ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ - ΠΩΣ ΔΕΙ ΙΣΤΟΡΙΑΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΝ |
'Αβδηρίταις
φασί Λυσιμάχου ήδη βασιλεύοντος
εμπεσείν τι νόσημα, ώ καλέ Φίλων,
τοιούτο: πυρέττειν μέν γάρ τά πρώτα
πανδημεί άπαντας από τής πρώτης ευθύς
ερρωμένως καί λιπαρεί τώ πυρετώ, περί
δέ τήν εβδόμην τοίς μέν αίμα πολύ εκ
ρινών ρυέν, τοίς δ' ιδρώς επιγενόμενος,
πολύς καί ούτος, έλυσεν τόν πυρετόν. ες
γελοίον δέ τι πάθος περιίστα τάς γνώμας
αυτών: άπαντες γάρ ες τραγωδίαν
παρεκίνουν καί ιαμβεία εφθέγγοντο καί
μέγα εβόων: μάλιστα δέ τήν Ευριπίδου 'Ανδρομέδαν
εμονώδουν καί τήν τού Περσέως ρήσιν εν
μέλει διεξήεσαν, καί μεστή ήν η πόλις
ωχρών απάντων καί λεπτών τών εβδομαίων
εκείνων τραγωδών, σύ δ' ώ θεών
τύραννε κανθρώπων ''Ερως, καί τά άλλα
μεγάλη τή φωνή αναβοώντων καί τούτο επί
πολύ, άχρι δή χειμών καί κρύος δέ μέγα
γενόμενον έπαυσε ληρούντας αυτούς.
αιτίαν δέ μοι δοκεί τού τοιούτου
παρασχείν 'Αρχέλαος ο τραγωδός,
ευδοκιμών τότε, μεσούντος θέρους εν
πολλώ τώ φλογμώ τραγωδήσας αυτοίς τήν 'Ανδρομέδαν,
ως πυρέξαι τε από τού θεάτρου τούς
πολλούς καί αναστάντας ύστερον ες τήν
τραγωδίαν παρολισθαίνειν, επί πολύ
εμφιλοχωρούσης τής 'Ανδρομέδας τή
μνήμη αυτών καί τού Περσέως έτι σύν τή
Μεδούση τήν εκάστου γνώμην
περιπετομένου. `Ως ούν έν, φασίν, ενί παραβαλείν, τό 'Αβδηριτικόν εκείνο πάθος καί νύν τούς πολλούς τών πεπαιδευμένων περιελήλυθεν, ουχ ώστε τραγωδείν -- έλαττον γάρ άν τούτο παρέπαιον αλλοτρίοις ιαμβείοις, ου φαύλοις κατεσχημένοι. αλλ' αφ' ού δή τά εν ποσί ταύτα κεκίνηται -- ο πόλεμος ο πρός τούς βαρβάρους καί τό εν 'Αρμενία τραύμα καί αι συνεχείς νίκαι -- ουδείς όστις ουχ ιστορίαν συγγράφει: μάλλον δέ Θουκυδίδαι καί `Ηρόδοτοι καί Ξενοφώντες ημίν άπαντες, καί, ως έοικεν, αλη-θές άρ' ήν εκείνο τό “Πόλεμος απάντων πατήρ”, εί γε καί συγγραφέας τοσούτους ανέφυσεν υπό μιά τή ορμή. Ταύτα τοίνυν, ώ φιλότης, ορώντα καί ακούοντά με τό τού Σινωπέως εκείνο εισήλθεν: οπότε γάρ ο Φίλιππος ελέγετο ήδη επελαύνειν, οι Κορίνθιοι πάντες εταράττοντο καί εν έργω ήσαν, ο μέν όπλα επισκευάζων, ο δέ λίθους παραφέρων, ο δέ υποικοδομών τού τείχους, ο δέ έπαλξιν υποστηρίζων, ο δέ άλλος άλλο τι τών χρησίμων υπουργών. ο δή Διογένης ορών ταύτα, επεί μηδέν είχεν ό τι καί πράττοι -- ουδείς γάρ αυτώ ες ουδέν εχρήτο -- διαζωσάμενος τό τριβώνιον σπουδή μάλα καί αυτός εκύλιε τόν πίθον, εν ώ ετύγχανεν οικών, άνω καί κάτω τού Κρανείου. καί τινος τών συνήθων ερομένου, Τί ταύτα ποιείς, ώ Διόγενες; Κυλίω, έφη, καγώ τόν πίθον, ως μή μόνος αργείν δοκοίην εν τοσούτοις εργαζομένοις. Καυτός ούν, ώ Φίλων, ως μή μόνος άφωνος είην εν ούτω πολυφώνω τώ καιρώ μηδ' ώσπερ κωμικόν δορυφόρημα κεχηνώς σιωπή παραφεροίμην, καλώς έχειν υπέλαβον ως δυνατόν μοι κυλίσαι τόν πίθον, ουχ ώστε ιστορίαν συγγράφειν ουδέ πράξεις αυτάς διεξιέναι -- ουχ ούτως μεγαλότολμος εγώ, μηδέ τούτο δείσης περί εμού. οίδα γάρ, ηλίκος ο κίνδυνος, ει κατά τών πετρών κυλίοι τις, καί μάλιστα οίον τουμόν τούτο πιθάκνιον ουδέ πάνυ καρτερώς κεκεραμευμένον. δεήσει γάρ αυτίκα μάλα πρός μικρόν τι λιθίδιον προσπταίσαντα συλλέγειν τά όστρακα. Τί ούν έγνωσταί μοι καί πώς ασφαλώς μεθέξω τού πολέμου, αυτός έξω βέλους εστώς, εγώ σοι φράσω. “τούτου μέν καπνού καί κύματος” καί φροντίδων, όσαι τώ συγγραφεί ένεισιν, ανέξω εμαυτόν εύ ποιών. παραίνεσιν δέ τινα μικράν καί υποθήκας ταύτας ολίγας υποθήσομαι τοίς συγγράφουσιν, ως κοινωνήσαιμι αυτοίς τής οικοδομίας, ει καί μή τής επιγραφής, άκρω γε τώ δακτύλω τού πηλού προσαψάμενος. Καίτοι ουδέ παραινέσεως οι πολλοί δείν οίονται σφίσιν επί τό πράγμα, ου μάλλον ή τέχνης τινός επί τό βαδίζειν ή βλέπειν ή εσθίειν, αλλά πάνυ ράστον καί πρόχειρον καί άπαντος είναι ιστορίαν συγγράψαι, ήν τις ερμηνεύσαι τό επελθόν δύνηται. τό δέ οίσθά που καί αυτός, ώ εταίρε, ως ου τών ευμεταχειρίστων ουδέ ραθύμως συντεθήναι δυναμένων τούτ' εστίν, αλλ', εί τι εν λόγοις καί άλλο, πολλής τής φροντίδος δεόμενον, ήν τις, ως ο Θουκυδίδης φησίν, ες αεί κτήμα συντιθείη. οίδα μέν ούν ου πάνυ πολλούς αυτών επιστρέψων, ενίοις δέ καί πάνυ επαχθής δόξων, καί μάλιστα οπόσοις αποτετέλεσται ήδη καί εν τώ κοινώ δέδεικται η ιστορία. ει δέ καί επήνηται υπό τών τότε ακροασαμένων, μανία άν είη η ελπίς, ως οι τοιούτοι μεταποιήσουσιν ή μετεγγράψουσί τι τών άπαξ κεκυρωμένων καί ώσπερ ες τάς βασιλείους αυλάς αποκειμένων. όμως δέ ου χείρον καί πρός αυτούς εκείνους ειρήσθαι, ίν', εί ποτε πόλεμος άλλος συσταίη, ή Κελτοίς πρός Γέτας ή 'Ινδοίς πρός Βακτρίους (ου γάρ πρός ημάς γε τολμήσειεν άν τις, απάντων ήδη κεχειρωμένων) έχωσιν άμεινον συντιθέναι τόν κανόνα τούτον προσάγοντες, ήνπερ γε δόξη αυτοίς ορθός είναι: ει δέ μή, αυτοί μέν καί τότε τώ αυτώ πήχει ώσπερ καί νύν μετρούντων τό πράγμα. ο ιατρός δέ ου πάνυ ανιάσεται, ήν πάντες 'Αβδηρίται εκόντες 'Ανδρομέδαν τραγωδώσι. Διττού δέ όντος τού τής συμβουλής έργου, τά μέν γάρ αιρείσθαι, τά δέ φεύγειν διδάσκει, φέρε πρώτα είπωμεν άτινα φευκτέον τώ ιστορίαν συγγράφοντι καί ών μάλιστα καθαρευτέον, έπειτα οίς χρώμενος ουκ άν αμάρτοι τής ορθής καί επ' ευθύ αγούσης -- αρχήν τε οίαν αυτώ αρκτέον καί τάξιν ήντινα τοίς έργοις εφαρμοστέον καί μέτρον εκάστου καί άσιωπητέον καί οίς ενδιατριπτέον καί όσα παραδραμείν άμεινον καί όπως ερμηνεύσαι αυτά καί συναρμόσαι. Ταύτα μέν καί τά τοιαύτα ύστερον. νύν δέ τάς κακίας ήδη είπωμεν, οπόσαι τοίς φαύλως συγγράφουσιν παρακολουθούσιν. ά μέν ούν κοινά πάντων λόγων εστίν αμαρτήματα έν τε φωνή καί αρμονία καί διανοία καί τή άλλη ατεχνία, μακρόν τε άν είη επελθείν καί τής παρούσης υποθέσεως ουκ ίδιον. ά δ' εν ιστορία διαμαρτάνουσι, τά τοιαύτα άν εύροις επιτηρών, οία καμοί πολλάκις ακροωμένω έδοξεν, καί μάλιστα ήν άπασιν αυτοίς αναπετάσης τά ώτα. ουκ άκαιρον δέ μεταξύ καί απομνημονεύσαι ένια παραδείγματος ένεκα τών ήδη ούτως συγγεγραμμένων. Καί πρώτόν γε εκείνο ηλίκον αμαρτάνουσιν επισκοπήσωμεν: αμελήσαντες γάρ οι πολλοί αυτών τού ιστορείν τά γεγενημένα τοίς επαίνοις αρχόντων καί στρατηγών ενδιατρίβουσιν τούς μέν οικείους ες ύψος αίροντες τούς πολεμίους δέ πέρα τού μετρίου καταρρίπτοντες αγνοούντες ως ου στενώ τώ ισθμώ διώρισται καί διατετείχισται η ιστορία πρός τό εγκώμιον, αλλά