Δημοκρατία και δεσποτισμός - Αλέξις ντε Τοκεβίλ


  Πιστεύω ότι είναι ευκολότερο να εγκαθιδρυθή μία απολυταρχική και δεσποτική κυβέρνησις σ’ ένα λαό όπου οι συνθήκες είναι ίσες παρά σ’ έναν άλλον, και σκέπτομαι ότι, αν μία τέτοια κυβέρνησις εγκαθιδρυόταν κάποτε σ’ έναν τέτοιον λαό, όχι μόνον θα καταπίεζε τους ανθρώπους, αλλά μακροπνόως θα κατέστρεφε στον καθένα τους πολλές από τις κύριες ιδιότητες της ανθρωπότητας.

  Μου φαίνεται λοιπόν ότι πρέπει να φοβούμεθα ιδιαιτέρως τον δεσποτισμό κατά τις δημοκρατικές εποχές (...).

  Όταν αναλογίζωμαι τα μικρά πάθη των συγχρόνων μας, την χαλαρότητα των ηθών τους, την έκτασι των φώτων τους, την αγνότητα της θρησκείας τους, την γλυκύτητα της ηθικής τους, τις φιλόπνοες και τακτικές συνήθειές τους, την συγκράτησι που διατηρούν σχεδόν όλοι στην κακία όπως και στην αρετή, δεν φοβούμαι ότι στους αρχηγούς τους βρίσκουν τυράννους, αλλά μάλλον κηδεμόνες.

  Σκέπτομαι λοιπόν ότι το είδος της καταπιέσεως που απειλεί τους δημοκρατικούς λαούς δεν θα μοιάζη με τίποτε απ’ όσα της προηγήθηκαν· οι σύγχρονοί μας δεν θα μπορούσαν να βρουν την εικόνα της στις αναμνήσεις τους. Ματαίως εγώ ο ίδιος αναζητώ μιαν έκφρασι που να αναπαράγη ακριβώς την ιδέα που έχω σχηματίσει και να την περικλείη· οι παλαιές λέξεις δεσποτισμός και τυραννία δεν ταιριάζουν καθόλου. Το πράγμα είναι νέο, πρέπει λοιπόν να προσπαθήσω να το ορίσω, αφού δεν μπορώ να το ονομάσω.

  Θέλω να φαντασθώ κάτω από ποια νέα χαρακτηριστικά ο δεσποτισμός θα μπορούσε να παραχθή στον κόσμο: βλέπω ένα αναρίθμητο πλήθος ίσων και ομοίων ανθρώπων, που περιστρέφονται δίχως ανάπαυλα γύρω από τους εαυτούς των για να προμηθευτούν μικρές και χυδαίες ευχαριστήσεις, με τις οποίες γεμίζουν τις ψυχές τους. Καθένας απ’ αυτούς, αποτραβηγμένος στην άκρη, είναι σαν ξένος προς το πεπρωμένο όλων των άλλων· τα παιδιά του και οι στενοί φίλοι του αποτελούν γι’ αυτόν ολόκληρο το ανθρώπινο είδος· όσο για τους υπόλοιπους συμπολίτες του, είναι δίπλα τους, αλλά δεν τους βλέπει· τους αγγίζει, δεν τους αισθάνεται διόλου· δεν υπάρχει παρά στον εαυτό του και για μόνον τον εαυτό του, και, αν του απομένει ακόμη μία οικογένεια, μπορούμε πάντως να πούμε ότι δεν έχει πλέον πατρίδα.

  Επάνω απ’ αυτούς, ορθώνεται μία τεράστια και κηδεμονευτική εξουσία, που αναλαμβάνει μόνη της να τους εξασφαλίση τις απολαύσεις τους και να αγρυπνά για την τύχη τους. Είναι απόλυτη, λεπτομερειακή, τακτική, προβλεπτική και απαλή. Θα έμοιαζε με την πατρική εξουσία αν, όπως εκείνη, είχε για σκοπό να προετοιμάση τους ανθρώπους για την εποχή της ενηλικιώσεώς τους· αλλά, αυτή, αντιθέτως, επιζητεί να τους καθηλώση ανεκκλήτως στην παιδικότητα· της αρέσει να χαίρωνται οι πολίτες, αρκεί να μην σκέπτωνται παρά το πως θα χαρούν. Εργάζεται προθύμως για την ευτυχία τους· θέλει όμως να είναι ο μόνος πράκτορας και ο μόνος κριτής της· φροντίζει για την ασφάλειά τους, προβλέπει και ικανοποιεί τις ανάγκες τους, χειρίζεται τις κυριώτερες υποθέσεις τους, διευθύνει την βιομηχανία τους, ρυθμίζει τα της διαδοχής τους, μοιράζει τις κληρονομιές τους· δεν θα μπορούσε άραγε να τους απαλλάξη τελείως από την σκοτούρα να σκέπτωνται και από τον κόπο να ζουν;

  Έτσι κάθε ημέρα κάνει και λιγώτερο χρήσιμη και πιο σπάνια την χρήσι της ελεύθερης επιλογής· κλείνει σ’ έναν όλο και μικρότερο χώρο την δράσι της βουλήσεως και αφαιρεί σιγά – σιγά από κάθε πολίτη ακόμη και του εαυτού του την χρήσι. Εκείνο που προετοίμασε τους ανθρώπους για όλα αυτά είναι η ισότητα: τους προδιέθεσε στο να τα ανέχωνται και συχνά μάλιστα να τα θεωρούν και ευεργεσία.

  Αφού πήρε έτσι βαθμιαίως στα ισχυρά χέρια του κάθε άτομο και το έπλασε όπως ήθελε, ο κυρίαρχος απλώνει τα μπράτσα του πάνω στην κοινωνία ολόκληρη· καλύπτει την επιφάνεια μ’ ένα δίχτυ από μικρούς περίπλοκους κανόνες, λεπτομερείς και ομοιόμορφους, μέσα από το οποίο δεν θα μπορούσαν να βρουν το φως για να ξεπεράσουν το πλήθος, ούτε τα πιο πρωτότυπα πνεύματα και οι ρωμαλεότερες ψυχές· δεν συντρίβει τις θελήσεις, αλλά τις μαλακώνει, τις λυγίζει και τις κατευθύνει· σπανίως εξαναγκάζει να δρουν, αλλ’ αντιτίθεται αδιαλείπτως στο να δρουν· δεν καταστρέφει καθόλου, εμποδίζει την γέννησι· δεν τυραννά καθόλου, ενοχλεί, συμπιέζει, εκνευρίζει, σβύνει, αποβλακώνει και τελικώς υποβαθμίζει κάθε έθνος στην κατάστασι ενός κοπαδιού δειλών και πονηρών ζώων των οποίων βοσκός είναι η κυβέρνησις.

  Πάντοτε πίστευσα ότι αυτό το είδος της δουλείας, τακτοποιημένης, απαλής και ειρηνικής, της οποίας μόλις φιλοτέχνησα τον πίνακα, θα μπορούσε να συνδυασθή καλύτερα απ’ όσο το φανταζόμεθα με μερικές από τις εξωτερικές μορφές της ελευθερίας και ότι δεν θα της ήταν αδύνατο να εγκαθιδρυθή κάτω από την ίδια την σκιά της λαικής κυριαρχίας.

Επιστροφή στα περιεχόμενα