ΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΣΤΗΝ «ΟΡΕΣΤΕΙΑ» ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ - ΠΑΝΑΓΗΣ ΛΕΚΑΤΣΑΣ


Είδαμε τους αρχηγούς των Αχαιών να κερδίζουν τις βασιλείες των Μυκηναϊκών κέντρων. Οι Πηνελόπες, οι Κλυταιμνήστρες, οι Ελένες, είναι, σα μυθικές «ηρωίδες», γυναίκες του προελληνικού κόσμου, γεννημένες και μεγαλωμένες στη μητριαρχική μέσα τάξη. Τα νόμιμα του κόσμου τους δίνουν σ’ αυτές το δικαίωμα να βλέπουνε τους άντρες τους από ψηλά, τους βασιλιάδες αλλοφώτιστα άστρα. Όταν τον άντρα τους τον βαρεθούν, τον αλλάζουν· όταν τις παραβαίνει, τον σκοτώνουν. Μα οι πατριάρχες Αχαιοί δεν το ‘χουν κατανού να κρατήσουν δίπλα στις βασιλικές γυναίκες τους το μέρος του Κρόνου δίπλα στη Ρέα. Γίνουνται σύζυγοι και βασιλιάδες αληθινοί κ’ οι λαοί τους κυρίαρχοι λαοί των τόπων. Θέλουνε τα παιδιά τους δικά τους παιδιά κι όχι της μάνας τους, να τους κληρονομούν τ’ αρσενικά τους κι όχι οι θυγατέρες τους, κλειδωμένα για τους άλλους τα γόνατα της γυναίκας τους, και το κυβέρνιο του σπιτιού στα δικά τους τα χέρια. Οι γυναίκες του προελληνικού κόσμου βλέπουν τους εραστές να γίνουνται αφέντες τους, τ’ αρσενικά παρακόλουθά τους δυναστικοί βασιλιάδες. Άλλες τους υποτάζουνται θεληματικά και μένουν πρότυπα συζυγικής «αρετής», άλλες τους αντιδρούν εκρηκτικά, και μένουν σύμβολα της γυναικείας κακουργίας...

Αν μπαίνουν, όσες μπαίνουνε, στη νέα τάξη θεληματικά, είναι γιατί η αρχαία μητριαρχική τάξη τους δεν κρατιέται παρά σαν επιβίωση, και ξεκλειδώνεται από τις εσωτερικές και εξωτερικές της αντιθέσεις. Μα και λογίς άλλα κίνητρα, βιολογικά, κοινωνικά, πολιτικά, συνεργούνε. Οι καταχτητές νομάδες είναι οι ευνοημένοι των γυναικών των υποταγμένων γεωργών· η διαίσθηση της μητρότητας αναγνωρίζει σωστική για τα βλαστάρια της τη νέα κατάσταση· κ’ οι γεωργικές μαγικοθεϊκές βασιλείες χρειάζουνται, στ’ αναστατώματα των πληθυσμών, να στηριχτούν στις πολεμικές αρχηγίες. Όταν έτσι ο Οδυσσέας ρωτά την Πηνελόπη, που στο δρόμο τους από τη Λακωνία για την Ιθάκη, τους ακολουθά, πιστός στο μητροτοπικό γάμο, ο πατέρας της Ικάριος, με ποιόν αποφασίζει να πα, με τον άντρα της ή τον πατέρα της, εκείνη ακολουθά τον πρώτο. Στο ζευγάρι, αλήθεια, της Οδύσσειας έχουμε, με διαστρεμμένα τ’ αρχαιότερα πρότυπα, τη ζωντανότερη εικόνα της θεληματικής υποταγής των γυναικών στην τάξη της αχαϊκής πατριαρχίας. Ο Οδυσσέας είναι πατριάρχης Αχαιός, η Πηνελόπη μια από τις γυναίκες του προελληνικού κόσμου. Είκοσι χρόνια λείπει από το πλευρό της ο άντρας της, πολεμώντας και ταξιδεύοντας, χαιράμενος με θεές και θνητές, κ’ εκείνη τριγυρισμένη από ‘να κόσμο γαμπρούς, συχνά και καταφρονεμένη από τον πατριαρχικό της γιο, περιμένει τον άντρα της, υφαίνοντας – ξυφαίνοντας τα σάβανα του πεθερού της. Η μοίρα της εικονίζει τη μοίρα των γυναικών του κόσμου της, που μπαίνουνε στη νέα τάξη θεληματικά, κι όλων των γυναικών που θα βρεθούνε σ’ αυτή παραπέρα. Τι είναι ή τι δεν είναι «αρετή», θα το κρίνουν οι άντρες τους, που χωρίζουν την ηθική σε δυο ηθικές, μια για τις γυναίκες κι άλλη γι’ αυτούς· και που τόσο μεγαλύτερη θα λογιάζουν την «αρετή» των γυναικών, μ’ όσο περισσότερα θα την ξαγοράζουν απ’ αυτούς καταφρόνια και δάκρυα.