τι μέγα τείχος εν μέσω εστίν αυτών καί τό τών μουσικών δή τούτο, δίς διά πασών εστι πρός άλληλα -- εί γε τώ μέν εγκωμιάζοντι μόνου ενός μέλει, οπωσούν επαινέσαι καί ευφράναι τόν επαινούμενον, καί ει ψευσαμένω υπάρχει τυχείν τού τέλους, ολίγον άν φροντίσειεν. η δέ ουκ άν τι ψεύδος εμπεσόν η ιστορία, ουδέ ακαριαίον ανάσχοιτο, ου μάλλον ή τήν αρτηρίαν ιατρών παίδές φασι τήν τραχείαν παραδέξασθαι άν τι ες αυτήν καταποθέν. ''Ετι αγνοείν εοίκασιν οι τοιούτοι ως ποιητικής μέν καί ποιημάτων άλλαι υποσχέσεις καί κανόνες ίδιοι, ιστορίας δέ άλλοι. εκεί μέν γάρ άκρατος η ελευθερία καί νόμος είς -- τό δόξαν τώ ποιητή. ένθεος γάρ καί κάτοχος εκ Μουσών, κάν ίππων υποπτέρων άρμα ζεύξασθαι εθέλη, κάν εφ' ύδατος άλλους ή επ' ανθερίκων άκρων θευσομένους αναβιβάσηται, φθόνος ουδείς: ουδέ οπόταν ο Ζεύς αυτών από μιάς σειράς ανασπάσας αιωρή ομού γήν καί θάλατταν, δεδίασι μή απορραγείσης εκείνης συντριβή τά πάντα κατενεχθέντα. αλλά κάν 'Αγαμέμνονα επαινέσαι θέλωσιν, ουδείς ο κωλύσων Διί μέν αυτόν όμοιον είναι τήν κεφαλήν καί τά όμματα, τό στέρνον δέ τώ αδελφώ αυτού τώ Ποσειδώνι, τήν δέ ζώνην τώ ''Αρει, καί όλως σύνθετον εκ πάντων θεών γενέσθαι δεί τόν 'Ατρέως καί 'Αερόπης: ου γάρ ικανός ο Ζεύς ουδέ ο Ποσειδών ουδέ ο ''Αρης μόνος έκαστος αναπληρώσαι τό κάλλος αυτού. η ιστορία δέ ήν τινα κολακείαν τοιαύτην προσλάβη, τί άλλο ή πεζή τις ποιητική γίγνεται, τής μεγαλοφωνίας μέν εκείνης εστερημένη, τήν λοιπήν δέ τερατείαν γυμνήν τών μέτρων καί δι' αυτό επισημοτέραν εκφαίνουσα; μέγα τοίνυν -- μάλλον δέ υπέρμεγα τούτο κακόν -- ει μή ειδείη τις χωρίζειν τά ιστορίας καί τά ποιητικής, αλλ' επεισάγοι τή ιστορία τά τής ετέρας κομμώματα -- τόν μύθον καί τό εγκώμιον καί τάς εν τούτοις υπερβολάς -- ώσπερ άν εί τις αθλητήν τών καρτερών τούτων καί κομιδή πρινίνων αλουργίσι περιβάλοι καί τώ άλλω κόσμω τώ εταιρικώ καί φυκίον εντρίβοι καί ψιμύθιον τώ προσώπω. `Ηράκλεις ως καταγέλαστον αυτόν απεργάσαιτ' αισχύνας τώ κόσμω εκείνω. Καί ου τούτό φημι, ως ουχί καί επαινετέον εν ιστορία ενίοτε. αλλ' εν καιρώ τώ προσήκοντι επαινετέον καί μέτρον επακτέον τώ πράγματι, τό μή επαχθές τοίς ύστερον αναγνωσομένοις αυτά, καί όλως πρός τά έπειτα κανονιστέον τά τοιαύτα, άπερ μικρόν ύστερον επιδείξομεν. ''Οσοι δέ οίονται καλώς διαιρείν εις δύο τήν ιστορίαν, εις τό τερπνόν καί χρήσιμον, καί διά τούτο εισποιούσι καί τό εγκώμιον ες αυτήν ως τερπνόν καί ευφραίνον τούς εντυγχάνοντας, οράς όσον ταληθούς ημαρτήκασι; πρώτον μέν κιβδήλω τή διαιρέσει χρώμενοι: έν γάρ έργον ιστορίας καί τέλος, τό χρήσιμον, όπερ εκ τού αληθούς μόνου συνάγεται. τό τερπνόν δέ άμεινον μέν ει καί αυτό παρακολουθήσειεν -- ώσπερ καί κάλλος αθλητή: ει δέ μή, ουδέν κωλύσει αφ' `Ηρακλέους γενέσθαι Νικόστρατον τόν 'Ισιδότου, γεννάδαν όντα καί τών ανταγωνιστών εκατέρων αλκιμώτερον, ει αυτός μέν αίσχιστος οφθήναι είη τήν όψιν, 'Αλκαίος δέ ο καλός ο Μιλήσιος ανταγωνίζοιτο αυτώ, καί ερώμενος, ώς φασι, τού Νικοστράτου ών. καί τοίνυν η ιστορία, ει μέν άλλως τό τερπνόν παρεμπορεύσαιτο, πολλούς άν τούς εραστάς επισπάσαιτο, άχρι δ' άν καί μόνον έχη τό ίδιον εντελές -- λέγω δέ τήν τής αληθείας δήλωσιν -- , ολίγον τού κάλλους φροντιεί. ''Ετι κακείνο ειπείν άξιον ότι ουδέ τερπνόν εν αυτή τό κομιδή μυθώδες καί τό τών επαίνων μάλιστα πρόσαντες παρ' εκάτερον τοίς ακούουσιν, ήν μή τόν συρφετόν καί τόν πολύν δήμον επινοής, αλλά τούς δικαστικώς καί νή Δία συκοφαντικώς προσέτι γε ακροασομένους, ούς ουκ άν τι λάθοι παραδραμόν, οξύτερον μέν τού ''Αργου ορώντας καί πανταχόθεν τού σώματος, αργυραμοιβικώς δέ τών λεγομένων έκαστα εξετάζοντας, ως τά μέν παρακεκομμένα ευθύς απορρίπτειν, παραδέχεσθαι δέ τά δόκιμα καί έννομα καί ακριβή τόν τύπον, πρός ούς αποβλέποντα χρή συγγράφειν, τών δέ άλλων ολίγον φροντίζειν, κάν διαρραγώσιν επαινούντες. ήν δέ αμελήσας εκείνων ηδύνης πέρα τού μετρίου τήν ιστορίαν μύθοις καί επαίνοις καί τή άλλη θωπεία, τάχιστ' άν ομοίαν αυτήν εξεργάσαιο τώ εν Λυδία `Ηρακλεί. εωρακέναι γάρ σέ που εικός γεγραμμένον, τή 'Ομφάλη δουλεύοντα, πάνυ αλλόκοτον σκευήν εσκευασμένον, εκείνην μέν τόν λέοντα αυτού περιβεβλημένην καί τό ξύλον εν τή χειρί έχουσαν, ως `Ηρακλέα δήθεν ούσαν, αυτόν δέ εν κροκωτώ καί πορφυρίδι έρια ξαίνοντα καί παιόμενον υπό τής 'Ομφάλης τώ σανδαλίω. καί τό θέαμα αίσχιστον, αφεστώσα η εσθής τού σώματος καί μή προσιζάνουσα καί τού θεού τό ανδρώδες ασχημόνως καταθηλυνόμενον. Καί οι μέν πολλοί ίσως καί ταύτά σου επαινέσονται, οι ολίγοι δέ εκείνοι ών σύ καταφρονείς μάλα ηδύ καί ες κόρον γελάσονται, ορώντες τό ασύμφυλον καί ανάρμοστον καί δυσκόλλητον τού πράγματος. εκάστου γάρ δή ίδιόν τι καλόν εστιν: ει δέ τούτο εναλλάξειας, ακαλλές τό αυτό παρά τήν χρήσιν γίγνεται. εώ λέγειν ότι οι έπαινοι ενί μέν ίσως τερπνοί, τώ επαινουμένω, τοίς δέ άλλοις επαχθείς, καί μάλιστα ήν υπερφυείς τάς υπερβολάς έχωσιν, οίους αυτούς οι πολλοί απεργάζονται, τήν εύνοιαν τήν παρά τών επαινουμένων θηρώμενοι καί ενδιατρίβοντες άχρι τού πάσι προφανή τήν κολακείαν εξεργάσασθαι. ουδέ γάρ κατά τέχνην αυτό δράν ίσασιν ουδ' επισκιάζουσι τήν θωπείαν, αλλ' εμπεσόντες αθρόα πάντα καί απίθανα καί γυμνά διεξίασιν. ''Ωστ' ουδέ τυγχάνουσιν ού μάλιστα εφίενται: οι γάρ επαινούμενοι πρός αυτών μισούσι μάλλον καί αποστρέφονται ως κόλακας, εύ ποιούντες, καί μάλιστα ήν ανδρώδεις τάς γνώμας ώσιν. ''Ωσπερ 'Αλέξανδρος 'Αριστοβούλου μονομαχίαν γράψαντος 'Αλεξάνδρου καί Πώρου, καί αναγνόντος αυτώ τούτο μάλιστα τό χωρίον τής γραφής -- ώετο γάρ χαριείσθαι τά μέγιστα τώ βασιλεί επιψευδόμενος αριστείας τινάς αυτώ καί αναπλάττων έργα μείζω τής αληθείας -- λαβών τό βιβλίον -- πλέοντες δέ ετύγχανον εν τώ ποταμώ τώ `Υδάσπη -- έρριψεν επί κεφαλήν ες τό ύδωρ επειπών, Καί σέ δέ ούτως εχρήν, ώ 'Αριστόβουλε, τοιαύτα υπέρ εμού μονομαχούντα καί ελέφαντας ενί ακοντίω φονεύοντα. καί έμελλέ γε ούτως αγανακτήσειν ο 'Αλέξανδρος, ός γε ουδέ τήν τού αρχιτέκτονος τόλμαν ηνέσχετο, υποσχομένου τόν ''Αθων εικόνα ποιήσειν αυτού καί μετακοσμήσειν τό όρος ες ομοιότητα τού βασιλέως, αλλά κόλακα ευθύς επιγνούς τόν άνθρωπον ουκέτ' ουδ' ες τά άλλα ομοίως εχρήτο. Πού τοίνυν τό τερπνόν εν τούτοις, εκτός ει μή τις κομιδή ανόητος είη ως χαίρειν τά τοιαύτα επαινούμενος ών παρά πόδας οι έλεγχοι; ώσπερ οι άμορφοι τών ανθρώπων, καί μάλιστά γε τά γύναια τοίς γραφεύσι παρακελευόμενα ως καλλίστας αυτάς γράφειν. οίονται γάρ άμεινον έξειν τήν όψιν, ήν ο γραφεύς αυταίς ερύθημά τε πλείον επανθίση καί τό λευκόν εγκαταμίξη πολύ τώ φαρμάκω. Τοιούτοι τών συγγραφόντων οι πολλοί εισι τό τήμερον καί τό ίδιον καί τό χρειώδες ό τι άν εκ τής ιστορίας ελπίσωσι θεραπεύοντες, ούς μισείσθαι καλώς είχεν, ες μέν τό παρόν κόλακας προδήλους καί ατέχνους όντας, ες τουπιόν δέ ύποπτον ταίς υπερβολαίς τήν όλην πραγματείαν αποφαίνοντας. ει δέ τις πάντως τό τερπνόν ηγείται καταμεμίχθαι δείν τή ιστορία πάση, άλλα ά σύν αληθεία τερπνά εστιν εν τοίς άλλοις κάλλεσι τού λόγου, ών αμελήσαντες οι πολλοί τά μηδέν προσήκοντα επεισκυκλούσιν. 