ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ


κοσύμβη -
Κοσύμβη: (η) είδος κροσσιού - αλλιώς κοσσύμβη ή κόσυμβος.
Κόσυμβος: (ο) Κατά τον Ησύχιο κόσυμβος είναι η ταινία για το συμμάζεμα της κόμης, που φαίνεται να αντιστοιχεί προς τον τέττιγα του αττικού κρωβύλου. Τον κόσυμβο, σε σχήμα ασπιδίου φορούσαν οι Κρήσσες. Κατά τον Πολυδεύκη όμως, κόσυμβος είναι η ιδιαίτερη εκείνη κόμμωση κατά την οποία μεγάλωναν την κόμη στα πλάγια ή πίσω ή πάνω στο μέτωπο. Φαίνεται ότι κόσυμβος ήταν ένα είδος θυσάνου κροσσοτού της κόμης, ιδίως πάνω στο μέτωπο, όπως παρουσιάζουν αυτή την κόμμωση τα περισσότερα αρχαϊκά αγάλματα. Τέτοια παραδείγματα κοσύμβου παρουσιάζουν οι κόρες της Ακροπόλεως, ο Απόλλων - Ομφαλός και ο Ευβουλεύς του Εθνικού αρχαιολογικού μουσείου. Αλλά και πολλά αγάλματα των μεταγενέστερων χρόνων, μέχρι και της ρωμαϊκής εποχής, έφεραν αυτή τη σειρά των τριχών επί του μετώπου. Κόσυμβος, αφ' ετέρου, είναι ο θύσανος ή κρόσσος των ιματίων. Η συνήθεια των θυσανωτών ιματίων μεταδόθηκε στην Ελλάδα από τις Μυκήνες. Κατά τους αρχαίους χρόνους ο κοσυμβωτός χιτώνας είναι αρκετά διαδεδομένος, όπως αυτό αποδεικνύουν πολλές παραστάσεις πάνω σε αγγεία. Ο κοσυμβωτός χιτώνας αποκτά συμβολική σημασία σε ορισμένες λατρείες, όπως στην λατρεία του Διονύσου. Συμβολικής σημασίας κοσυμβωτό χιτώνα φορούσαν η Δήμητρα και η Κόρη της Ελευσινιακής λατρείας, όπως και ο ιεροφάντης, ο δαδούχος και ο ίακχος αυτής. Τέλος, κατά τον Δίων Χρυσόστομο, κόσυμβος ήταν το πανωφόρι από δέρμα ζώου των ποιμένων, αποτελούντας και αυτός μια από τις πολλές κατηγορίες δερματίνων εσθήτων των αρχαίων.

Κοσυμβωτός χιτώνας Μυκηναίου οπλίτη. (Μυκηναϊκό αγγείο)

            Κοσυμβωτή ζώνη του Διονύσου του Βασσαρέως                  (Μουσείο Λούβρου)

(τέττιγα - επίθετο των Αθηναίων, επειδή κατά τους αρχαιοτάτους χρόνους αυτοί έφεραν επί της κόμης τους χρυσούς τέττιγες ως έμβλημα του ότι ήταν αυτόχθονες.)
(
κρωβύλος - το πλέγμα της κόμης, κατά το οποίο σχηματίζεται είδος κόμβου στην κορυφή του κεφαλιού (σαν τον σημερινό κότσο). Λοφίο τριχών της περικεφαλαίας)
Κότινος:  Έτσι καλούνταν από τους αρχαίους Έλληνες η αγριελιά. Με κλαδιά κότινου πλέκονταν τα στεφάνια για τους νικητές των Παναθηναϊκών και Ολυμπιακών αγώνων. Τα κλαδιά αυτά κόβονταν στην Αθήνα από την ιερή ελιά της Αθηνάς στην Ακρόπολη και στην Ολυμπία από τις αγριελιές στην πεδιάδα του Αλφειού. Το ιερό δένδρο της Αθηνάς βρίσκονταν κοντά στο Ερεχθείο και είχε σχέση με τη νίκη αυτής κατά την μετά του Ποσειδώνα γνωστή φιλονικία περί της ονομασίας της πόλης. Παράσταση τέτοιων στεφάνων φέρει ο θρόνος του αγωνοθέτη στο θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα. Πάνω σε τραπέζι είναι εκτεθειμένα τα στεφάνια με τον παναθηναϊκό αμφορέα (έπαθλα για τους νικητές των παναθηναϊκών αγώνων) κοντά στο τραπέζι εγείρεται ο κότινος, το ιερό δένδρο της Αθηνάς. Ο κότινος του Αλφειού ποταμού φύτρωνε μέσα στην Άλτη, στην θέση που ο Παυσανίας ονομάζει Πάνθειον, πίσω από το ναό του Διός και κοντά στο βωμό των Νυμφών. Ο κότινος αυτός συνδέεται με την ανάμνηση του Ηρακλή, όπου έφερε αυτόν από τις ομιχλώδεις πηγές της υπερβορείου Ιστρίας και έπλεξε από τα κλαδιά του το στεφάνι του νικητή. Τον κότινο αυτό ονόμαζαν καλλιστέφανον ελαίαν, κατά την μαρτυρία του Αριστοτέλη και του Παυσανία. Για κάθε ολυμπιάδα κόβονταν από την καλλιστέφανο ελαία ισάριθμα προς τον αριθμό των αγωνισμάτων κλαδιά με χρυσό δρεπάνι από παιδί (αμφιθαλείς παις), του οποίου και οι δύο γονείς θα έπρεπε να ήταν στην ζωή. Αυτόν τον κότινο έφερε στο κεφάλι του και το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός στην Ολυμπία, που κατασκευάστηκε από τον Φειδία, όπως φαίνεται και στα νομίσματα της Ήλιδας των χρόνων του αυτοκράτορα Ανδριανού.