Ξεπέφτοντας ωστόσο το σύστημα της μητριαρχικής τάξης, ανακρατεί ακόμη μέσα στα συντηρητικότερα γένη, τ’ αρχοντικά και τα βασιλικά, κάτι από την αρχαία ηγεμονική περιφάνεια της γυναίκας. Έτσι και μέσα από τη συνοδεία των απόθαμπων γυναικών που μπαίνουν θεληματικά στο νέο σύστημα, μέσα από τις σκιανές βασίλισσες, που υφαίνουνε τα σάβανα του κόσμου τους, ξεπροβαίνει, ολοΰστερη κόρη του μητριαρχικού κόσμου τους, η Κλυταιμνήστρα. Αδελφή της Ελένης, κόρη του Τυνδάρεω και της Λήδας (της καρικής πάλι Lada) είναι του προελληνικού κόσμου γυναίκα. Ο άντρας της, ο Αχαιός Αγαμέμνονας, τη ρίχνει στο ζυγό του πατριαρχικού δεσμού, όπως τη θεά του ομαδικού γάμου, την Ήρα, τη ρίχνει ο Δίας στα δεσμά του συζυγικού, κάνοντάς τη ζυγίαν. Ο ίδιος δεν μποδίζεται να σφάξει, για τα αρχηγικά του συμφέροντα, τη θυγατέρα της Ιφιγένεια, αποκοτώντας ένα από τα φοβερότερα κακουργήματα της μητριαρχικής νοοτροπίας. Ύστερα φεύγει για τον πόλεμο, λείπει πάνου από δέκα χρόνια, γιομίζει το στρώμα του με τη μια ή την άλλη αιχμάλωτη, και μ’ αιχμάλωτη γυρίζει αγαπητική του. Πατριαρχικός πατέρας, σύζυγος, και βασιλιάς, δεν αδικά, κατά τη γνώμη του, κανένα. Κόρη του είναι η Ιφιγένεια, αξίωση του η αφοσίωση της γυναίκας του, δουλειά του οι πόλεμοι κ’ οι κουρσεμοί, δικαίωμά του η παλλακεία. Μα μητριαρχική κ’ η Κλυταιμνήστρα, τον έχει ξεγραμμένο πια σαν άντρα της και βασιλιά, και τώρα βασιλεύει με τον εραστή της στα παλάτια των Μυκηνών, με το παλιό δικαίωμά της μητριαρχικής της τάξης.