'Εγώ δ' ούν καί διηγήσομαι οπόσα μέμνημαι έναγχος εν 'Ιωνία συγγραφέων τινών, καί νή Δία εν 'Αχαΐα πρώην ακούσας τόν αυτόν τούτον πόλεμον διηγουμένων. καί πρός Χαρίτων μηδείς απιστήση τοίς λεχθησομένοις: ότι γάρ αληθή εστιν κάν επωμοσάμην, ει αστείον ήν όρκον εντιθέναι συγγράμματι. είς μέν τις αυτών από Μουσών ευθύς ήρξατο παρακαλών τάς θεάς συνεφάψασθαι τού συγγράμματος. οράς ως εμμελής η αρχή καί περί πόδα τή ιστορία καί τώ τοιούτω είδει τών λόγων πρέπουσα; είτα μικρόν υποβάς 'Αχιλλεί μέν τόν ημέτερον άρχοντα είκαζε, Θερσίτη δέ τόν τών Περσών βασιλέα, ουκ ειδώς ότι ο 'Αχιλλεύς αμείνων ήν αυτώ, ει ''Εκτορα μάλλον ή Θερσίτην καθήρει, καί ει πρόσθε μέν έφευγεν εσθλός τις, εδίωκε δέ μιν μέγ' αμείνων. είτ' επήγεν υπέρ αυτού τι εγκώμιον, καί ως άξιος είη συγγράψαι τάς πράξεις ούτω λαμπράς ούσας. ήδη δέ κατιών επήνει καί τήν πατρίδα τήν Μίλητον, προστιθείς ως άμεινον ποιοί τούτο τού `Ομήρου μηδέν μνησθέντος τής πατρίδος. είτ' επί τέλει τού φροιμίου υπισχνείτο διαρρήδην καί σαφώς, επί μείζον μέν αίρειν τά ημέτερα, τούς βαρβάρους δέ καταπολεμήσειν καί αυτός, ως άν δύνηται. καί ήρξατό γε τής ιστορίας ούτως, αίτια άμα τής τού πολέμου αρχής διεξιών: “`Ο γάρ μιαρώτατος καί κάκιστα απολούμενος Ουολόγεσσος ήρξατο πολεμείν δι' αιτίαν τοιάνδε.” Ούτος μέν τοιαύτα. έτερος δέ Θουκυδίδου ζηλωτής άκρος, οίος εύ μάλα τώ αρχετύπω εικασμένος, καί τήν αρχήν ως εκείνος σύν τώ εαυτού ονόματι ήρξατο, χαριεστάτην αρχών απασών καί θύμου τού 'Αττικού αποπνέουσαν. όρα γάρ: “Κρεπέρηος Καλπουρνιανός Πομπηϊουπολίτης συνέγραψε τόν πόλεμον τών Παρθυαίων καί `Ρωμαίων, ως επολέμησαν πρός αλλήλους, αρξάμενος ευθύς συνισταμένου.” ώστε μετά γε τοιαύτην αρχήν τί άν σοι τά λοιπά λέγοιμι -- οποία εν 'Αρμενία εδημηγόρησεν τόν Κερκυραίον αυτόν ρήτορα παραστησάμενος, ή οίον Νισιβηνοίς λοιμόν τοίς μή τά `Ρωμαίων αιρουμένοις επήγαγεν παρά Θουκυδίδου χρησάμενος όλον άρδην πλήν μόνου τού Πελασγικού καί τών τειχών τών μακρών, εν οίς οι τότε λοιμώξαντες ώκησαν; τά δ' άλλα καί από Αιθιοπίας ήρξατο, ως τότε, καί ες Αίγυπτον κατέβη καί ες τήν βασιλέως γήν τήν πολλήν, καί εν εκείνη γε έμεινεν εύ ποιών. εγώ γούν θάπτοντα έτι αυτόν καταλιπών τούς αθλίους 'Αθηναίους εν Νισίβι απήλθον ακριβώς ειδώς καί όσα απελθόντος ερείν έμελλεν. καί γάρ αύ καί τούτο επιεικώς πολύ νύν εστι, τό οίεσθαι τούτ' είναι τοίς Θουκυδίδου εοικότα λέγειν, ει ολίγον εντρέψας τά αυτού εκείνου λέγοι τις. νή Δία κακείνο ολίγου δείν παρέλιπον: ο γάρ αυτός ούτος συγγραφεύς πολλά καί τών όπλων καί τών μηχανημάτων ως `Ρωμαίοι αυτά ονομάζουσιν ούτως ανέγραψεν, καί τάφρον ως εκείνοι καί γέφυραν καί τά τοιαύτα. καί μοι εννόησον ηλίκον τό αξίωμα τής ιστορίας καί ως Θουκυδίδη πρέπον, μεταξύ τών 'Αττικών ονομάτων τά 'Ιταλιωτικά ταύτα εγκείσθαι, ώσπερ τήν πορφύραν επικοσμούντα καί εμπρέποντα καί πάντως συνάδοντα. |
''Αλλος δέ τις αυτών υπόμνημα τών γεγονότων γυμνόν συναγαγών εν γραφή κομιδή πεζόν καί χαμαιπετές, οίον καί στρατιώτης άν τις τά καθ' ημέραν υπογραφόμενος συνέθηκεν ή τέκτων ή κάπηλός τις συμπερινοστών τή στρατιά. πλήν αλλά μετριώτερός γε ο ιδιώτης ούτος ήν, αυτός μέν αυτίκα δήλος ών οίος ήν, άλλω δέ τινι χαρίεντι καί δυνησομένω ιστορίαν μεταχειρίσασθαι προπεπονηκώς. τούτο μόνον ητιασάμην αυτού, ότι ούτως επέγραψε τά βιβλία τραγικώτερον ή κατά τήν τών συγγραμμάτων τύχην -- “Καλλιμόρφου ιατρού τής τών κοντοφόρων έκτης ιστοριών Παρθικών,” καί υπεγέγραπτο εκάστη ο αριθμός. καί νή Δία καί τό προοίμιον υπέρψυχρον εποίησεν ούτως συναγαγών: οικείον είναι ιατρώ ιστορίαν συγγράφειν, εί γε ο 'Ασκληπιός μέν 'Απόλλωνος υιός, 'Απόλλων δέ Μουσηγέτης καί πάσης παιδείας άρχων: καί ότι αρξάμενος εν τή 'Ιάδι γράφειν ουκ οίδα ό τι δόξαν αυτίκα μάλα επί τήν κοινήν μετήλθεν, ιητρικήν μέν λέγων καί πείρην καί οκόσα καί νούσοι, τά δ' άλλα ομοδίαιτα τοίς πολλοίς καί τά πλείστα οία εκ τριόδου. Ει δέ με δεί καί σοφού ανδρός μνησθήναι, τό μέν όνομα εν αφανεί κείσθω, τήν γνώμην δέ ερώ καί τά πρώην εν Κορίνθω συγγράμματα, κρείττω πάσης ελπίδος. εν αρχή μέν γάρ ευθύς εν τή πρώτη τού προοιμίου περιόδω συνηρώτησε τούς αναγινώσκοντας λόγον πάνσοφον δείξαι σπεύδων, ως μόνω άν τώ σοφώ πρέποι ιστορίαν συγγράφειν. είτα μετά μικρόν άλλος συλλογισμός, είτα άλλος: καί όλως εν άπαντι σχήματι συνηρώτητο αυτώ τό προοίμιον. τό τής κολακείας ες κόρον, καί τά εγκώμια φορτικά καί κομιδή βωμολοχικά, ουκ ασυλλόγιστα μέντοι, αλλά συνηρωτημένα κακείνα. καί μήν κακείνο φορτικόν έδοξέν μοι καί ήκιστα σοφώ ανδρί καί πώγωνι πολιώ καί βαθεί πρέπον, τό εν τώ προοιμίω ειπείν, ως εξαίρετον τούτο έξει ο ημέτερος άρχων, ού γε τάς πράξεις καί φιλόσοφοι ήδη συγγράφειν αξιούσιν. τό γάρ τοιούτον, είπερ άρα, ημίν έδει καταλιπείν λογίζεσθαι ή αυτόν ειπείν. Καί μήν ουδ' εκείνου όσιον αμνημονήσαι, ός τοιάνδε αρχήν ήρξατο: “''Ερχομαι ερέων περί `Ρωμαίων καί Περσέων,” καί μικρόν ύστερον: “έδεε γάρ Πέρσησι γενέσθαι κακώς,” καί πάλιν: “ήν 'Οσρόης, τόν οι ''Ελληνες 'Οξυρόην ονυμέουσιν,” καί άλλα πολλά τοιαύτα. οράς; όμοιος αυτός εκείνω παρ' όσον ο μέν Θουκυδίδη, ούτος δέ `Ηροδότω εύ μάλα εώκει. ''Αλλος τις αοίδιμος επί λόγων δυνάμει Θουκυδίδη καί αυτός όμοιος ή ολίγω αμείνων αυτού, πάσας πόλεις καί πάντα όρη καί πεδία καί ποταμούς ερμηνεύσας πρός τό σαφέστατον καί ισχυρότατον, ως ώετο. τό δέ ες εχθρών κεφαλάς ο αλεξίκακος τρέψειε: τοσαύτη ψυχρότης ενήν υπέρ τήν Κασπιακήν