά ήθη των νά μήν ήτον παντάπασιν διεφθαρμένα καί νά ύπόκειντο είς ξένην άρχήν - έπειδή ή έπικράτεια ήτον μεγαλωτάτη, καί δέν ύπέφερον όλοι έξίσου τάς δυστυχίας, καί έξακολούθως, δέν ήμπορούσαν νά ένωθούν όλοι μαζί, διά νά έξολοθρεύσουν τούς τυράννους των (1). 'Από τότε, λοιπόν, όπού έστερεώθη ό χριστιανισμός, έως είς τούς 1453, άντίς νά αύξήσουν τά μέσα τής έλευθερώσεώς των, φεύ! έσμικρύνοντο. 'Η δεισιδαιμονία καί ό ψευδής τε καί μάταιος ζήλος τών ίερέων καί πατριαρχών, κατεκυρίευσεν τάς ψυχάς τών βασιλέων, οί όποίοι, άντίς νά έπιμελούντο είς τό νά διοικώσι τόν λαόν, καθώς έπρεπε, άλλο δέν έστοχάζοντο, παρά νά φιλονικώσι, καί νά κτίζωσιν έκκλησίας. Τότε είς τήν 'Ελλάδα έφάνησαν τρείς κυριότητες' ή τυραννία, τό ίερατείον, καί ή εύγένεια, αί όποίαι διά ένδεκα αίώνας σχεδόν, κατέφθειραν τούς 'Ελληνας καί κατερήμωσαν τήν 'Ελλάδα. 'Η ματαιότης τών πατριαρχών, 1. Είς μίαν πολιτείαν, παραδείγματος χάριν, έτύχαινεν ένας κυβερνητής καλοηθής καί δίκαιος, καί έκείνος ό λαός εύχαριστείτο, είς άλλην δέ όπού ό λαός έτυραννείτο, δέν έτολμούσαν οί κάτοικοι νά όρμήσουν έναντίον τών έχθρών των, έξ αίτίας τής μεγάλης διαφοράς είς τήν ποσότητα άναμεταξύ τής πολιτείας των καί τών άλλων πολιτειών. καί πάπων έπροξένησεν τό σχίσμα άναμέσον ήμών καί τών Λατίνων, καί ή δεισιδαιμονία ήνωσεν είς αύτό έν μίσος φοβερόν μέχρι τής σήμερον. 'Αφού, λέγω, τό ίερατείον ήθέλησε νά ένώση τά έκκλησιαστικά έντάλματα μέ τούς πολιτικούς νόμους, διά νά τιμάται έν ταύτώ καί νά όρίζη χωρίς δυσκολίαν, έκατάλαβεν, ότι άναγκαίον ήτον πρότερον νά τυφλώση τόν λαόν μέ τήν άμάθειαν, διά νά στερεώση καλλιότερα τόν σκοπόν του, καί ούτως έπροσπάθησεν νά έσβήση κάθε σπουδήν είς τήν 'Ελλάδα, καί ύπερασπίσθη τήν άμάθειαν. Αί έπιστήμαι, όπού πρότερον ήνθιζον, άρχισαν νά μαρανθώσι, τά σχολεία έσφαλίσθησαν, οί διδάσκαλοι έμωράνθησαν, καί ή άλήθεια μέ τήν φιλοσοφίαν έξωρίσθησαν. 'Αλλο βιβλίον δέν εύρίσκετο, είμή τά πονήματα τών ίερέων. Κάθε φιλόλογος άλλο δέν ήμπορούσε νά άναγνώση, είμή τά θαύματα καί τούς βίους τών άγίων, καί οί ταλαίπωροι 'Ελληνες, άγκαλά καί φιλελεύθεροι, ύστερημένοι όμως άπό τό φώς τής φιλοσοφίας, έγιναν σχεδόν δούλοι κατά συνήθειαν, μεμεθυσμένοι δέ άπό τήν άμάθειαν καί δεισιδαιμονίαν, ύπήκουον καί έφοβούντο τούς τυράννους των, χωρίς νά ήξεύρουν τό διατί. 'Ενας άφορισμός τού άρχιερέως έτρόμαζεν τόσα μιλλιούνια άνθρώπων. 