Ούτε η Κλυταιμνήστρα βάζει στο μυαλό της πως, ανοίγοντας στον αγαπητικό τα γόνατα, καταπατεί κανένα χρέος. Η αδερφή της η Ελένη ακολουθά τον αγαπητικό· η μάνα της η Λήδα δοξάζει τον άντρα της παιδογεννώντας με τον Δία. Οι θέαινες του κόσμου της, μητερικές προβολές, είναι μητέρες κ’ ερωμένες θεές, σ ύ ζ υ γ ο ι ωστόσο δεν είναι. Ακόμη και θέαινες τώρα του Ολύμπου του άντρα της, μοιχεύουνε, νοθογεννούν, αιμομικτούν, κι απ’ όλα τα ζευγάρια του ουρανού, το πιο διχόγνωμο και κακορίζικο είναι το πρότυπο του γάμου των πατριαρχικών ζευγαριών: της Ήρας και του Δία. Η Ήρα γεννά μόνη της παιδιά, ο Δίας θυγατέρες από μόνος του κι αυτός· κι αντίστροφα η Ήρα θυγατέρες από μόνη της και γιούς ο Δίας από μόνος του: κ’ οι δυο τους όμως, σαν αντρόγυνο, παιδί δεν μπορούν να γεννήσουν. Μα ο ουράνιος κόσμος είναι συντηρητική εικόνα του γήινου κόσμου. Ατέλειωτος χορός ηρωίδων του κόσμου τούτου αφήνει στους ποιητές κοσμοβόητες περιπέτειες, γιομίζοντας τους αιώνες τους με περιλάλητους ήρωες, «γεννήματα» ανατίλογα «θεών», μα που σε γλώσσα λιγότερο υπερβατική θα πει γεννήματα α δ ή λ ω ν π α τ έ ρ ω ν. Ξέρουνε κιόλας να διαφεντεύουν τα δίκια τους, το αίμα δεν το φοβούνται. Αν οι άντρες έχουν το σπαθί, έχουν κ’ εκείνες το Διπλοπελέκι τους, εικονισμό του Νέου και του Περασμένου Φεγγαριού και σύνεργο της γυναικείας Ξυλοκοπτικής, της αρχαίας δουλειάς τους. Όταν έτσι γυρίζει ο άντρας της, ο σφάχτης της θυγατέρας της, ο σκλαβωτής της γυναίκας του, ο σφετεριστής της βασιλείας της, η Κλυταιμνήστρα τον υποδέχεται με το αντροφόνο τσεκούρι του κόσμου της (Στησίχορος, Σοφοκλής, Ευριπίδης). Το τσεκούρι, που στον Όμηρο και τον Αισχύλο γίνεται ανοργανικά σπαθί, ξαναστράφτει στον Αισχύλομ σαν το γυρεύει η Κλυταιμνήστρα να σκοτώσει τον Ορέστη που σφάζει τον Αίγισθο, και σ’ αγγειογραφίες, σαν το σηκώνει, στην ίδια σκηνή, για να σκοτώσει το γιο της.

Η ψυχή του Αμφιμέδοντα, ενός από τους μνηστήρες της Πηνελόπης που κατεβαίνουνε στον Άδη, ιστορεί της ψυχής του Αγαμέμνονα πως τους ξεγέλασε η Πηνελόπη. Υφαίνοντας τη μέρα και ξυφαίνοντας τη νύχτα ένα σάβανο, αργοπορούσε τρία χρόνια το γάμο που της γυρεύανε, όσο που γύρισε ο Οδυσσέας. Ο Αγαμέμνονας μακαρίζει στενάζοντας τον παλιό συμπολέμαρχο, που πέτυχε μια τέτοια γυναίκα του, και προφητεύει τα υμνολόγια που θα τη δοξάζουν. «Όχι σαν τη θυγατέρα» ξακολουθεί «του Τυνδάρεω, που σκότωσε τον άντρα της η κακούργα. Οι ανθρώποι θα την καταριούνται στα τραγούδια τους, θα σέρνει καταλάλι και των άλλων γυναικών, και των καλόπραγων ακόμη». Αυτή είναι η γνώμη του Αγαμέμνονα, αυτή των ποιητών της Οδύσσειας, αυτή και του Αισχύλου ακόμη. Η μητριαρχική όμως βασίλισσα είναι μακριά από την ιδέα πως έχει κριματίσει. Σκότωσε ένα ανυπόφορον αρσενικό, έναν από τους άντρες που ταιριάσαν μαζί της. Οι βασιλογυναίκες του κόσμου της έχουν πάνω στους άντρες τους δικαιώματα ζωής και θανάτου. Η Εριφύλη στέλνει τον άντρα της, τον Αμφιάραο, σε σίγουρο θάνατο· οι γυναίκες της Λήμνου, εξόν από μια (την Υψιπύλη, που γλυτώνει τον πατέρα της), σκοτώνουν όλους τους αρσενικούς του νησιού· οι πενήντα θυγατέρες του Δαναού, εξόν από μια (την Υπερμνήστρα που γλυτώνει τον άντρα της) σκοτώνουν τους ξαδέλφους τους που τις παίρνουν ετσιθελικά τους γυναίκες. Όλοι οι σκοτωμένοι αυτοί δεν είναι του μητρικού γένους των γυναικών, κι ο φόνος έξω από το γένος δε λογιέται κρίμα. 