χιόνα καί τόν κρύσταλλον τόν Κελτικόν. η γούν ασπίς η τού αυτοκράτορος όλω βιβλίω μόγις εξηρμηνεύθη αυτώ, καί Γοργών επί τού ομφαλού καί οι οφθαλμοί αυτής εκ κυανού καί λευκού καί μέλανος καί ζώνη ιριοειδής καί δράκοντες ελικηδόν καί βοστρυχηδόν. η μέν γάρ Ουολογέσσου αναξυρίς ή ο χαλινός τού ίππου, `Ηράκλεις, όσαι μυριάδες επών έκαστον τούτων, καί οία ήν η 'Οσρόου κόμη, διανέοντος τόν Τίγρητα, καί ες οίον άντρον κατέφυγε, κιττού καί μυρρίνης καί δάφνης ες ταυτό συμπεφυκότων καί σύσκιον ακριβώς ποιούντων αυτό. σκόπει ως αναγκαία τή ιστορία ταύτα, καί ών άνευ ουκ άν ήδειμέν τι τών εκεί πραχθέντων. `Υπό γάρ ασθενείας τής εν τοίς χρησίμοις ή αγνοίας τών λεκτέων επί τάς τοιαύτας τών χωρίων καί άντρων εκφράσεις τρέπονται, καί οπόταν ες πολλά καί μεγάλα πράγματα εμπέσωσιν εοίκασιν οικέτη νεοπλούτω άρτι κληρονομήσαντι τού δεσπότου, ός ούτε τήν εσθήτα οίδεν ως χρή περιβαλέσθαι ούτε δειπνήσαι κατά νόμον, αλλ' εμπηδήσας, πολλάκις ορνίθων καί συείων καί λαγώων προκειμένων, υπερεμπίπλαται έτνους τινός ή ταρίχους έστ' άν διαρραγή εσθίων. ούτος δ' ούν όν προείπον καί τραύματα συνέγραψεν πάνυ απίθανα καί θανάτους αλλοκότους, ως εις δάκτυλον τού ποδός τόν μέγαν τρωθείς τις αυτίκα ετελεύτησε, καί ως εμβοήσαντος μόνον Πρίσκου τού στρατηγού επτά καί είκοσι τών πολεμίων εξέθανον. έτι δέ καί εν τώ τών νεκρών αριθμώ τούτο μέν καί παρά τά γεγραμμένα εν ταίς τών αρχόντων επιστολαίς εψεύσατο: επί γάρ Ευρώπω τών μέν πολεμίων αποθανείν μυριάδας επτά καί τριάκοντα καί έξ πρός τοίς διακοσίοις, `Ρωμαίων δέ μόνους δύο καί τραυματίας γενέσθαι εννέα. ταύτα ουκ οίδα εί τις άν εύ φρονών ανάσχοιτο. Καί μήν κακείνο λεκτέον ου μικρόν όν: υπό γάρ τού κομιδή 'Αττικός είναι καί αποκεκαθάρθαι τήν φωνήν ες τό ακριβέστατον ηξίωσεν ούτος καί τά ονόματα μεταποιήσαι τά `Ρωμαίων καί μεταγράψαι ες τό `Ελληνικόν, ως Κρόνιον μέν Σατουρνίνον λέγειν, Φρόντιν δέ τόν Φρόντωνα, Τιτάνιον δέ τόν Τιτιανόν καί άλλα πολλώ γελοιότερα. έτι ο αυτός ούτος περί τής Σευηριανού τελευτής έγραψεν ως οι μέν άλλοι άπαντες εξηπάτηνται οιόμενοι ξίφει τεθνάναι αυτόν, αποθάνοι δέ ο ανήρ σιτίων αποσχόμενος: τούτον γάρ αυτώ αλυπότατον δόξαι τόν θάνατον, ουκ ειδώς ότι τό μέν πάθος εκείνο πάν τριών οίμαι ημερών εγένετο, απόσιτοι δέ καί ες εβδόμην διαρκούσιν οι πολλοί -- εκτός ει μή τούθ' υπολάβοι τις, ως 'Οσρόης ειστήκει περιμένων, έστ' άν Σευηριανός λιμώ απόληται, καί διά τούτο ουκ επήγε διά τής εβδόμης. Τούς δέ καί ποιητικοίς ονόμασιν, ώ καλέ Φίλων, εν ιστορία χρωμένους, πού δ' άν τις θείη, τούς λέγοντας, “ελέλιξε μέν η μηχανή, τό τείχος δέ πεσόν μεγάλως εδούπησε,” καί πάλιν εν ετέρω μέρει τής καλής ιστορίας, “''Εδεσσα μέν δή ούτω τοίς όπλοις περιεσμαραγείτο καί ότοβος ήν καί κόναβος άπαντα εκείνα” καί “ο στρατηγός εμερμήριζεν ώ τρόπω μάλιστα προσαγάγοι πρός τό τείχος.” είτα μεταξύ ούτως ευτελή ονόματα καί δημοτικά καί πτωχικά πολλά παρενεβέβυστο -- τό “επέστειλεν ο στρατοπεδάρχης τώ κυρίω,” καί “οι στρατιώται ηγόραζον τά εγχρήζοντα” καί “ήδη λελουμένοι περί αυτούς εγίγνοντο” καί τά τοιαύτα: ώστε τό πράγμα εοικός είναι τραγωδώ τόν έτερον μέν πόδα επ' εμβάτου υψηλού επιβεβηκότι, θάτερον δέ σανδάλω υποδεδεμένω. Καί μήν καί άλλους ίδοις άν τά μέν προοίμια λαμπρά καί τραγικά καί εις υπερβολήν μακρά συγγράφοντας, ως ελπίσαι θαυμαστά ηλίκα τά μετά ταύτα πάντως ακούσεσθαι, τό σώμα δέ αυτό τό τής ιστορίας μικρόν τι καί αγεννές επαγαγόντας ως καί τούτο εοικέναι παιδίω, εί που ''Ερωτα είδες παίζοντα, προσωπείον `Ηρακλέους πάμμεγα ή Τιτάνος περικείμενον. ευθύς γούν οι ακούσαντες επιφθέγγονται αυτοίς τό ''Ωδινεν όρος. Χρή δέ οίμαι μή ούτως, αλλ' όμοια τά πάντα καί ομόχροα είναι καί συνάδον τή κεφαλή τό άλλο σώμα, ως μή χρυσούν μέν τό κράνος είη, θώραξ δέ πάνυ γελοίος εκ ρακών ποθεν ή εκ δερμάτων σαπρών συγκεκαττυμένος καί η ασπίς οισυΐνη καί χοιρίνη περί ταίς κνήμαις. ίδοις γάρ άν αφθόνους τοιούτους συγγραφέας, τού `Ροδίων κολοσσού τήν κεφαλήν νανώδει σώματι επιτιθέντας: άλλους αύ έμπαλιν ακέφαλα τά σώματα εισάγοντας -- απροοιμίαστα καί ευθύς επί τών πραγμάτων: οί καί προσεταιρίζονται τόν Ξενοφώντα ούτως αρξάμενον, “Δαρείου καί Παρυσάτιδος παίδες γίγνονται δύο,” καί άλλους τών παλαιών, ουκ ειδότες ως δυνάμει τινά προοίμιά εστι λεληθότα τούς πολλούς, ως εν άλλοις δείξομεν. Καίτοι ταύτα πάντα φορητά έτι, όσα ή ερμηνείας ή τής άλλης διατάξεως αμαρτήματά εστιν: τό δέ καί παρά τούς τόπους αυτούς ψεύδεσθαι ου παρασάγγας μόνον αλλά καί σταθμούς όλους, τίνι τών καλών έοικεν; είς γούν ούτω ραθύμως συνήγαγε τά πράγματα, ούτε Σύρω τινί εντυχών ούτε τό λεγόμενον δή τούτο τών επί κουρείω τά τοιαύτα μυθολογούντων ακούσας, ώστε περί Ευρώπου λέγων ούτως έφη, “`Η δέ Εύρωπος κείται μέν εν τή Μεσοποταμία σταθμούς δύο τού Ευφράτου απέχουσα, απώκισαν δέ αυτήν 'Εδεσσαίοι.” καί ουδέ τούτο απέχρησεν αυτώ, αλλά καί τήν εμήν πατρίδα τά Σαμόσατα ο αυτός εν τώ αυτώ βιβλίω αράμενος ο γενναίος αυτή ακροπόλει καί τείχεσι μετέθηκεν ες τήν Μεσοποταμίαν, ως περιρρείσθαι αυτήν υπ' αμφοτέρων τών ποταμών, εκατέρωθεν εν χρώ παραμειβομένων καί μονον ουχί τού τείχους ψαυόντων. τό δέ καί γελοίον εί σοι νύν, ώ Φίλων, απολογοίμην ως ου Παρθυαίων ουδέ Μεσοποταμίτης σοι εγώ, οί με φέρων ο θαυμαστός συγγραφεύς απώκισε. Νή Δία κακείνο κομιδή πιθανόν περί τού Σευηριανού ο αυτός ούτος είπεν επομοσάμενος, ή μήν ακούσαί τινος τών εξ αυτού τού έργου διαφυγόντων: ούτε γάρ ξίφει εθελήσαι αυτόν αποθανείν ούτε φαρμάκου πιείν ούτε βρόχον άψασθαι αλλά τινα θάνατον επινοήσαι τραγικόν καί τή τόλμη ξενίζοντα: τυχείν μέν γάρ αυτόν έχοντα παμμεγέθη εκπώματα υάλινα τής καλλίστης υάλου, επεί δέ πάντως αποθανείν έγνωστο, κατάξαντα τόν μέγιστον τών σκύφων ενί τών θραυσμάτων χρήσασθαι εις τήν σφαγήν εντεμόντα τή υάλω τόν λαιμόν. ούτως ου ξιφίδιον, ου λογχάριον εύρεν ως ανδρείός γε αυτώ καί ηρωϊκός ο θάνατος γένοιτο. Είτ' επειδή Θουκυδίδης επιτάφιόν τινα είπε τοίς πρώτοις τού πολέμου εκείνου νεκροίς καί αυτός ηγήσατο χρήναι επειπείν τώ Σευηριανώ. άπασι γάρ αυτοίς πρός τόν ουδέν αίτιον τών εν 'Αρμενία κακών τόν Θουκυδίδην η άμιλλα. θάψας ούν τόν Σευηριανόν μεγαλοπρεπώς αναβιβάζεται επί τόν τάφον 'Αφράνιόν τινα Σίλωνα