Κεφαλή του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Διός στην Ολυμπία στεφανωμένη με κότινο. (Νόμισμα της Ήλιδας επί Ανδριανού)

Στεφάνια κότινου κατά τους Παναθηναϊκούς αγώνες (Ανάγλυφη παράσταση σε μαρμάρινο θρόνο αγωνοθέτη στο θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα)

Κότταβος: Είδος παιχνιδιού των αρχαίων ελλήνων, που εισήχθη στην κυρίως Ελλάδα από τις αποικίες των Δωριέων στη Σικελία. Υπήρξε πολύ προσφιλές στα συμπόσια των νέων στην Αθήνα, ο πιο απλός τρόπος του παιχνιδιού ήταν να ρίχνει ο κάθε συμποσιαστής τις υπολειπόμενες σταγόνες από κρασί που βρίσκονταν στο ποτήρι του, με τέτοιο τρόπο ώστε να κτυπά μία μεταλλική λεκάνη, λέγοντας συγχρόνως το όνομα της ερωμένης του. Αν ο παραγόμενος ήχος ήταν καθαρός και ηχηρός, σήμαινε ότι ο παίκτης είχε την εύνοια του αγαπητού του προσώπου. Η λεκάνη, που επίσης λέγονταν κότταβος, ήταν δυνατόν να βρίσκεται στο δάπεδο ή στο τραπέζι. Ο κότταβος παίζονταν και κατά τον εξής τρόπο: Γέμιζαν τη λεκάνη με νερό, μέσα στο οποίο έπλεαν μικρά ποτήρια (οξύβαφα)· επιτυχία ήταν όποιος ανέτρεπε όσο το δυνατόν περισσότερα από αυτά. Αυτός ο τρόπος παιχνιδιού ονομάζονταν "κότταβος δι' οξυβάφων". Αυτό το παιχνίδι παίζονταν και με άλλους τρόπους, κατά τους οποίους γίνονταν χρήση ράβδου, της λεγόμενης κοτταβικής, ή πλάστιγγας που κρέμονταν πάνω από άγαλμα ("μάνης"), ο παίκτης όφειλε να πλήξει το κεφάλι με την πλάστιγγα ("κότταβος κατακτός").
Πολύ ωραία παράσταση αυτού του παιχνιδιού έχουμε πάνω στον περίφημο ψυκτήρα της Πετρούπολης του αγγειογράφου Ευφρονίου. Στην παράσταση η εταίρα Σμικρά διευθύνει το ποτήρι της προς την λεκάνη, ενώ αναφωνεί το όνομα του ερωμένου της "Τις τάνδε λατάσσω Λέαγρε" (=αυτή (εννοεί τη σταγόνα) στέλνω σε σένα, Λέαγρε). 

Παράσταση από ερυθρόμορφη κύλικα που απεικονίζει νέους, οι οποίοι  παίζουν κότταβο και αυλό.

Αττικό ερυθρόμορφο αγγείο που απεικονίζει συμπόσιο με νέους που παίζουν τον κότταβο ενώ ο αυλητής παίζει δίαυλο.

Επιστροφή στα περιεχόμενα   -  |  -   Α/ Β/ Γ/ Δ/ Ε/ Ζ/ Η/ Θ/ Ι/ Κ/ Λ/ Μ/ Ν/ Ξ/ Ο/ Π/ Ρ/ Σ/ Τ/ Υ/ Φ/ Χ/ Ψ/ Ω/