'Ω δεισιδαιμονία, πόσον φοβερά είσαι άνάμεσα είς τά άνθρώπινα πάθη, καί πόσον ούτιδανώνεις τήν άνθρωπότητα, όταν κυριεύσης τάς ψυχάς τών άπλών καί άμαθών λαών, οί όποίοι τόσον άπομωρώνονται, όπού τρέμουσιν είς τήν ψευδή λαλιάν σου, καθώς τά βρέφη φοβούνται ένα όφιν ξύλινον, ή ένα χαλκούν λέοντα! Είς τοιαύτην κατάστασιν, άδελφοί μου, εύρίσκετο ή 'Ελλάς, όταν πρό 453 χρόνων άπό τήν σήμερον, ή αύτή δεισιδαιμονία καί ή άμάθεια είχεν άναβιβάσει είς ύψηλόν θρόνον ένα άχρείον Αίθίοπα, ό όποίος ώρμησε μέ τά άρματα τού ψεύδους καί τής πλάνης, καί έκυρίευσεν σχεδόν τό τέταρτον μέρος τής γής. 'Η 'Ελλάς δέν ήμπόρεσεν βέβαια νά άποφύγη τόν ζυγόν του, ούτως προητοιμασμένη. 'Οθεν, καί είς βραχύτατον διάστημα έκλινε τόν αύχένα είς τήν τυραννικήν ράβδον τού Μωάμεθ. 'Η εύκαρπος γή τής 'Ελλάδος έγέμισεν άπό βαρβάρους άλλοτρίου όρίζοντος, καί τοιούτης λογής, ό ούτιδανός καί άχρείος θρόνος τών όθωμανών ύψώθη είς τήν Κωνσταντινούπολιν, καί εύρίσκεται μέχρι τής σήμερον, άγκαλά καί νά είναι είς τό τέλος του πλησιέστατος. Ω! πόσον έκλαυσαν οί 'Ελληνες μετέπειτα! 'Αλλά ματαίως. 'Ο έχθρός των ήτον μεγάλος. Αύτοί, δέν είχον στρατεύματα γυμνασμένα, ούτε πόλεμον έδιδάσκοντο άπό τούς κυρίους των πλέον. Αύτοί, έκυβερνούντο άπό σκιάς καί φαντάσματα, καί άφού άπέρασαν τήν τυραννίαν τών Ρωμαίων καί έπειτα τών 'Ιερέων, έκατήντησαν, τέλος πάντων, νά ύποκύψουν είς τήν πλέον σιχαμεράν καί βάρβαρον κυριότητα, λέγω, είς τήν τυραννίαν τών όθωμανών. Τά ήθη των, άγκαλά καί νά μήν ήτον παντάπασιν διεφθαρμένα, δέν ήμπόρεσαν όμως νά τούς έλευθερώσωσι άπό τήν δυναστείαν τών Ρωμαίων, έπειδή οί έχθροί των ήτον δυνατοί καί πολλοί, ή δεισιδαιμονία δέ καί ή άμάθεια προητοίμασε διά πολλούς αίώνας τήν δόξαν τού άχρείου Μωάμεθ, καί ούτως ή τυραννία τών όθωμανών, είς διάστημα τεσσάρων αίώνων, έφερε τήν 'Ελλάδα είς τόσον άθλίαν κατάστασιν, όπού κανείς, βέβαια, κανείς δέν ήθελε τό πιστεύσει, άν όλοι ήμείς, ώ 'Ελληνες, δέν τό έγνωρίζαμεν, καθώς τό γνωρίζομεν καί τό πάσχομεν καθημερινώς. Δύο αίτια μέ έμπόδισαν, ώ άγαπητοί μου 'Ελληνες, όπού δέν έδιηγήθην καταλεπτώς τάς αίτίας, όπού έφερον τήν 'Ελλάδα είς τήν δουλείαν τών Ρωμαίων. Πρώτον μέν, ότι τό έπιχείρημα έχρειάζετο μίαν διεξοδικωτάτην περιγραφήν, διά νά μήν μείνη άτελές, καί δεύτερον, έχοντας σκοπόν νά όμιλήσω πλατύτερα διά τάς αίτίας, όπού έως τήν σήμερον τήν φυλάττουσι δούλην ύπό τών όθωμανών, ένόμισα, ότι αί αύταί αίτίαι, άν καί είς τό όλον δέν όμοιάζουσι μέ έκείνας, βέβαια, είς μέρος αύτών, ήμπορούσι νά άναφέρωνται μετά πάσης τής ίσότητος, καί ό άναγνώστης εύκόλως ήμπορεί νά προΐδή άπό τάς παρούσας τάς παρελθούσας. |
||
Επιστροφή στα περιεχόμενα - | - Συνέχεια |