εκατόνταρχον ανταγωνιστήν Περικλέους ός τοιαύτα καί τοσαύτα επερρητόρευσεν αυτώ ώστε με νή τάς Χάριτας πολλά πάνυ δακρύσαι υπό τού γέλωτος καί μάλιστα οπότε ο ρήτωρ ο 'Αφράνιος επί τέλει τού λόγου δακρύων άμα σύν οιμωγή περιπαθεί εμέμνητο τών πολυτελών εκείνων δείπνων καί προπόσεων, είτα επέθηκεν Αιάντειόν τινα τήν κορωνίδα: σπασάμενος γάρ τό ξίφος, ευγενώς πάνυ καί ως 'Αφράνιον εικός ήν, πάντων ορώντων απέσφαξεν εαυτόν επί τώ τάφω -- ουκ ανάξιος ών μά τόν 'Ενυάλιον πρό πολλού αποθανείν ει τοιαύτα ερρητόρευεν. καί τούτο έφη ιδόντας τούς παρόντας άπαντας θαυμάσαι καί υπερεπαινέσαι τόν 'Αφράνιον. εγώ δέ καί τά άλλα μέν αυτού κατεγίγνωσκον μονονουχί ζωμών καί λοπάδων μεμνημένου καί επιδακρύοντος τή τών πλακούντων μνήμη, τούτο δέ μάλιστα ητιασάμην, ότι μή τόν συγγραφέα καί διδάσκαλον τού δράματος προαποσφάξας απέθανε. Πολλούς δέ καί άλλους ομοίους τούτοις έχων σοι, ώ εταίρε, καταριθμήσασθαι, ολίγων όμως επιμνησθείς επί τήν ετέραν υπόσχεσιν ήδη μετελεύσομαι, τήν συμβουλήν όπως άν άμεινον συγγράφοι τις. εισί γάρ τινες, οί τά μεγάλα μέν τών πεπραγμένων καί αξιομνημόνευτα παραλείπουσιν ή παραθέουσιν, υπό δέ ιδιωτείας καί απειροκαλίας καί αγνοίας τών λεκτέων ή σιωπητέων τά μικρότατα πάνυ λιπαρώς καί φιλοπόνως ερμηνεύουσιν εμβραδύνοντες, ώσπερ άν εί τις τού Διός τού εν 'Ολυμπία τό μέν όλον κάλλος τοσούτο καί τοιούτο όν μή βλέποι μηδέ επαινοίη μηδέ τοίς ουκ ειδόσιν εξηγοίτο, τού υποποδίου δέ τό τε ευθυεργές καί τό εύξεστον θαυμάζοι καί τής κρηπίδος τό εύρυθμον, καί ταύτα πάνυ μετά πολλής φροντίδος διεξιών. 'Εγώ γούν ήκουσά τινος τήν μέν επ' Ευρώπω μάχην εν ουδ' όλοις επτά έπεσι παραδραμόντος, είκοσι δέ μέτρα ή έτι πλείω ύδατος αναλωκότος ες ψυχράν καί ουδέν ημίν προσήκουσαν διήγησιν ως Μαύρός τις ιππεύς Μαυσάκας τούνομα υπό δίψους πλανώμενος ανά τά όρη καταλάβοι Σύρους τινάς τών αγροίκων άριστον παρατιθεμένους καί ότι τά μέν πρώτα εκείνοι φοβηθείεν αυτόν, είτα μέντοι μαθόντες ως τών φίλων είη κατεδέξαντο καί ειστίασαν: καί γάρ τινα τυχείν αυτών αποδεδημηκότα καί αυτόν ες τήν τών Μαύρων, αδελφού αυτώ εν τή γή στρατευομένου. μύθοι τό μετά τούτο μακροί καί διηγήσεις ως θηράσειεν αυτός εν τή Μαυρουσία καί ως ίδοι τούς ελέφαντας πολλούς εν τώ αυτώ συννεμομένους καί ως υπό λέοντος ολίγου δείν καταβρωθείη καί ηλίκους ιχθύς επρίατο εν Καισαρεία. καί ο θαυμαστός συγγραφεύς αφείς τάς εν Ευρώπω γιγνομένας σφαγάς τοσαύτας καί επελάσεις καί σπονδάς αναγκαίας καί φυλακάς καί αντιφυλακάς άχρι βαθείας εσπέρας εφειστήκει ορών Μαλχίωνα τόν Σύρον εν Καισαρεία σκάρους παμμεγέθεις αξίους ωνούμενον. ει δέ μή νύξ κατέλαβεν, τάχ' άν καί συνεδείπνει μετ' αυτού ήδη τών σκάρων εσκευασμένων. άπερ ει μή ενεγέγραπτο επιμελώς τή ιστορία, μεγάλα άν ημείς ηγνοηκότες ήμεν, καί η ζημία `Ρωμαίοις αφόρητος ει Μαυσάκας ο Μαύρος διψών μή εύρεν πιείν αλλ' άδειπνος επανήλθεν επί τό στρατόπεδον. καίτοι πόσα άλλα μακρώ αναγκαιότερα εκών εγώ νύν παρίημι. ως καί αυλητρίς ήκεν εκ τής πλησίον κώμης αυτοίς καί ως δώρα αλλήλοις αντέδοσαν, ο Μαύρος μέν τώ Μαλχίωνι λόγχην, ο δέ τώ Μαυσάκα πόρπην, καί άλλα πολλά τοιαύτα τής επ' Ευρώπω μάχης αυτά δή τά κεφάλαια. τοιγάρτοι εικότως άν τις είποι τούς τοιούτους τό μέν ρόδον αυτό μή βλέπειν, τάς ακάνθας δέ αυτού τάς παρά τήν ρίζαν ακριβώς επισκοπείν. ''Αλλος, ώ Φίλων, μάλα καί ούτος γελοίος, ουδέ τόν έτερον πόδα εκ Κορίνθου πώποτε προβεβηκώς ουδ' άχρι Κεγχρεών αποδημήσας, ούτι γε Συρίαν ή 'Αρμενίαν ιδών, ώδε ήρξατο -- μέμνημαι γάρ -- “'~Ωτα οφθαλμών απιστότερα. γράφω τοίνυν ά είδον, ουχ ά ήκουσα.” καί ούτως ακριβώς άπαντα εωράκει ώστε τούς δράκοντας έφη τών Παρθυαίων (σημείον δέ πλήθους τούτο αυτοίς -- χιλίους γάρ οίμαι ο δράκων άγει) ζώντας δράκοντας παμμεγέθεις είναι γεννωμένους εν τή Περσίδι μικρόν υπέρ τήν 'Ιβηρίαν, τούτους δέ τέως μέν επί κοντών μεγάλων εκδεδεμένους υψηλούς αιωρείσθαι καί πόρρωθεν επελαυνόντων δέος εμποιείν, εν αυτώ δέ τώ έργω επειδάν ομού ώσι λύσαντες αυτούς επαφιάσι τοίς πολεμίοις: αμέλει πολλούς τών ημετέρων ούτω καταποθήναι καί άλλους περισπειραθέντων αυτοίς αποπνιγήναι καί συγκλασθήναι: ταύτα δέ εφεστώς οράν αυτός, εν ασφαλεί μέντοι από δένδρου υψηλού ποιούμενος τήν σκοπήν. καί εύ γε εποίησε μή ομόσε χωρήσας τοίς θηρίοις, επεί ουκ άν ημείς ούτω θαυμαστόν συγγραφέα νύν είχομεν καί από χειρός αυτόν μεγάλα καί λαμπρά εν τώ πολέμω τούτω εργασάμενον: καί γάρ εκινδύνευσε πολλά καί ετρώθη περί Σούραν, από τού Κρανείου δήλον ότι βαδίζων επί τήν Λέρναν. καί ταύτα Κορινθίων ακουόντων ανεγίγνωσκεν τών ακριβώς ειδότων ότι μηδέ κατά τοίχου γεγραμμένον πόλεμον εωράκει. αλλ' ουδέ όπλα εκείνός γε ήδει ουδέ μηχανήματα οίά εστιν ουδέ τάξεων ή καταλοχισμών ονόματα. πάνυ γούν έμελεν αυτώ πλαγίαν μέν φάλαγγα τήν επί κέρως, επί κέρως δέ λέγειν τό επί μετώπου άγειν. Είς δέ τις βέλτιστος άπαντα εξ αρχής ες τέλος τά πεπραγμένα όσα εν 'Αρμενία, όσα εν Συρία, όσα εν Μεσοποταμία, τά επί τώ Τίγρητι, τά εν Μηδία, πεντακοσίοις ουδ' όλοις έπεσι περιλαβών συνέτριψε καί τούτο ποιήσας ιστορίαν συγγεγραφέναι φησί. τήν μέντοι επιγραφήν ολίγου δείν μακροτέραν τού βιβλίου επέγραψεν, “'Αντιοχιανού τού 'Απόλλωνος ιερονίκου” -- δόλιχον γάρ που οίμαι εν παισί νενίκηκεν -- “τών εν 'Αρμενία καί Μεσοποταμία καί εν Μηδία νύν `Ρωμαίοις πραχθέντων αφήγησις.” ''Ηδη δ' εγώ τινος καί τά μέλλοντα συγγεγραφότος ήκουσα, καί τήν λήψιν τήν Ουολογέσσου καί τήν 'Οσρόου σφαγήν -- ως παραβληθήσεται τώ λέοντι, καί επί πάσι τόν τριπόθητον ημίν θρίαμβον. ούτω μαντικώς άμα έχων έσπευδεν ήδη πρός τό τέλος τής γραφής. αλλά καί πόλιν ήδη εν τή Μεσοποταμία ώκισε μεγέθει τε μεγίστην καί κάλλει καλλίστην. έτι μέντοι επισκοπεί καί διαβουλεύεται είτε Νίκαιαν αυτήν από τής νίκης χρή ονομάζεσθαι είτε `Ομόνοιαν είτε Ειρηνίαν. καί τούτο μέν έτι άκριτον καί ανώνυμος ημίν η καλή πόλις εκείνη λήρου πολλού καί κορύζης συγγραφικής γέμουσα. τά δ' εν 'Ινδοίς πραχθησόμενα υπέσχετο ήδη γράψειν καί τόν περίπλουν τής έξω θαλάττης -- καί ουχ υπόσχεσις ταύτα μόνον, αλλά καί τό προοίμιον τής 'Ινδικής ήδη συντέτακται, καί τό τρίτον τάγμα καί οι Κελτοί καί Μαύρων μοίρα ολίγη σύν Κασσίω πάντες ούτοι επεραιώθησαν τόν 'Ινδόν ποταμόν. ό τι δέ καί πράξουσιν