Αν όμως ο φόνος έξω από το γένος δεν είναι κρίμα, είναι ένας ανοιχτός με τους συγγενείς του φονεμένου λογαριασμός που, κατά τα αρχαιότερα και πεισματικότερα νόμιμα, περιμένει το ξόφλημά του. Τ ο χ υ μ έ ν ο α ί μ α γ υ ρ ε ύ ε ι α ν ε ξ ι λ έ ω τ α α ί μ α. Οι στενότεροι συγγενείς του Αγαμέμνονα έχουνε πρώτοι το δικαίωμα να το γυρέψουν· κι από το γάμο με την Κλυταιμνήστρα έχει αφήσει ο Αγαμέμνονας δυο παιδιά, τον Ορέστη και την Ηλέχτρα.Με ποιανού γονιού τους είναι τα παιδιά, ή μ’ άλλα λόγια, σε ποιανού το γένος πέφτουν ο Ορέστης και η Ηλέχτρα; Για την πατριαρχική τάξη που αντιπροσωπεύει ο Αγαμέμνονας, πέφτουν στο γένος του πατέρα τους, κι αυτοί, σαν πιο στενοί του συγγενείς, πρέπει να «πάρουνε πίσω» το αίμα του σκοτώνοντας τη μάνα τους, τη φόνισσά του. Για τη μητριαρχική, αντίθετα, τάξη, που αντιπροσωπεύει η Κλυταιμνήστρα, πέφτουν στο γένος της μάνας τους και πρέπει να σταθούνε στο πλευρό της. Είναι από τις μεγάλες περιπέτειες των περασμάτων. Στη συνείδηση των πολλών τους συγκαιρινών, το πρόβλημα, σίγουρα, δε θα σήκωνε μονοκόμματη λύση. Οι Ηλέχτρες στέκουν στο πλευρό της μάνας τους, οι Ορέστες στο πλευρό του πατέρα. Άλλοι θα νιώθανε πια παιδιά του πατέρα τους, μα η αξεσάλευτη ιερότητα της μητρότητας θα τους κρατούσε ακίνητους στο μαγικό της κύκλο. Άλλοι θα νιώθανε παιδιά της μάνας τους, μα το ηρωικό όραμα του πατέρα τους θα τους κρατούσε στηλωμένα τα μάτια σ’ αυτόν με δυναστική γοητεία. Άλλοι θα νιώθανε παιδιά και των δυο κ’ η δράση τους θ’ απόμενε παράλυτη ανάμεσα στα δυο τους χρέη. Την αγωνιακή αυτή ψυχολογία του τρίστρατου, τη μεταστήνει η Τραγωδία, με τη μιαν ή την άλλη Χρυσόθεμη, στους εγωιστικούς συμβιβασμούς της δειλίας. 

Ο Ορέστης κ’ η Ηλέχτρα δεν ζυγαρίζουν. Η αρχαία τάξη είταν κιόλας γερασμένη στα χρόνια της μάνας τους, και στα δικά τους χρόνια πεθαίνει. Κ’ οι δυο τους τυραγνιούνται από τον ήλιο του Μεγάλου Βασιλιά, που δε βούλιαξε ακολουθώντας το ματωμένο του φάντασμα, μα ανέβηκε μεσουρανίς, και καταφωτίζει ασυμπόνετα κι αυτούς και τη μάνα τους, στο κρίμα της αυτή και στο χρέος τους εκείνους. Η Ηλέχτρα, η αρχαία του μητρικού γένους συνέχεια, ο φορέας της μητριαρχικής βασιλείας αισθάνεται, μ’ όλο τον ήσκιο που τη βαραίνει της μάνας της, θυγατέρα του πατέρα της τώρα. Η πιο μικρή παρακίνηση του Χορού, της ξύπνα τη συνείδηση τ’ αξεφεύγατου χρέους. Είναι από τις γυναίκες που μπαίνουν στη σκεπή της πατριαρχίας θεληματικά, που παίρνουν το δρόμο της Υψιπύλης και της Υπερμνήστρας, για να κατέβουνε στο πλευρό της σκοτεινής Πηνελόπης. Αυτή είναι έτσι (και μάλιστα στη παραστατικότερη εικόνα της στον Σοφοκλή) που συντηρεί το χρέος της εκδίκησης (το μόνο μητριαρχικό μεγαλείο που απομένει στη γυναίκα της πατριαρχίας) και καλεί και περιμένει τον Ορέστη να το ξεπληρώσει. Εκείνος, πάλι, έχει διπλότυπό του τον Αλκμέωνα που, για να ξεδικήσει το θάνατο του πατέρα του Αμφιάραου, σκοτώνει τη μάνα του Εριφύλη. Έχει ακόμη παρακινητή του τον Απόλλωνα, τον παλιό μητριαρχικό γιό του Λητώς, και του Δία τώρα γιο, που θα λατρεύεται σα θεός Πατρώος. Αλλά κ’ ετούτος έχει την εντολή από τον πατέρα του, τον κορυφαίο πατριαρχικό θεό Διά. Ο Ορέστης πέφτει στη γενιά του πατέρα του και χρωστά να σκοτώσει τη μάνα. Μέσα σε θρήνο φοβερό πάνου στον τάφο του πατέρα τους τα δυο αδέρφια ξανατονώνουν την πατρογονική τους συνείδηση κι αξάφτουνε το πάθος του ξεδικημού τους, («Τα μοιρολόγια είναι» είπε ένας συγκαιρινός μας από τη Μάνη «που κάμαν όλους στον τόπο μας εγκληματίες»). Όταν ο Ορέστης αγναντίζει τη μάνα του με γυμνό το σπαθί, εκείνη κάνει να ξυπνήσει μέσα του τη θύμηση του μητρικού του γένους: «Στάσου, σεβάσου, γιε μου, αυτό το βυζί...» Μια αγωνία, κάποιο κοντοκράτημα, μα το γένος του πατέρα νικάει. Η μάνα αναγυρεύει το τσεκούρι και για το γιο, μα την προφταίνει το σπαθί του Ορέστη...