ή πώς δέξονται τήν τών ελεφάντων επέλασιν, ουκ εις μακράν ημίν ο θαυμαστός συγγραφεύς από Μουζίριδος ή απ' 'Οξυδρακών επιστελεί. Τοιαύτα πολλά υπό απαιδευσίας ληρούσι, τά μέν αξιόρατα ούτε ορώντες ούτ' ει βλέποιεν κατ' αξίαν ειπείν δυνάμενοι, επινοούντες δέ καί αναπλάττοντες ό τι κεν επ' ακαιρίμαν γλώσσαν, φασίν, έλθη, καί επί τών αριθμώ τών βιβλίων έτι σεμνυνόμενοι καί μάλιστα επί ταίς επιγραφαίς, καί γάρ αύ καί αύται παγγέλοιοι: “τού δείνος Παρθικών νικών τοσάδε”: καί αύ: “Παρθίδος πρώτον, δεύτερον”, ως 'Ατθίδος δήλον ότι. άλλος αστειότερον παρά πολύ -- ανέγνων γάρ -- “Δημητρίου Σαγαλασσέως Παρθονικικά” ** ουδ' ως εν γέλωτι ποιήσασθαι καί επισκώψαι τάς ιστορίας ούτω καλάς ούσας, αλλά τού χρησίμου ένεκα. ως όστις άν ταύτα καί τά τοιαύτα φεύγη πολύ μέρος ήδη ες τό ορθώς συγγράφειν ούτος προείληφεν, μάλλον δέ ολίγων έτι προσδείται, εί γε αληθές εκείνό φησιν η διαλεκτική ως τών αμέσων η θατέρου άρσις τό έτερον πάντως αντεισάγει. Καί δή τό χωρίον σοι, φαίη τις άν, ακριβώς ανακεκάθαρται καί αί τε άκανθαι οπόσαι ήσαν καί βάτοι εκκεκομμέναι εισί, τά δέ τών άλλων ερείπια ήδη εκπεφόρηται, καί εί τι τραχύ, ήδη καί τούτο λείόν εστιν, ώστε οικοδόμει τι ήδη καί αυτός ως δείξης ουκ ανατρέψαι μόνον τό τών άλλων γεννάδας ών αλλά τι καί αυτός επινοήσαι δεξιόν καί ό ουδείς άν, αλλ' ουδ' ο Μώμος, μωμήσασθαι δύναιτο. Φημί τοίνυν τόν άριστα ιστορίαν συγγράφοντα δύο μέν ταύτα κορυφαιότατα οίκοθεν έχοντα ήκειν, σύνεσίν τε πολιτικήν καί δύναμιν ερμηνευτικήν, τήν μέν αδίδακτόν τι τής φύσεως δώρον, η δύναμις δέ πολλή τή ασκήσει καί συνεχεί τώ πόνω καί ζήλω τών αρχαίων προσγεγενημένη έστω. ταύτα μέν ούν άτεχνα καί ουδέν εμού συμβούλου δεόμενα: ου γάρ συνετούς καί οξείς αποφαίνειν τούς μή παρά τής φύσεως τοιούτους φησί τούτο ημίν τό βιβλίον. επεί πολλού, μάλλον δέ τού παντός άν ήν άξιον, ει μεταπλάσαι καί μετακοσμήσαι τά τηλικαύτα ηδύνατο ή εκ μολύβδου χρυσόν αποφήναι ή άργυρον εκ κασσιτέρου ή από Κόνωνος Τίτορμον ή από Λεωτροφίδου Μίλωνα εξεργάσασθαι. 'Αλλά πού τό τής τέχνης καί τό τής συμβουλής χρήσιμον; ουκ ες ποίησιν τών προσόντων, αλλ' ες χρήσιν αυτών τήν προσήκουσαν. οίόν τι αμέλει καί ''Ικκος καί `Ηρόδικος καί Θέων καί εί τις άλλος γυμναστής υπόσχοιντο άν σοι ου τόν Περδίκκαν παραλαβόντες -- ει δή ούτός εστιν ο τής μητρυιάς ερασθείς καί διά ταύτα κατεσκληκώς, αλλά μή 'Αντίοχος ο τού Σελεύκου -- αποφαίνειν 'Ολυμπιονίκην καί Θεαγένει τώ Θασίω ή Πολυδάμαντι τώ Σκοτουσσαίω αντίπαλον, αλλά τήν δοθείσαν υπόθεσιν ευφυά πρός υποδοχήν τής γυμναστικής παρά πολύ αμείνω αποφαίνειν μετά τής τέχνης. ώστε απέστω καί ημών τό επίφθονον τούτο τής υποσχέσεως ει τέχνην φαμέν εφ' ούτω μεγάλω καί χαλεπώ τώ πράγματι ευρηκέναι: ου γάρ οντινούν παραλαβόντες αποφαίνειν συγγραφέα φαμέν, αλλά τώ φύσει συνετώ καί άριστα πρός λόγους ησκημένω υποδείξειν οδούς τινας ορθάς (ει δή τοιαύται φαίνονται) αίς χρώμενος θάττον άν καί ευμαρέστερον τελέσειεν άχρι πρός τόν σκοπόν. καίτοι ου γάρ άν φαίης απροσδεή τόν συνετόν είναι τής τέχνης καί διδασκαλίας ών αγνοεί: επεί κάν εκιθάριζε μή μαθών καί ηύλει καί πάντα άν ηπίστατο. νύν δέ μή μαθών ουκ άν τι αυτών χειρουργήσειεν, υποδείξαντος δέ τινος ράστά τε άν μάθοι καί εύ μεταχειρίσαιτο εφ' αυτού. Καί τοίνυν καί ημίν τοιούτός τις ο μαθητής νύν παραδεδόσθω -- συνείναί τε καί ειπείν ουκ αγεννής, αλλ' οξύ δεδορκώς, οίος καί πράγμασι χρήσασθαι άν ει επιτραπείη, καί γνώμην στρατιωτικήν αλλά μετά τής πολιτικής καί εμπειρίαν στρατηγικήν έχειν, καί νή Δία καί εν στρατοπέδω γεγονώς ποτε καί γυμναζομένους ή ταττομένους στρατιώτας εωρακώς καί όπλα ειδώς καί μηχανήματα, έτι δέ καί τί επί κέρως καί τί επί μετώπου, πώς οι λόχοι, πώς οι ιππείς καί πόθεν καί τί εξελαύνειν ή περιελαύνειν, καί όλως ου τών κατοικιδίων τις ουδ' οίος πιστεύειν μόνον τοίς απαγγέλλουσιν. Μάλιστα δέ καί πρό τών πάντων ελεύθερος έστω τήν γνώμην καί μήτε φοβείσθω μηδένα μήτε ελπιζέτω μηδέν, επεί όμοιος έσται τοίς φαύλοις δικασταίς πρός χάριν ή πρός απέχθειαν επί μισθώ δικάζουσιν. αλλά μή μελέτω αυτώ μήτε Φίλιππος εκκεκομμένος τόν οφθαλμόν υπό 'Αστέρος τού 'Αμφιπολίτου τού τοξότου εν 'Ολύνθω, αλλά τοιούτος οίος ήν δειχθήσεται: μήτ' ει 'Αλέξανδρος ανιάσεται επί τή Κλείτου σφαγή ωμώς εν τώ συμποσίω γενομένη, ει σαφώς αναγράφοιτο: ουδέ Κλέων αυτόν φοβήσει μέγα εν τή εκκλησία δυνάμενος καί κατέχων τό βήμα, ως μή ειπείν ότι ολέθριος καί μανικός άνθρωπος ούτος ήν: ουδέ η σύμπασα πόλις τών 'Αθηναίων, ήν τά εν Σικελία κακά ιστορή καί τήν Δημοσθένους λήψιν καί τήν Νικίου τελευτήν καί ως εδίψων καί οίον τό ύδωρ έπινον καί ως εφονεύοντο πίνοντες οι πολλοί. ηγήσεται γάρ -- όπερ δικαιότατον -- υπ' ουδενός τών νούν εχόντων αυτός έξειν τήν αιτίαν ήν τά δυστυχώς ή ανοήτως γεγενημένα ως επράχθη διηγήται -- ου γάρ ποιητής αυτών αλλά μηνυτής ήν. ώστε κάν καταναυμαχώνται τότε ουκ εκείνος ο καταδύων εστί κάν φεύγωσιν ουκ εκείνος ο διώκων, εκτός ει μή εύξασθαι δέον παρέλιπεν. επεί τοί γε ει σιωπήσας αυτά ή πρός τουναντίον ειπών επανορθώσασθαι εδύνατο, ράστον ήν ενί καλάμω λεπτώ τόν Θουκυδίδην ανατρέψαι μέν τό εν ταίς 'Επιπολαίς παρατείχισμα, καταδύσαι δέ τήν `Ερμοκράτους τριήρη καί τόν κατάρατον Γύλιππον διαπείραι μεταξύ αποτειχίζοντα καί αποταφρεύοντα τάς οδούς καί τέλος Συρακοσίους μέν ες τάς λιθοτομίας εμβαλείν, τούς δέ 'Αθηναίους περιπλείν Σικελίαν καί 'Ιταλίαν μετά τών πρώτων τού 'Αλκιβιάδου ελπίδων. αλλ' οίμαι τά μέν πραχθέντα ουδέ Κλωθώ άν έτι ανακλώσειεν ουδέ ''Ατροπος μετατρέψειε. Τού δή συγγραφέως έργον έν -- ως επράχθη ειπείν. τούτο δ' ουκ άν δύναιτο άχρι άν ή φοβήται 'Αρταξέρξην ιατρός αυτού ών ή ελπίζη κάνδυν πορφυρούν καί στρεπτόν χρυσούν καί ίππον τών Νισαίων λήψεσθαι μισθόν τών εν τή γραφή επαίνων. αλλ' ου Ξενοφών αυτό ποιήσει, δίκαιος συγγραφεύς, ουδέ Θουκυδίδης. αλλά κάν ιδία μισή τινας πολύ αναγκαιότερον ηγήσεται τό κοινόν καί τήν αλήθειαν περί πλείονος ποιήσεται τής έχθρας, κάν φιλή όμως ουκ αφέξεται αμαρτάνοντος. '`Εν γάρ, ως έφην, τούτο ίδιον ιστορίας, καί μόνη θυτέον τή αληθεία, εί τις ιστορίαν γράψων ίοι, τών δέ άλλων απάντων αμελητέον αυτώ, καί όλως πήχυς είς καί μέτρον ακριβές, αποβλέπειν μή εις τούς νύν ακούοντας αλλ' εις τούς μετά ταύτα συνεσομένους τοίς συγγράμμασιν. ει δέ τό παραυτίκα τις θεραπεύοι, τής τών κολακευόντων μερίδος εικότως άν νομισθείη, ούς πάλαι η ιστορία καί εξ αρχής ευθύς απέστραπτο, ου μείον ή κομμωτικήν η γυμναστική. 'Αλεξάνδρου γούν καί τούτο απομνημονεύουσιν ός `Ηδέως άν, έφη, πρός ολίγον ανεβίουν, ώ 'Ονησίκριτε, αποθανών ως μάθοιμι όπως ταύτα οι άνθρωποι τότε αναγιγνώσκουσιν. ει δέ νύν αυτά επαινούσι καί ασπάζονται, μή θαυμάσης: οίονται γάρ ου μικρώ τινι τώ δελέατι τούτω ανασπάσειν έκαστος τήν παρ' ημών εύνοιαν. `Ομήρω γούν, καίτοι πρός τό μυθώδες τά πλείστα συγγεγραφότι υπέρ τού 'Αχιλλέως, ήδη καί πιστεύειν τινές υπάγονται, μόνον τούτο εις απόδειξιν τής αληθείας μέγα τεκμήριον τιθέμενοι ότι μή περί ζώντος έγραφεν: ου γάρ ευρίσκουσιν ούτινος ένεκα εψεύδετ' άν. Τοιούτος ούν μοι ο συγγραφεύς έστω -- άφοβος, αδέκαστος, ελεύθερος, παρρησίας καί αληθείας φίλος, ως ο κωμικός φησι, τά σύκα σύκα, τήν σκάφην δέ σκάφην ονομάσων, ου μίσει ουδέ φιλία τι νέμων ουδέ φειδόμενος ή ελεών ή αισχυνόμενος ή δυσωπούμενος, ίσος δικαστής, εύνους άπασιν άχρι τού μή θατέρω τι απονείμαι πλείον τού δέοντος, ξένος εν τοίς βιβλίοις καί άπολις, αυτόνομος, αβασίλευτος, ου τί τώδε ή τώδε δόξει λογιζόμενος, αλλά τί πέπρακται λέγων. `Ο δ' ούν Θουκυδίδης εύ μάλα τούτ' ενομοθέτησεν καί διέκρινεν αρετήν καί κακίαν συγγραφικήν, ορών μάλιστα θαυμαζόμενον τόν `Ηρόδοτον άχριτού καί Μούσας κληθήναι αυτού τά βιβλία. κτήμά τε γάρ φησι μάλλον ες αεί συγγράφειν ήπερ ες τό παρόν αγώνισμα, καί μή τό μυθώδες ασπάζεσθαι αλλά τήν αλήθειαν τών γεγενημένων απολείπειν τοίς ύστερον. καί επάγει τό χρήσιμον καί ό τέλος άν τις εύ φρονών υπόθοιτο ιστορίας, ως εί ποτε καί αύθις τά όμοια καταλάβοι, έχοιεν, φησι, πρός τά προγεγραμμένα αποβλέποντες εύ χρήσθαι τοίς εν ποσί. Καί τήν μέν γνώμην τοιαύτην έχων ο συγγραφεύς ηκέτω μοι, τήν δέ φωνήν καί τήν τής ερμηνείας ισχύν, τήν μέν σφοδράν εκείνην καί κάρχαρον καί συνεχή ταίς περιόδοις καί αγκύλην ταίς επιχειρήσεσι καί τήν άλλην τής ρητορείας δεινότητα μή κομιδή τεθηγμένος αρχέσθω τής γραφής, αλλ' ειρηνικώτερον διακείμενος. καί ο μέν νούς σύστοιχος έστω καί πυκνός, η λέξις δέ σαφής καί πολιτική, οία επισημότατα δηλούν τό υποκείμενον. `Ως γάρ τή γνώμη τού συγγραφέως σκοπούς υπεθέμεθα παρρησίαν καί αλήθειαν, ούτω δέ καί τή φωνή αυτού είς σκοπός ο πρώτος, σαφώς δηλώσαι καί φανότατα εμφανίσαι τό πράγμα, μήτε απορρήτοις καί έξω πάτου ονόμασι μήτε τοίς αγοραίοις τούτοις καί καπηλικοίς, αλλ' ως μέν τούς πολλούς συνείναι, τούς δέ πεπαιδευμένους επαινέσαι. καί μήν καί σχήμασι κεκοσμήσθω ανεπαχθέσι καί τό ανεπιτήδευτον μάλιστα έχουσιν, επεί τοίς κατηρτυμένοις τών ζωμών εοικότας αποφαίνει τούς λόγους. Καί η μέν γνώμη κοινωνείτω καί προσαπτέσθω τι καί ποιητικής παρ' όσον μεγαληγόρος καί διηρμένη καί εκείνη, καί μάλισθ' οπόταν παρατάξεσι καί μάχαις καί ναυμαχίαις συμπλέκηται: δεήσει γάρ τότε ποιητικού τινος ανέμου επουριάσοντος τά ακάτια καί συνδιοίσοντος υψηλήν καί επ' άκρων τών κυμάτων τήν ναύν. η λέξις δέ όμως επί γής βεβηκέτω, τώ μέν κάλλει καί τώ μεγέθει τών λεγομένων συνεπαιρομένη καί ως ένι μάλιστα ομοιουμένη, ξενίζουσα δέ μηδ' υπέρ τόν καιρόν ενθουσιώσα. κινδύνων γάρ αυτή τότε ο μέγιστος παρακινήσαι καί κατενεχθήναι ες τόν τής ποιητικής κορύβαντα, ώστε μάλιστα πειστέον τηνικαύτα τώ χαλινώ καί σωφρονητέον, ειδότας ως ιπποτυφία τις καί εν λόγοις πάθος ου μικρόν γίγνεται. άμεινον ούν εφ' ίππου οχουμένη τότε τή γνώμη τήν ερμηνείαν πεζή συμπαραθείν, εχομένην τού εφιππίου ως μή απολείποιτο τής φοράς. Καί μήν καί συνθήκη τών ονομάτων ευκράτω καί μέση χρηστέον, ούτε άγαν αφιστάντα καί απαρτώντα -- τραχύ γάρ -- ούτε ρυθμώ παρ' ολίγον ως οι πολλοί συνάπτοντα: τό μέν γάρ επαίτιον, τό δέ αηδές τοίς ακούουσι. Τά δέ πράγματα αυτά ουχ ως έτυχε συνακτέον, αλλά φιλοπόνως καί ταλαιπώρως πολλάκις περί τών αυτών ανακρίναντα, καί μάλιστα μέν παρόντα καί εφορώντα, ει δέ μή, τοίς αδεκαστότερον εξηγουμένοις προσέχοντα καί ούς εικάσειεν άν τις ήκιστα πρός χάριν ή απέχθειαν αφαιρήσειν ή προσθήσειν τοίς γεγονόσιν. κανταύθα ήδη καί στοχαστικός τις καί συνθετικός τού πιθανωτέρου έστω. καί επειδάν αθροίση άπαντα ή τά πλείστα, πρώτα μέν υπόμνημά τι συνυφαινέτω αυτών καί σώμα ποιείτω ακαλλές έτι καί αδιάρθρωτον: είτα επιθείς τήν τάξιν επαγέτω τό κάλλος καί χρωννύτω τή λέξει καί σχηματιζέτω καί ρυθμιζέτω. Καί όλως εοικέτω τότε τώ τού `Ομήρου Διί άρτι μέν τήν τών ιπποπόλων Θρηκών γήν ορώντι, άρτι δέ τήν Μυσών -- κατά ταυτά γάρ καί αυτός άρτι μέν τά `Ρωμαίων ίδια οράτω καί δηλούτω ημίν οία εφαίνετο αυτώ αφ' υψηλού ορώντι, άρτι δέ τά Περσών, είτ' αμφότερα ει μάχοιντο. καί εν αυτή δέ τή παρατάξει μή πρός έν μέρος οράτω μηδέ ες ένα ιππέα ή πεζόν -- ει μή Βρασίδας τις είη προπηδών ή Δημοσθένης ανακόπτων τήν επίβασιν: αλλά ες τούς στρατηγούς μέν τά πρώτα, καί εί τι παρεκελεύσαντο, κακείνο ακηκούσθω, καί όπως καί ήτινι γνώμη καί επινοία έταξαν. επειδάν δέ αναμιχθώσι, κοινή έστω η θέα, καί ζυγοστατείτω τότε ώσπερ εν τρυτάνη τά γιγνόμενα καί συνδιωκέτω καί συμφευγέτω. καί πάσι τούτοις μέτρον επέστω, μή ες κόρον μηδέ απειροκάλως μηδέ νεαρώς, αλλά ραδίως απολυέσθω: καί στήσας ενταύθά που ταύτα επ' εκείνα μεταβαινέτω, ήν κατεπείγη: είτα επανίτω λυθείς, οπόταν εκείνα καλή: καί πρός πάντα σπευδέτω καί ως δυνατόν ομοχρονείτω καί μεταπετέσθω απ' 'Αρμενίας μέν εις Μηδίαν, εκείθεν δέ ροιζήματι ενί εις 'Ιβηρίαν, είτα εις 'Ιταλίαν, ως μηδενός καιρού απολείποιτο. Μάλιστα δέ κατόπτρω εοικυίαν παρασχέσθω τήν γνώμην αθόλω καί στιλπνώ καί ακριβεί τό κέντρον καί οποίας άν δέξηται τάς μορφάς τών έργων τοιαύτα καί δεικνύτω αυτά, διάστροφον δέ ή παράχρουν ή ετερόσχημον μηδέν. ου γάρ ώσπερ οι ρήτορες γράφουσιν, αλλά τά μέν λεχθησόμενα έστιν καί ειρήσεται: πέπρακται γάρ ήδη: δεί δέ τάξαι καί ειπείν αυτά. ώστε ου τί είπωσι ζητητέον αυτοίς αλλ' όπως είπωσιν. όλως δέ, νομιστέον τόν ιστορίαν συγγράφοντα Φειδία χρήναι ή Πραξιτέλει εοικέναι ή 'Αλκαμένει ή τω άλλω εκείνων -- ουδέ γάρ ουδ' εκείνοι χρυσόν ή άργυρον ή ελέφαντα ή τήν άλλην ύλην εποίουν, αλλ' η μέν υπήρχε καί προϋπεβέβλητο 'Ηλείων ή 'Αθηναίων ή 'Αργείων πεπορισμένων, οι δέ έπλαττον