Κλείνοντας όμως ο λογαριασμός της πατρικής γενιάς ανοίγει ο λογαριασμός του μητρικού τώρα γένους. Για τη μητρική τάξη γίνηκε ένας φόνος εδώ, όχι σαν του Αγαμέμνονα, μα φόνος μέσα στο γένος· και το γένος, ή η παράδοσή του που ζει παραπέρα απ’ αυτό, διώχνει απομέσα του το φονιά, που δεν μπορεί πια να σταθεί και στη χώρα του, γιατί χωρίς την προστασία του γένους του είναι σφαγάρι κάθε εχθρού του. Μα μέσα κι όξου από τη χώρα του τον κυνηγούν οι κατάρες του γένους του, που ζούνε παραπέρα κι απ’ αυτό, του ξεσαλεύουνε το νου και του πίνουν το αίμα. Είναι οι Ερινύες, μητριαρχικές δαιμόνισσες, με τα φίδια της προελληνικής θρησκείας στην κεφαλή και στα χέρια τους, οι προσωποποιημένες μητρικές Αρές, οι παλαιές του μητρικού προστάτισσες γένους. Για τον Αισχύλο, που ξέρει το φυσικό τους είναι «γριές θεές», με τον «παμπάλαιο κλήρο» να «παιδεύουν όποιον έχυσε αίμα δικού» του. Οι ματολάφτρες αυτές γριές κυνηγούν τον Ορέστη ίσαμε το δελφικό ιερό, όπου ήρθε να ξεμολεφτεί από τον Απόλλωνα, τον παρακινητή του. Ο καθαρμός ξεπλένει το μόλεμα του φονικού, μα δε στομώνει και τις Ερινύες. Εκείνες τριγυρίζουν το θύμα τους μέσα στο ιερό, κι αν κλέβουν ύπνο καμιά στιγμή, το φάντασμα της μαχαιρωμένης βασίλισσας ξυπνά τις αποκοιμισμένες της σκύλες. 

Ξυπνώντας έτσι και βλέποντας να τους έχει φύγει το κυνήγι τους, έρχουνται στην Αθήνα, όπου έστειλε τον Ορέστη ο Απόλλωνας να γυρέψει την προστασία της Αθηνάς και να στηθεί σε δίκη στον Άρειο Πάγο. Μπροστά στο δικαστήριο τούτο, που το προεδρεύει η Αθηνά, δικάζεται ο μητροφονιάς με τις Ερινύες κατηγορήτρες του και τον Απόλλωνα υπερασπιστή του. Οι Ερινύες διαφεντεύουν τα δίκια τους, θρηνούνε που οι «νέοι θεσμοί» αναστατώνουν την αρχαία τάξη, φρενιάζουνε με τους «νέους θεούς», που «βάζουν πάνου από το δίκιο τη δύναμη», που «τις ποδοπατούνε και τους παίρνουνε το παμπάλαιο δίκιο».
Επιστροφή στα περιεχόμενα