μόνον καί έπριον τόν ελέφαντα καί έξεον καί εκόλλων καί ερρύθμιζον καί επήνθιζον τώ χρυσώ, καί τούτο ήν η τέχνη αυτοίς ες δέον οικονομήσασθαι τήν ύλην. Τοιούτο δή τι καί τό τού συγγραφέως έργον -- εις καλόν διαθέσθαι τά πεπραγμένα καί εις δύναμιν εναργέστατα επιδείξαι αυτά. καί όταν τις ακροώμενος οίηται μετά ταύτα οράν τά λεγόμενα καί μετά τούτο επαινή, τότε δή τότε απηκρίβωται καί τόν οικείον έπαινον απείληφε τό έργον τώ τής ιστορίας Φειδία. Πάντων δέ ήδη παρεσκευασμένων καί απροοιμίαστον μέν ποτε ποιήσεται τήν αρχήν, οπόταν μή πάνυ κατεπείγη τό πράγμα προδιοικήσασθαί τι εν τώ προοιμίω: δυνάμει δέ καί τότε φροιμίω χρήσεται τώ αποσαφούντι περί τών λεκτέων. `Οπόταν δέ καί φροιμιάζηται, από δυοίν μόνον άρξεται, ουχ ώσπερ οι ρήτορες από τριών, αλλά τό τής ευνοίας παρείς προσοχήν καί ευμάθειαν ευπορήσει τοίς ακούουσι. προσέξουσι μέν γάρ αυτώ ήν δείξη ως περί μεγάλων ή αναγκαίων ή οικείων ή χρησίμων ερεί. ευμαθή δέ καί σαφή τά ύστερα ποιήσει τάς αιτίας προεκτιθέμενος καί περιορίζων τά κεφάλαια τών γεγενημένων. τοιούτοις προοιμίοις οι άριστοι τών συγγραφέων εχρήσαντο: `Ηρόδοτος μέν, ως μή τά γενόμενα εξίτηλα τώ χρόνω γένηται, μεγάλα καί θαυμαστά όντα καί ταύτα νίκας `Ελληνικάς δηλούντα καί ήττας βαρβαρικάς: Θουκυδίδης δέ, μέγαν τε καί αυτός ελπίσας έσεσθαι καί αξιολογώτατον καί μείζω τών προγεγενημένων εκείνον τόν πόλεμον: καί γάρ παθήματα εν αυτώ μεγάλα ξυνέβη γενέσθαι. Μετά δέ τό προοίμιον, ανάλογον τοίς πράγμασιν ή μηκυνόμενον ή βραχυνόμενον, ευαφής τε καί ευάγωγος έστω η επί τήν διήγησιν μετάβασις. άπαν γάρ ατεχνώς τό λοιπόν σώμα τής ιστορίας διήγησις μακρά εστιν. ώστε ταίς τής διηγήσεως αρεταίς κατακεκοσμήσθω, λείως τε καί ομαλώς προϊούσα καί αυτή ομοίως ώστε μή προύχειν μηδέ κοιλαίνεσθαι: έπειτα τό σαφές επανθείτω, τή τε λέξει, ως έφην, μεμηχανημένον καί τή συμπεριπλοκή τών πραγμάτων. απόλυτα γάρ καί εντελή πάντα ποιήσει, καί τό πρώτον εξεργασάμενος επάξει τό δεύτερον εχόμενον αυτού καί αλύσεως τρόπον συνηρμοσμένον ως μή διακεκόφθαι μηδέ διηγήσεις πολλάς είναι αλλήλαις παρακειμένας, αλλ' αεί τώ πρώτω τό δεύτερον μή γειτνιάν μόνον, αλλά καί κοινωνείν καί ανακεκράσθαι κατά τά άκρα. Τάχος επί πάσι χρήσιμον, καί μάλιστα ει μή απορία τών λεκτέων είη: καί τούτο πορίζεσθαι χρή μή τοσούτον από τών ονομάτων ή ρημάτων όσον από τών πραγμάτων -- λέγω δέ, ει παραθέοις μέν τά μικρά καί ήττον αναγκαία, λέγοις δέ ικανώς τά μεγάλα: μάλλον δέ καί παραλειπτέον πολλά. ουδέ γάρ ήν εστιάς τούς φίλους καί πάντα ή παρεσκευασμένα, διά τούτο εν μέσοις τοίς πέμμασιν καί τοίς ορνέοις καί λοπάσι τοσαύταις καί συσίν αγρίοις καί λαγωοίς καί υπογαστρίοις καί σαπέρδην ενθήσεις καί έτνος ότι κακείνο παρεσκεύαστο, αμελήσεις δέ τών ευτελεστέρων. Μάλιστα δέ σωφρονητέον εν ταίς τών ορών ή τειχών ή ποταμών ερμηνείαις ως μή δύναμιν λόγων απειροκάλως παρεπιδείκνυσθαι δοκοίης καί τό σαυτού δράν παρείς τήν ιστορίαν, αλλ' ολίγον προσαψάμενος τού χρησίμου καί σαφούς ένεκα μεταβήση εκφυγών τόν ιξόν τόν εν τώ πράγματι καί τήν τοιαύτην άπασαν λιχνείαν, οίον οράς καί ''Ομηρος ο μεγαλόφρων ποιεί: καίτοι ποιητής ών παραθεί τόν Τάνταλον καί τόν 'Ιξίονα καί τόν Τιτυόν καί τούς άλλους. ει δέ Παρθένιος ή Ευφορίων ή Καλλίμαχος έλεγεν, πόσοις άν οίει έπεσι τό ύδωρ άχρι πρός τό χείλος τού Ταντάλου ήγαγεν: είτα πόσοις άν 'Ιξίονα εκύλισε. μάλλον δέ ο Θουκυδίδης αυτός ολίγα τώ τοιούτω είδει τού λόγου χρησάμενος σκέψαι όπως ευθύς αφίσταται ή μηχάνημα ερμηνεύσας ή πολιορκίας σχήμα δηλώσας αναγκαίον καί χρειώδες όν ή 'Επιπολών σχήμα ή Συρακοσίων λιμένα. όταν μέν γάρ τόν λοιμόν διηγήται καί μακρός είναι δοκή, σύ τά πράγματα εννόησον: είση γάρ ούτω τό τάχος καί ως φεύγοντος όμως επιλαμβάνεται αυτού τά γεγενημένα πολλά όντα. '`Ην δέ ποτε καί λόγους ερούντά τινα δεήση εισάγειν, μάλιστα μέν εοικότα τώ προσώπω καί τώ πράγματι οικεία λεγέσθω, έπειτα ως σαφέστατα καί ταύτα. πλήν εφείταί σοι τότε καί ρητορεύσαι καί επιδείξαι τήν τών λόγων δεινότητα. ''Επαινοι μέν γάρ ή ψόγοι πάνυ πεφεισμένοι καί περιεσκεμμένοι καί ασυκοφάντητοι καί μετά αποδείξεων καί ταχείς καί μή άκαιροι, επεί έξω τού δικαστηρίου εκείνοί εισιν, καί τήν αυτήν Θεοπόμπω αιτίαν έξεις φιλαπεχθημόνως κατηγορούντι τών πλείστων καί διατριβήν ποιουμένω τό πράγμα ως κατηγορείν μάλλον ή ιστορείν τά πεπραγμένα. Καί μήν καί μύθος εί τις παρεμπέσοι, λεκτέος μέν, ου μήν πιστωτέος πάντως, αλλ' εν μέσω θετέος τοίς όπως άν εθέλωσιν εικάσουσι περί αυτού: σύ δ' ακίνδυνος καί πρός ουδέτερον επιρρεπέστερος. Τό δ' όλον εκείνου μοι μέμνησο -- πολλάκις γάρ τούτο ερώ -- καί μή πρός τό παρόν μόνον ορών γράφε ως οι νύν επαινέσονταί σε καί τιμήσουσιν, αλλά τού σύμπαντος αιώνος εστοχασμένος πρός τούς έπειτα μάλλον σύγγραφε καί παρ' εκείνων απαίτει τόν μισθόν τής γραφής, ως λέγηται περί σού, “εκείνος μέντοι ελεύθερος ανήρ ήν καί παρρησίας μεστός, ουδέν ούτε κολακευτικόν ούτε δουλοπρεπές αλλ' αλήθεια επί πάσι.” τούτ', ει σωφρονοίη τις, υπέρ πάσας τάς νύν ελπίδας θείτο άν, ούτως ολιγοχρονίους ούσας. `Οράς τόν Κνίδιον εκείνον αρχιτέκτονα οίον εποίησεν; οικοδομήσας γάρ τόν επί τή Φάρω πύργον, μέγιστον καί κάλλιστον έργων απάντων, ως πυρσεύοιτο απ' αυτού τοίς ναυτιλλομένοις επί πολύ τής θαλάττης καί μή καταφέροιντο ες τήν Παραιτονίαν, παγχάλεπον, ώς φασιν, ούσαν καί άφυκτον εί τις εμπέσοι ες τά έρματα. οικοδομήσας ούν τό έργον ένδοθεν μέν κατά τών λίθων τό αυτού όνομα επέγραψεν, επιχρίσας δέ τιτάνω καί επικαλύψας επέγραψε τούνομα τού τότε βασιλεύοντος, ειδώς, όπερ καί εγένετο, πάνυ ολίγου χρόνου συνεκπεσούμενα μέν τώ χρίσματι τά γράμματα εκφανησόμενον δέ, “Σώστρατος Δεξιφάνους Κνίδιος θεοίς σωτήρσιν υπέρ τών πλωϊζομένων.” ούτως ουδ' εκείνος ες τόν τότε καιρόν ουδέ τόν αυτού βίον τόν ολίγον εώρα, αλλ' εις τόν νύν καί τόν αεί, άχρι άν εστήκη ο πύργος καί μένη αυτού η τέχνη. Χρή τοίνυν καί τήν ιστορίαν ούτω γράφεσθαι σύν τώ αληθεί μάλλον πρός τήν μέλλουσαν ελπίδα ήπερ σύν κολακεία πρός τό ηδύ τοίς νύν επαινουμένοις. ούτός σοι κανών καί στάθμη ιστορίας δικαίας. καί ει μέν σταθμήσονταί τινες αυτή, εύ άν έχοι καί εις δέον ημίν γέγραπται: ει δέ μή, κεκύλισται ο πίθος εν Κρανείω. |
Επιστροφή στα περιεχόμενα |